Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Η προστασία των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών της Λατινικής Αμερικής στο διαμερικανικό σύστημα προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου

Διεθνής και Διαμερικανική Προστασία των Δικαιωμάτων των Αυτοχθόνων Λαών

της Δήμητρας Δαρέλλη,
υπ. Δρ. Νομικής, δόκιμης εισηγήτριας στο Ελεγκτικό Συνέδριο

Οι αυτόχθονες λαοί είναι από τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες του πλανήτη. Εδώ και αιώνες υφίστανται ρατσισμό και βαρύτατες παραβιάσεις των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων, χωρίς οι συνθήκες ζωής τους να βελτιώνονται. Τις τελευταίες δεκαετίες, διεθνείς οργανισμοί ευαισθητοποιήθηκαν για τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αυτόχθονες, ενώ παράλληλα γίνεται περισσότερο αισθητή η διεθνής τους παρουσία, με τη συμμετοχή εκπροσώπων τους σε διεθνή fora – από το 1977 πάνω από 150 αντιπρόσωποι των ιθαγενών πληθυσμών έχουν λάβει μέρος στις συνεδριάσεις του Ο.Η.Ε. προκειμένου να εκθέσουν τα περιστατικά διακρίσεων που υφίστανται και να συζητήσουν σχετικά με την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους[1].
Το πιο σημαντικό διεθνές όργανο που ασχολείται με τα ζητήματα των αυτοχθόνων λαών ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2000, ως επικουρικό όργανο του Συμβουλίου Οικονομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, και είναι το Διαρκές Forum για τα Ζητήματα των Ιθαγενών[2]. Το Διαρκές Forum είναι ένα πάγιο όργανο του Συμβουλίου [βρίσκεται επομένως υψηλά στην ιεραρχία των σωμάτων του ΟΗΕ, σε αντίθεση με τις προγενέστερες Ομάδες Εργασίας (Working Groups)], διερευνά ζητήματα σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιθαγενών, και προωθεί τη βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, την προστασία του περιβάλλοντος όπου διαβιούν, της υγείας και της εκπαίδευσης. Το Διαρκές Forum συνεργάζεται στενά με τον Ειδικό Εισηγητή για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των αυτοχθόνων, τον Rodolfo Stavenhagen, του οποίου η θητεία του άρχισε το 2001. Η δράση του Ειδικού Εισηγητή είναι πολύ σημαντική, διότι δεν περιορίζεται σε θεωρητικές αναλύσεις και συναντήσεις εκπροσώπων, αλλά διεξάγει και επιτόπιες έρευνες.
            Η ιδιαιτερότητα της προστασίας των δικαιωμάτων των ιθαγενών απορρέει όχι μόνο από τη μακραίωνη ιστορία καταπίεσής τους, αλλά και από τις δυσκολίες στη νομική αναγνώριση των συλλογικών δικαιωμάτων, ένα από τα πιο αμφισβητούμενα ζητήματα του σύγχρονου διεθνούς δικαίου. Παρόλο που τα αιτήματα των ιθαγενών αφορούν και σε ατομικές διεκδικήσεις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συλλογικών δικαιωμάτων. Ήδη από το 1989 οι αρχηγοί των ιθαγενών πληθυσμών συμφώνησαν στην ακόλουθη δήλωση: «Η αντιμετώπιση των δικαιωμάτων των ιθαγενών πληθυσμών ως συλλογικών δικαιωμάτων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκοπούς της Διακήρυξης. Με διαφορετική οπτική, η Διακήρυξη δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στους στόχους της».
Η αναγνώριση των συλλογικών δικαιωμάτων όμως σε πληθυσμιακές ομάδες συναντά μεγάλα εμπόδια: Καθώς συνεπάγεται σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία των πληθυσμών, τα κράτη τα αντιμετωπίζουν ως απειλή για την εδαφική τους ακεραιότητα. Εντούτοις, η αναγνώριση συλλογικών δικαιωμάτων σε αυτόχθονες λαούς δεν ισοδυναμεί αναγκαία με απειλή στην εθνική κυριαρχία. Οι αυτόχθονες λαοί μπορούν (και είναι ευκταίο) να συνυπάρχουν αρμονικά με τους λοιπούς πολίτες των κρατών όπου διαβιούν. Ο πολιτιστικός πλούτος και η κοσμοθεωρία τους μπορεί να επηρεάζει και να επηρεάζεται, σε μια οσμωτική σχέση με τον πολιτισμό του λοιπού πληθυσμού του κράτους – η αμοιβαία αυτή σχέση θα οδηγήσει στην εξέλιξη και των δύο πλευρών, με γνώμονα την ανοχή στη διαφορετικότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, σταδιακά θα εξαλειφθούν τα λυπηρά φαινόμενα των αιματηρών συγκρούσεων αλλά και της καταπάτησης της αξίας του ανθρώπου και των παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιθαγενών. Βεβαίως και θα προκύψουν συγκρούσεις μεταξύ συλλογικών και ατομικών δικαιωμάτων, ο ενδεδειγμένος τρόπος επίλυσής τους όμως είναι η αντιμετώπισή τους ως οποιαδήποτε σύγκρουσης μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων, με την αξιοποίηση των κριτηρίων του εύλογου, της αντικειμενικότητας και της αναγκαιότητας[3]. Θετική εξέλιξη προς την αναγνώριση στο διεθνές δίκαιο των συλλογικών δικαιωμάτων είναι η υιοθέτηση, το 2007, από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. (με το ψήφισμα 61/295 της 13ης Σεπτεμβρίου 2007) της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών[4].
            Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μελετητή της προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών παρουσιάζει, λόγω της ποικιλότητας ιθαγενών πληθυσμών που διαβιούν εκεί, η αμερικανική ήπειρος. Με πρωτοβουλία των κρατών της Αμερικής, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1948 το Διαμερικανικό σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με την υπογραφή του Χάρτη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ)[5] και, ακολούθως, της Αμερικανικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στη Μπογκοτά της Κολομβίας[6]. Νευραλγικά όργανα του διαμερικανικού συστήματος, με εγγυήσεις ανεξαρτησίας που προσιδιάζουν σε δικαστήρια, είναι η Διαμερικανική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Επιτροπή) και το Διαμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Δικαστήριο).
Η Επιτροπή, αυτόνομο όργανο του ΟΑΚ, με αποστολή την προώθηση και προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο αμερικανικό ημισφαίριο, ιδρύθηκε από τον ΟΑΚ το 1959. Αποτελείται από επτά ανεξάρτητα μέλη και έχει την έδρα της στην Washington. Το 1979, ιδρύθηκε το Δικαστήριο, που αποτελείται επίσης από επτά ανεξάρτητα μέλη και έχει έδρα το San José (Κόστα Ρίκα).
Η λειτουργία του διαμερικανικού συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου βασίζεται σε τρεις πυλώνες: το σύστημα ατομικών προσφυγών, την παρακολούθηση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα Κράτη-Μέλη και τη σύνταξη θεματικών εκθέσεων. Ειδικότερα, από το 1961, η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να συντάσσει εκθέσεις για την κατάσταση της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κατόπιν επισκέψεων στα Κράτη-Μέλη[7]. Το 1965, η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε από τον ΟΑΚ να διερευνά ατομικές προσφυγές σχετικά με παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων (μέχρι το 1997, η Επιτροπή επεξεργάστηκε 12.000 υποθέσεις). Το 1969, υιοθετήθηκε η Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΑΣΔΑ), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1978, και κυρώθηκε, ως το 1997, από 25 Κράτη Μέλη του ΟΑΚ[8].
Πιο πρόσφατα, το 1990, η Διαμερικανική Επιτροπή εγκαινίασε το γραφείο του Εισηγητή για τα δικαιώματα των Ιθαγενών πληθυσμών, ώστε να δοθεί η απαραίτητη βαρύτητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των αυτοχθόνων λαών της Αμερικής. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η Επιτροπή ασχολήθηκε συστηματικά με τα δικαιώματα των ιθαγενών σε ειδικές εκθέσεις της. Ομοίως, το Διαμερικανικό Δικαστήριο, μέσα από τις εκθέσεις, αλλά και τις υποθέσεις ή τους φιλικούς διακανονισμούς και τα ασφαλιστικά μέτρα, έχει νομολογήσει σχετικά με τα δικαιώματα της εξαιρετικά ευπαθούς αυτής πληθυσμιακής κατηγορίας.
Σκοπός του Δικαστηρίου είναι η ερμηνεία και εφαρμογή της ΑΣΔΑ και άλλων συνθηκών, διεθνών και διαμερικανικών, εκδίδοντας αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις. Σε αντίθεση με το οικείο σε εμάς σύστημα του Συμβουλίου της Ευρώπης, δεν αναγνωρίζεται στο διαμερικανικό σύστημα το δικαίωμα υποβολής ατομικής προσφυγής απευθείας στο Δικαστήριο. Οι παθόντες υποβάλλουν τις προσφυγές τους στην Επιτροπή, η οποία διερευνά την υπόθεση, και αν κρίνει ότι η βαρύτητα της παράβασης είναι ιδιαίτερα σοβαρή, προωθεί την υπόθεση στο Δικαστήριο. Η δικαστική διαδικασία κινείται μόνο κατά των Κρατών Μελών του ΟΑΚ που έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου, είναι όμως δυνατό να κινηθεί και στην περίπτωση που το καθού η προσφυγή κράτος ρητά αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για μια συγκεκριμένη υπόθεση. Τα Κράτη Μέλη που έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι η Αργεντινή, τα Μπαρμπέιντος, η Βολιβία, η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα, η Δομινικανή Δημοκρατία, το Εκουαδόρ, το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα, η Αϊτή, η Ονδούρα, το Μεξικό, η Νικαράγουα, ο Παναμάς, η Παραγουάη, το Περού, το Σουρινάμ, το Τρινιδάδ και Τομπάγκο[9], η Ουρουγουάη, και η Βενεζουέλα.
Πηγές του δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών στο διαμερικανικό σύστημα για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι η Αμερικανική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Διακήρυξη), η Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΑΣΔΑ), η Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας υπ’ αριθ. 169 (εφεξής Σύμβαση 169 ΔΟΕ), η Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών, το Διεθνές Σύμφωνο για την Προστασία των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (εφεξής ΔΣΑΠΔ), το Διεθνές Σύμφωνο για την προστασία των Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων (εφεξής ΔΣΟΚΠΔ), η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων (εφεξής ΔΣΕΦΔ), το διεθνές εθιμικό δίκαιο, αλλά και το εσωτερικό δίκαιο των Κρατών Μελών του ΟΑΚ.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής των ιθαγενών, και η μοναδική σχέση που τους συνδέει με το περιβάλλον όπου διαβιούν, καθιστά καίρια την αναγνώριση του συλλογικού τους «δικαιώματος κυριότητας» επί των πατρογονικών τους εδαφών. Όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, από το δικαίωμα αυτό, που διαφέρει ουσιωδώς από την κλασική δυτική αντίληψη για το «δικαίωμα ιδιοκτησίας» πηγάζει και η προστασία όλων των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων των αυτοχθόνων. Για το λόγο αυτό, τόσο η Επιτροπή όσο και το Δικαστήριο διερευνούν διεξοδικά κάθε ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος αυτού, και, ακολούθως, μετά τη διαπίστωση της παραβίασής του, διερευνούν και την ενδεχόμενη παραβίαση των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση. Εξ άλλου, τόσο η Επιτροπή, όσο και το Δικαστήριο, κάνουν δεκτές προσφυγές αυτοχθόνων λαών, δίχως να απαιτείται νομική προσωπικότητα, και δίχως να συνεπάγεται αυτό τη γενικότερη αναγνώριση της actio popularis στο διαμερικανικό σύστημα.
Ως νομική βάση της προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών στα πατρογονικά τους εδάφη, το Δικαστήριο επικαλείται το άρθρο ΧΧΙΙ[10] της Διακήρυξης και το άρθρο 21 της ΑΣΔΑ[11]. Παρόλο που κανένα από τα άρθρα αυτά δεν αναφέρεται ρητά στο συλλογικό δικαίωμα ιδιοκτησίας των πατρογονικών εδαφών των αυτοχθόνων λαών, η Επιτροπή και το Δικαστήριο το συνήγαγαν, ερμηνεύοντας τις ως άνω διατάξεις υπό το φως της Σύμβασης 169 της ΔΟΕ και της Διακήρυξης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Σύμβαση 169 της ΔΟΕ είναι η κατ’ εξοχήν διεθνής σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών[12]. Τόσο η Επιτροπή, όσο και το Δικαστήριο, αξιοποιώντας την αρχή της αποτελεσματικότητας δεν διστάζουν να επεκτείνουν την εμβέλεια της Σύμβασης 169 και σε Κράτη Μέλη του ΟΑΚ που δεν έχουν κυρώσει τη συνθήκη αυτή. Όπως ανέφερε η Επιτροπή στην υπόθεση Maya Indigenous Communities of the Toledo District κ. Belize, «ενώ η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το Belize δεν είναι μέλος στη Σύμβαση 169, λαμβάνει υπόψη ότι, από τους όρους της Σύμβασης αυτής συνάγεται η σύγχρονη διεθνής τάση σχετικά με τα ζητήματα των δικαιωμάτων των ιθαγενών και ότι κάποιες διατάξεις της Σύμβασης ορθώς λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των άρθρων της Αμερικανικής Διακήρυξης για τους ιθαγενείς πληθυσμούς[13]».
Τέλος, άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου είναι τα σχόλια της Επιτροπής του ΔΣΑΠΔ του Ο.Η.Ε. για τα άρθρα 27 (δικαιώματα μειονοτήτων) και 1 (δικαίωμα αυτοκαθορισμού) του ΔΣΑΠΔ, η Επιτροπή του Συμφώνου για την Αντιμετώπιση Διακρίσεων Φύλου, Φυλής, κ.λπ. (άρθρο 5), η Επιτροπή Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων, και η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Το Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Διακήρυξης και της ΑΣΔΑ, αξιοποιεί τη δυναμική, εξελικτική ερμηνεία, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο διεθνές δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Περαιτέρω, εφαρμόζονται οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες του άρθρου 31 της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, καθώς και του άρθρου 29(β) της ΑΣΔΑ. Το άρθρο 29 απαγορεύει τη συσταλτική ερμηνεία των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση (αρχή pro homine). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το 29(β) της ΑΣΔΑ αποκλείει την ερμηνεία οποιασδήποτε διάταξης της Σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιορίζεται η απόλαυση του δικαιώματος που εγγυάται η διάταξη σε σχέση με το βαθμό προστασίας που εγγυάται το εσωτερικό δίκαιο του καθού η προσφυγή Κράτους Μέλους ή οι διεθνείς συμβάσεις τις οποίες έχει κυρώσει το Κράτος Μέλος[14].
Επίσης, εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση είναι η αρχή της αποτελεσματικότητας: Οι ιδιαιτερότητες που διακρίνουν τους ιθαγενείς από άλλες πληθυσμιακές ομάδες και που συναποτελούν την πολιτιστική τους ταυτότητα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εξασφαλίζεται μια αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων τους, με σεβασμό στα οικονομικά και κοινωνιολογικά τους χαρακτηριστικά, το εθιμικό τους δίκαιο, τις αξίες και τις παραδόσεις τους. Χαρακτηριστικά, στην υπόθεση Saramaka, στην οποία θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΑΣΔΑ δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε τα δικαιώματα που αναγνωρίζει το διαμερικανικό σύστημα να είναι πιο περιορισμένης εμβέλειας από τα δικαιώματα όπως τα ερμηνεύει η Επιτροπή ΔΣΑΠΔ. Έτσι, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι το Σουρινάμ υπείχε διεθνή υποχρέωση προστασίας της συλλογικής ιδιοκτησίας των φυλών του, εφόσον δεσμευόταν από το ΔΣΑΠΔ και ΔΣΟΚΠΔ, ακόμη και παρά το γεγονός ότι δεν είχε κυρώσει και θέσει σε ισχύ τη Σύμβαση 169 της ΔΟΕ και δεν αναγνώριζε στο εσωτερικό του δίκαιο το συλλογικό δικαίωμα ιδιοκτησίας.

Ορισμοί και βασικές αρχές εφαρμογής του διεθνούς δικαίου

Όπως επισημάνθηκε, οι αυτόχθονες λαοί και τα μέλη των πληθυσμών αυτών είναι, αυτονόητα, φορείς όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυώνται οι εσωτερικές έννομες τάξεις και το διεθνές δίκαιο. Επιπροσθέτως, αναγνωρίζονται στους ιθαγενείς συλλογικά δικαιώματα, που προσιδιάζουν στις ιδιαιτερότητές τους. Τί σημαίνει όμως «αυτόχθων πληθυσμός»;
Η έννοια του αυτόχθονα δεν ορίζεται πουθενά στο διεθνές δίκαιο, σύμφωνα δε με την κρατούσα άποψη ένας ορισμός όχι μόνο δεν είναι αναγκαίος για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των ιθαγενών, αλλά θα επέφερε, αντίθετα, δυσμενή αποτελέσματα. Πράγματι, δεδομένης της τεράστιας ποικιλομορφίας των αυτοχθόνων της Λατινικής Αμερικής και άλλων χωρών, ένας αυστηρός και μονοδιάστατος ορισμός θα διακινδυνεύει πάντοτε να είναι είτε μικρότερης εμβέλειας (αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής του κανόνα δικαίου πληθυσμούς που στην πραγματικότητα είναι αυτόχθονες) είτε ευρύτερος (περιλαμβάνοντας και πληθυσμιακές ομάδες που δεν είναι αυτόχθονες). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουν διατυπωθεί σε κανόνες του διεθνούς δικαίου κριτήρια, με βάση τα οποία μπορούμε να ταυτοποιήσουμε αυτόχθονες πληθυσμούς.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 1.1.(β) της Σύμβασης 169 ΔΟΕ, η Σύμβαση έχει εφαρμογή σε «λαούς σε ανεξάρτητες χώρες που θεωρούνται αυτόχθονες με βάση την καταγωγή τους από λαούς που διαβιούσαν στη χώρα, ή σε μια γεωγραφική περιοχή στην οποία ανήκει η χώρα, κατά το χρόνο της κατάκτησης ή του εποικισμού ή της εγκαθίδρυσης των σύγχρονων συνόρων του κράτους και οι οποίοι, ανεξάρτητα από τη νομική τους θέση, διατηρούν κάποιους ή όλους τους κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς θεσμούς». Το άρθρο 1.2. της Σύμβασης προβλέπει ότι «ο αυτοκαθορισμός του ατόμου ως αυτόχθονα ή μέλους φυλής πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θεμελιώδες κριτήριο για να καθοριστούν οι ομάδες στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της Σύμβασης».
Στον οδηγό εφαρμογής της Σύμβασης 169, η ΔΟΕ εξηγεί ότι τα στοιχεία που καθορίζουν έναν ιθαγενή πληθυσμό είναι τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά. Τα αντικειμενικά περιλαμβάνουν: (α) την ιστορική συνέχεια, δηλαδή να πρόκειται για κοινωνίες που κατάγονται από ομάδες που προϋπήρχαν της κατάκτησης ή του εποικισμού, (β) εδαφική συσχέτιση, με την έννοια ότι οι πρόγονοί τους ζούσαν στη χώρα ή στην περιοχή, και (γ) διαφορετικοί και ειδικού περιεχομένου κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί, και πολιτικοί θεσμοί και έχουν εν όλω ή εν μέρει διατηρηθεί. Το υποκειμενικό στοιχείο αντιστοιχεί στο συλλογικό αυτοκαθορισμό τους ως ιθαγενείς[15].
Οι «φυλετικές ομάδες» (tribal peoples) είναι πληθυσμιακές ομάδες που δεν είναι ιθαγενείς στην περιοχή όπου διαβιούν, αλλά μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με τους αυτόχθονες, όπως ότι έχουν κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές παραδόσεις διαφορετικές από άλλες πληθυσμιακές ομάδες της χώρας. Οι φυλές αυτοπροσδιορίζονται βάσει της μακράς διαβίωσής τους στα πατρογονικά εδάφη και αυτορυθμίζονται σύμφωνα με δικούς τους κανόνες, έθιμα και παραδόσεις[16].
Όπως συμβαίνει με τους αυτόχθονες λαούς, για τον ορισμό της «φυλής» λαμβάνονται υπόψη υποκειμενικοί και αντικειμενικοί παράγοντες. Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, τα αντικειμενικά κριτήρια για τον ορισμό της φυλής είναι (α) ένας πολιτισμός, μια κοινωνική οργάνωση, οικονομικές συνθήκες και τρόπος ζωής διαφορετικός από αυτούς άλλων πληθυσμιακών ομάδων, για παράδειγμα η γλώσσα της, τα έθιμα, κ.λπ. (β) διαφορετικά ήθη και έθιμα και/ή ειδική νομική αναγνώριση αυτών. Το υποκειμενικό στοιχείο συνίσταται στον αυτοκαθορισμό μιας φυλής ως τέτοιας. Έτσι, ένα θεμελιώδες στοιχείο για τον ορισμό της φυλής είναι ο αυτοκαθορισμός της συλλογικά ως φυλής, αλλά και κάθε μέλους της ξεχωριστά ως μέλους της φυλής αυτής. Οι φυλές έχουν τα ίδια δικαιώματα όπως και οι ιθαγενείς και τα μέλη τους. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Saramaka, οι προσφεύγοντες ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνίες ή λαούς που αποτελούσαν μέρος του πληθυσμού Marοon στο Σουρινάμ. Οι Maroon ήταν απόγονοι από αυτοαπελευθερωμένους σκλάβους οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα εδάφη τους από την περίοδο της αποικιοκρατίας και για το λόγο αυτό δεν χαρακτηρίστηκαν αυτόχθονες. Το Δικαστήριο θεώρησε τους Maroon και τους Saramaka φυλές[17].

Το συλλογικό δικαίωμα των ιθαγενών στα πατρογονικά τους εδάφη

Οι ιθαγενείς πληθυσμοί έχουν ένα μοναδικό τρόπο ζωής, ριζικά διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουμε στο Δυτικό κόσμο. Η κοσμοθεωρία τους βασίζεται στη στενή σχέση τους με τα πατρογονικά τους εδάφη, από την οποία αντλούν τη φυσική, πολιτιστική και πνευματική τους επιβίωση[18].
Τα δικαιώματα των αυτοχθόνων στα εδάφη τους δεν περιορίζονται στην επιφάνεια της γης, αλλά περιλαμβάνουν και τους φυσικούς πόρους που βρίσκονται στην επιφάνεια και το υπέδαφος. Περαιτέρω, ο όρος «έδαφος» ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο τις εκτάσεις όπου διαβιούν οι ιθαγενείς, αλλά και αυτές που χρησιμοποιούν για πολιτιστικές δραστηριότητες ή για την επιβίωσή τους – μόνο μια τέτοια προσέγγιση είναι συμβατή με την πολιτιστική πραγματικότητα στην οποία ζουν και λαμβάνει υπόψη επαρκώς την ιδιαίτερη σχέση τους με το έδαφος καθώς και με τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον γενικότερα. Επομένως, η νομή του εδάφους από τους ιθαγενείς δεν περιορίζεται στον πυρήνα των οικισμών όπου ζουν, αλλά περιλαμβάνει έναν ευρύτερο ζωτικό χώρο, απαραίτητο για τις καλλιέργειες, καθώς και τις νομαδικές τους περιπλανήσεις, που συνδέονται στενά με τις παραδόσεις τους, πολιτιστικούς και λατρευτικούς σκοπούς[19].
Τα Κράτη Μέλη της ΑΣΔΑ υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων επί των εδαφών τους, ακόμη και να τροποποιούν τη νομοθεσία τους, τις διοικητικές τους διαδικασίες και πρακτικές κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν ότι τα εδάφη των ιθαγενών οριοθετούνται και προστατεύονται σύμφωνα με τις επιταγές της ΑΣΔΑ. Κατά μείζονα λόγο, τα Κράτη Μέλη έχουν την υποχρέωση να απέχουν από την υιοθέτηση περιοριστικών νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που μπορούν να εμποδίσουν την απρόσκοπτη απόλαυση των συναφών δικαιωμάτων, ενώ μόνη η θέσπιση νόμων σχετικών με την προστασία των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων δεν αρκεί για την αποτελεσματική άσκηση τους. Τα Κράτη υποχρεούνται να εφαρμόζουν με συνέπεια τις συνταγματικές, νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική, στην πράξη, άσκηση των δικαιωμάτων των ιθαγενών.
Έτσι, στην υπόθεση Mayagna (Sumo) Awas Tingni Community v. Nicaragua[20], το Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΑΣΔΑ το Κράτος υποχρεούται να υιοθετήσει στο εσωτερικό του δίκαιο τα απαραίτητα νομοθετικά, διοικητικά ή άλλα μέτρα για να δημιουργήσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό για την οριοθέτηση των εδαφών και την απόκτηση τίτλων ιδιοκτησίας των μελών Awas Tingni σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, τις αξίες και τα ήθη της κοινότητας αυτής. Στην υπόθεση Sawhoyamaxa Indigenous Community v. Paraguay[21], το Δικαστήριο επεσήμανε ότι «η απλή και αφηρημένη αναγνώριση [του συλλογικού δικαιώματος ιδιοκτησίας] καθίσταται άνευ πρακτικής σημασίας αν τα εδάφη δεν οριοθετούνται φυσικά, και δεν παραχωρούνται, με την πρόφαση ότι τα αναγκαία μέτρα εσωτερικού δικαίου για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης και απόλαυσης του εν λόγω δικαιώματος από τους ιθαγενείς Sawhoyamaxa δεν υφίστανται».
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1.1. της ΑΣΔΑ «οι αυτόχθονες έχουν ανάγκη από ειδικά μέτρα που εγγυώνται την πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων τους, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόλαυση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η φυσική και πολιτιστική τους επιβίωση[22]». Τέτοια ειδικά μέτρα δεν συνιστούν διάκριση εις βάρος της πλειοψηφίας των πολιτών, διότι είναι σαφώς παγιωμένη αντίληψη στο διεθνές δίκαιο ότι η προνομιακή μεταχείριση προσώπων που τελούν σε ανισότητα δεν ανάγεται απαραίτητα σε ανεπίτρεπτη διακριτική μεταχείριση[23].
Ο μοναδικός τρόπος ζωής των ιθαγενών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Κράτος όταν υιοθετεί θετικά μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων τους: Τα ειδικά μέτρα πρέπει να αποσκοπούν στην κοινωνική τους ένταξη και την αναγνώρισή τους ως ιστορικά αποκλεισμένων ομάδων και επισημαίνεται ότι η πολυπλοκότητα των ζητημάτων δεν μπορεί να απαλλάξει το Κράτος από την υποχρέωση εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του[24].
Η ιδιαίτερη σχέση που ενώνει τους αυτόχθονες με τα εδάφη όπου διαβιούν μπορεί να εκφράζεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα έθιμά τους και τη μορφολογία του περιβάλλοντος. Μπορεί να περιλαμβάνει παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας, νομαδικές περιπλανήσεις, ψάρεμα και κυνήγι, χρήση φυσικών πόρων που σχετίζονται με τα έθιμα των αυτοχθόνων, αλλά και διατήρηση και φροντίδα των ιερών και τελετουργικών βωμών τους – και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις προστατεύονται από τα όργανα του διαμερικανικού συστήματος, ως έκφανση του δικαιώματος ιδιοκτησίας[25]. Το άρθρο 21 της ΑΣΔΑ και το ΧΧΙΙ της Αμερικανικής Διακήρυξης, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο και την Επιτροπή, προστατεύουν αυτό το στενό δεσμό με τη γη, καθώς και με τους φυσικούς πόρους των πατρογονικών εδαφών, ένα δεσμό θεμελιώδους σημασίας για την απόλαυση και άλλων δικαιωμάτων των αυτοχθόνων.
Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η ίδια η ζωή των αυτοχθόνων εξαρτάται από ασχολίες όπως η γεωργία, το κυνήγι, το ψάρεμα ή οι νομαδικές περιπλανήσεις, οι σχέσεις ενός ιθαγενούς πληθυσμού με τη γη του και τους φυσικούς της πόρους προστατεύονται επικουρικά και με βάση τα δικαιώματα στη ζωή και την αξιοπρέπεια. Η διατήρηση της ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ των ιθαγενών και των φυσικών πόρων που παραδοσιακά εκμεταλλεύονται και συνδέονται με την κουλτούρα τους είναι «θεμελιώδης για την αποτελεσματική πραγματοποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και επιτάσσει θετικά μέτρα προστασίας[26]».
            Ανακεφαλαιώνοντας, τα όργανα του διαμερικανικού συστήματος έχουν ερμηνεύσει τη γενική διάταξη προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύεται όχι μόνο το συλλογικό δικαίωμα «ιδιοκτησίας» των αυτοχθόνων επί των πατρογονικών τους εδαφών, αλλά και η πολιτιστική διάσταση του ιδιαίτερου δεσμού των αυτοχθόνων με τα εδάφη τους. Παράλληλα, σύμφωνα με τη κλασική (δυτική) αντίληψη περί προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου, διασφαλίζεται και το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας του κάθε μέλους της κοινότητας. Έτσι, τόσο η προσωπική όσο και η συλλογική περιουσία είναι αντικείμενο προστασίας.
Μετά από αυτή τη συνοπτική παρουσίαση των γενικών αρχών προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων, κρίνεται σκόπιμο, για τους σκοπούς της παρούσας εισήγησης, να γίνει αναφορά σε εκθέσεις της Επιτροπής και σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, ώστε να αναδειχθούν τα προβλήματα της διαβίωσης των αυτοχθόνων, τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν τα όργανα του διαμερικανικού συστήματος.

Εκθέσεις της Επιτροπής από επιτόπιες επισκέψεις της

            Βολιβία

            Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Επιτροπής, το 60% του βολιβιανού πληθυσμού είναι ιθαγενείς, και 55% αυτών ζουν στην επαρχία, όπου το ποσοστό των ατόμων που διαβιούν σε έσχατη ένδεια είναι κατά 100% μεγαλύτερο από ότι στις αστικές περιοχές[27]. Οι αυτόχθονες της Βολιβίας είναι κυρίως Quechua, Aymara, Guarani, Chiquitano και Mojeno, κατά φθίνουσα πληθυσμιακά σειρά.
            Η Βολιβία κύρωσε την Σύμβαση 169 ΔΟΕ το 1991, και η συνταγματική μεταρρύθμιση του 1994 έφερε αλλαγές στην εσωτερική έννομη τάξη συμβατές με τη σύμβαση αυτή. Όπως αναγράφεται στο Σύνταγμα της χώρας, το κράτος είναι «πολυεθνικό» και «πολυπολιτισμικό». Το εύρος των όρων αυτών καθορίζεται στο άρθρο 171 του βολιβιανού Συντάγματος, που αναγνωρίζει τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά δικαιώματα των ιθαγενών της Βολιβίας, με γενικούς όρους, λαμβάνοντας υπόψη την ταυτότητά τους, τις αξίες, τις γλώσσες, τα έθιμα και τους θεσμούς, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις γαίες της ιθαγενούς κοινότητας, και την εκμετάλλευσή τους σύμφωνα με τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης. Αναγνωρίζει επίσης το δικαίωμά τους στη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα να διαχειρίζονται και να εφαρμόζουν τα δικές τους εξωδικαστικές διαδικασίες, αρκεί να μην προσκρούουν στο Σύνταγμα και τη διάκριση εξουσιών του κράτους.
            Στην έκθεσή της το 2007 για την κατάσταση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη Βολιβία, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, στην πράξη, οι διατάξεις, τόσο της Σύμβασης 169 ΔΟΕ, όσο και του εθνικού Συντάγματος, δεν εφαρμόζονται, με αποτέλεσμα τα συλλογικά δικαιώματα των αυτοχθόνων στα πατρογονικά τους εδάφη και την απόλαυση των φυσικών τους πόρων, να είναι κενά περιεχομένου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του προγράμματος αναδασμού γης, το οποίο, αν και αναμενόταν να ολοκληρωθεί το 2006, ως το 2007 είχε εκτελεστεί μόνο κατά 13%.
Ειδικότερα, ο νόμος 1715/1996, με τίτλο «Νόμος για το Εθνικό Σύστημα Αναδασμού Γης», καθιέρωσε μια διαδικασία έκδοσης τίτλων ιδιοκτησίας με σκοπό να επιστραφούν εδάφη στους αυτόχθονες πληθυσμούς, στους οποίους ανήκαν. Η Επιτροπή επεσήμανε την εξαιρετικά πλημμελή εφαρμογή του νόμου. Μεταξύ των περιστατικών που εμπόδιζαν ή καθυστερούσαν την εφαρμογή του νόμου, η Επιτροπή εντόπισε τα ακόλουθα: 1) Μεγάλης κλίμακας διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων [μεταξύ άλλων επικύρωση πλαστών πιστοποιητικών ιδιοκτησίας, παραποίηση των πορισμάτων κρατικώς αναγνωρισμένων πραγματογνωμόνων ή αντικατάστασή τους με πλαστά, έλλειψη ενημέρωσης για τις ανάγκες των αυτοχθόνων, και, τέλος, υπερβολική γραφειοκρατία (για ορισμένες διαδικασίες απαιτείτο η κατάθεση επιστολής υπογεγραμμένης από δικηγόρο, ή η καταβολή υψηλού παραβόλου)], 2) προσκόμματα στην αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των διοικητικών αρχών των αυτοχθόνων ενώπιον των κρατικών αρχών της Βολιβίας, που καθιστούσαν στην πράξη ανέφικτη τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των αυτοχθόνων στα αρμόδια δικαστήρια [αρμόδιες για την αναγνώριση νομικής προσωπικότητας των αυτοχθόνων ήταν οι δημοτικές αρχές, χωρίς να προβλέπεται κανένα ομοιόμορφο εθνικά κριτήριο], 3) αόριστης διάρκειας καθυστερήσεις στην εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τους αυτόχθονες, γεγονός που αντικατοπτρίζει την έλλειψη βούλησης εκ μέρους των αρμόδιων αρχών [επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αυτόχθονες δέχονταν βία και απειλές προκειμένου να παραιτηθούν από τις διεκδικήσεις τους], 4) βίαιες συγκρούσεις με μη ιθαγενείς γαιοκτήμονες, 5) βίαιη απομάκρυνση από τα εδάφη των αυτοχθόνων, δυνάμει διοικητικών πράξεων που εκδίδονταν πριν τη δημοσίευση τελεσίδικων αποφάσεων, 6) διαρκής παρότρυνση, από τις κρατικές αρχές, για φιλικούς διακανονισμούς των μερών, όπου, δεδομένων των εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών διαβίωσης των αυτοχθόνων και αγροτικών πληθυσμών, οι ιθαγενείς ενθαρρύνονταν να είναι «ενδοτικοί», ακόμη και να παραχωρούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους, 7) έκδοση, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους αυτόχθονες, διαφόρων διαταγμάτων, τα οποία στην πράξη, με την πρόφαση εφαρμογής νέων τεχνικών κριτηρίων, εμπόδισαν και δυσχέραναν τη διαδικασία του αγροτικού αναδασμού γης, και οδήγησαν σε πρωτοφανή άνοδο την αγορά γης.
Το 2006 η Βολιβία ψήφισε το νόμο 3545, τροποποιώντας το νόμο 1715/1996 περί αναδασμού γης, πρωτοβουλία που επικροτήθηκε από την Επιτροπή, με την ελπίδα ότι, κατά την εφαρμογή του θα καταβληθούν οι αναγκαίες προσπάθειες ώστε να αντιμετωπιστούν τα ανωτέρω θεσμικά εμπόδια, και να προσδοθεί ουσιαστικό περιεχόμενο στο συλλογικό δικαίωμα των αυτοχθόνων στα πατρογονικά τους εδάφη.

Παραγουάη

            Το 1974, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Alfredo Stroessner, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ιθαγενείς πληθυσμοί Ache στην ανατολική Παραγουάη υφίστανται σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων από το κράτος. Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας η κατάσταση έχει βελτιωθεί, αλλά οι ιθαγενείς εξακολουθούν να είναι αποκλεισμένοι κοινωνικά και να διαβιούν υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Επιτροπής, στην Παραγουάη ζουν 17 αυτόχθονες πληθυσμοί, που ανήκουν σε πέντε γλωσσικές οικογένειες: Οι Tupi-Guaraní, Enxet-Maskoy, Mataguayo, Zamuco και Guicuru. Οι περισσότεροι αριθμητικά είναι οι Tupi- Guaraní. Οι περισσότεροι αυτόχθονες ζουν στη δυτική περιοχή, το Chaco. Αν και μόνο το 1,2% του πληθυσμού της Παραγουάης αυτοπροσδιορίζονται ως ιθαγενείς, ο σύγχρονος πολιτισμός της χώρας βασίζεται στον πολιτισμό των αυτοχθόνων. Χαρακτηριστικά, τα Guaraní είναι μια από τις δύο επίσημες γλώσσες, και ομιλείται από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, τόσο στις αγροτικές όσο και στις αστικές περιοχές.
Το 1994, η Παραγουάη κύρωσε την Σύμβαση 169 της ΔΟΕ. Το Εθνικό Σύνταγμα της Παραγουάης αναγνωρίζει την ποικιλομορφία του πληθυσμού και περιλαμβάνει μια σειρά από ειδικές διατάξεις για τους αυτόχθονες. Η Παραγουάη ορίζεται ως πολυπολιτισμικό και δίγλωσσο έθνος (90% του εθνικού πληθυσμού μιλά Guaraní). Στα άρθρα 62-67, το Σύνταγμα αναγνωρίζει την ύπαρξη ιθαγενών πληθυσμών και τους ορίζει ως εθνικές ομάδες των οποίων οι πολιτισμοί προϋπήρχαν της ίδρυσης του κράτους. Περαιτέρω, εγγυάται το δικαίωμα των αυτοχθόνων να διατηρήσουν και να αναπτύξουν την εθνική τους ταυτότητα και το δικαίωμα να εφαρμόζουν ελεύθερα τα δικά τους συστήματα πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής οργάνωσης, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην αναγνώριση των εθιμικών κανόνων για τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης εντός των κοινοτήτων των αυτοχθόνων.
Σχετικά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το Σύνταγμα αναγνωρίζει ότι οι ιθαγενείς έχουν το δικαίωμα να έχουν συλλογική ιδιοκτησία επαρκούς μεγέθους και ποιότητας για να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους. Το Κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να τους παραχωρήσει τις εκτάσεις αυτές ατελώς. Επίσης, το Σύνταγμα τους εγγυάται το δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας, στη διατήρηση των εθίμων και των παραδόσεών τους, με σεβασμό στους εθνικούς νόμους και το Σύνταγμα, ενώ εξαιρεί τους ιθαγενείς από τη στρατιωτική θητεία και την καταβολή φόρων. Το άρθρο 140 του Συντάγματος εγγυάται ότι οι γλώσσες των ιθαγενών, όπως και άλλων μειονοτήτων, είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του Έθνους. Το άρθρο 77 προβλέπει ότι η διδασκαλία πρέπει να γίνεται στην επίσημη γλώσσα που είναι η μητρική γλώσσα του μαθητή, και ότι οι μαθητές πρέπει να μάθουν και τις δύο γλώσσες. Οι ιθαγενείς με άλλο γλωσσικό ιδίωμα πρέπει να επιλέξουν μία από τις δύο επίσημες. Σχετικά με τα εργασιακά δικαιώματα, το άρθρο 88 προβλέπει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στους εργαζομένους βάσει εθνικής καταγωγής, φύλου, ηλικίας, θρησκείας, κοινωνικής θέσης, ή πολιτικών ή συνδικαλιστικών πεποιθήσεων. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών είναι και η εξουσία να εκκινεί την ποινική διαδικασία για την προστασία της δημόσιας και κοινωνικής κληρονομιάς, του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων των ιθαγενών.

Βενεζουέλα

            Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του 2001, στη Βενεζουέλα ζουν 543.348 ιθαγενείς, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 2,3% του πληθυσμού. Το Σύνταγμα της χώρας περιλαμβάνει κεφάλαιο με διατάξεις που αναγνωρίζουν την ύπαρξη ιθαγενών πληθυσμών και κοινοτήτων, την κοινωνική, πολιτική και οικονομική τους οργάνωση, τον πολιτισμό τους, τα έθιμά τους, τις γλώσσες και τις θρησκείες τους, καθώς και τα πατρογονικά τους δικαιώματα στα εδάφη όπου παραδοσιακά κατοικούν, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξή τους και την προστασία του τρόπου ζωής τους (άρθρο 119)· το δικαίωμα των ιθαγενών να διατηρούν και να αναπτύσσουν την εθνική και πολιτιστική τους ταυτότητα, την κοσμοθεωρία τους, τις αξίες, την πνευματικότητα και τους ιερούς τους τόπους και τελετουργίες (άρθρο 122)· το δικαίωμα των ιθαγενών να διατηρούν και να προωθούν τις συναλλακτικές τους πρακτικές μαζί με τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής, να συμμετέχουν στην εθνική οικονομία, και να θέτουν τις δικές τους συλλογικές προτεραιότητες (άρθρο 123)· και το δικαίωμα των ιθαγενών να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή, να εκλέγουν αντιπροσώπους στο Εθνικό Κοινοβούλιο και να έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα σε σώματα ομοσπονδιακά ή τοπικά που αφορούν τους ιθαγενείς πληθυσμούς (άρθρο 125).
            Εξ άλλου, το άρθρο 3 του «Οργανικού Νόμου για τους Αυτόχθονες Πληθυσμούς και Κοινότητες» κατοχυρώνει το δικαίωμα των αυτοχθόνων της Βενεζουέλας να εκλέγουν τις αρχές τους σύμφωνα με τις δικές τους κοινωνικοπολιτικές δομές.  Εκτός από αυτό το νόμο, η Επιτροπή επεσήμανε ότι το Κράτος έχει θέσει σε ισχύ νομοθεσία που αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων των ιθαγενών στη Βενεζουέλα, όπως: το νόμο περί οριοθέτησης και προστασίας των πατρογονικών εδαφών των αυτοχθόνων, το νόμο για την προστασία των ιδιωμάτων των αυτοχθόνων, και το νόμο για τη διατήρηση, τη διάσωση και τη διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς των αυτοχθόνων.
Στην έκθεσή της για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων στη Βενεζουέλα το 2009, η Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της διότι, σύμφωνα με έκθεση του Διαμεσολαβητή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εννέα ανήλικοι, ηλικίας μεταξύ 6 και 11 ετών, από τη φυλή των Warao πέθαναν το δεύτερο εξάμηνο του 2007, συνεπεία υποσιτισμού και έλλειψης πρόσβασης σε πόσιμο νερό. Η Επιτροπή εξέφρασε τη γνώμη ότι «η πολύ κακή κατάσταση της υγείας και ο υποσιτισμός που μάστιζαν τους αυτόχθονες δεν είναι ασύνδετα με την αποτυχία οριοθέτησης των πατρογονικών εδαφών τους» [παρ. 1078 της Έκθεσης]. Παρατηρώντας ότι η πρόσβαση των ιθαγενών στα πατρογονικά τους εδάφη, και η καλλιέργεια και αξιοποίηση των φυσικών πόρων που βρίσκονται εκεί, σχετίζονται άμεσα με την πρόσβαση σε τροφή και καθαρό νερό, η Επιτροπή έκρινε ότι η αποτυχία αποτελεσματικής προστασίας του συλλογικού δικαιώματος των ιθαγενών στα πατρογονικά τους εδάφη, τους στέρησε τη δυνατότητα προστασίας και είχε ως συνέπεια το θάνατο μελών των κοινωνιών τους, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν λάμβαναν επαρκή σίτιση και έγκαιρη ιατρική φροντίδα [παρ. 1079]. Κατά συνέπεια, το Κράτος οφείλει να «λάβει άμεσα μέτρα για να διασφαλίσει την πρόσβαση των αυτοχθόνων στα εδάφη τους και στους φυσικούς τους πόρους, από τους οποίους εξαρτάται η διαβίωσή τους, προλαμβάνοντας την συνεπαγόμενη διάβρωση των υπολοίπων δικαιωμάτων τους, όπως το δικαίωμα στη ζωή και την υγεία» [παρ. 1080][28].

Πρόσφατες αποφάσεις του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

            Οι πρόσφατες αποφάσεις Saramaka People v. Suriname και Pueblo Indigena Kichwa de Sarayaku v. Ecuador αναδεικνύουν ορισμένες χαρακτηριστικές πτυχές του δικαίου προστασίας των αυτοχθόνων.
Η απόφαση Saramaka παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι, αφενός το Δικαστήριο αναγνώρισε την προστασία των δικαιωμάτων των φυλετικών ομάδων στον ίδιο βαθμό με τους αυτόχθονες πληθυσμούς, αφετέρου, μέσω μιας διασταλτικής ερμηνείας της ΑΣΔΑ, διαπίστωσε ότι το Σουρινάμ υπείχε διεθνή ευθύνη για πλημμελή προστασία των αυτοχθόνων, παρά τη μη κύρωση της Διεθνούς Συνθήκης 169 της ΔΟΕ από το Κράτος[29]. Σύμφωνα με το πραγματικό της υπόθεσης, οι Saramaka είναι μία από τις έξι διαφορετικές ομάδες Maroon στο Σουρινάμ, των οποίων οι πρόγονοι ήταν Αφρικανοί σκλάβοι, που απήχθησαν και μεταφέρθηκαν με τη βία στο Σουρινάμ κατά την περίοδο της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, το 17ο αιώνα. Οι πρόγονοι αυτοί των Saramaka διέφυγαν στο εσωτερικό της χώρας όπου ίδρυσαν αυτόνομες κοινότητες.
Σήμερα, οι Saramaka είναι οργανωμένοι σε 12 φυλές και εκτιμάται ότι το μέγεθος του πληθυσμού τους κυμαίνεται από 25.000 σε 34.000 άτομα, που βρίσκονται διασκορπισμένα σε 63 κοινότητες στον Άνω ποταμό Σουρινάμ, καθώς και στα βόρεια και δυτικά της περιοχής αυτής. Η δομή της κοινωνίας τους είναι διαφορετική από αυτή του λοιπού πληθυσμού της χώρας, καθώς οι Saramaka είναι οργανωμένοι σε μητριαρχικές φυλές και αυτοδιοικούνται, εφαρμόζοντας τα έθιμα και τις παραδόσεις τους, σεβόμενοι την έννομη τάξη της χώρας.
            Τα μέλη των Saramaka διατηρούν μια ισχυρή πνευματική σχέση με το πατρογονικό έδαφος που παραδοσιακά καταλαμβάνουν και εκμεταλλεύονται. Η γη δεν είναι απλώς μια πηγή βιοπορισμού για τους Saramaka, αλλά από αυτήν εξαρτάται και η διατήρηση της ιδιαίτερης πολιτισμικής τους ταυτότητας. Στο έδαφός τους, οι Saramaka κυνηγούν, ψαρεύουν, και καλλιεργούν τη γη, συλλέγουν νερό, θεραπευτικά βότανα, έλαια, ξύλο και μέταλλα. Τα ιερά τους μέρη είναι διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή του Άνω ποταμού Σουρινάμ, ενώ ταυτόχρονα η ίδια η γη έχει ιερή αξία για αυτούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχέση των Saramaka με τη γη συνδέεται αδιάσπαστα και με την ιστορική μάχη τους για την ελευθερία από τη σκλαβιά, που ονομάζεται ιερός «αρχικός χρόνος». Χαρακτηριστικά, κατά τη διάρκεια της σχετικής δίκης, ο αρχηγός Wazen Eduards περιέγραψε την ιδιαίτερη σχέση τους με τη γη ως εξής: «Το δάσος μοιάζει με την αγορά. Εκεί είναι όπου παίρνουμε τα φάρμακά μας, τα φαρμακευτικά βότανα. Εκεί κυνηγάμε για να έχουμε κρέας για φαγητό. Το δάσος είναι πράγματι ολόκληρη η ζωή μας. Όταν οι πρόγονοί μας διέφυγαν στο δάσος δεν έφεραν τίποτα μαζί τους. Έμαθαν πώς να ζουν, ποια φυτά να τρώνε, πώς να επιβιώνουν. Είναι όλη μας η ζωή».
            Επίσης, η οικονομία των Saramaka είναι φυλετική. Σύμφωνα με τον επιστήμονα Richard Price, το μεγαλύτερο μέρος της τροφής των Saramaka προέρχεται από κήπους και αγροκτήματα που καλλιεργούνται παραδοσιακά από τις γυναίκες Saramaka. Οι άνδρες κυνηγούν αγριογούρουνα, ελάφια, τάπιρους, μαϊμούδες και πουλιά, με τα οποία διατρέφονται. Επίσης, οι γυναίκες συλλέγουν καρπούς, φυτά και μεταλλεύματα, και τα χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους – πλέκουν καλάθια, εξάγουν λάδι, και δημιουργούν στέγες για τις κατοικίες τους.
Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι Saramaka έχουν τα χαρακτηριστικά μιας «φυλής», διότι καλλιεργούν μια βαθιά σχέση με τα πατρογονικά τους εδάφη, που δεν έχει επίκεντρο το άτομο, αλλά την κοινότητα στο σύνολό της, και έκρινε ότι η σχέση αυτή προστατεύεται από το άρθρο 21 της ΑΣΔΑ.  
            Σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Σουρινάμ δεν αναγνωρίζεται ένα συλλογικό δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέλη των φυλών, ενώ το κράτος δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση 169 ΔΟΕ. Εντούτοις, το Σουρινάμ έχει κυρώσει τόσο το ΔΣΑΠΔ όσο και το ΔΣΟΚΠΔ. Αξιοποιώντας συνδυαστικά τις κρίσιμες διατάξεις των διεθνών αυτών συμβάσεων, όπως έχουν ερμηνευθεί από τις αντίστοιχες Επιτροπές, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Κράτος υπέχει διεθνή ευθύνη, διότι δεν εγγυάται αποτελεσματικά τα δικαιώματα των ιθαγενών και φυλών στα πατρογονικά τους εδάφη και φυσικούς πόρους[30]
Ειδικότερα, κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 29(β) της ΑΣΔΑ, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ερμηνεύει τις διατάξεις του άρθρου 21 της ΑΣΔΑ κατά τρόπο ώστε να εγγυάται την απόλαυση και άσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζει η Σύμβαση στους αυτόχθονες σε βαθμό μικρότερο από αυτόν που αναγνωρίζεται στις ως άνω διεθνείς συμβάσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ίδιο σκεπτικό εφαρμόζεται στις φυλές, εξ αιτίας των όμοιων κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικών χαρακτηριστικών που μοιράζονται με τους αυτόχθονες.
             Το Σουρινάμ παραδέχθηκε ότι δεν αναγνωρίζει στο εσωτερικό του δίκαιο ένα συλλογικό δικαίωμα ιδιοκτησίας στις φυλές, αλλά μάλλον ένα προνόμιο. Προέβαλε δε 4 ισχυρισμούς για να απαλλαγεί από τη διεθνή ευθύνη: α) δεν είναι σαφές το σύστημα ιδιοκτησίας των Saramaka, β) η αναγνώριση των συλλογικών δικαιωμάτων των αυτοχθόνων θα είχε ως αποτέλεσμα την ειδική μεταχείριση των ιθαγενών και των φυλών, εγείροντας ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και διακρίσεων σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού, γ) νομολογιακά, θα ήταν δυνατό να αναγνωριστούν δικαιώματα συλλογικής περιουσίας, αλλά τα μέλη των Saramaka αρνήθηκαν να καταθέσουν τα σχετικά ένδικα μέσα στα εθνικά δικαστήρια για την εν λόγω αναγνώριση, δ) η εσωτερική νομοθεσία του κράτους αναγνωρίζει ένα «έννομο συμφέρον», παρά ένα δικαίωμα περιουσίας των Saramaka.
            Το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της κυβέρνησης, αναλύοντας, κατ’ αρχάς, το σύστημα ιδιοκτησίας των Saramaka: Η γη των Saramaka ανήκει στις φυλές (los). Κάθε φυλή είναι σε μεγάλο βαθμό αυτόνομη και διανέμει γη και δικαιώματα εκμετάλλευσης φυσικών πόρων σε επιμέρους ευρύτερες οικογενειακές ομάδες (bee) και στα μέλη τους σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο των Saramaka. Σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, οι αρχηγοί ή τα μέλη ενός lo δεν μπορούν να παρεμποδίσουν ή να αποξενώσουν την κοινή περιουσία του lo τους, και το lo δεν μπορεί να αποξενώσει τη γη από το κοινό σώμα που είναι η κοινότητα των Saramaka. Επ’ αυτού, ο αρχηγός Eddie Fonkie εξήγησε ότι «αν ένα lo επιχειρούσε να πωλήσει τη γη του, το άλλο lo θα είχε το δικαίωμα να αντιταχθεί στην απόφαση αυτή και να σταματήσει τη συναλλαγή, επειδή θα επιδρούσε στα δικαιώματα και τη ζωή όλων των Saramaka. Τα lo είναι πολύ αυτονομημένα και δεν αναμειγνύονται στις υποθέσεις των άλλων lo, εκτός αν επηρεάζονται τα έννομα συμφέροντα όλων των Saramaka». Αυτό συμβαίνει γιατί το έδαφος «ανήκει στους Saramaka ως λαό». Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έλλειψη σαφήνειας του καθεστώτος ιδιοκτησίας των Saramaka δεν συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για το κράτος, το οποίο υποχρεούται να προβεί σε διαβουλεύσεις με τους Saramaka και να ζητήσει διευκρινίσεις για το θέμα αυτό προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των άρθρων 21 και 2 ΑΣΔΑ.
            Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η πολυπλοκότητα των ζητημάτων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τη μη εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων του κράτους. Υποχρεούται να βρει τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο για να αναγνωρίσει το δικαίωμα συλλογικής ιδιοκτησίας των Saramaka και να εγκαθιδρύσει τους αναγκαίους μηχανισμούς για τη διασφάλιση της προστασίας ενός τέτοιου δικαιώματος, που η εμβέλειά του πρέπει να αντιστοιχεί στην εμβέλεια του δικαιώματος όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.
            Ο ισχυρισμός ότι η αναγνώριση ενός δικαιώματος συλλογικής ιδιοκτησίας στους Saramaka θα συνιστούσε διακριτική μεταχείριση κατά του λοιπού πληθυσμού, κρίθηκε επίσης αβάσιμος. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, κατά πάγια αρχή του διεθνούς δικαίου, άνιση μεταχείριση μεταξύ ανθρώπων που τελούν σε συνθήκες ανισότητας δεν ανάγεται απαραιτήτως σε διακριτική μεταχείριση. Στα πλαίσια των δικαιωμάτων των ιθαγενών και φυλών, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι επιβάλλεται η λήψη θετικών μέτρων προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους σύμφωνα με τις παραδόσεις και τα έθιμά τους.
            Μετά την επισκόπηση της νομοθεσίας του Σουρινάμ, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι το Κράτος απλώς αναγνωρίζει στους Saramaka ένα προνόμιο να χρησιμοποιούν τη γη, χωρίς να εγγυάται το δικαίωμα πλήρους ελέγχου του εδάφους τους χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Ένας τίτλος ιδιοκτησίας πρέπει να τυγχάνει αναγνώρισης και σεβασμού, όχι μόνο στην πράξη, αλλά και στο νόμο, προκειμένου να διασφαλιστεί η νομική του βεβαιότητα. Προκειμένου να λάβουν έναν τέτοιο τίτλο, το έδαφος που παραδοσιακά νέμονται οι Saramaka πρέπει πρώτα να οριοθετηθεί, μετά από διαβούλευση με τους Saramaka και άλλους γειτνιάζοντες πληθυσμούς. Η αυστηρά νομική ή αφηρημένη αναγνώριση των γαιών ή των φυσικών πόρων των αυτοχθόνων και των φυλών δεν έχει νόημα εάν η ιδιοκτησία δεν έχει οριοθετηθεί στην πραγματικότητα.
            Καθώς η προστασία του δικαιώματος που εγγυάται το άρθρο 21 της ΑΣΔΑ δεν είναι απόλυτη, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η άσκησή του υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 21, «η χρήση και εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς με βάση νόμο, για το δημόσιο συμφέρον». Έτσι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι περιορισμοί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας πρέπει να προβλέπονται στο νόμο, να είναι αναγκαίοι, αναλογικοί και να αποβλέπουν στο σκοπό της επίτευξης ενός νόμιμου στόχου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το κράτος μπορεί να περιορίσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Saramaka, συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών πόρων που βρίσκονται στο έδαφός τους, υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Επιπλέον, ειδικά για τους περιορισμούς των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των ιθαγενών και φυλών, προς διερεύνηση είναι εάν ο περιορισμός ισοδυναμεί με άρνηση των παραδόσεων και των εθίμων τους, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διακινδυνεύεται η ίδια τους η επιβίωση. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 21 το κράτος μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα των Saramaka να χρησιμοποιούν και να απολαμβάνουν τα παραδοσιακά τους εδάφη και τους φυσικούς πόρους, μόνο όταν ένας τέτοιος περιορισμός σέβεται την αρχή της αναλογικότητας και επιπλέον δεν αρνείται την επιβίωσή τους ως φυλής.
            Ακολούθως, το Δικαστήριο διέταξε να ληφθούν από το κράτος επανορθωτικά μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τους αυτόχθονες: απεφάνθη ότι το αίτημά τους για παραχώρηση των πατρογονικών τους εδαφών πρέπει να ικανοποιηθεί και να μην επαναληφθεί στο μέλλον καταπάτηση της γης τους (ειδικότερα διέταξε την οριοθέτηση των γαιών και την έκδοση συλλογικού τίτλου ιδιοκτησίας). Περαιτέρω, διέταξε την αναγνώριση της συλλογικής νομικής προσωπικότητας των Saramaka, την άρση των νομικών εμποδίων, τη νομοθετική πρόβλεψη αποτελεσματικών ενδίκων μέσων κατόπιν διαβούλευσης με το λαό της Saramaka, και τη λήψη νομοθετικών, διοικητικών και άλλων μέτρων για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων των Saramaka επί των εδαφών τους και την προάσπισή τους απέναντι σε προσβολές τρίτων. Τέλος, σε περίπτωση ενδεχόμενης εκμετάλλευσης πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, με δεδομένο ότι το σχετικό δικαίωμα των Saramaka δεν είναι απόλυτο, το κράτος μπορεί μεν να προχωρήσει στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, μόνο όμως κατόπιν πλήρους ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους Saramaka, μετά από κατάρτιση μελετών περιβαλλοντικών και κοινωνιολογικών επιπτώσεων και υπό την προϋπόθεση να τους αποδίδονται τα κέρδη που τους αντιστοιχούν. Επιδικάστηκε χρηματική αποζημίωση για υλική και ηθική βλάβη, και αξίζει να σημειωθεί ότι στο διατακτικό της απόφασης επισημάνθηκε ότι το κράτος οφείλει να μεταφράσει την απόφαση στα ολλανδικά, και να λάβει μέριμνα ώστε να αναγνωστούν οι ουσιώδεις παράγραφοί της […] στη γλώσσα των Saramaka, σε ραδιοφωνικό σταθμό που ακούν οι Saramaka.
Η πολύ πρόσφατη υπόθεση Pueblo Indigena Kichwa de Sarayaku κ. Ecuador[31] ανέδειξε τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε στους αυτόχθονες η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στα εδάφη τους.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η φυλή Kichwa του Αμαζονίου του Εκουαδόρ αποτελείται από δύο φυλετικές ομάδες που χαρακτηρίζονται από την ίδια γλωσσική και πολιτιστική παράδοση, τους Napo-Kichwa και τους Kichwa del Pastaza. Οι Kichwa de Sarayaku και άλλες ομάδες που μιλούν τα κέτσουα της επαρχίας Pastaza αποτελούν μέρος του πολιτισμού των Canelos-Kichwa, οι οποίοι με τη σειρά τους αποτελούν μέρος μιας κουλτούρας αναδυόμενης από την ανάμειξη των παραδόσεων των αρχικών κατοίκων της βόρειας ζώνης της Bobonaza.
Η περιοχή των Kichwa de Sarayaku βρίσκεται στις όχθες του Αμαζονίου του Εκουαδόρ, μέσα στο τροπικό δάσος, στην επαρχία Pastaza, καθώς και κατά μήκος της όχθης του ποταμού Bobonaza. Η περιοχή των Sarayaku είναι από τις πιο πλούσιες σε βιοποικιλότητα περιοχές στον κόσμο και εξαιρετικά δυσπρόσιτη: Η μετακίνηση από το Puyo, την πιο κοντινή πόλη, στο Sarayaku ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, απαιτεί 2 με 3 μέρες διάπλου του ποταμού Bobonaza ή περίπου 8 μέρες πεζοπορία. Για να εισέλθει κανείς στο έδαφος των Sarayaku, είτε από το ποτάμι, είτε από τη στεριά, πρέπει να περάσει από τον οικισμό των Canelos.
Οι Sarayaku είναι αγροτικός πληθυσμός, που επιδίδεται και στο κυνήγι και το ψάρεμα, και τους έχει αναγνωριστεί καθεστώς αυτονομίας από το 1979. Σήμερα, οι αποφάσεις σχετικά με σημαντικά ζητήματα λαμβάνονται στη Γενική Συνέλευση της Κοινότητας, με το όνομα Tayja Saruta-Sarayaku, που είναι και η ανώτατη εκτελεστική αρχή. Η Γενική Συνέλευση τελεί υπό την επίβλεψη ενός Κυβερνητικού Συμβουλίου που συγκροτείται από αρχηγούς κάθε κοινότητας (kurakas o varayuks), κοινοτικές αρχές, παλιούς διευθυντές, δημάρχους, σαμάνους (yachaks) και τεχνικούς συμβούλους.
Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του λαού Sarayaku, η ζούγκλα είναι ζωντανή και τα στοιχεία της φύσης έχουν πνεύματα (Supay) που αλληλεπιδρούν, και των οποίων η παρουσία καθιστά τα εδάφη αυτά ιερά. Μόνο οι σαμάνοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στα ιερά μέρη και να επικοινωνούν με τα πλάσματα που κατοικούν εκεί.
Τη δεκαετία του 1960, το κράτος του Εκουαδόρ ενέτεινε την εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στην περιοχή του Αμαζονίου, ενώ από το 1970 και μετά η χώρα γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, εκτινάχθηκαν οι εξαγωγές πετρελαίου και αναπτύχθηκαν οι υποδομές στα αστικά κέντρα. Σήμερα το Εκουαδόρ κατατάσσεται στην πέμπτη θέση ανάμεσα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που παράγουν πετρέλαιο, και είναι η τέταρτη σε εξαγωγές πετρελαίου. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Ενέργειας και Μεταλλευμάτων, το 2005 οι πωλήσεις αργού πετρελαίου αποτελούσαν το ¼ του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας και τα έσοδα από το πετρέλαιο ανέρχονταν στο 40% του προϋπολογισμού. Η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών αυτών πηγών θεωρείται καίριας στρατηγικής σημασίας για τη χώρα, δεν λαμβάνεται όμως επαρκής μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος και των εθνολογικών και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των αυτοχθόνων, με αποτέλεσμα να σημειώνονται ανεπανόρθωτες βλάβες στο περιβάλλον του Αμαζονίου, που έχουν δυσμενή αντίκτυπο στη φυλή των Sarayaku.
Από το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι η συμμετοχή των αυτοχθόνων στην λήψη πολιτικών αποφάσεων του κράτους του Εκουαδόρ είναι ανύπαρκτη.
Στις 12 Μαΐου του 1992, το κράτος του Εκουαδόρ διεκδίκησε, μέσω του Ινστιτούτου Αγροτικής μεταρρύθμισης και Αποικίας (IERAC) στην επαρχία της Pastaza, μια ενιαία έκταση που ονόμασε συγκρότημα 9 και αντιστοιχούσε σε επιφάνεια 222.094 εκταρίων ή 264.625 εκταρίων, έκταση που ανήκε στις κοινότητες του ποταμού Bobonaza, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται το χωριό Kichwa de Sarayaku. Από το συγκρότημα 9, τα 135.000 εκτάρια ανήκουν στο Sarayaku. Στις 10 Ιουνίου 1994, ο οργανισμός με αρμοδιότητα σε ζητήματα ιθαγενών κατάρτισε μια συμφωνία, σύμφωνα με την οποία το έδαφος των Sarayaku παραμένει στην κυριότητά τους, ενώ το κράτος του Εκουαδόρ διατηρεί το δικαίωμα να κατασκευάσει οδούς, αεροδρόμια, και άλλα έργα υποδομής αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη και την εθνική ασφάλεια της χώρας. Οι κρατικές αρχές έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις ζώνες αυτές, ενώ οι φυσικοί πόροι του υπεδάφους ανήκουν στο κράτος, το οποίο τους εκμεταλλεύεται εντός των ορίων των νόμων σχετικά με την οικολογική προστασία.
Στις 26 Ιουλίου του 1996, το κράτος παραχώρησε μια έκταση εντός της περιοχής της Pastaza για την εγκατάσταση των εργοστασίων της Εταιρείας CGC[32]. Από τις πληττόμενες κοινότητες των ιθαγενών, οι Sarayaku κατείχαν 65% των παραχωρηθέντων εδαφών. Η παραχώρηση της εκμετάλλευσης ήταν διάρκειας 20 ετών, με δυνατότητα ανανέωσης, ενώ προβλεπόταν ότι το κράτος όφειλε να διασφαλίζει την προστασία των ιθαγενών της περιοχής. Οι παραχωρησιούχοι βαρύνονταν με την σύνταξη συμφωνιών διέλευσης με τρίτους προκειμένου να φθάσουν στην παραχωρηθείσα έκταση, καθώς και με τη σύνταξη και υποβολή μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αυτή η μελέτη πράγματι υπεβλήθη στο κράτος, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη.
Στις 15 Μαΐου του 1998 το Εκουαδόρ κύρωσε τη Σύμβαση 169 της ΔΟΕ, την οποία έθεσε σε ισχύ ένα χρόνο αργότερα. Επίσης, την 5η Ιουνίου 1998, υιοθέτησε το πολιτικό του Σύνταγμα του 1998, όπου καθιερώνονται τα συλλογικά δικαιώματα των ιθαγενών και αφροεκουαδοριανών κατοίκων. Στις 23 Απριλίου του 1999, διακόπηκαν οι εργασίες εκμετάλλευσης πετρελαίου εξ αιτίας καταστροφών των εγκαταστάσεων από τους ιθαγενείς. Αποφασίστηκε (από το Δημόσιο) παύση εργασιών μέχρι το Σεπτέμβριο του 2002. Στο διάστημα αυτό, η εταιρεία CGC επιχείρησε να διεισδύσει στο έδαφος των Sarayaku με τους ακόλουθους τρόπους: α) απευθείας συναντήσεις με μέλη του πληθυσμού, β) προσφορά τροχόσπιτου για παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Η εταιρεία υποχρέωνε τους αυτόχθονες, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις ιατρικές υπηρεσίες, να υπογράψουν έγγραφο που παρουσίασε στη συνέχεια ως έγγραφο παροχής εξουσιοδότησης στην ίδια για συνέχιση των εργασιών της, γ) πληρωμή αποζημιώσεων για τις οχλήσεις λόγω της εξορυκτικής δραστηριότητας, σε ορισμένους ιθαγενείς, δ) προσφορά δώρων ε) οργάνωση ομάδων ιθαγενών που θα υποστήριζαν την πετρελαϊκή δραστηριότητα, και στ) προσφορά χρημάτων είτε σε άτομα είτε συλλογικά.
Η Γενική Συνέλευση των Sarayaku αποφάσισε να αρνηθεί την προσφορά της εταιρίας ύψους 60.000 δολλαρίων για έργα υποδομής και 500 θέσεων εργασίας, ενώ άλλες κοινότητες, όπως οι Canelos, Pakayaku, Shaimi και Jatun Molino δέχθηκαν. Μετά την άρνηση των Sarayaku, η εταιρεία CGC υπέγραψε συμφωνία με την Daymi Service S.A., το 2001, μια εταιρεία κοινωνιολόγων και ανθρωπολόγων προκειμένου να προσεγγίσουν τους ιθαγενείς. Σύμφωνα με τους Sarayaku η τακτική των ανθρωπολόγων αυτών ήταν να σπείρουν τη διχόνοια στις κοινότητές τους και να χειραγωγήσουν τους αρχηγούς τους, καθώς και να διεξαγάγουν καμπάνιες σπίλωσης των αρχηγών και των τοπικών οργανώσεων των ιθαγενών. Μέρος της τακτικής αυτής, ήταν η δημιουργία από την εταιρεία μιας «Κοινότητας Ανεξαρτήτων Sarayaku» για να φτάσουν σε συμφωνία που να δικαιολογεί την είσοδό τους στο έδαφος των Sarayaku.
Σύμφωνα με νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του 2000 και 2001, το Υπουργείο Άμυνας του Εκουαδόρ υπέγραψε μια συμφωνία Συνεργασίας και Στρατιωτικής Ασφάλειας με τις πετρελαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στη χώρα, σύμφωνα με την οποία το Εκουαδόρ υποχρεούτο να εγγυάται την ασφάλεια των εγκαταστάσεων πετρελαίου καθώς και των εργαζομένων σε αυτές.
Το Μάρτιο του 2002 η εταιρεία κατέθεσε το σχεδιάγραμμα με τις εγκαταστάσεις της, και επιβεβαίωσε ότι ταυτίζονται με αυτές της συμφωνίας του 1997, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οι ιθαγενείς ενέμειναν στην άρνησή τους.
Θεωρώντας ότι η συμφωνία του 1997 δεν εκτελέστηκε λόγω ανωτέρας βίας, σχετικής με τη δράση των ιθαγενών, τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιούλιο του 2002 το Σχέδιο για την Περιβαλλοντική Διαχείριση στο Συγκρότημα 23. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, η εταιρεία CGC παρουσίασε 5 συμφωνίες, με ανεξάρτητες κοινότητες ιθαγενών, διάφορων ποσών. Το Σεπτέμβριο του 2002, η εταιρεία CGC ζήτησε από το Υπουργείο Ενέργειας και Μεταλλευμάτων την άρση της ανωτέρας βίας, ώστε να συνεχιστούν οι δραστηριότητες εξόρυξης.
Ο αντιπρόσωπος των Sarayaku, ισχυριζόμενος ότι το συμβόλαιο με την εταιρεία ήταν αντίθετο στο Σύνταγμα, και τον νόμο περί περιβαλλοντικής διαχείρισης, κατέθεσε ένδικο βοήθημα, όπου ζητούσε α) η εταιρεία να σεβαστεί την αυτονομία των εδαφών των Sarayaku, β) την άμεση αποχώρηση των ενόπλων που παρείχαν προστασία στους εργαζομένους στην εταιρεία, γ) το σεβασμό των κρίσιμων εν προκειμένω άρθρων του Συντάγματος.
Ο αρμόδιος δικαστής διέταξε, ως ασφαλιστικό μέτρο, την παύση των εργασιών σε δημόσια συνεδρίαση στις 7 Δεκεμβρίου 2002, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε. Στις 12 Δεκεμβρίου το Ανώτατο Δικαστήριο της περιοχής Pastaza ανέπεμψε την υπόθεση στον αρμόδιο δικαστή υποδεικνύοντας στο κατώτερο δικαστήριο να αποφανθεί αφότου λάβει υπόψη τον κοινωνικό αντίκτυπο της κρίσης του.
Τον ίδιο μήνα αποφασίστηκε η επέκταση της περιοχής εξόρυξης. Μετά την επανέναρξη των εργασιών εξόρυξης από το Νοέμβριο του 2002, οι αυτόχθονες παρέλυσαν το σύστημα εκπαίδευσης, και κάθε οικονομική και διοικητική δραστηριότητα για μια περίοδο σχεδόν 6 μηνών. Φύλασσαν τα όρια του εδάφους τους με βάρδιες και ζούσαν στη ζούγκλα, επιβιώνοντας από το δάσος. Μεταξύ του 10.2002 και 2.2003 οι εργασίες εξόρυξης αυξήθηκαν κατά 20%. Χρησιμοποιήθηκαν 1.433 κιλά εκρηκτικής ύλης τόσο στην επιφάνεια του εδάφους όσο και βαθύτερα. Τα εκρηκτικά παραμένουν και σήμερα στο έδαφος των Sarayaku.
Μετά τις κινητοποιήσεις των Sarayaku, το κράτος διέταξε παύση εργασιών, η εταιρεία όμως αρνήθηκε. Οι Sarayaku κατηγόρησαν τον Υπουργό Ενέργειας και Μεταλλευμάτων, ο οποίος ήταν και πρόεδρος του Δ.Σ. του PETROECUADOR και νομικός εκπρόσωπος της παραχωρησιούχου εταιρείας, για παραβίαση του Συντάγματος και της Σύμβαση ΔΟΕ 169, λόγω επέμβασής του στην εκδίκαση της υπόθεσής τους το Δεκέμβριο του 2002, ενώ κατήγγειλαν την καταστροφή τουλάχιστον μιας ιερής τοποθεσίας μέσα στο έδαφός τους.
Μετά από επεισόδια και απειλές κατά των ιθαγενών, στις 19.11.2010, η PETROECUADOR υπέγραψε με την CGC μια αμοιβαία πράξη διακοπής εργασιών εκμετάλλευσης πετρελαίου στο συγκρότημα 23, χωρίς οι ιθαγενείς να ενημερωθούν για τους όρους της συμφωνίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όρος της συμφωνίας, προέβλεπε ότι τα μέρη διαπίστωσαν ότι δεν έχει προκληθεί καμία βλάβη στο περιβάλλον στη γη των Sarayaku, από υπαιτιότητα της εταιρείας.
Ομόφωνα το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος υπέχει διεθνή ευθύνη για τις δραστηριότητες της εταιρείας, και έχει παραβιάσει τα δικαιώματα ενημέρωσης και συμμετοχής, ιδιοκτησίας και πολιτιστικής ταυτότητας των Sarayaku (άρθρο 21 σε συνδυασμό με άρθρα 1.1. και 2 ΑΣΔΑ). Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το Εκουαδόρ έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των ιθαγενών και την προσωπική τους ακεραιότητα (άρθρα 4.1. και 5.1. σε συνδυασμό με το άρθρο 21 της ΑΣΔΑ), καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και δικαστικής προστασίας (άρθρα 8.1. και 25 της ΑΣΔΑ σε συνδυασμό με 1.1.).
            Τέλος, θα αναφερθούμε επιγραμματικά στην απόφαση Sawhoyamaxa Indigenous Community v. Paraguay[33], όπου οι παθούσες φυλές υπέστησαν ανεπανόρθωτες βλάβες λόγω αποκλεισμού τους από τα εδάφη τους, τα οποία εκμεταλλεύονταν ήδη από το 19ο αιώνα αποικιοκράτες γαιοκτήμονες. Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, στα τέλη του 19ου αιώνα μεγάλα κομμάτια της γης του Παραγουανού Τσάκο περιήλθαν στην κυριότητα Βρετανών επιχειρηματιών μέσω του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου, ως αποπληρωμή των χρεών της Παραγουάης μετά των Πόλεμο της Τριπλής Συμμαχίας. Η διανομή και η πώληση των εδαφών αυτών έγιναν με πλήρη άγνοια των κατοίκων της περιοχής, που ήταν αποκλειστικά Ινδιάνοι. Τότε, άρχισαν να εγκαθίστανται διάφορες ιεραποστολές της αγγλικανικής εκκλησίας στην περιοχή. Το 1901, η «Ιεραποστολική Κοινότητα Νοτίου Αμερικής» εγκατέστησε το πρώτο αγρόκτημα εκτροφής βοοειδών στο Τσάκο με σκοπό τον προσηλυτισμό των ιθαγενών. Η εταιρεία, ήταν γνωστή ως «Ένωση Ινδιάνων του Τσάκο» και η έδρα της ήταν το Alwatetkok.
Οι Sawhoyamaxa (η λέξη σημαίνει «αυτοί που έρχονται από το μέρος από όπου τελείωσαν οι καρύδες») είναι μια ιθαγενής κοινότητα, με τα χαρακτηριστικά των φυλών του Παραγουανού Τσάκο. Τα μέλη της ανήκουν στις γλωσσικές εθνολογικές ομάδες του Νότιου Enxet και του Βόρειου Enhelt Lengua, καθώς και των Sanapana, Toba, Angaite, Toba Maskoy, και Guana. Η οικονομία των ιθαγενών του Τσάκο βασιζόταν κυρίως στο κυνήγι, το ψάρεμα και τη συλλογή καρπών.
Με την πάροδο του χρόνου, και ιδίως μετά τον πόλεμο του Τσάκο μεταξύ της Βολιβίας και της Παραγουάης (1933-1936), η κατάληψη από μη ιθαγενείς του Βόρειου Τσάκο που είχε αρχίσει από το τέλος του 19ου αιώνα επεκτάθηκε. Οι φάρμες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή εκμεταλλεύτηκαν τους Ινδιάνους, που έγιναν στην πράξη σκλάβοι των αγροκτημάτων. Αυτό είχε ως συνέπεια να απομακρυνθούν από τον παραδοσιακό, νομαδικό τρόπο ζωής τους, και να εγκατασταθούν μόνιμα στα αγροκτήματα, όπου ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Όταν άρχισαν οι διαδικασίες για τη διεκδίκηση των γαιών το 1991, η φυλή Sawhoyamaxa αποτελείτο από μέλη διαφόρων φυλών που βρίσκονταν διασκορπισμένα σε κτηνοτροφικές φάρμες στην περιοχή του Τσάκο, στα δυτικά του ποταμού Παραγουάη, οι περισσότεροι από τους οποίους διαβιούσαν στα αγροκτήματα Loma Pora Estate και Maroma Estate. Σήμερα, οι περισσότεροι Sawhoyamaxa ζουν στα αγροκτήματα Santa Elisa και KM16. Σύμφωνα με την απογραφή του 2006, ο πληθυσμός αριθμεί 407 μέλη, που διαβιούν σε περίπου 83 παραπήγματα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε μια σειρά από σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων των ιθαγενών λόγω της στέρησης της πρόσβασης στα πατρογονικά τους εδάφη, την αναγκαστική τους μετακίνηση από τα μέρη όπου διαβιούσαν (τα οποία πωλήθηκαν στα αγροκτήματα), το καθεστώς δουλείας (διαπιστώθηκε ότι οι Sawhoyamaxa που εργάζονταν στις φάρμες είτε πληρώνονταν ελάχιστα σε σχέση με άλλους αγρότες, που δεν ήταν αυτόχθονες, είτε δεν πληρώνονταν καθόλου, ενώ υφίσταντο συχνά και σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση), τις σοβαρές βλάβες στην υγεία τους λόγω της έλλειψης τροφής και πρόσβασης σε πόσιμο νερό (οι συνθήκες ζωής στα παραπήγματα των Sawhoyamaxa ήταν συνθήκες εξαθλίωσης, όπου η υγιεινή ήταν ανύπαρκτη), και την απόλυτη έλλειψη πρόσβασης στην εκπαίδευση. Ακολούθως, το Δικαστήριο διέταξε μια σειρά από θετικά μέτρα που υποχρεούται να λάβει το κράτος προκειμένου να διασφαλίσει το δικαίωμα των ιθαγενών στη ζωή και την πολιτιστική ανάπτυξη. Η δια της βίας εσωτερική μετακίνηση των Sawhoyamaxa κρίθηκε ότι συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος της ζωής, της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της ασφάλειας, αλλά και της οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος σε αξιοπρεπή διαβίωση, ισότητα και εκπαίδευση.
Δεν θα επεκταθούμε στην ανάλυση των επιμέρους παραβάσεων που διαπίστωσε το Δικαστήριο, αξίζει όμως να παρατεθούν, αντί επιλόγου, οι σκέψεις του Δικαστή A. A. Cancado Trindade, ο οποίος διατύπωσε συγκλίνουσα ως προς το αποτέλεσμα γνώμη.
Ο δικαστής Cancado Trindade επικεντρώθηκε σε δύο θεμελιώδη ζητήματα: Αφενός ανέλυσε το δικαίωμα στη ζωή υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης σχέσης των αυτοχθόνων με τη γη τους, αφετέρου υποστήριξε ότι η απαίτηση αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας των αυτοχθόνων προκειμένου να διεκδικήσουν τα εδάφη τους δικαστικά ήταν υπέρμετρα φορμαλιστική.
Το θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα κάθε ανθρώπινου όντος να μην αποστερείται τη ζωή του, αλλά και το δικαίωμα να μην εμποδίζεται η πρόσβασή του σε συνθήκες που εγγυώνται μια αξιοπρεπή διαβίωση. Η εξαθλίωση των Sawhoyamaxa στην υπόθεση αυτή ήταν τέτοια, ώστε ισοδυναμούσε με θανάσιμο κίνδυνο για τα μέλη τους. Επιπλέον, είναι σαφές ότι το δικαίωμα των αυτοχθόνων στη ζωή είναι στενά συνυφασμένο με την πολιτιστική τους ταυτότητα.
Ακολούθως, ο δικαστής διαπίστωσε ότι οι αυτόχθονες καταδικάστηκαν από τις κρατικές αρχές σε πνευματικό θάνατο, μετά το βιολογικό θάνατο, και μάλιστα μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων του κράτους και του θανάτου των αυτοχθόνων υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος: «Στη σύγχρονη εποχή του μελαγχολικού μεταμοντερνισμού, οι σκοποί του κράτους, κατά βάση συνίστανται, μακροπρόθεσμα στην επίτευξη του κοινού καλού. Το κοινό καλό είναι το καλό όλων (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν αποκλεισθεί στο παρόν), και όχι το καλό ορισμένων. Αυτό μας πηγαίνει πίσω στις απαρχές της ιστορίας, τόσο του εθνικού κράτους, που υφίσταται για το άτομο – και όχι αντιστρόφως – όσο και του ίδιου του διεθνούς δικαίου, που δεν ήταν αρχικά ένα αυστηρά διακρατικό δίκαιο, αλλά μάλλον ένα δίκαιο των εθνών. Η επίτευξη του κοινού καλού συνεπάγεται ότι όλα τα κράτη εγγυώνται σε όλα τα άτομα υπό τη δικαιοδοσία τους συνθήκες ζωής που τους επιτρέπουν να ζουν με αξιοπρέπεια».
Προκειμένου να αιτιολογήσει επαρκώς τη θέση του ότι το συλλογικό δικαίωμα ιδιοκτησίας των αυτοχθόνων πηγάζει από το φυσικό δίκαιο, ο Cancado Trindade έκανε μια ιστορική αναδρομή στις αρχές της ανάπτυξης του δικαίου των εθνών (jus gentium). Ήδη από το 16ο αιώνα έχει υποστηριχθεί ότι η αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των ιθαγενών στο διεθνές δίκαιο προκύπτει από ένα ηθικό χρέος, που η διεθνής κοινότητα αισθάνεται ότι οφείλει στους ιθαγενείς[34]. Έχοντας επισημάνει ότι οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των ιθαγενών και οι επανορθώσεις που τους οφείλονται, βρίσκονται στις ρίζες της ιστορικής διαδικασίας απ’ όπου αναδύθηκε το δίκαιο των εθνών, οι πρώτοι αυτοί μελετητές επικαλούνται το φυσικό δίκαιο ως θεμέλιο των δικαιωμάτων των ιθαγενών.
Κατά τον Cancado Trindade, η απαίτηση τήρησης αυστηρών τυπικών προϋποθέσεων προκειμένου οι Sawhoyamaxa να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους δικαστικά (χωρίς μάλιστα να έχουν καμία ενημέρωση για τις διαδικασίες πρόσβασης στη δικαιοσύνη) αλλά και οι αυστηρές προϋποθέσεις για την παραδοχή των αποδεικτικών μέσων σχετικά με το καθεστώς ιδιοκτησίας των εδαφών στις σχετικές δίκες στην εσωτερική έννομη τάξη ήταν αντίθετες στις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Επεκτείνοντας το επιχείρημά του, ο Δικαστής υποστήριξε ότι το δικαίωμα της νομικής προσωπικότητας απορρέει από το φυσικό δίκαιο: «Παρόλο που το κράτος αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τη νομική προσωπικότητα στους ιθαγενείς στο εσωτερικό του δίκαιο, δεν συνεπάγεται αυτό την αποστέρηση του ατόμου από το δικαίωμα της προσωπικότητας ενώπιον του νόμου, γιατί το δικαίωμα αυτό είναι έμφυτο σε κάθε άνθρωπο. Η σημασία του διεθνούς δικαίου ανακύπτει και εν προκειμένω. Τα άτομα είναι υποκείμενα τόσο του εσωτερικού όσο και του διεθνούς δικαίου, και τους έχει απονεμηθεί και από τα δύο νομικά συστήματα νομική προσωπικότητα».
Οι διορατικές αυτές μελέτες του 16ου αιώνα, στις οποίες αναφέρθηκε ο δικαστής Cancado Trindade, δυστυχώς ηχούν επίκαιρες στις μέρες μας: Με το πέρασμα των αιώνων, οι θύτες άλλαξαν, αλλά τα θύματα παραμένουν ίδια, όπως αποδεικνύει και η υπόθεση Sawhoyamaxa, στις αρχές του 21ου αιώνα. Είναι κρίσιμο να συνειδητοποιήσουμε το βαθμό καταπίεσης που υφίστανται διαχρονικά οι αυτόχθονες πληθυσμοί. Η ανάγκη για προστασία των θεμελιωδών τους (ατομικών και –κυρίως– συλλογικών δικαιωμάτων) δεν πηγάζει μόνο από μια ηθική υποχρέωση «επανόρθωσης» των δεινών που έχουν υποστεί από το δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, αλλά, κυρίως, από την χρησιμότητα διατήρησης της κοσμοθεωρίας τους για τις μελλοντικές γενιές και αλληλεπίδρασης του πολιτισμού τους (με χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, το σεβασμό στη φύση και στη συλλογικότητα) με το δυτικό πολιτισμό του ατομοκεντρισμού και της –συχνά– αλόγιστης ανάπτυξης.




[1] Ήδη το 1972, σε ψήφισμά της για την «Ειδική Προστασία για τους Αυτόχθονες Πληθυσμούς» η Διαμερικανική Επιτροπή εξήγγειλε ότι «για ιστορικούς λόγους και επί τη βάσει ηθικών και ανθρωπιστικών αρχών, η ειδική προστασία για τους αυτόχθονες αποτελεί μια ιερή δέσμευση των κρατών» [Βλ. Resolution on Special Protection for Indigenous Populations. Action to Combat Racism and Racial Discrimination, OEA/Ser.L/V/II/.29 Doc. 41 rev. 2, March 13, 1973]. Σε σύστασή της για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων το 1997, η Επιτροπή Καταπολέμησης Φυλετικών Διακρίσεων καλεί τα κράτη να λάβουν ειδικά μέτρα προκειμένου να αναγνωρίσουν και να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των αυτοχθόνων [Βλ. UNCERD, General Recommendation no 23, Rights of Indigenous Peoples (51st session, 1997), August 18, 1997, παρ. 4]. Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων [απόφαση Connors v. The United Kingdom, της 27ης Μαΐου 2004, αριθ. προσφυγής 66746/01, σκ. 84, όπου το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι τα κράτη έχουν μια υποχρέωση να λάβουν θετικά μέτρα ώστε να προστατεύσουν τους διαφορετικούς τρόπους ζωής των μειονοτήτων κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η αρχή της ισότητας].  
[2] United Nations Permanent Forum on Indigenous Issues http://social.un.org/index/IndigenousPeoples.aspx
[3] Alexandra Xanthaki, Indigenous Rights and United Nations Standards – Self-Determination, Culture and Land, Cambridge Studies in International and Comparative Law, Cambridge University Press 2008, σελ. 38.
[4] Το κείμενο της Διακήρυξης είναι διαθέσιμο στα ελληνικά στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.un.org/esa/socdev/unpfii/documents/Declaration-Indigenous-Greek.pdf Η διακήρυξη ψηφίστηκε από μια πλειοψηφία 144 κρατών μελών, με 4 αρνητικές ψήφους (Αυστραλία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία και Η.Π.Α.) και 11 αποχές (Αζερμπαϊτζάν, Μπανγκλαντές, Μπουτάν, Μπουρούντι, Κολομβία, Γεωργία, Κένυα, Νιγηρία, Ρωσία, Σαμόα και Ουκρανία). Στη διακήρυξη καθιερώνονται, μεταξύ άλλων, τα συλλογικά δικαιώματα των αυτοχθόνων, το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση και την αυτοδιοίκηση, στην πολιτισμική επιβίωση, αλλά και στην απαγόρευση απομάκρυνσής τους από τα εδάφη τους.
[5] Η ιδέα για την ίδρυση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών ανάγεται στην Πρώτη Διεθνή Διάσκεψη των Αμερικανικών Κρατών, στην Ουάσινγκτον από τον Οκτώβριο του 1889 έως τον Απρίλιο του 1890. Σε αυτή τη Διάσκεψη εγκρίθηκε η ίδρυση της διεθνούς ένωσης των αμερικανικών δημοκρατιών, και τέθηκαν οι βάσεις για τους θεσμούς που συγκρότησαν εντέλει το διαμερικανικό σύστημα. Σκοποί του ΟΑΚ, όπως διαγράφονται στο άρθρο 1 του Χάρτη είναι η επίτευξη μιας «έννομης τάξης ειρήνης και δικαιοσύνης στα κράτη της αμερικανικής ηπείρου, η προώθηση της αλληλεγγύης, η ενίσχυση της διακρατικής συνεργασίας, και η υπεράσπιση της εθνικής τους κυριαρχίας, της εδαφικής τους ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας τους». Ο ΟΑΚ απαρτίζεται σήμερα από 35 ανεξάρτητα κράτη της Αμερικής.
[6] Η Αμερικανική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι το πρώτο διεθνές κείμενο προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οκτώ περίπου μήνες αργότερα.
[7] Μέχρι σήμερα, έχουν λάβει χώρα 69 επισκέψεις σε 23 Κράτη Μέλη, και η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει 44 εκθέσεις ανά κράτος.
[8] Αργεντινή, Μπαρμπέιντος, Βραζιλία, Βολιβία, Χιλή, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Dominica, Δομηνικανή Δημοκρατία, Εκουαδόρ, Ελ Σαλβαδόρ, Γρενάδα, Γουατεμάλα, Αϊτή, Ονδούρα, Τζαμάικα, Μεξικό, Νικαράγουα, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Σουρινάμ, Τρινιδάδ και Τομπάγκο (αποχώρησε το 2009), Ουρουγουάη και Βενεζουέλα.
[9] Το Τρινιδάδ και Τομπάγκο έχει υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση, επομένως η κατά χρόνο αρμοδιότητα της Επιτροπής εκτείνεται από 28.5.1991 ως 26.5.1999.
[10] Άρθρο ΧΧΙΙΙ: «Every person has a right to own such private property as meets the essential needs of decent living and helps to maintain the dignity of the individual and of the home».
[11] Άρθρο 21: «Right to property. Everyone has the right to the use and enjoyment of his property. The law may subordinate such use and enjoyment to the interest of society. 2. No one shall be deprived of his property except upon payment of just compensation, for reasons of public utility or social interest, and in the cases and according to the forms established by law. 3. Usury and any other form of exploitation of man by man shall be prohibited by law».
[12] Η πολύ μεταγενέστερη Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών (2007) έχει, ως διακήρυξη και όχι σύμβαση, πολύ μικρότερο βαθμό δεσμευτικότητας για τα Κράτη Μέλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Δ.Ο.Ε. είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για την προστασία των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών και φυλών, ήδη από το 1921, δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της. Έτσι, το 1958, υιοθετήθηκε στην 40ή διάσκεψη της Δ.Ο.Ε. η Σύμβαση 107, που ήταν και το πρώτο διεθνές κείμενο για τα δικαιώματα των ιθαγενών. Εντούτοις, η σύμβαση 107 ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην ένταξη των αυτοχθόνων λαών στον κοινωνικό ιστό των κρατών όπου διαβιούσαν, για το λόγο αυτό θεωρήθηκε ότι τείνει στην εξάλειψη της διαφορετικότητας των ιθαγενών και δεν είναι ανεκτή στο σύγχρονο κόσμο. Ακολούθως, το 1988-1989 υιοθετήθηκε η Σύμβαση 169 της Δ.Ο.Ε. Η νέα αυτή σύμβαση διαπνέεται από σεβασμό στη διαφορετικότητα των αυτοχθόνων λαών και εγγυάται τη διατήρηση των πολιτισμών τους και όχι τη συγχώνευσή τους με το σύγχρονο πολιτισμό. Χαρακτηριστικό της απροθυμίας των κρατών να αναγνωρίσουν συλλογικά δικαιώματα στους αυτόχθονες λαούς είναι το γεγονός ότι η Σύμβαση 169 έχει κυρωθεί και τεθεί σε ισχύ μόνο από 22 χώρες, 15 των οποίων στη Λατινική Αμερική [Αργεντινή, Βολιβία, Βραζιλία, Κεντρική Αφρική, Χιλή, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Δανία, Δομινίκα, Εκουαδόρ, Φίτζι, Γουατεμάλα, Ονδούρα, Μεξικό, Νεπάλ, Ολλανδία, Νικαράγουα, Νορβηγία, Παραγουάη, Περού, Ισπανία, Βενεζουέλα].
[13] Maya indigenous community of the Toledo District v. Belize, Case 12.053, Report No. 40/04, Inter-Am. C.H.R., OEA/Ser.L/V/II.122 Doc. 5 rev. 1 at 727 (2004).
[14] I/A Court H.R., Case of Saramaka People v. Suriname, Preliminary Objections, Merits, Reparations, and Costs. Judgment of November 28, 2007, Series C No. 172, σκ. 92-93.
[15] Μια άλλη μελέτη του UN Working Group on Indigenous Populations κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παράγοντες που καθορίζουν τον όρο «αυτόχθων» περιλαμβάνουν: (α) χρονική συνέχεια, με την κατάληψη και την εκμετάλλευση των εν λόγω εδαφών, (β) εθελοντική διατήρηση στο διηνεκές της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, που περιλαμβάνει τη γλώσσα, την κοινωνική οργάνωση, τη θρησκεία και πνευματικές αξίες, μεθόδους παραγωγής, και νομικούς θεσμούς, (γ) αυτοκαθορισμός, καθώς και αναγνώριση από άλλες πληθυσμιακές ομάδες ή από κρατικές αρχές ως ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες, και (δ) ιστορική εμπειρία υποταγής, περιθωριοποίησης, αποκλεισμού ή διακριτικής μεταχείρισης, είτε οι συνθήκες αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν, είτε όχι. Η μελέτη επισημαίνει ότι αυτοί οι παράγοντες δεν συνιστούν ούτε μπορούν να αποτελέσουν έναν περιεκτικό ορισμό, αλλά είναι απλώς παράγοντες που μπορούν να απαντώνται σε ορισμένες χώρες ή περιοχές. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Αυτοχθόνων (ΟΗΕ) επιλέγει να μη δώσει κανέναν ορισμό στους ιθαγενείς, και στο άρθρο 33.1. προβλέπει ότι «οι αυτόχθονες έχουν το δικαίωμα να ορίζουν οι ίδιοι την ταυτότητά τους ή την ιδιότητά τους ως μελών μιας ομάδας σύμφωνα με τις παραδόσεις και τα έθιμά τους».
[16] Αυτός ο ορισμός ανταποκρίνεται στις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης 169 ΔΟΕ [(άρθρο 1.1.(α)]. Απόφαση I/A Court H.R., Case of Saramaka People v. Suriname, Preliminary Objections, Merits, Reparations, and Costs. Judgment of November 28, 2007, Series C No. 172, σκ. 79.
[17] Απόφαση Saramaka, σκ. 78.
[18] Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών: Άρθρο 1: «Οι αυτόχθονες λαοί θα έχουν πρόσβαση στην πλήρη συλλογική ή ατομική άσκηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, όπως αναγνωρίζονται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Άρθρο 10: «Οι αυτόχθονες λαοί δεν μπορούν να απομακρυνθούν βίαια από τη γη ή τα εδάφη τους. Καμία μετεγκατάσταση δεν θα πραγματοποιείται χωρίς την ελεύθερη, εκ των προτέρων και μετά από ενημέρωση συναίνεση των αυτοχθόνων λαών και έπειτα από συμφωνία για δίκαιη αποζημίωση και, όπου είναι δυνατόν, με τη δυνατότητα της επιστροφής τους». Άρθρο 11 παρ. 2 «Τα Κράτη θα προσφέρουν αποζημίωση (και επανόρθωση) μέσα από αποτελεσματικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα αναπτυχθούν σε συνεργασία με τους αυτόχθονες λαούς, με σεβασμό προς την πολιτισμική, διανοητική, θρησκευτική και πνευματική τους ιδιοκτησία, που τους αφαιρέθηκε χωρίς την ελεύθερη, εκ των προτέρων και μετά από πλήρη ενημέρωση συναίνεσή τους και μέσω της καταστρατήγησης των νόμων, των παραδόσεων και των εθίμων τους».
[19] Απόφαση Saramaka, σκ. 114.
[20] I/A Court H.R. Case of the Mayagna (Sumo) Awas Tingni Community v. Nicaragua. Merits, Reparations and Costs, Judgment of January 31, 2001, series C no. 79, par. 138. Στην απόφαση Mayagna Awas Tingni, την απόφαση-σταθμό για τα συλλογικά δικαιώματα ιδιοκτησίας των ιθαγενών για τα πατρογονικά τους εδάφη, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι για τα μέλη τέτοιων κοινοτήτων η σχέση με τη γη δεν είναι απλώς ζήτημα κυριότητας και παραγωγής, αλλά ενέχει ένα υλικό και πνευματικό στοιχείο που πρέπει να απολαμβάνουν πλήρως, ακόμη και για να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά και να τη μεταλαμπαδεύσουν στις μελλοντικές γενιές.
[21] I/A Court H.R., Case of the Sawhoyamaxa Indigenous Community v. Paraguay. Merits, Reparations and Costs. Judgment of March 29, 2006, Series C No. 146, par. 143. Στην υπόθεση αυτή θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω.
[22] Απόφαση Saramaka, σκ. 85.
[23] Απόφαση Saramaka, σκ. 103.
[24] Απόφαση Awas Tingni, σκ. 140. Ομοίως, η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναλύσει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών του ΔΣΑΠΔ (στα οποία περιλαμβάνεται το Σουρινάμ) αναφορικά με το άρθρο 27 της Σύμβασης και έχει επισημάνει ότι «οι μειονότητες δεν μπορούν να αποστερηθούν το δικαίωμα, κοινό για τα μέλη της πληθυσμιακής τους ομάδας, να απολαμβάνουν τον πολιτισμό τους, που μπορεί να συνίσταται σε ένα τρόπο ζωής στενά συνδεδεμένο με το έδαφος και τη χρήση των φυσικών πόρων. Αυτό μπορεί να ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους αυτόχθονες, που συνιστούν μειονότητα».
[25] Απόφαση Sawhoyamaxa, σκ. 131. Στην απόφαση Mayagna Sumo, σκ. 140(f), το Δικαστήριο επεσήμανε ότι: «Η σχέση κάθε κοινότητας με τη γη και τους φυσικούς της πόρους προστατεύεται και μέσω άλλων διατάξεων της ΑΣΔΑ, όπως το δικαίωμα στη ζωή, την τιμή και την αξιοπρέπεια, την ελευθερία της θρησκείας και των πεποιθήσεων, την ελευθερία συγκέντρωσης, το δικαίωμα στη δημιουργία οικογένειας, και την ελευθερία επιλογής καταλύματος και μετακίνησης».
[26] Απόφαση Saramaka, σκ. 120. Το άρθρο 21, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1(1) και 2 της ΑΣΔΑ, επιβάλλει στα ΚΜ μια θετική υποχρέωση να υιοθετήσουν ειδικά μέτρα προστασίας των αυτοχθόνων. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι έχει οδηγηθεί σε αυτή την ερμηνεία του άρθρου 21 σε συνδυασμό με το άρθρο 29(β) της ΑΣΔΑ, που απαγορεύει την ερμηνεία οποιασδήποτε διάταξης της Σύμβασης με τρόπο που να περιορίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση σε μικρότερο βαθμό από αυτόν που αναγνωρίζει το εσωτερικό δίκαιο του καθού κράτους, ή μιας άλλης Συνθήκης της οποίας είναι μέλος το κράτος.
[27] Η Επιτροπή αξιοποίησε το κριτήριο του αυτοκαθορισμού για την ταυτοποίηση των αυτοχθόνων πληθυσμών ηλικίας άνω των 15 ετών στη Βολιβία.
[28] Ιδιαίτερη αναφορά έκανε η Επιτροπή στην κατάσταση των ιθαγενών Yukpa της περιοχής Sierra del Perija. Εξαιτίας της έλλειψης αποτελεσματικών διαδικασιών παραχώρησης τίτλων ιδιοκτησίας και της καθυστέρησης στην οριοθέτηση των πατρογονικών εδαφών τους, ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες των Yukpa και ντόπιων ιδιοκτητών αγροκτημάτων και κτηνοτρόφων. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων αυτών, οι Yukpa υπέστησαν βία και απειλές ότι θα εκδιωχθούν από τα πατρογονικά τους εδάφη. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, αυτές οι επιθέσεις είχαν την υποστήριξη της Εθνικής Φρουράς. Και άλλες συγκρούσεις ξέσπασαν με τρίτους που ενδιαφέρονταν για την εκμετάλλευση άνθρακα, οι επιπτώσεις των οποίων αυξήθηκαν εξαιτίας της καθυστέρησης ή της παντελούς απουσίας διαδικασιών οριοθέτησης των εδαφών και παραχώρησης τίτλων. Η Επιτροπή διαπίστωσε ένα δομικό πρόβλημα πλημμελούς εφαρμογής των εθνικών συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που εγγυώνται τα δικαιώματα των αυτοχθόνων και κάλεσε το κράτος να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή οι επίμαχες διατάξεις.
[29] I/A Court H.R., Case of Saramaka People v. Suriname, Preliminary Objections, Merits, Reparations, and Costs. Judgment of November 28, 2007, Series C No. 172.
[30] UNCERD, Consideration of Reports submitted by States Parties under Article 9 of the Convention, concluding observations on Suriname, UNHRC, Consideration of Reports Submitted by States Parties under article 40 of the Covenant, UN Report of the Special Rapporteur on the Situation of human rights and fundamental freedoms of indigenous people, Rodolfo Stavenhagen, submitted in accordance with Commission resolution 2001/65, 59th session, jan. 21, 2003, παρ. 21.
[31] Caso Pueblo Indigena Kichwa de Sarayaku vs. Ecuador, 27/6/2012 http://www.corteidh.or.cr/docs/casos/articulos/seriec_245_esp.pdf
[32] Ακριβέστερα, επρόκειτο για σύμπραξη της εταιρείας εκμετάλλευσης πετρελαίου του Δημοσίου (Empresa Estatal de Petroleos del Ecuador – PETROECUADOR) και του ομίλου εταιρειών της Compania General de Combustibles S.A. (CGC) και της Petrolera Argentina San Jorge S.A..
[33] I/A Court H.R., Case of the Sawhoyamaxa Indigenous Community v. Paraguay. Merits, Reparations and Costs. Judgment of March 29, 2006, Series C No. 146.
[34] Ο Δικαστής αναφέρεται στις μελέτες των διάσημων Francisco de Vitoria (De Indis – Relectio Prior), 1538-1539 και Bartolome de las Casas (Tratados Doctrinales), 1552-1553.