Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ο Αλ. Σβώλος για το κράτος


  Μαρία Κοναξή, ΠΜΣ ΓΤΔ Παντείου Πανεπιστημίου
 Εισήγηση στο Σεμινάριο, 30 Μαϊου 2012


Εισαγωγικά

«Η εξέλιξις του Κράτους με τα βήματά της προσπαθεί να απαντήση εις την μυριόστομον αξίωσιν του σημερινού ανθρώπου, η οποία ικετεύει φως, ευημερία, αντίληψιν και προαγωγήν, ικετεύει αυτό τούτο την εκπλήρωσιν του υψίστου σκοπού του Κράτους: Εγένετο μεν η Πολιτεία του ζην ένεκεν, έστι δ’ ένεκα του ευ ζην.» (Σβώλος, 1916/1972: 24) Την ευημερία των πολιτών θέτει ο Σβώλος ως κύριο στόχο της Πολιτείας και κεντρικό άξονά της την προαγωγή και εξέλιξη του ατόμου.
Συνδυάζοντας τη δογματική νομική έρευνα με τη συστηματική παρουσίαση της ιστορικής προέλευσης του νόμου ο Αλέξανδρος Σβώλος ξεχωρίζει από όλους τους Έλληνες συνταγματολόγους. Εκθέτοντας τα ιστορικά περιστατικά εξηγεί τις αιτίες που οδήγησαν στη μορφή του πολιτεύματος με τη πάροδο του χρόνου και στην κατοχύρωση της πολιτικής ελευθερίας. Στα συγγράμματά του διαφαίνεται, ότι ο νόμος δεν ακολουθεί την κοινωνική πρόοδο και τη δικαιοσύνη. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 134)
Ο Α.Σβώλος θεωρεί τη Γαλλική Επανάσταση σταθμό για τη διαμόρφωση των πολιτικών δογμάτων. Σ’ αυτήν αποδίδει την εγκαθίδρυση της εθνικής κυριαρχίας με τον έως τότε δούλο λαό να καθίσταται κυρίαρχος και πηγή κάθε εξουσίας. Δεν πρόκειται σύμφωνα με τη γνώμη του, για μεταβολή της ουσίας του κρατικού θεσμού. Το 18ο αιώνα το κράτος συνιστούσε πολιτικό οργανισμό, που δικαιολογούσε την ύπαρξη και συντήρησή του πότε με την επίκληση του Θείου Δικαίου, πότε του ηγεμόνος και πότε με την προσφορά προστασίας στο λαό μέσω μιας υπέρτερης εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το κράτος σ’ αυτή τη χρονική στιγμή παραμένει ξένο προς την κοινωνική ζωή χωρίς κοινωνικό σκοπό, «με την κοινωνική ζωή να στροβιλίζεται πέριξ του». (Σβώλος, 1916/1972: 8) Η πορεία του κράτους προς την απόκτηση κοινωνικού χαρακτήρα αποτελεί ένα από τα θέματα του έργου του.
Ο Σβώλος κατά την παρουσίαση των ρυθμίσεων για την οργάνωση του πολιτεύματος, των εξουσιών των κρατικών οργάνων και των ατομικών ελευθεριών επιμένει στην επίδραση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, σημειώνοντας ότι οι σκοποί της Επανάστασης συνάδουν με τα αιτήματα του κινήματος της αστικής τάξης. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην κατοχύρωση της θεσμικής και πολιτικής υπεροχής της λαϊκής αντιπροσωπείας, η οποία ανατρέπεται με το προσωρινό καθεστώς απολυταρχίας του Καποδίστρια, την καθιέρωση του μοναρχικού θεσμού με το «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» του 1832 και τελικά με την εκλογή του Όθωνα. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 135).
Η συνταγματική θεωρία του Σβώλου διαπνέεται από τη δημοκρατική αρχή. Με ερείσματα την επαναστατική νομική παράδοση των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων κατά την εθνεγερσία και τη διακυβέρνηση του Όθωνα και την ασθενική επιρροή των αριστοκρατικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας, αντικρούει τη νομική και πολιτική εκτίμηση υπέρ της διαχρονικής αίγλης της βασιλείας στους Έλληνες. Σθεναρά υποστηρίζει ότι ο βασιλικός θεσμός υποβαθμίστηκε μετά το 1850 φτάνοντας στα όρια του περιττού. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 137) Στις μελέτες του Σβώλου, μάλιστα, από πολύ νωρίς συναντάμε μεταρρυθμιστικές/σοσιαλιστικές τάσεις. (Πάσχος, 1991: 269)
Σχετικά με την καθολικότητα της ψηφοφορίας, ο Σβώλος εντυπωσιάζει με τις θέσεις του υπερασπιζόμενος με επιχειρήματα από την ιστορική εξέλιξη την επέκταση του εκλογικού δικαιώματος στον άρρενα πληθυσμό και τη μείωση του εκλογικού ορίου ενηλικίωσης. Για τον αποκλεισμό των γυναικών από το εκλογικό σώμα δεν βρίσκει κανένα λόγο προτάσσοντας υπέρ της ένταξής τους την συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 141)
Στο όραμα του Σβώλου, ο Κυρίαρχος και ο κυριαρχούμενος επικοινωνούν στο πλαίσιο μιας διαλογικής σχέσης απόλυτης ισότητας, με σκοπό να μεταμορφωθεί ο διάλογος προοδευτικά στο μονόλογο του δεύτερου, ο οποίος θα αναλάβει τα ηνία. «Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η εισαγωγή των θεσμών της άμεσης δημοκρατίας, όπως λ.χ. του δημοψηφίσματος, είναι σύμφωνα με τον Σβώλο καταστατικά αλυσιτελής. Γιατί τα ερωτήματα δεν τίθενται από αλλά προς τον λαό -και, το χειρότερο, διατυπώνονται από τα κόμματα. Και, το σημαντικότερο, γιατί η πρακτική αυτή «υποθέτει μόρφωσιν συνάμα και πείραν εις το πρόσωπο του εκλογέως». Απαιτείται, λοιπόν, βελτίωση της στάθμης της «μορφωτικής κατάστασης» και «κοινωνική αφύπνιση», δημιουργία των «κατάλληλων πνευματικών όρων» για την επιτυχή αυτοκυβέρνηση του λαού» (Καραβορκύρης, 2010)



Κεφάλαιο 1
Η εξέλιξη του κράτους σε κοινωνικό

Ο Σβώλος παρατηρεί στην ιστορική εξέλιξη του κράτους την εμπλοκή του στην ιδιωτική ζωή και ειδικότερα στις εργασιακές σχέσεις προς όφελος των εργαζομένων, με αποτέλεσμα την μεταστροφή του σε κοινωνικό. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 142) Χρειάστηκε χρόνος για να αναγνωριστεί το κράτος ως κοινωνική οντότητα με δύο αλληλοσυγκρουόμενες –αλλά στην πραγματικότητα εξαρτημένες- μορφές να κυριαρχούν: η πολιτική και η οικονομική κοινωνία. (Σβώλος, 1916/1972: 9)
Οι δυνάμεις των δύο κοινωνιών παλεύουν και φαίνεται να κυριαρχεί η πολιτική λόγω της ελλιπούς οργάνωσης των κοινωνικών δυνάμεων. Η ισορροπία αποκαθίσταται καθώς το σύγχρονο κράτος εμπεδώνει την νομική ισοδυναμία των πολιτών. Κινούμενο προς την κατεύθυνση αυτή το κράτος νομοθετεί τα δικαιώματα των ασθενέστερων. Εκτός από το κράτος φύλακα της ασφάλειας και της τάξης υπάρχει και το κράτος επιχειρηματίας, που επεμβαίνει με άμεσο τρόπο στην οικονομική ζωή. (Σβώλος, 1916/1972: 13) Ο ρόλος του κράτους στην εξισορρόπηση των οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των κοινωνικών βαθμίδων αναδεικνύεται και με τη διαμόρφωση της φορολογίας.
Ο Σβώλος τονίζει το ρόλο των κοινωνικών δυνάμεων στην επίδραση της πολιτικής εξουσίας. Επιμένει στην ανάγκη συνειδητοποίησης της αδράνειας του κράτους έναντι της ιδιωτικής ζωής καθώς και στην ανάγκη ύπαρξης δυνάμεων εκτός της πολιτικής εξουσίας, που να διευθύνουν τον οικονομικό και κρατικό βίο. (Σβώλος, 1916/1972: 11)
Ο Σβώλος αναφέρεται στην ιδεολογία του Proudhon, ο οποίος οραματίζεται μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση, μόνο με οικονομική οργάνωση, όπου στη θέση των νόμων θα υπάρχει πλέγμα συμβατικών καταστάσεων και στη θέση της πολιτικής εξουσίας οικονομικές δυνάμεις. Μία κοινωνία χωρίς κοινωνικές τάξεις, αλλά με τάξεις επαγγελματιών. Δεν συμφωνεί με τις απόψεις του Proudhon για την απόρριψη του πολιτικού κράτους, αλλά συμπορεύεται με την ιδέα, ότι το κράτος προσλαμβάνει συνεχώς περισσότερο οικονομική και κοινωνική ουσία. (Σβώλος, 1916/1972: 22-23)
Η σημερινή συγκυρία επιβεβαιώνει την αλληλεξάρτηση πολιτικής και οικονομικής κοινωνίας. «Ο διαφορετικός αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης στο πολίτευμα και στο πολιτικό σύστημα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό, αξιοσημείωτο, της παρούσας περιόδου, που πρέπει να έχουμε υπόψη μας, αν θέλουμε να προγνώσουμε τις πολιτικές και συνταγματικές εξελίξεις.» (Μανιτάκης, 2011)
Η πραγματιστική αντίληψη του κράτους διαφαίνεται πιο καθαρά στις αντιλήψεις του Σβώλου για την πολιτική εξουσία και κυριαρχία του κράτους.

Κεφάλαιο 2
Πολιτική εξουσία και κυριαρχία

Ο Σβώλος δεν αποκλίνει από τις αναλύσεις του Jellinek, δίνοντας κι ο ίδιος έμφαση στη νομική προσωπικότητα του κράτους, αποτελούμενου από λαό, χώρα και εξουσία με την κυριαρχία να παραμένει απλή ιδιότητα της πολιτικής εξουσίας. (Πάσχος, 1991: 255)
Καίριας σημασίας κρίνει ο Σβώλος τη νομική κατοχύρωση της εθνικής και μετέπειτα λαϊκής κυριαρχίας. Ωστόσο, κατ’ αρχάς δεν αναγνωρίζει νομικό χαρακτήρα στην εθνική ή λαϊκή κυριαρχία, θεωρώντας την περισσότερο μια από τις ιδιότητες της κρατικής εξουσίας και όχι τμήμα του θετού δικαίου. Είναι, όμως, ο μη νομικά αυστηρός χαρακτήρας της, που της προσδίδει την ικανότητα να μεταβάλλει το πολίτευμα. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 140) Ο Σβώλος αναγνωρίζει την ισχύ της λαϊκής κυριαρχίας στη διαμόρφωση της οργάνωσης της πολιτείας.
Διαχωρίζει τις έννοιες πολιτική εξουσία και εθνική κυριαρχία και γι’ αυτό το λόγο αντιτίθεται σε αρχές όπως αυτή του Hauriou, που τις φέρνει σε παραλληλισμό. Ο λαός δεν έχει νομική προσωπικότητα, όπως η Πολιτεία. Αν δεχθούμε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και ασκούνται από εξουσιοδοτημένα όργανα της Πολιτείας, η παραδοχή αυτή εκφράζει το Συνταγματικό Πολίτευμα και όχι τη νομική προσωπικότητα του λαού ως ασκούντα κυριαρχία. (Σβώλος, 1957: 285)
Σημαντικό κομμάτι της συνταγματικής θεωρίας του Αλέξανδρου Σβώλου συνιστά η αρχή του κράτους δικαίου, της οποίας αναζήτησε τις ιδεολογικές καταβολές και της προσέδωσε κανονιστικό χαρακτήρα. Ο Σβώλος ασχολήθηκε με τη σχέση κράτους και δημοκρατίας και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι προσπαθώντας να ορίσει την έννοια του κράτους δεν αναφέρεται στο δίκαιο. Η δικαιοκρατία υπάγεται στις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος και καθορίζει μαζί με αυτές τον τύπο του κράτους. (Παπανικολάου, 2009: 127-8)
Ο Σβώλος δεν κρίνει ως ορθή τη θεωρία του Duguit, που ισχυρίζεται ότι στην Πολιτεία δεν έχει νομική προσωπικότητα και ότι η πολιτική εξουσία δεν αποτελεί Δίκαιον, αλλά πραγματική κατάσταση. Ωστόσο, χαρακτηρίζει ως κεφαλαιώδες το σημείο της διδασκαλίας του Duguit που αναγνωρίζει θετική και πραγματική φύση στην πολιτική εξουσία. (Σβώλος, 1957: 277)
Αποκαλεί πρόληψη την ιδέα ότι η πολιτική εξουσία εξακολουθεί να υπάρχει με μόνο την αναγνώρισή της από το Δίκαιο χωρίς υλική επιβολή. Η υλική ισχύς του Κράτους συντηρεί στο άτομο τη συνείδηση της υπεροχής της κρατικής οντότητας, στην οποία βασίζεται η σχέση ατόμου-Πολιτείας. Πρόκειται για αυτό που ο Duguit ονομάζει διαφορικότητα μεταξύ Κράτους και ατόμων, δηλαδή υπεροχή της βούλησης του κράτους έναντι αυτής του ατόμου και σύμφωνα με τη θεωρία του συνιστά την ουσία της έννοιας του κράτους. (Σβώλος, 1957: 277-8)
Σύμφωνα με τα συνταγματικά και πολιτικά αξιώματα του Σβώλου το δίκαιο έπεται της κοινωνικής δύναμης. Ωστόσο, στο δημοκρατικό πολίτευμα καθίσταται δυνατή η καλύτερη ειρηνική εναρμόνιση του νομικού –συνταγματικού κανόνα με την πρόοδο και τη βούληση του λαού. Η νομική ρύθμιση καλείται να ενσωματώσει και να υπερβεί την κοινωνική τάση και διαμάχη. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 137)
Ο Σβώλος όσο και αν δέχεται την αξία της υλικής δύναμης της πολιτικής εξουσίας, δεν συμφωνεί ότι αυτή δεν αποτελεί Δίκαιο. Αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα στην πολιτεία και συντάσσεται με τη γνώμη της πλειοψηφίας των επιστημόνων, σύμφωνα με την οποία η πολιτική εξουσία της Πολιτείας αποτελεί δημόσιο δίκαιο εξ υποκειμένου –δηλαδή, λόγω των ασκούντων αυτήν, των οργάνων του κράτους. (Σβώλος, 1957: 279)
Στην προσπάθειά του να αποδώσει την έννοια της πολιτικής εξουσίας, ο Σβώλος δανείζεται όρους του δικαίου, όπως την ικανότητα επιβολής σε άλλη βούληση ή την κυριότητα με τον απόλυτο και εμπράγματο χαρακτήρα της. Έτσι, συμπεραίνει ότι η πολιτική εξουσία διακρίνεται από την ικανότητα εξαναγκασμού που διαθέτει η πολιτεία που την ασκεί, κάμπτοντας κάθε ενάντια βούληση. (Σβώλος, 1957: 271)
Για την εμβάθυνση στην έννοια της εξουσίας δανείζεται από τον Jellinek το συλλογισμό ότι οι περιορισμοί της πολιτικής εξουσίας που προέρχονται από τη βούλησή του μέσω διεθνών συμβάσεων και συνθηκών, συνιστούν όχι εξωτερικό περιορισμό, αλλά αυτοπεριορισμό από το Δίκαιο στο πλαίσιο της ιδέας της αλληλεγγύης, ως βάσης του Διεθνούς Δικαίου. (Σβώλος, 1957: 290) Δικαιοκρατία για το Σβώλο σημαίνει αυτοπεριορισμό του κράτους μέσω των κανόνων δικαίου. Υποστηρίζει, μάλιστα τη θετικιστική θεμελίωση του κράτους δικαίου, θεωρώντας ότι η δικαιοκρατική δέσμευση των κρατικών οργάνων είναι εκούσια και όχι ετεροκαθοριζόμενη. Με τον τρόπο αυτό εντάσσει την ελευθερία στο κρατικό δίκαιο ως κανονιστική αρχή. (Παπανικολάου, 2009: 132-3)
Με την πορεία αυτών των αντιλήψεων η κυριαρχία ξεκινάει ως απόλυτη και απεριόριστη δύναμη για να καταλήξει νομική έννοια, που περιλαμβάνει την ικανότητα του αυτοπροσδιορισμού και αυτοπεριορισμού της πολιτικής εξουσίας με εργαλείο το Δίκαιο. Και στο σημείο αυτό γεννάται το ζήτημα των ορίων μεταξύ της νομικής υποχρέωσης του κράτους να εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο και της υπεράσπισης των συμφερόντων της Πολιτείας. (Σβώλος, 1957: 291)
Παρατίθενται επιχειρήματα και για τις δύο απόψεις. Υπέρ της δυνατότητας μονομερούς λύσης των Διεθνών συμβάσεων: Τα κράτη ως οργανισμοί ζώντες και εξελισσόμενοι μπορεί λόγω μεταβολής των πραγματικών περιστάσεων να μην έχουν πια συμφέρον από την τήρηση ομολογημένων Διεθνών συμβάσεων. Επιπλέον μια γενιά δεν είναι σωστό να δεσμεύει την άλλη.
Από την άλλη, προβάλλει και τις αντιρρήσεις της νομικής θεώρησης, που για να προστατεύσει την πίστη στο Δίκαιο, το οποίο τοποθετεί στη βάση της οργάνωσης της διεθνούς κοινωνίας θα επέμενε στην τήρηση των διεθνών συνθηκών με θυσία των συμφερόντων του κράτους. (Σβώλος, 1957: 293) Ο Σβώλος δεν παίρνει σαφή θέση πάνω στο ζήτημα, απορρίπτοντας τις ακραίες θέσεις αναθέτει τη μελέτη του στο διεθνές δίκαιο.
Η πράξη είναι πιο περίπλοκη. «Η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει άρδην το σκηνικό αυτό και αναγκάζει την πολιτική ζωή της χώρας μας να υπάρχει και να λειτουργεί μέσα από την αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση του εθνικού με το υπερεθνικό και το παγκόσμιο (παγκόσμιο-υπερεθνικό-εθνικό). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε απαλλοτριώσει οριστικά τη νομισματική μας  κυριαρχία και έχουμε αποδεχτεί οικειοθελώς και ασμένως σοβαρούς περιορισμούς στη δημοσιονομική του κυριαρχία, πριν από πολλά χρόνια  και ότι η χώρα μας έχει επί πλέον συναινέσει επανειλημμένως στην οικονομική της λιτότητας και του ισχυρού ευρώ. Είμαστε καταναγκασμένοι να προγραμματίζουμε τη ζωή μας με βάση δημόσιες ευρωπαϊκές πολιτικές, που ενδεχομένως δεν αποδεχόμαστε  πολιτικά, που ίσως και αποστρεφόμαστε, επειδή πιστεύουμε ακράδαντα ότι μια άλλη Ευρώπη με μια άλλη οικονομική πολιτική, εντελώς διαφορετική, είναι  εφικτή και μπορεί ακόμη και τώρα να επιβληθεί με τη συνεργασία όμως και τον συντονισμό των λαών της Ευρώπης. » (Μανιτάκης, 2011)
Φαίνεται, ότι επιβάλλονται οικονομικές και πολιτικές επιλογές από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο πλαίσιο συγκρότησης ενός «νέου διεθνούς δικαίου», με σκοπό την επιβολή μιας «νέας τάξης πραγμάτων» σαν αυτή του Τζ. Μπους των αρχών της δεκαετίας του 1990. (Καλτσώνης, 2005: 113) Το μόνο που αλλάζει είναι το πρόσχημα με την επίκληση του οποίου καταρρίπτονται βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου καθώς και η εθνική κυριαρχία.





Κεφάλαιο 3
Φιλελευθερισμός και κοινοβουλευτισμός: δύο συγκρουόμενες τάσεις

Ο φιλελευθερισμός ως ιδεολογία διαφαίνεται σε όλο το έργο του Σβώλου. Χωρίς να εξαρτά την αρχή του κράτους δικαίου από τη διάκριση των εξουσιών, τοποθετεί και τις δύο αρχές στην βάση του φιλελευθερισμού και της εγγύησης της ελευθερία των πολιτών. (Παπανικολάου, 2009: 129)
Πρόσχωμα στο φιλελευθερισμό θεωρεί ότι συνιστά ο κοινοβουλευτισμός. «Το τόσον αναγκαίον εν τη δημοκρατία δόγμα της πλειοψηφίας δυσκόλως δύναται να συμβιβασθή προς το αίσθημα της ελευθερίας. Είναι δε τόσον φυσική η αντίθεσις αυτή, ώστε δύναται τίς να φαντασθή ότι θα υφίσταται και όταν ακόμη η κοινωνική βάσις του πολιτεύματος ριζικώς μεταβληθή, δια της καταλύσεως της διακρίσεως τάξεων» (Σβώλος, 1972: 133)
Αναφέρεται σε δύο συγκρούσεις που μπορούν να εμφανιστούν στο δημοκρατικό πολίτευμα, μεταξύ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της ελευθερίας του πολίτη καθώς και τη σύγκρουση μεταξύ της βούλησης των εκπροσώπων του λαού με την πραγματική βούληση του λαού. Για την προστασία της ελευθερίας των πολιτών από τη δύναμη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ο Σβώλος θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση κανόνων δικαίου στο πλαίσιο του φιλελεύθερου κράτους. (Παπανικολάου, 2009: 132-3)
Υπογραμμίζει τη σημασία της πολιτικής δημοκρατίας καθιστώντας παράλληλα σαφές, ότι κινδυνεύει να περιοριστεί υπερβολικά από τον μονόπλευρο/αστικό προσανατολισμό της κρατικής συγκρότησης και λειτουργίας. Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής αναπτύσσει το 1921 τις απόψεις του για το «επαγγελματικό κοινοβούλιο», σε αρμονία με τις αντιλήψεις του Duguit. (Πάσχος, 1991: 269)
Αναφερόμενος στο πολιτικό κοινοβούλιο παραθέτει τις απόψεις του, που το χαρακτηρίζουν ανεπαρκή μηχανισμό ενός ψευδούς κοινοβουλευτισμού, που τοποθετεί στη θέση του μονάρχη πλήθος βασιλίσκων, που σφετερίζονται αντί να προστατεύσουν τα δίκαια του λαού. Πάνω σ’ αυτό το συλλογισμό προτείνει την αντικατάσταση της πολιτικής εκπροσώπησης από την οικονομική εκπροσώπηση ενός επαγγελματικού κοινοβουλίου. Δεδομένης της ισχύος του οικονομικού κινήτρου στην εξέλιξη της πολιτικής κοινωνίας η επαγγελματική οργάνωση κάθε ενδιαφερόμενης τάξης είναι, για το Σβώλο, πιο κατάλληλη για την υποστήριξη των συμφερόντων της. (Σβώλος, 1916/1972: 17)
Ο Σβώλος στο Νέον Σύνταγμα το 1928 στηλιτεύει τα τρωτά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο αντιδρά στα ανελεύθερα χαρακτηριστικά της επαγγελματικής αντιπροσώπευσης στο συντεχνιακό κράτος, αναδεικνύοντας τον κοινοβουλευτισμό και την υπεροχή της κοινοβουλευτικής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Την αποκαλεί την τυπικά πιο έγκυρη έκφραση της δημοκρατικής ιδέας. (Πάσχος, 1991: 280)
Τον ενδιαφέρει το ζήτημα της εκπροσώπησης των πολιτών, κυρίως στη νομοθετική εξουσία. Κρίνει σημαντικούς τους πολιτικούς αγώνες για την αύξηση των εξουσιών του «Βουλευτικού» έναντι του «Εκτελεστικού» για την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού. Με καινοτόμο πνεύμα προτείνει την οργάνωση συμπληρωματικών προς το κοινοβούλιο θεσμών συλλογικής εκπροσώπησης των κοινωνικών ομάδων και μάλιστα των εργοδοτών και εργαζομένων. Δεν αγγίζει, όμως, τις εκτροπές του σοβιετικού και φασιστικού μοντέλου, τα οποία κατηγορεί για μονοπώληση από το κράτος της εκπροσώπησης της κοινωνίας των πολιτών. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 141)
Εντοπίζει ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της Δημοκρατίας στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού μηχανισμού με τη δημιουργία κομμάτων ευρείας λαϊκής βάσης. Τα κόμματα κατηγορεί, ότι κατέστησαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία κομματικό κράτος. Ο Σβώλος μιλάει για κομματική ολιγαρχία, γιατί θεωρεί, ότι ο μηχανισμός της κυβέρνησης μέσω των κομμάτων τίθεται στην υπηρεσία προκαθορισμένων σκοπών. Δηλαδή, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν έχει σκοπό να περιβάλει με την εμπιστοσύνη της την κυβέρνηση, αλλά να ασκηθεί πολιτική εξουσία προς ορισμένη εκ των προτέρων κατεύθυνση.(Σβώλος, 1931/1972: 78-79)
Ο κοινοβουλευτισμός με αυτόν τον τρόπο εξελίσσεται στην απόλυτη κομματοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής συνιστά η διάσημη μεσοπολεμική πρακτική της διείσδυσης της εκτελεστικής εξουσίας στη νομοθετική λειτουργία μέσω του θεσμού των εξουσιοδοτήσεων (άρθρο 77 του Συντ. του 1927) και η αυθαίρετη και συχνή χρήση του δικαίου της έκτακτης ανάγκης. (Καραβοκύρης, 2010)

    1. Αντίβαρα απέναντι στο «κομματικό κράτος»
Η εξέλιξη του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, κατά το Σβώλο, απορρέει από την ανάπτυξη του «κομματικού κράτους». Η κοινοβουλευτική δημοκρατία αναλαμβάνει να βρει αντίβαρα και φραγμούς για να αντισταθμίσει τη θέληση του κόμματος-κράτους και τη νομοθετική και κυβερνητική παντοδυναμία των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. (Σβώλος, 1931/1972: 92)
Ως τέτοιο φραγμό κατά της «κομματικής απολυταρχίας» αναφέρει την ποινική ευθύνη των υπουργών. Παρατηρεί ότι είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη εφόσον ανατίθεται στη Βουλή να κατηγορήσει τους υπουργούς, γεγονός πιθανό να συμβεί κυρίως, όταν νέες εκλογές αναδεικνύουν άλλη πλειοψηφία. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση, που εφαρμοστεί ο νόμος για την ευθύνη των υπουργών σπάνια αφορά τα σοβαρά αδικήματα, που ανάγονται στην τήρηση του Συντάγματος και το σεβασμό των δικαιωμάτων των μειοψηφιών.(Σβώλος, 1931/1972: 107)
Έχοντας ως ιστορικό παράδειγμα το πολίτευμα της Αγγλίας και τη Βουλή των Λόρδων πιστεύει, ότι το δεύτερο νομοθετικό σώμα μπορεί να λειτουργήσει ως εξισορροπητικό στοιχείο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί, καθώς η Άνω Βουλή δεν έχει το κύρος της πολιτικής εκπροσώπησης του λαού, είναι σε θέση να εκπληρώνει ουσιαστικά την ανασχετική της λειτουργία. (Σβώλος, 1931/1972: 108)
Τον απασχολεί το ζήτημα του αιρετού ανώτατου άρχοντα, για τον οποίο θεωρεί ότι αν αποτελεί προσωπικότητα με ηθική επιβολή και λαϊκό γόητρο, μπορεί να γίνει εγγυητής των συμφερόντων ευρέων λαϊκών στρωμάτων και του Συντάγματος. Συγκρίνοντας την άμεση με την έμμεση εκλογή Αρχηγού του Κράτους, εντοπίζει κινδύνους αύξησης της απολυταρχίας στην περίπτωση της άμεσης εκλογής, ενώ για την έμμεση σημειώνει ότι δηλώνει την παντοδυναμία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. (Σβώλος, 1931/1972: 111) Είναι εμφανές στο έργο του ότι σε ό,τι αφορά το αιρετό των αρχόντων και την συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα «πρώιμη» συνταγματική καθιέρωση της καθολικότητας της ψήφου, αυτά διαμόρφωσαν τους κρατικούς θεσμούς του νεοελληνικού κράτους. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 137)
Όσον αφορά τη συμμετοχή του εκλογικού σώματος στις λειτουργίες της Πολιτείας και την επέκταση της άμεσης νομοθεσίας, που είχε αρχίσει μεταπολεμικά να κάνει την εμφάνισή της σε ευρωπαϊκές χώρες, ο Σβώλος βρίσκει την εφαρμογή της εξαιρετικά δύσκολη. Φέρνει ως παράδειγμα το θεσμό του νομοθετικού δημοψηφίσματος για την επιτυχή εφαρμογή του οποίου θεωρεί προϋπόθεση τη γνώση και την πείρα του εκλογέα. Εξίσου ασθενές αντίβαρο χαρακτηρίζει την κοινή γνώμη, χωρίς να παραγνωρίζει τη δύναμη του τύπου, όταν δεν λειτουργεί ως πειθήνιο όργανο των κομμάτων. (Σβώλος, 1931/1972: 114)
«Γνησιώτερα μέτρα αντιστάσεως εις την εξειλιγμένην κοινοβουλευτικήν δημοκρατίαν πρέπει ν’ αναζητηθούν εις τας μη πολιτικάς δυνάμεις της κοινωνίας και της Πολιτείας». (Σβώλος, 1931/1972: 123) Ως μη πολιτικές δυνάμεις της κοινωνίας ο Σβώλος ορίζει τις ομαδικές βουλήσεις που πηγάζουν από καθαρά επαγγελματική συγκρότηση και αποσπώνται τελείως από την εξουσία του κόμματος. Αυτού του είδους την αντιπροσωπεία συμφερόντων την προβάλλει ως βαθειά δημοκρατική, γιατί με τον τρόπο αυτόν αποτρέπεται η επιβολή των ολιγαρχικών τάσεων των κομμάτων που καταργούν την αυτοβουλία του λαού. (Σβώλος, 1931/1972: 124-5)
Δεν παραλείπει το θεσμό των δικαστηρίων ως αντίβαρο, με επίκεντρο τη δυνατότητα εξέτασης από αυτά της συνταγματικότητας των νόμων, λόγω της σημασίας του ελέγχου αυτού για την προστασία της ελευθερίας και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς μάλιστα πρόκειται για μέτρο, όπως λέει, «αντιπολιτικό». (Σβώλος, 1931/1972: 130)

    1. Η δημοκρατία του Σβώλου
«Η δημοκρατία για τον Σβώλο είναι κατ’ εξοχήν σχετικό πολίτευμα, δεν γνωρίζει απόλυτες ηθικές και πολιτικές επιταγές ούτε ακόμη ανέχεται συσσώρευση εξουσιών σε ένα όργανο και δη μονοπρόσωπο» Η μειοψηφία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να γίνει πλειονότητα. Το μεμονωμένο άτομο και οι ομάδες πρέπει να εκπροσωπούνται ισότιμα. Δεν υπάρχει ενότητα και ομοιογένεια. Αυτό που σκοπεύει να αναδείξει η δημοκρατία είναι οι υφιστάμενες κοινωνικές και ιδεολογικές αντιθέσεις. (Τσαϊτουρίδης, 2009: 142)
Οι αντιλήψεις του Σβώλου για την κοινωνική δημοκρατία συνάδουν με τη σοσιαλδημοκρατική θεωρία για το «λαϊκό κράτος». Στα έργα του συναντάμε τον όρο «λαϊκό κράτος». Είναι αντίθετος στις ταξικές διαιρέσεις και προς την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης. Το ιδανικό για το Σβώλο θα ήταν ένα μη ταξικό κράτος συγκροτημένο έτσι ώστε να υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο, όπου θα επικρατεί η ταξική «συνεργασία» και «αλληλεγγύη». Σ΄ αυτό το σημείο αποκλίνει από τη θεωρία του Duguit. Για το Σβώλο η συνεργασία και η αλληλεγγύη συνιστούν τον πυρήνα της κοινωνικής δημοκρατίας. (Πάσχος, 1991: 284)

Εν κατακλείδι

«Οι προτάσεις του Σβώλου προκαλούν στον ανυποψίαστο αναγνώστη ένα απρόσμενο déjà vu αφού στην πλειοψηφία τους αποτελούν την αιχμή του σημερινού συνταγματικού εκσυγχρονισμού.» Πιο επίκαιρη από ποτέ φαντάζει η διατύπωση ενός λειτουργικού νόμου για την ευθύνη των υπουργών, που θα ξεφεύγει από το απλό ευχολόγιο, αλλά και η ανάγκη για έναν αποτελεσματικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων με την ιδέα της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τη σύγχρονη δημοκρατία αφορούν επίσης και τα θέματα ενίσχυσης του Προέδρου της Δημοκρατίας μέσω της άμεσης εκλογής του, η διαστολή του εκλογικού σώματος –με αφορμή το δικαίωμα ψήφου των μεταναστών- καθώς και το εκλογικό σύστημα, η δημιουργία δεύτερης Βουλής (πρόταση Ματθία) και η άμεση νομοθεσία, ζητήματα τα οποία είχαν ήδη από τότε απασχολήσει τον Αλέξανδρο Σβώλο στις πολιτειολογικές του αναζητήσεις σχετικά με τη θεραπεία της παθογένειας στη σχέση Κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. (Καραβοκύρης, 2010)
Στη χώρα μας η πολιτική πραγματικότητα έχει να παρουσιάσει συρρίκνωση των δικαιωμάτων και των κοινωνικών κατακτήσεων, χωρίς αυτό να έχει ως συνέπεια τη μειωμένη παραγωγή νόμων. Το κράτος, αντίθετα, έχει εμφανή παρουσία που γίνεται πιο έντονη στην κατασταλτική του λειτουργία με σκοπό την αποδυνάμωση των αντιδράσεων των αδικημένων κοινωνικών τάξεων. (Καλτσώνης, 2005: 106)
Στη σύγχρονη ελληνική δημοκρατία παρατηρούμε να μεταβάλλεται η οικονομική πολιτική χωρίς να θίγεται το πολίτευμα μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας, ενώ το κοινοβουλευτικό σύστημα λειτουργεί ομαλά. Αυτό που καρκινοβατεί είναι το πολιτικό και κομματικό σύστημα, που μοιάζει πιο απαξιωμένο και απονομιμοποιημένο από ποτέ. Η οικονομική και κοινωνική κρίση, που βιώνουμε δεν οδηγεί σε συνταγματική κρίση και ακυβερνησία. Οι ανησυχίες του Σβώλου για τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τα πολιτικά κόμματα επιβεβαιώνονται και σήμερα, με την αναξιοπιστία της πολιτικής εξουσίας και τη βαθειά κρίση εμπιστοσύνης προς τη Βουλή και τους Βουλευτές. (Μανιτάκης, 2011)




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Καλτσώνης, Δ. (2005). ΔΙΚΑΙΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΤΑΞΕΙΣ. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή

Καραβοκύρης, Γ. (2010). Οι κατά Σβώλο διέξοδοι στην κρίση του κοινοβουλευτισμού. Ημερομηνία ανάκτησης 21 Μαϊου 2010, από http://www.constitutionalism.gr/html/ent/703/ent.1703.asp

Μανιτάκης, Α. (2011). Απόπειρα πολιτειακής ανίχνευσης της νέας, παγκοσμιοποιημένης εποχής που αναδύεται επώδυνα στη χώρα μας. Ημερομηνία ανάκτησης 20 Δεκεμβρίου 2011, από http://www.constitutionalism.gr/html/ent/227/ent.2227.asp

Παπανικολάου, Κ. (2009). Βασικές συνταγματολογικές και πολιτειολογικές θέσεις. Στο Αναστασιάδης, Γ. & Κασιμάτης, Γ. (Επιμ.) Αλέξανδρος Σβώλος - ο συνταγματολόγος, ο πολιτικός, ο οραματιστής (σελ. 127-133). Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία

Πάσχος, Γ. (1991). Κράτος δικαίου και πολιτική. Πολιτειολογικές θεωρίες (1900-1940). Αθήνα: Ο πολίτης

Σβώλος, Α. (1957). ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ. Στο Τσάτσος, Θ., Βέγλερης, Φ. & Ρουσοπούλου, Α. (Επιμ.) ΝΟΜΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ (σελ.271-314). Αθήνα: Ιωαν. Ν. Ζαχαρόπουλου (Αρχική δημοσίευση 1917)

Σβώλος, Α. (1972). Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΙΣ ΕΝ ΤΗ ΕΞΕΛΙΞΕΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Στο Θεοδώρου, Θ. (Επιμ.) Προβλήματα του έθνους και της Δημοκρατίας. Μελέτες και άρθρα (σελ. 7-24). Αθήνα: Στοχαστής (Αρχική δημοσίευση 1916)

Σβώλος, Α. (1972). ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Στο Θεοδώρου, Θ. (Επιμ.) Προβλήματα του έθνους και της Δημοκρατίας. Μελέτες και άρθρα (σελ. 75-137). Αθήνα: Στοχαστής (Αρχική δημοσίευση 1931)

Τσαϊτουρίδης, Χ. (2009). Ο Αλέξανδρος Σβώλος και τα συντάγματα του ελληνικού κράτους. Στο Αναστασιάδης, Γ. & Κασιμάτης, Γ. (Επιμ.) Αλέξανδρος Σβώλος - ο συνταγματολόγος, ο πολιτικός, ο οραματιστής (σελ. 133-142). Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία