Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

ΤΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, δρ. ΠΑΝΤΕΙΟΥ

 
Η παρούσα εισήγηση αναφέρεται στις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και την επίδρασή τους στην ανάπτυξη των ελληνικών πανεπιστημίων σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Παρακολουθούμε, δηλαδή, την εξέλιξη της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας υπό την επίδραση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης.

Ø  Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ


Το θεωρητικό υπόβαθρο για τη μελέτη του θέματος που μας απασχολεί αποτελούν οι θεωρίες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης καθώς και θεωρίες για την εκπαίδευση (ανθρώπινο κεφάλαιο-human capital και επένδυση σε ανθρώπινους πόρους-human investment). Αυτές αφορούν, μεταξύ των άλλων, το κράτος, τα δημόσια αγαθά, την τεχνολογία-γνώση-εκπαίδευση και εντάσσονται σε δύο σχολές αφενός στην Νεοκλασική και Κεϋνσιανή και αφετέρου στη Ριζοσπαστική, τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Σε σχέση με τον ρόλο της εκπαίδευσης διακρίνονται οι ακόλουθες θεωρίες:
·         Φιλελεύθερες
·         Προσεγγίσεις του κράτους – πρόνοιας
·         Πλουραλιστικές και
·          Θεωρίες που βασίζονται στον επιστημονικό σοσιαλισμό
(Ζαμπέτα 1994 σελ. 26)
Μία, σχετικά, νέα θεωρητική σχολή (Πεσμαζόγλου 1987 σελ. 20), που είναι στο πλαίσιο της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας, είναι η οικονομική της εκπαίδευσης και η θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίου.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εκπαίδευση, και ιδίως η ανώτατη, συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Το κρίσιμο στοιχείο για την κατανόηση της εκπαίδευσης δεν είναι η δύναμη του κράτους ή η ιδεολογία, είναι η διαδικασία τής παραγωγής καθόσον διαπιστώνεται αντιστοιχία ανάμεσα στις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής και στις κοινωνικές σχέσεις τής εκπαίδευσης.
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικά χαρακτηριστικά τής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το πρώτο είναι αφενός η προσπάθεια για τη συνειδητοποίηση της αντικειμενικής πραγματικότητας με την παροχή τής ήδη κατακτημένης γνώσης και αφετέρου η ενσωμάτωση αυτής καθώς και της νεοαποκτηθείσας, μέσα από έρευνες και διδακτορικές μελέτες, στην έξω από την εκπαίδευση κοινωνία (στην αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, στη μαθητεία και άσκηση επαγγελμάτων κ.α.). Το δεύτερο είναι η διασύνδεση των εκπαιδευτικών μηχανισμών με την πορεία τής ανάπτυξης σε μια χώρα.
Η εκπαίδευση θεωρείται «κοινωνικό αγαθό» και έτσι συνδέεται με το «κράτος πρόνοιας». Η ανάπτυξη ή η κρίση που συνοδεύει το «κράτος πρόνοιας», επηρεάζει και τον τομέα τής εκπαίδευσης, όπως άλλωστε και η επικράτηση κεϋνσιανών, σοσιαλδημοκρατικών ή νεοφιλελεύθερων ιδεολογιών και πολιτικών (Γετίμης-Γράβαρης, 1993).

Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ουσία της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι να διαμορφώνει επιστήμονες, υπηρέτες της επιστήμης. Ανθρώπους, δηλαδή υψηλής κατάρτισης και ειδίκευσης, με ικανότητα στην ερευνητική και διευθυντική λειτουργία, ικανούς να αντιμετωπίσουν κάθε νέο πρόβλημα που θα συναντήσουν στην πράξη – στην παραγωγική διαδικασία και στην κοινωνική ζωή – που να μπορούν να συνεισφέρουν με πρωτότυπη επιστημονική σκέψη, δημιουργικότητα και πρωτοβουλία σ’ έναν συνειδητό μετασχηματισμό τής φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας, στον πλουτισμό της ανθρώπινης γνώσης, της ίδιας της επιστήμης και στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.
Το ειδοποιό χαρακτηριστικό τής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αυτό που τη διαχωρίζει από τις προηγούμενες βαθμίδες τής εκπαίδευσης, είναι η σύνδεση και η παραγωγή έρευνας και η προσέλκυση των φοιτητών σε δημιουργική επιστημονική, ερευνητική εργασία. Διακρίνεται, δηλαδή, και για το γεγονός ότι διαμορφώνει προσωπικότητες σε ένα κοινωνικό στρώμα[1], αυτό της νεολαίας.
Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχει διπλό ρόλο που είναι, από τη μια η παροχή των αναγκαίων γνώσεων στον εκπαιδευόμενο για την άσκηση με επιτυχία του μελλοντικού κοινωνικού του ρόλου ως επαγγελματία και, από την άλλη η διάδοση και η επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας (Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 1991). Επίσης προάγει τις κοινωνικές, πολιτιστικές και άλλες αξίες τής κυρίαρχης ιδεολογίας[2], τον κώδικα αρχών και αξιών, προσπαθώντας να εγχαράξει αυτές στην αντίληψη και στον τρόπο ζωής τής νέας γενιάς. Τέτοια αποστολή και ρόλο βέβαια έχουν τόσο η οικογένεια όσο και οι προηγούμενες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Το πανεπιστήμιο είναι η πιο μεγάλη μονάδα παραγωγής γνώσης. Προωθεί την παραγωγή και μετάδοση νέων επιστημονικών γνώσεων (επιστημονική λειτουργία), ενώ παράλληλα επιτελεί και μια σειρά άλλων σημαντικών κοινωνικών λειτουργιών, όπως την αναπαραγωγή τής κυρίαρχης ιδεολογίας διά της παροχής γενικής και ειδικής παιδείας και τη διάχυση και αναπαραγωγή τής υπάρχουσας γνώσης (ιδεολογική λειτουργία), την απονομή στους αποφοίτους του των τυπικών εργασιακών δικαιωμάτων και των αντίστοιχων δεξιοτήτων. Συμβάλλει έτσι στον καταμερισμό εργασίας (κατανεμητική λειτουργία), στη συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών (κοινωνικοπολιτική λειτουργία), και στην αύξηση της παραγωγικότητας (οικονομική λειτουργία) (Φουντεδάκη-Σαραφιανός, 2000, Καυκαλάς, 2000). Παρότι ο κύριος ρόλος του πανεπιστημίου είναι η αναπαραγωγή και εγχάραξη της κυρίαρχης ιδεολογίας, εν τούτοις τείνει να προσδένεται όλο και περισσότερο στην άμεση παραγωγική διαδικασία, λόγω της συμβολής του στην παραγωγή προηγμένης έρευνας και τεχνολογίας.
Το πανεπιστήμιο δεν φέρνει τους νέους μόνο σε επαφή με την επιστημονική και δεν μεταδίδει απλώς την ήδη παραγμένη γνώση. Καλλιεργεί και μεταδίδει συστήματα αξιών από τα οποία απορρέουν ηθικά πρότυπα και κανόνες δεοντολογίας, με βάση τους οποίους ρυθμίζονται συμπεριφορές, διαμορφώνονται και εσωτερικοποιούνται στάσεις, αντιλήψεις, ιδεολογίες (Λαμπίρη-Δημάκη, στο Γράβαρης–Παπαδάκης, 2005).

Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Για να έλθουμε στο προκείμενο θα εξετάσουμε την ενότητα ελληνικά πανεπιστήμια & κοινοτικοί πόροι, εκπαίδευση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα αναφερθούμε ειδικότερα στα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, τα Επιχειρησιακά Προγράμματα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης και τη σχέση τους με τα πανεπιστήμια.
Από τη μελέτη αποφάσεων Οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), μπορούμε να διαπιστώσουμε πως σε αυτές περιγράφεται και αναλύεται η αναγκαιότητα να επιταχυνθεί η ανάπτυξη μέσα από επενδύσεις σε ανθρώπινους πόρους. Επιπρόσθετα υποστηρίζεται, με συγκεκριμένες αποφάσεις και μέτρα, η διαδικασία της ταχύτερης αναδιάρθρωσης και προσαρμογής της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα της ανώτατης, προς τις ολοένα ταχύτερες αλλαγές στον σημερινό κόσμο. Οι ραγδαίες εξελίξεις, από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα έως και σήμερα, καθόρισαν, παρέσυραν και επέβαλαν ραγδαίες αλλαγές και αναδιαρθρώσεις στο σύνολο της εκπαίδευσης σε πολλά κράτη. Οι αλλαγές αυτές ήταν εναρμονισμένες με τις μεταβολές στην οικονομία και στις εργασιακές σχέσεις.
Η πανεπιστημιακή παιδεία στην Ελλάδα ήταν πάντοτε κρατική υπόθεση καθώς ουδέποτε, μέχρι σήμερα, παραχωρήθηκε το δικαίωμα ίδρυσης εκπαιδευτηρίων της βαθμίδας αυτής σε ιδιώτες. Παρά ταύτα τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνεται μια αντίφαση ανάμεσα στον συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου από τη μια και την ένταξή του στις ανάγκες της ατομικής ιδιοποίησης αλλά και στις ανάγκες της οικονομίας της αγοράς από την άλλη. Το γεγονός αυτό συνιστά στρέβλωση και άρνηση του δημόσιου χαρακτήρα του, και μάλιστα ανεξάρτητα από τις πηγές χρηματοδότησης.
Η χρηματοδοτικά ανταποδοτική σύνδεση του πανεπιστημίου με τις ανάγκες της αγοράς, που υποκαθιστά κατά ένα μέρος την κρατική χρηματοδότηση, συνιστά κίνδυνο για τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Με αυτό τον τρόπο συρρικνώνεται και περιθωριοποιείται η συμβολή του στην κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό, απεμπολείται και φαλκιδεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία. Ταυτόχρονα, ο περιορισμός της διάρκειας, η επαγγελματοποίηση των προπτυχιακών σπουδών και η αθρόα επιβολή διδάκτρων υπονομεύουν το δημοκρατικό δικαίωμα όλων στη γνώση. Η διεύρυνση και διόγκωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης και της «αναβάθμισης και ισοτίμησης» των ΤΕΙ, εντάσσεται στην δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η προτεραιότητα που δίνεται σε επαγγελματικού και καταρτισιακού χαρακτήρα σπουδές δεν είναι εκδήλωση ενδιαφέροντος για την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων, αλλά η προσπάθεια μετασχηματισμού του πανεπιστημίου σε άρρηκτο υποσύστημα της οικονομίας. Η επίκληση στην «κοινωνία της γνώσης» συγκαλύπτει τη διχοτόμηση της γνώσης σε «χρηστική/αναλώσιμη» που παρέχεται στους πολλούς σε προπτυχιακό επίπεδο και «κεφαλαιουχική» που αποτελεί το πεδίο για λίγους σε κέντρα αριστείας και διδακτορικές σπουδές. Η αξιολόγηση από ποικιλώνυμους φορείς είναι ουσιαστικό «εργαλείο» σε αυτήν την κατεύθυνση (Γράβαρης – Παπαδάκης 2005).
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική θεωρία υποστηρίζει τον περιορισμό της κρατικής παρέμβασης στα πανεπιστήμια η οποία ασκείται με νομοθετικές, συνταγματικές και χρηματοδοτικές ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την ακολουθούμενη πολιτική, όπως αυτή υλοποιείται με βάση νομοθετικές ρυθμίσεις, ο γνωστός νόμος-πλαίσιο, ή οι αποφάσεις και οδηγίες της Ε.Ε.. Στο πλαίσιο αυτό θεσμοθετήθηκαν και υφίστανται λειτουργίες του Ελληνικού Πανεπιστημίου που φαλκίδευσαν τον δημόσιο ρόλο του και διέσπασαν τον ενιαίο χαρακτήρα του ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Τέτοιες λειτουργίες είναι οι Εταιρείες αξιοποίησης της περιουσίας, οι Επιτροπές Ερευνών, τα ΙΕΚ και ΚΕΚ εντός των πανεπιστημίων. Η βασική αντίθεση, που χαρακτηρίζει την έννοια του «δημόσιου», είναι ανάμεσα στον κοινωνικό ρόλο τού πανεπιστημίου από τη μια και την ένταξή του στις ανάγκες τής ατομικής ιδιοποίησης και της αγοράς από την άλλη γεγονός που συνιστά στρέβλωση και άρνηση του δημόσιου χαρακτήρα του, ανεξάρτητα από τις πηγές χρηματοδότησης.
Η εισδοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ αρχικά και μετά η πλήρης ενσωμάτωσή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική και Νομισματική Ένωση δημιούργησαν νέες συνθήκες για το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της χώρας. Είναι γνωστό ότι σημαντικές ποσοτικές και ποιοτικές μεταβολές σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο οφείλονται στην ένταξη της Ελλάδας στον διακρατικό σχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι μεταβολές αυτές προωθήθηκαν με όχημα τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, ανεξάρτητα από το ποιοι και σε ποιο βαθμό ωφελήθηκαν ή ζημιώθηκαν. Απόδειξη τούτων είναι ότι σειρά αναδιαρθρώσεων στη λειτουργία της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας υλοποιήθηκαν αρχικά με την εφαρμογή συγκεκριμένων κοινοτικών προγραμμάτων και ακολούθησε η νομοθετική κατοχύρωση• ή επιβλήθηκαν λόγω εναρμόνισης και πρωτοκαθεδρίας της κοινοτικής νομοθεσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λειτουργία των ειδικών λογαριασμών κονδυλίων έρευνας (ΕΛΚΕ ή Επιτροπών Ερευνών) η οποία προβλέφθηκε με τον Νόμο Πλαίσιο 1268/1982, όμως η ουσιαστική κατοχύρωση και ανάπτυξή τους ήλθε με την υλοποίηση των κοινοτικών προγραμμάτων.
Η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις αγορές εργασίας γίνεται και με την ενσωμάτωση κοινοτικής νομοθεσίας στις εθνικές και με τις δράσεις των διαρθρωτικών ταμείων, ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ). Οι βασικές θεσμικές ρυθμίσεις της Ε.Ε. είναι η Λευκή Βίβλος το 1985, η Συμφωνία του Μάαστριχτ το 1992 και η Συνθήκη της Λισσαβόνας το 2000. Οι σύνοδοι των υπουργών παιδείας των κρατών μελών εξειδικεύουν και προωθούν την πολιτική αυτή (Σύνοδος της Μπολόνια). Μέσω των παρεμβάσεων αυτών επιτυγχάνεται η επιθυμητή κατεύθυνση ως προς την ανώτατη και την τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση, αλλά και ως προς την αγορά εργασίας (Γετίμης και Γράβαρης 1993 σελ. 410).
Οι αλλαγές στα ελληνικά πανεπιστήμια (λειτουργία Κ.Ε.Κ., Ινστιτούτα δια βίου μάθησης, προγράμματα κινητικότητας, νέα τμήματα προσανατολισμένα στην «αγορά» και αλλαγές στο νόμο πλαίσιο) σηματοδοτούν, κατά ένα τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, τη διαδικασία ολοένα και ουσιαστικότερης διασύνδεσης των πανεπιστημίων με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και της παραγωγικής διαδικασίας. Η διεύρυνση και διόγκωση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης και της «αναβάθμισης και ισοτίμησης» των ΤΕΙ, εντάσσεται στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα τα ποικιλώνυμα Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης, ΚΕΚ, Κολλέγια[3] και ΠΣΕ είναι η μια πλευρά, και ο μηχανισμός της αξιολόγησης και οι υπόλοιπες νομοθετικές ρυθμίσεις η άλλη.
Σημαντικότερες μπορούν να θεωρηθούν οι παρακάτω:
-                μειώνονται τα χρόνια σπουδών παρά την αλματώδη εξέλιξη των επιστημών και υποβιβάζονται οι «κοινωνικές» επιστήμες
-                αποδεσμεύεται το πτυχίο από τον επαγγελματικό χώρο, καταργούνται επαγγελματικά δικαιώματα (μέσω της αναγνώρισης των πτυχίων των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών-Κολλεγίων ως ισοτίμων με των Πανεπιστημίων)
-                δυσκολεύει η πρόσβαση σε μεταπτυχιακά και διδακτορικά (δίδακτρα που θεωρείται πνευματικός «Μαλθουσιανισμός», συνεντεύξεις για επιλογή)
-                ταυτόχρονα θεσμοθετούνται διευθετήσεις στις σχέσεις εργασίας (εργάσιμος χρόνος, συλλογικές συμβάσεις κλπ).

ΟΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

Οι μεταπτυχιακές σπουδές βρίσκονται σε μια φάση μετεξέλιξής τους. Στο παρελθόν απέβλεπαν, κατά παράδοση, στην εκπαίδευση και την προετοιμασία νέων επιστημόνων που θα έπαιρναν τη σκυτάλη για να συνεχίσουν την ακαδημαϊκή και την ερευνητική λειτουργία,  αποβλέποντας στην προαγωγή τής επιστήμης και του επιστημονικού διαλόγου, μέσα αποκλειστικά από την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών. Σήμερα φαίνεται να έχουν αλλάξει σκοπό. Αποβλέπουν στην εξειδίκευση πτυχιούχων σε μια πολύ συγκεκριμένη περιοχή, προκειμένου να αναλάβουν εξειδικευμένο έργο στην αγορά εργασίας. Αυτό υποδηλώνει και η αλλαγή τής ονομασίας τους. Ο όρος μεταπτυχιακές σπουδές έχει αντικατασταθεί από τον όρο προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών (Π.Μ.Σ.). Η διαφορά είναι όμως ουσιώδης και δεν είναι απλώς λεκτική. Μεταπτυχιακές σπουδές σημαίνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο, μια αέναη προσπάθεια και μια συνεχή αναζήτηση της επιστήμης και της «αλήθειας». Το «πρόγραμμα», αντίθετα, είναι πολύ συγκεκριμένο. Έχει αρχή και τέλος, είναι απόλυτα προδιαγεγραμμένο, εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό, τον οποίο αφού τον εκπληρώσει, πιθανώς, παύει να υπάρχει (Γράβαρης-Παπαδάκης, 2005). Τα παραπάνω προϋποθέτουν οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών και συστηματική διδασκαλία, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στην αναγκαιότητα της διεπιστημονικής συνεργασίας. Υπό αυτήν την έννοια η «ανταγωνιστικότητα» δεν έχει θέση στις μεταπτυχιακές σπουδές.
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ Α.Ε.Ι.
Α/Α
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
(2005-2006)
ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ (2005-2006)
1
ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
77
18.601
2
ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
2
58
3
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
21
4.218
4
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
12
1.422
5
ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
10
650
6
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
56
8.991
7
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
14
2.048
8
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
15
1.703
9
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
7
913
10
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΑΣ
33
3.460
11
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
28
2.288
12
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
10
2.662
13
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
34
2.397
14
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
7
566
15
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
23
2.158
16
ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
8
543
17
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
15
1.389
18
ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
3
269
19
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
24
6.984
20
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
0
71
21
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
3
336
22
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
0
0

ΣΥΝΟΛΟ
402
61.727

ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΡΙΘΜΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ (MASTER)
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ

ΣΥΝΟΛΟ

1995
3.455
2.740
6.195
1996
5.184
4.716
9.900
1997
5.106
5.429
10.535
1998
6.277
7.445
13.722
1999
8.170
8.335
16.505
2000
11.100
10.129
21.229
2001
12.689
11.661
24.350
2002
14.782
11.354
26.136
2006
34.192
21.262
55.454

ΣΥΝΟΛΟ

100.955
83.071
184.026

Τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης ΙΙ και ΙΙΙ (Κ.Π.Σ.) συμπίπτουν, κατά τη χρονική περίοδο από το 1995 έως το 2008, το δεύτερο με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το τρίτο με τη διεύρυνση και ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Στον εκπαιδευτικό χώρο αντίστοιχα, με τις αποφάσεις των συνόδων της Μπολόνια, της Πράγας, του Βερολίνου και του Λονδίνου.
Τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης θεωρούνται η μεγαλύτερη διαρθρωτικού χαρακτήρα παρέμβαση στην ελληνική κοινωνία και οικονομία από συστάσεως νεοελληνικού κράτους και επί μία, περίπου, δεκαπενταετία (1994 – 2008) επηρεάζουν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη χώρα μας μέσω των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. 1 και 2) και θα συνεχίσουν μέσω του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (Ε.Σ.Π.Α.) 2008 – 2013.
Ως βασικότερες επιδιώξεις των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ) προβλήθηκαν:

  • η αντιμετώπιση της ανεργίας μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης
  • η στενότερη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά
  • η μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων


Κατά την πορεία υλοποίησης των εν λόγω προγραμμάτων εκφράστηκαν και αντιρρήσεις και κριτικές απόψεις, οι οποίες έχουν να κάνουν:
  • με την καθιέρωση της αντίληψης περί «ανταγωνιστικότητας» στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αντί της διεπιστημονικής συνεργασίας μεταξύ των ΑΕΙ
  •  με την επιβολή του αγγλοσαξονικού μοντέλου στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση (3-2-3)
  • με την αποκλειστική σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά
  • με τη θεώρηση των ΚΠΣ ως μοναδικών  προγραμμάτων ανάπτυξης της χώρας
  • με την μη ορθολογική ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης, ιδίως στην περιφέρεια

Βασικός μοχλός για την επίτευξη των στόχων που θέτει η Ε.Ε. και το ΥΠ.Ε.Π.Θ. στο χώρο της εκπαίδευσης είναι το υποπρόγραμμα, στα πλαίσια των Β΄ και Γ’ Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης που ονομάζεται Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Εκπαίδευσης για την Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.) καθώς επίσης οι λοιπές κοινοτικές δράσεις (URBAN, INTERREG) και τα επιχειρησιακά προγράμματα (ΠΕΠ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ).
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων θεωρήθηκαν η μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων μέσω της περιφερειακής ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκε η ίδρυση και λειτουργία περιφερειακών πανεπιστημίων.
Η πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης αλλά και η λήψη αποφάσεων σχετικά με την ίδρυση περιφερειακών πανεπιστημίων, τόσο παγκόσμια όσο και στην Ελλάδα τα τελευταία, ιδίως, χρόνια φαίνεται να δέχτηκαν επιρροή από ορισμένες θεωρίες για την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, όπως είναι η θεωρία των «πόλων ανάπτυξης», καθώς και η θεωρία της «ολοκληρωμένης ανάπτυξης», που διατυπώθηκε από τον J. Boudeville (Παπαδασκαλόπουλος 1995 σελ. 51). Ένας από τους λόγους της αύξησης του αριθμού των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και τμημάτων είναι η άποψη ότι συμβάλλουν στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη της περιοχής που εγκαθίστανται (Λαμπριανίδης 1993 σελ. 33,37).
Όπως αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία οι ωφέλειες από την ίδρυση ενός πανεπιστημίου σε μια περιοχή είναι πολλές, όπως και η συμβολή του και ο εν γένει θετικός ρόλος του στην αναπτυξιακή της πορεία. Αυτά τα θετικά αποτελέσματα μπορεί να είναι άμεσα, και ως ένα βαθμό να σχετίζονται με τον οικονομικό τομέα, ή να είναι έμμεσα και να σχετίζονται με αλλαγές στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Δεν είναι, όμως, βέβαιο ότι τα θετικά αυτά αποτελέσματα οδηγούν πάντοτε και κατά τρόπο αυτόματο στην ανάπτυξη της περιοχής εγκατάστασης του πανεπιστημίου. Η ανάπτυξη μιας περιοχής εξαρτάται πρώτον από τη συνολική ανάπτυξη της χώρας (οικονομική, κοινωνική, πολιτική) και δεύτερον από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της περιοχής. Μόνο αν οι εθνικές και τοπικές συνθήκες το επιτρέπουν, μπορεί ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο να συμβάλει, ολόπλευρα και όχι μονομερώς, στην τοπική ανάπτυξη. Εν τέλει, ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο ή κυρίως πόλος οικονομικής ανάπτυξης αλλά εντάσσεται στη γενικότερη πορεία προς την πρόοδο μιας χώρας.
Με τον όρο περιφερειακά πανεπιστήμια εννοούμε τα πανεπιστημιακά ιδρύματα που βρίσκονται εκτός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης και τα οποία παρουσιάζουν ραγδαία αύξηση την τελευταία, ιδίως, δεκαπενταετία.

ΑΕΙ

ΧΡΟΝΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ
(ΕΤΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ)
Τμήματα 1993
Τμήματα 1998
Τμήματα 2002
Τμήματα 2006
Τμήματα 2008
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
1964 (1966/67)
16
17
21
21
22
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
1973 (1976)
14
15
17
17
19
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
1973
8
12
18
18
18
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
1964 (1970)
10
13
16
17
17
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
1977 (1980)
3
4
4
5
6
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
1983 (1985)
6
11
15
16
16
ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
1983 (1985)
4
4
4
6
6
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
1983 (1985)
6
9
16
16
16
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
2000 (2002)
0
0
2
10
10
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
2002 (2004)
0
0
0
6
6
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
2003 (2004)
0
0
0
2
2
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
1992 (1998)
0
0
0
6
6
ΣΥΝΟΛΟ

67
85
113
140
144


Ø  Β. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σύνοψη 1
Όπως προκύπτει από την παράθεση των βασικών αξόνων της νεοκλασικής και κεϋνσιανής και της ριζοσπαστικής σχολής, κάθε κοινωνικοοικονομικό σύστημα διαμορφώνει το εποικοδόμημά του, τους ανάλογους θεσμούς και λειτουργίες, όπως είναι το σύνταγμα, οι νόμοι, η εκπαίδευση. Καθοριστικός παράγοντας που επιδρά στη διαμόρφωση του εποικοδομήματος είναι οι επικρατούσες οικονομικές σχέσεις και δομές που συγκροτούν τη βάση, κατά τη δεδομένη υπό εξέταση χρονική περίοδο.
Εφόσον η οικονομία αποτελεί τη βάση για την εξέλιξη μιας κοινωνίας λογικά οδηγούμαστε να δεχτούμε ότι επηρεάζει, διαμορφώνει και καθορίζει όλες τις δομές τού εποικοδομήματος, σημαντική συνιστώσα του οποίου αποτελεί η εκπαίδευση, κυρίως η πανεπιστημιακή και συνεπώς τις δομές, την εξέλιξη και τις αναδιαρθρώσεις σε αυτήν. Η ανώτατη εκπαίδευση έχει σημαντικό ρόλο στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Καθορίζεται από αυτόν αλλά και επενεργεί στην ανάπτυξη των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων.
Στην ανώτατη εκπαίδευση αποδίδεται ιδιαίτερο βάρος, γιατί τα πανεπιστήμια αποτελούν φορείς μεταβίβασης γνώσης (διδασκαλία), εκπαίδευσης ειδικευμένου προσωπικού για την αγορά εργασίας, παραγωγής νέας γνώσης (έρευνα), σύνδεσης με τις επιχειρήσεις και ενσωμάτωσης σε αυτές της τεχνολογίας που παράγεται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις επιδιώκουν να επιτύχουν όλα τα παραπάνω και επιπλέον την περιφερειακή ανάπτυξη και σύγκλιση. Η σημασία που αποκτούν οι διαπιστώσεις αυτές φαίνεται από τη σχέση τους με τις αλλαγές και αναδιαρθρώσεις σε όλο το φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας. Διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, ελαστικές μορφές εργασίας, ανασύνθεση των εργασιακών διαδικασιών, εντατικοποίηση της εργασίας και άνοδος της ανεργίας, το τελευταίο και λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά και ταυτόχρονα αύξηση της ανάγκης για υψηλά εξειδικευμένη επιστημονική εργασία, αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ ομάδων εργαζομένων (γυναίκες, νέοι, μετανάστες).
Σύνοψη 2
Η περιφερειακή πολιτική απαιτεί την παρέμβαση του κράτους σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, η περιφερειακή πολιτική επηρεάζει και καθορίζει την ίδρυση και λειτουργία περιφερειακών πανεπιστημίων θεωρώντας τα ως βασικό παράγοντα περιφερειακής ανάπτυξης.
Σύνοψη 3
  1. Έχει μεγάλη σημασία για την πρόοδο η εκπαίδευση, η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη. Ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πρίσμα υπό το οποίο μελετώνται τα σύγχρονα προβλήματα και εξετάζεται η ιστορική τους πορεία, αυτή η πρόοδος και η εξέλιξη μπορεί να αποβεί επωφελής για τους λίγους ή τους πολλούς, να αποτελέσει πηγή ευημερίας ή υπανάπτυξης για μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού.
  2. Υπάρχει στενή σύνδεση μεταξύ της αγοράς εργασίας και της εκπαίδευσης. Η ανάγκη για αύξηση του εργατικού πληθυσμού και ταυτόχρονα ο εφοδιασμός του με τις απαιτήσεις που επιτάσσει  ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι οι αιτίες των αναδιαρθρώσεων τόσο στην εκπαίδευση (μείωση χρόνου σπουδών, αλλαγή γνωστικών αντικειμένων) όσο και στον τομέα τής εργασίας (ελαστικές σχέσεις) με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας και την ταχύτερη ενσωμάτωση εκπαίδευσης και τεχνολογίας στις καπιταλιστικές ανάγκες. Σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις, η αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού εμπεριέχει τη θετική όψη τής αύξησης των γνώσεων των εργαζομένων, χρήσιμη για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και την αρνητική που είναι η καθυστέρηση της ένταξής τους στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό[4].
  3. Η κυριαρχία των ιδεολογικών, πολιτικών, οικονομικών και εν γένει κοινωνικών θεωριών που διέπονται από τις νεοφιλελεύθερες, νεοκλασικές αντιλήψεις στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, δεν δημιούργησε ριζικά διαφορετικό επίπεδο ευημερίας, διαβίωσης, εκπαίδευσης σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, παρά το υψηλότερο επίπεδο υλικού, τεχνολογικού και πνευματικού πλούτου τής ανθρωπότητας. Έχει σημασία να επισημανθεί η ραγδαία ανατροπή, σε διάστημα μιας περίπου εικοσαετίας, από το 1991, σημαντικών κατακτήσεων των εργαζομένων μετά την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες. Αποδίδεται ιδιαίτερα μεγάλη σημασία είτε από την νεοφιλελεύθερη θεωρία είτε από τη ριζοσπαστική στην τεχνολογία, την έρευνα, την εκπαίδευση και την σύνδεση πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων με την παραγωγική και αναπτυξιακή διαδικασία.
Σύνοψη 4
Η σύγκλιση των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες – μέλη, σύμφωνα με τις διακηρύξεις των συνόδων Μπολόνιας, Πράγας και Βερολίνου και των συστημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τη διακήρυξη της Κοπεγχάγης, εξυπηρετούν τους στόχους της στρατηγικής της Λισσαβόνας. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανία όπου ο τρόπος χρηματοδότησης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κατηγοριοποίηση των πανεπιστημίων. Είναι αποκαλυπτικό ότι 20 πανεπιστήμια (σε σύνολο 108) λαμβάνουν το 85% της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης για έρευνα με κριτήριο τη σύνδεση κάθε πανεπιστημίου με τις εταιρείες και την αγορά. Τα πανεπιστήμια που έχουν τη δυνατότητα, λόγω υποδομών και «φήμης» να προσελκύουν κεφάλαια από τις εταιρείες για έρευνα καρπώνονται και τη μερίδα του λέοντος της κρατικής επιχορήγησης. Ουσιαστικά, οι εταιρείες «νοικιάζουν» ολόκληρα τμήματα πανεπιστημίων, τα οποία μετατρέπονται σε ερευνητικά τους κέντρα. Η λογική της κυβέρνησης φαίνεται και από την υπαγωγή των πανεπιστημίων από τη δικαιοδοσία του εκεί υπουργείου Παιδείας στο υπουργείο Επιχειρήσεων, Καινοτομίας και Δεξιοτήτων (Department for Business, Innovation and Skills).
Η πρόταση του Λόρδου Μάντελσον Υπουργού Παιδείας, για μείωση της χρηματοδότησης οδηγούν στην υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών στην πλειοψηγία των πανεπιστημίων και την ακόμα μεγαλύτερη σύνδεση της έρευνας με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Η κυβέρνηση, για να απαντήσει στο πρόβλημα της μείωσης των φοιτητών, λόγω του δυσβάστακτου κόστους σπουδών, προτείνει ο προπτυχιακός κύκλος να συμπτυχθεί σε 2 χρόνια. Αυτή η ρύθμιση θα υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο τα πτυχία που προσφέρουν ορισμένα από αυτά τα πανεπιστήμια. Πέρα, όμως από μια τέτοια συνέπεια, βασικότερη θεωρείται η απαξίωση του πανεπιστημίου το οποίο αντί να παρέχει γνώση θα παρέχει δεξιότητες.
            Στην ίδια χώρα η μειωμένη, πάντως, χρηματοδότηση κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010 – 2011 επιλέγεται να κατευθυνθεί στην έρευνα που ιεραρχείται από την κυβέρνηση και το κεφάλαιο ως στρατηγική. Οι επιστήμονες καλούνται να περιγράψουν κατά πόσον τα ερευνητικά τους προγράμματα θα έχουν θετικό αντίκτυπο στη βρετανική οικονομία και όχι μόνο. Για παράδειγμα, κυβερνητικό φυλλάδιο που περιγράφει την καινούρια διαδικασία χρηματοδότησης, εκτός από τους οικονομικούς στρατηγικούς τομείς, έχει και ερευνητικές κατευθύνσεις που σχετίζονται με την καταστολή και την πάταξη της τρομοκρατίας.
Τα πανεπιστήμια από τη μια με τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζουν με την διδασκαλία και την έρευνα, και οι περιφέρειες από την άλλη, είναι τα «κλειδιά» σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη για τη δημιουργία τής «οικονομίας τής γνώσης» στην Ε.Ε. Η Ανώτατη Εκπαίδευση, καλείται στο εξής να υπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά τις ανάγκες τής οικονομίας τής αγοράς, εγκαταλείποντας σε μεγάλο βαθμό τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Τα εθνικά κράτη καλούνται να υιοθετήσουν τους παραπάνω στόχους, εντείνοντας έτσι την ανισομέρεια στην καπιταλιστική τους τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. διαπιστώνει την ανάγκη για «τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη» και «παρέμβαση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο», με μοχλό τα πανεπιστήμια.
Σύνοψη 5
Στη χώρα μας οι αλλαγές και αναδιαρθρώσεις ακολούθησαν την ένταξή της στην Ε.Ε. και Ο.Ν.Ε. δεικνύοντας τον βαθμό εξάρτησης, στοιχείο άλλωστε καθοριστικό τής ελληνικής οικονομίας, με τα κοινοτικά κονδύλια να είναι το κύριο «εργαλείο» υλοποίησης της πολιτικής. Οι αναδιαρθρώσεις σε κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό πεδίο επακολούθησαν.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία αλλά και τα στοιχεία δείχνουν ότι οι στόχοι τής ίσης κατανομής και της περιφερειακής σύγκλισης στην Ε.Ε. και στη χώρα μας δεν έχουν επιτευχθεί. Η επικράτηση νεοφιλελεύθερων και κεϋνσιανών θεωριών που αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως οικονομική συνιστώσα και μοχλό υλοποίησης των ανωτέρω επιδιώξεων οδηγούν σε υποβάθμισή της και σε ένταση της εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού. Οι νεοφιλελεύθερες απόψεις που υποστηρίζουν τον περιορισμό τής κρατικής παρέμβασης στα πανεπιστήμια έρχονται σε αντίθεση με τη μεγάλη υπερκρατική παρέμβαση όπως είναι τα Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. και τις εθνικές θεσμικές ρυθμίσεις όπως ο νόμος πλαίσιο.
            Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και την έρευνα παραμένουν στη χώρα μας οι χαμηλότερες ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. Η χρηματοδότηση που προήλθε από πόρους των Α΄, Β΄ και Γ΄ Κ.Π.Σ., συνέτεινε στην διόγκωση και διεύρυνση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, κατά την υπό εξέταση περίοδο, όμως δεν μετέβαλλε την ανισομερή ανάπτυξή της σε κεντρικό και σε περιφερειακό επίπεδο.
Σύνοψη 6
1.         Σημαντική στιγμή για την υλοποίηση των βασικών θεωρητικών και πολιτικών αποφάσεων της Ε.Ε. (συμφωνία Μάαστριχτ, στρατηγική της Λισαβόνας) αποτέλεσε η εφαρμογή των Α΄, Β΄ και Γ΄ Κ.Π.Σ. στον ευρωπαϊκό και ελληνικό χώρο. Τα σημαντικά σε ύψος κονδύλια συντέλεσαν ώστε σε μια περίπου εικοσαετία να πραγματοποιηθούν ποικίλες αναδιαρθρώσεις, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
2.         Οι αναδιαρθρώσεις αυτές επεκτείνονται σε όλο το φάσμα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας: Λειτουργία, αύξηση του αριθμού διδασκόντων και φοιτητών, διόγκωση και διεύρυνση κεντρικών και περιφερειακών Α.Ε.Ι., θεσμοί και διαδικασίες που δεν συμπορεύονται πάντοτε με τον δημόσιο χαρακτήρα του ελληνικού πανεπιστημίου, ενεργότερη και εντονότερη παρουσία του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας στα Α.Ε.Ι. της χώρας. Τα προαναφερθέντα λειτούργησαν καθοριστικά για την εκτέλεση των έργων των Κ.Π.Σ. (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. και άλλων), σε εκπαιδευτικό και ερευνητικό επίπεδο.
  

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως:
1.      Οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις επιτάχυναν και διευκόλυναν τις βασικές πολιτικές επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση της ελληνικής πολιτείας.
2.      Ενώ η πανεπιστημιακή παιδεία στην Ελλάδα ήταν πάντοτε κρατική υπόθεση καθώς ουδέποτε, μέχρι σήμερα, παραχωρήθηκε το δικαίωμα ίδρυσης εκπαιδευτηρίων της βαθμίδας αυτής σε ιδιώτες, παρά ταύτα τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνεται μια αντίφαση ανάμεσα στον συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου από τη μια και την ένταξή του στις ανάγκες της ατομικής ιδιοποίησης αλλά και στις ανάγκες της οικονομίας της αγοράς από την άλλη.
3.      Η χρηματοδοτικά ανταποδοτική σύνδεση του πανεπιστημίου με τις ανάγκες της αγοράς, που υποκαθιστά κατά ένα μέρος την κρατική χρηματοδότηση, συνιστά κίνδυνο για τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Με αυτό τον τρόπο συρρικνώνεται και περιθωριοποιείται η συμβολή του στην κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό, απεμπολείται και φαλκιδεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία.
4.       Ταυτόχρονα, ο περιορισμός της διάρκειας, η επαγγελματοποίηση των προπτυχιακών σπουδών και η αθρόα επιβολή διδάκτρων, ακόμη και σε προπτυχιακό επίπεδο, όπως στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, υπονομεύουν το δημοκρατικό δικαίωμα όλων στη γνώση.
5.      Η επίκληση στην «κοινωνία της γνώσης» συγκαλύπτει τη διχοτόμηση της γνώσης σε «χρηστική/αναλώσιμη» που παρέχεται στους πολλούς σε προπτυχιακό επίπεδο και «κεφαλαιουχική» που αποτελεί το πεδίο για λίγους σε κέντρα αριστείας και διδακτορικές σπουδές.
6.      Αναφορικά με τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Όπως αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία οι ωφέλειες από την ίδρυση ενός πανεπιστημίου σε μια περιοχή είναι πολλές, όπως και η συμβολή του και ο εν γένει θετικός ρόλος του στην αναπτυξιακή της πορεία. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν μπορεί να είναι άμεσα, και ως ένα βαθμό να σχετίζονται με τον οικονομικό τομέα, ή να είναι έμμεσα και να σχετίζονται με αλλαγές στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Δεν είναι, όμως, βέβαιο ότι οδηγούν πάντοτε και κατά τρόπο αυτόματο στην ανάπτυξη της περιοχής εγκατάστασης του πανεπιστημίου. Η ανάπτυξη μιας περιοχής εξαρτάται πρώτον από τη συνολική ανάπτυξη της χώρας (οικονομική, κοινωνική, πολιτική) και δεύτερον από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της περιοχής. Μόνο αν οι εθνικές και τοπικές συνθήκες το επιτρέπουν, μπορεί ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο να συμβάλει, ολόπλευρα και όχι μονομερώς, στην τοπική ανάπτυξη.
7.      Η νεοφιλελεύθερη πολιτική θεωρία υποστηρίζει τον περιορισμό της κρατικής παρέμβασης στα πανεπιστήμια που πραγματώνεται με συνταγματικές, νομοθετικές και χρηματοδοτικές ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την ακολουθούμενη πολιτική, όπως αυτή υλοποιείται με βάση το γνωστό νόμο-πλαίσιο, ή τις αποφάσεις και οδηγίες της Ε.Ε.. Απόδειξη τούτων είναι ότι ένα πλήθος από αναδιαρθρώσεις στη λειτουργία της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας υλοποιήθηκαν αρχικά με την εφαρμογή συγκεκριμένων κοινοτικών προγραμμάτων και ακολούθησε η νομοθετική κατοχύρωση• ή επιβλήθηκαν λόγω εναρμόνισης και πρωτοκαθεδρίας της κοινοτικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό θεσμοθετήθηκαν και υφίστανται λειτουργίες του Ελληνικού Πανεπιστημίου, όπως οι Εταιρείες αξιοποίησης της περιουσίας, τα ΙΕΚ και ΚΕΚ και η λειτουργία των ειδικών λογαριασμών κονδυλίων έρευνας (ΕΛΚΕ ή Επιτροπές Ερευνών). Οι Επιτροπές αυτές θεσμοθετήθηκαν με τον Νόμο Πλαίσιο 1268/1982, όμως η ουσιαστική ανάπτυξή τους ήλθε με την υλοποίηση των κοινοτικών προγραμμάτων.
Κλείνοντας θα επιθυμούσα να επισημάνω τα εξής. Στην Ευρώπη, με τις δεδομένες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και δομές θεωρήθηκε αναγκαίο να υπάρξουν αναδιαρθρώσεις στα πανεπιστήμια με σκοπό την εξυπηρέτηση και πιο αποτελεσματική σύνδεσή τους με την οικονομία της αγοράς αλλά και την αξιοποίησή τους για τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. Αυτές οι επιλογές έχουν προδιαγραφεί τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και σε βασικά ντοκουμέντα και αποφάσεις όπως η συνθήκη Μάαστριχτ, η πολιτική Λισαβόνας, η συμφωνία Μπολόνια. Το αποτέλεσμα της υλοποίησης αυτών των επιλογών μπορεί να περιγραφεί ως εξής. Στο σημερινό, κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην Ευρώπη, στα πανεπιστήμια έπρεπε να υπάρξουν αναδιαρθρώσεις με σκοπό την εξυπηρέτηση και πιο αποτελεσματική σύνδεση με την οικονομία της αγοράς, όπως η επιδίωξη για  τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. Οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις από το Β’ και Γ’ ΚΠΣ είναι κύρια εργαλεία για την προώθηση αυτής της πολιτικής. Η υλοποίησή της στηρίζεται στην ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων των ελληνικών πανεπιστημίων, (με τα μεταπτυχιακά ειδίκευσης, την ίδρυση και μεγέθυνση περιφερειακών ΑΕΙ, τη δημιουργία νέων τμημάτων, την αναμόρφωση προγραμμάτων σπουδών σε συγκεκριμένα γνωστικά πεδία, κυρίως πληροφορικής και επιστήμης μηχανικών). Με την ίδια φιλοσοφία αναμένεται να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις και με τις χρηματοδοτήσεις από το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2008-2013.
Η πραγματικότητα που μόλις περιγράφηκε έχει δύο τουλάχιστον αναγνώσεις.
Η μία υποστηρίζει ότι με την εφαρμοζόμενη πολιτική η λειτουργία των ελληνικών ΑΕΙ είναι επιτυχημένη και η πορεία τους ανοδική, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Η άλλη θεωρεί ότι η πολιτική αυτή ελέγχεται ως προς την ορθότητα και τα αποτελέσματά της. Η άκριτη σύνδεση των ελληνικών πανεπιστημίων με την οικονομία της αγοράς, ο μονομερής προσανατολισμός σε τεχνικά γνωστικά αντικείμενα και η διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης  με διαχωρισμό σε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές master αλλοιώνουν το δημόσιο χαρακτήρα τους, υπονομεύουν το ρόλο τους και οδηγούν σε παραγκωνισμό επιστημονικών πεδίων, κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών και εντέλει η διόγκωση με αυτό τον τρόπο των περιφερειακών πανεπιστημίων δεν οδηγεί σε τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη και δεν μπορεί να αποτελεί μέσο για οικονομική σύγκλιση.
Η γενικότερη αξιολόγηση της πορείας των ελληνικών πανεπιστημίων, στο πλαίσιο της πολιτικής που ακολουθείται την τελευταία δεκαπενταετία, είναι ένα θέμα το οποίο απαιτεί περαιτέρω εμπεριστατωμένες έρευνες αλλά χρειάζεται να ληφθούν υπόψη οι ήδη επισημανθείσες σοβαρές διαπιστώσεις και επιφυλάξεις.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωση
1.    Ανδρικοπούλου Ελ. και Καυκαλάς Γρ. (επιμέλεια), Ο Νέος Ευρωπαϊκός Χώρος – Η διεύρυνση και η γεωγραφία της Ευρωπαϊκής ανάπτυξης, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2000.
2.    Αργύρης Θ., Θεωρίες υπανάπτυξης, εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992.
3.    Baran Paul, Η πολιτική οικονομία της ανάπτυξης, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1977.
4.     Borjas J. George, Τα οικονομικά της εργασίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2003.
5.     Γετίμης Π. - Καυκαλάς Γ. - Μαραβέγιας Ν. επιμέλεια, Αστική και περιφερειακή   ανάπτυξη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1994.
6.     Γιαννόπουλος Παν., Περιφερειακά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα και τοπική ανάπτυξη – Η περίπτωση του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Χίο, στο περ. Πανεπιστήμιο, τ. 7/2003, σελ. 89.
7.     Γράβαρης Διον. – Παπαδάκης Νικ. (επιμέλεια), Εκπαίδευση και εκπαιδευτική πολιτική – Μεταξύ κράτους και αγοράς, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2005.
8.     Drucker P., Μετακαπιταλιστική κοινωνία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1996.
9.     Δεδουσόπουλος Α., Πολιτική Οικονομία της Αγοράς Εργασίας, τ. Α’, Η προσφορά της εργασίας (θεωρίες, πολιτικές και ερευνητικές αναζητήσεις) εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 1998.
10.  Ζαμπέτα Εύη, Η εκπαιδευτική πολιτική στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση 1974 – 1989, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1994.
11.  Hywel G. Jones, Εισαγωγή στις σύγχρονες θεωρίες οικονομικής μεγέθυνσης, εκδ Κριτική, Αθήνα 1993.
12.  Η επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση – κοινωνικές επιπτώσεις και προοπτικές, συλλογή άρθρων, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1976.
13.  Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα σήμερα, 2ο Συνέδριο, 28/11 – 1/12/1990, Αθήνα 1991.
14.  Κανελλόπουλος Α. Π., Η οικονομική της αναπτύξεως τ. 1 κ΄ 2, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1976
15.  Καράγιωργας Δ. Π., Δημόσια Οικονομική τ.1 κ΄ 2, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1979.
16.  Κάτσικας Χρ., Ευρωπαϊκός χώρος ανώτατης εκπαίδευσης και καπιταλιστική αναδιάρθρωση – η μετάλλαξη του πανεπιστημίου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2005.
17.  ΚΜΕ, Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα – βαθμός και μορφές, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987.
18.  ΚΜΕ, Οι αλλαγές στην οικονομία και στην ταξική διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας (1980 – 1994), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996.
19.  Κόνσολας Ν., Σύγχρονη περιφερειακή οικονομική πολιτική, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997.
20. Κουρλιούρος Ηλίας, Διαδρομές στις θεωρίες του Χώρου – Οικονομικές Γεωγραφίες της Παραγωγής και της Ανάπτυξης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001.
21.  Λαμπριανίδης Λόης, Περιφερειακά πανεπιστήμια στην Ελλάδα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993.
22.  Λιανός Παν. Θεόδ., Μαρξιστική Οικονομική Θεωρία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1985.
23.  Λιαργκόβας Π. – Ανδρέου Γ., Η νέα πολιτική συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ελλάδα, εκδ Παπαζήση, Αθήνα 2007.
24.  Mc Cann Philip, Αστική και Περιφερειακή Οικονομική, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002.
25.  Madan Sarup, Μαρξισμός και Εκπαίδευση, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006.
26.  Mankiw N. Gregory, Μακροοικονομική θεωρία, τ. Α’ και Β’, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2000.
27.  Martinussen John, Κοινωνία, Κράτος, Αγορά – Θεωρίες της ανάπτυξης, επιμέλεια Στ. Μαυρουδέας, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2007.
28.  Μαλούτας Θ. - Οικονόμου Δ.,  Κράτος Πρόνοιας στην Ελλάδα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1988.
29.  Μαραβέγιας Ν. – Τσινισιζέλης Μ. (επιμέλεια), Νέα Ευρωπαϊκή Ένωση – Οργάνωση και πολιτικές 50 χρόνια, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2007.
30.  Μαραβέγιας Ν. (επιμέλεια), Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Παρελθόν – Παρόν - Μέλλον, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2008.
31.  Μάρξ – Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τ. 1 και 2, εκδ. Γνώσεις, Αθήνα 1951.
32.  Μάρξ Κάρλ, Το Κεφάλαιο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978.
33.  Μαυρουδέας Στ., Οι τρεις εποχές του πανεπιστήμιου – το πανεπιστήμιο στον καπιταλισμό, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.
34. Μούσης Ν., Ευρωπαϊκή Ένωση: δίκαιο, οικονομία, πολιτική, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2003.
35. Nicholson Walter, Μικροοικονομική Θεωρία, τ. Α’ και Β’, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1998.
36. Ντούσκος Π., Η επιστημονικο-τεχνική πρόοδος στο σύγχρονο κόσμο, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1986.
37. Ντούσκος Π., Εκπαιδευτικό σύστημα και σύστημα αναπαραγωγής της ειδικευμένης εργατικής δύναμης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1998.
38. Ξανθόπουλος Θεμ., Ελληνική Παιδεία – Δοκίμιο εξορθολογισμού και ανασυγκρότησης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2005.
39. Πάκος Θεοφ., Κλαδική Οικονομική Ι - Ανταγωνισμός, Συγκέντρωση και Τεχνολογία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1992.
40. Παπαδάκης Νίκος, Εκπαιδευτική πολιτική – Η εκπαιδευτική πολιτική ως κοινωνική πολιτική (;), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
41. Παπαδασκαλόπουλος Αθ., Πρότυπα και πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1995.
42. Παπαδασκαλόπουλος Αθ., Μέθοδοι περιφερειακής ανάλυσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2000.
43. Παπαδόπουλος Περικλής, Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987.
44. Πεσμαζόγλου Στ., Εκπαίδευση και ανάπτυξη στην Ελλάδα 1948-1985, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1987.
45. Πετμεζίδου – Τσουλουβή Μαρία, Κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992.
46. Πετράκος Γιώργος – Ψυχάρης Γιάννης, Περιφερειακή Ανάπτυξη στην Ελλάδα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2004.
47. Πετσίνης Λάμπρος, Επιστημονικο-τεχνική και βιομηχανική επανάσταση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1977
48. Ρέππας Παναγιώτης, Οικονομική ανάπτυξη – Θεωρίες και στρατηγικές, τ Α’ και Β’, εκδ Παπαζήση, δεύτερη έκδοση, Αθήνα 2002.
49.  Schultz W. Theodore, Η οικονομική αξία της εκπαιδεύσεως, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1972.
50. Stiglitz Joseph, Η οικονομική του Δημόσιου Τομέα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992.
51. Σαμαράς Γιάννης, Κράτος και κεφάλαιο στην Ελλάδα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986.
52. Σαχναζάροφ Γκεόργκι, Το φιάσκο της μελλοντολογίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987.
53. Σουήζυ Πώλ, Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1993.
54. Σταμάτης Γιώργος, Νεοκλασική Μικροοικονομική, Θεωρία – Παρουσίαση και Κριτική, εκδ Κριτική, Αθήνα 1991. (Πάντειο 338 ΣΤΑ)
55. Σταμάτης Κώστας, Η αβέβαιη «κοινωνία της γνώσης», εκδ Σαββάλας, Αθήνα 2005.
56.  Σταμέλος Γ. – Βασιλόπουλος Ανδ., Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.
57. Τσούνης Ν. – Κατσουλάκος Ι. – Κούκιος Ε., Η συμβολή της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας στην περιφερειακή ανάπτυξη – Η περίπτωση της Ελλάδας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
58. Φραγκουδάκη Άννα, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης – Θεωρίες για την κοινωνική ανισότητα στο σχολείο, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1985.
59. Φωτόπουλος Τάκης,  Εξαρτημένη ανάπτυξη - Η Ελληνική περίπτωση, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1985.
60. Χατζημιχάλης Κ., (επιμέλεια), Περιφερειακή ανάπτυξη και πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992.
61. Ψαχαρόπουλος Γ. – Καζαμίας Α., Παιδεία και ανάπτυξη στην Ελλάδα: κοινωνική και οικονομική μελέτη τα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκδ. ΕΚΚΕ, Αθήνα 1985.
62. Ψαχαρόπουλος Γ., Οικονομικά της Εκπαίδευσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999.

  
Ξενόγλωσση

1.    Arthur O’ Sullivan, Urban Economics, Fourth Edition, εκδ. Mc Graw Hill, 2000
2.    Ashton David-Green Francis, Education, Training and the global Economy, εκδ. Edward Elgar 1996
3.    Belfield R. Clive – Levin M. Henry, The economics of higher education, εκδ. Edward Elgar, 2003. 
4.    Belfield R. Clive, Economic Principles for Education, εκδ. Edward Elgar Publishing, 2000. 
5.    Blaug Mark, The economic value of education, εκδ. Edward Elgar, 1992. 
6.    Burgen Arnold, Goals and Purposes of Higher Education in the 21st century, εκδ. Jessica Kingsley Publishers, 1996
7.     Cave M.  – Hanney S.  – Henkel M.  – Kogan M., The use of performance indicators in Higher Education – The Challenge of the Quality Movement, Third Edition, εκδ. Jessica Kingsley Publishers, 1997
8.    Geraint Jones, The Economics of Education, εκδ. Mc Millan, 1993
9.    Fischer M. M. – Fröhlich J., Knowledge, Complexity and Innovation Systems, εκδ. Springer, 2001
10.  Hall Peter, Innovation, Economics and Evolution, εκδ. Harvester Wheatsheaf, 1994.
11.  Henkel Mary – Little Brenda, Changing relationships between Higher Education and the state, εκδ. Jessica Kingsley Publishers, 1999
12.  Kogan Maurice, Evaluating Higher Education, εκδ. Jessica Kingsley Publishers, 1989
13.  Raines J. Patrick – Leathers G. Charles, The Economic Institutions of Higher Education, εκδ. Edward Elgar Publishing, 2003

ΑΡΘΡΑ

1)    Bonner E., The economic impact of a university on its local community, Journal of American Institute of  Planners, 34, 1968, p. 339-343.
2)    Hendry D., Survey of student income and expenditure at Aberdeen University 1963-64 and 1964-65, Scottish Journal of Political Economy, vol. XIII (3) November 1971, p. 363-376.
3)    Brownrigg M., The economic impact of a new University, vol. XX (2) June 1973., p. 123-139.
4)    Antikainen A., The regional impact of Universities in Finland, Higher Education 10 1981, p. 437-448.
5)    Love J. – McNicoll I., The Regional Economic Impact of Overseas Students in the UK: A case Study of Three Scottish Universities, Regional Studies vol. 22 1988, p. 11-18.
6)    Polznin P.-Lenihan M.-Haefele C., The University of Montana and Missoula: Economic Interdependence, Montana Business Quarterly 26 (3) autumn 1988, p.3-10.
7)    Franz Strehl, Funding Systems and their Effects on Higher Education Systems, OECD Education Working Papers No 6, 3/2007.
8)    Simon Marginson, Marijik van der Wende, Globalization and Higher Education, OECD Education Working Papers No 8, 8/2007.
9)    Peter Arbo, Paul Benneworth, Understanding the Regional Conribution of Higher Education Institutions, OECD Education Working Papers No 9, 8/2007.
10)  Arthur Levine, The Remaking of the American University, περιοδ. Innovative Higher Education vol. 25, No 4, Summer 2001, σελ. 253 – 267.
11)  Geoff Stanton, Andrew Morris, περιοδ. Higher Education Quarterly, vol. 54, No 2, April 2000, σελ. 127 – 146.
12)  Peter Jarvis, περιοδ. Higher Education Quarterly, vol. 54, No 1, January 2000, σελ. 43 – 67.
13)  Elaine El-Khawas, Higher Education Policy, vol. 14, Issue 3, September 2001, σελ. 241 – 248.
14)  Masaaki Ogasawara, Strategic planning of the graduate and undergraduate education in a research university in Japan, Higher Education Policy, vol. 15, Issue 1, March 2002, σελ. 55 – 60.
15)  Richard Braddock and Guy Neave, Higher Education Policy, vol. 15, Issue 3, September 2002, σελ. 313 – 330.
16)  Chrys Gunasekara, Regional Studies, vol. 40.7, October 2006, σελ. 727 – 741.
17)  Russel R. Rogers, Reflection in Higher Education: A Concept Analysis, Innovative Higher Education, vol. 26, No 1, Fall 2001, σελ. 37 – 57.
  

ΠΗΓΕΣ

1.    Γ΄ ΚΠΣέκδ. ΥΠΕΠΘ, Αθήνα Μάϊος 2001
2.    Δεύτερη Έκθεση σχετικά με την Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή, Βρυξέλλες 31.1.2001, COM (2001), 24 τελικό.
3.    Λευκό Βιβλίο (Ανάπτυξη – Ανταγωνιστικότητα – Απασχόληση, Οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για την μετάβαση στον 21ο αιώνα), 1992, εκδ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή 1994.
4.    OECD, Human Capital Investment, εκδ. OECD, 1998 (Πάντειο 338.4737 HUM)











[1] Η έννοια του «κοινωνικού στρώματος» είναι ότι πρόκειται για μια κοινωνική κατηγορία με διαταξική σύνθεση, αποτελείται από μέλη που εντάσσονται σε διαφορετικές τάξεις (Διαμαντής και άλλοι, 1981.
[2] «…Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι, σε κάθε εποχή, οι επικρατούσες ιδέες…ρυθμίζουν την παραγωγή και διάδοση των ιδεών τής εποχής τους» (Μάρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία, στο Madan Sarup, 2006).
[3] Οδηγία της ΕΕ 89/84 και 36/05 για αναγνώριση Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών (Κ.Ε.Σ.).
[4] Σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αγγλία, παρατηρείται μείωση του χρόνου βασικών σπουδών από τέσσερα σε τρία έτη και πρόσφατα πρόταση να μειωθούν στα δύο.