Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Η υποχρέωση προάσπισης της επιστημονικής έρευνας του αρ. 16 παρ. 1 Σ εν όψει του φαινομένου φυγής των Ελλήνων ερευνητών

Ανθής Κοσκινά-Σαριδάκη[1]
Δ.Ν., Postdoc Δικαίου της Έρευνας
Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών


  


Η ρητή και ειδική συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας δεν αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των ανεπτυγμένων χωρών. Πράγματι, παρότι πρόκειται για μια δραστηριότητα της οποίας η οικονομική αλλά και ανθρωπιστική σημασία είναι πλέον αδιαμφισβήτητες, σε αρκετές έννομες τάξεις ο συντακτικός νομοθέτης σιωπά, «επιβάλλοντας» στην θεωρία την προσφυγή σε de facto δικαιϊκές λύσεις.
Παραδόξως δε, στις χώρες όπου η επιστημονική έρευνα προστατεύεται ρητά (όπως στην Ελλάδα, δια του άρθρου 16 παρ. 1 Σ), φαίνεται πως η θεωρία αλλά και η νομολογία δεν έχουν ακόμα αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που παρέχει το Σύνταγμα για την προστασία της, χωρίς να είναι ακόμα ευδιάκριτο εάν αυτό οφείλεται σε δισταγμό επίκλησης της συνταγματικής προστασίας από τους ίδιους τους ερευνητές, ή από την πλευρά των νομικών αναλυτών.
Το επίκαιρο, όμως, και συνεχώς αυξανόμενο φαινόμενο της κινητικότητας των ερευνητών (ή καλύτερα της φυγής τους, εάν το δούμε από την πλευρά των κρατών που σημειώνουν κυρίως απώλειες, όπως η Ελλάδα), εγείρει νέα ερωτήματα ως προς το περιεχόμενο της υποχρέωσης στήριξης της εγχώριας, κάθε φορά, έρευνας η οποία βαραίνει αυτά από τα κράτη που έχουν κατοχυρώσει στο συνταγματικό τους δίκαιο την επαυξημένη προστασία της.
Πράγματι, η κινητικότητα ή και φυγή[2] των ερευνητών παρουσιάζεται μεν (από την διεθνή κοινότητα) ως επιθυμητό αποτέλεσμα, με το επιχείρημα της τόνωσης της διεθνούς οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας, αλλά αφενός εμποδίζει (από την πλευρά των χωρών που σημειώνουν απώλειες σε ερευνητικό δυναμικό) την απόσβεση της κρατικής χρηματοδότησης της εκπαίδευσης του ερευνητή[3] δια της μετέπειτα αξιοποίησής του στην αγορά εργασίας, αφετέρου έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα (του ίδιου του επιστημονικού ερευνητή) στην εργασία, που προστατεύεται επίσης ρητά στα περισσότερα δημοκρατικά κράτη[4].  
Παρουσιάζει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη των συνταγματικών διατάξεων που παρέχουν επαυξημένη προστασία στην επιστημονική έρευνα, όπως για παράδειγμα στο Ελληνικό δίκαιο, προκειμένου, σε συνδυασμό με την ρητή επίσης προστασία του δικαιώματος στην εργασία (που επίσης χαρακτηρίζει το ελληνικό δίκαιο) να εκτιμηθούν οι δυνατότητες που υπάρχουν για την αντιμετώπιση ή, ενδεχομένως, και τον μετριασμό του φαινομένου της φυγής των ερευνητών που επισύρει τις τόσο σημαντικές και ανεπιθύμητες για μια χώρα οικονομικές και ανθρωπιστικές συνέπειες.


 Α. Συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας στα δίκαια των δυτικών χωρών: οι δύο βασικές προσεγγίσεις
 1.     Έμμεση προστασία της επιστημονικής έρευνας, δια του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σκέψης
            Η ρητή συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας δεν αποτελεί χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων δημοκρατικών χωρών[5], και δεν προστατεύεται πάντα με ειδική συνταγματική διάταξη, σε αντίθεση με άλλα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα[6]. Κατά κανόνα όμως, επειδή πρόκειται για μια βασική και αναγκαία δραστηριότητα που επιτρέπει την πρόσβαση στην τόσο σημαντική για τον άνθρωπο και την πρόοδο γνώση -η οποία, δε, έχει κομβικό ρόλο στις σύγχρονες δημοκρατίες που βασίζονται στην ελεύθερη ενημέρωση των πολιτών-, προστατεύεται δια της εφαρμογής των διατάξεων περί προστασίας της ελευθερίας της σκέψης και της ελεύθερης κίνησης των ιδεών, καθώς και, παράλληλα, δια των διατάξεων περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Για παράδειγμα, ενώ το αμερικάνικο Σύνταγμα δεν μνημονεύει ειδικά το δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα[7], η θεωρία εκτιμά ότι το δικαίωμα αυτό απορρέει αφενός από την προστασία της ατομικής ελευθερίας[8], αφετέρου, και κυρίως, από την ελευθερία της έκφρασης που προστατεύεται στην 1η Τροπολογία. Σε κάθε περίπτωση, η επιστημονική ελευθερία θεωρείται πως αποτελεί βασικό δικαίωμα της αμερικάνικης δημοκρατίας, όπως αυτό προκύπτει από την ρητή προστασία των επιστημονικών εφευρέσεων στο αμερικάνικο Σύνταγμα (βλ. άρθρο 8, εδάφιο 8 παρ. 8 «Εξουσίες του Κογκρέσου»[9]), αλλά και από την σύγκριση του «λειτουργήματος της ενημέρωσης» των επιστημόνων με αυτό των δημοσιογράφων, από το Ανώτατο Δικαστήριο. Παρά ταύτα, δεν αναγνωρίζεται περαιτέρω και κάποιο συνταγματικό δικαίωμα στην διεξαγωγή επιστημονικών πειραμάτων[10].
Αντίστοιχα, το Γαλλικό Σύνταγμα επίσης δεν μνημονεύει ρητά κάποιο δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα[11]. Η θεωρία[12], όμως, και πάλι αντιμετωπίζει την επιστημονική ελευθερία ως αυτονόητη και κεκτημένη, συνδέοντάς την με το άρθρο 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789[13], αλλά και αντιμετωπίζοντας την ως προαπαιτούμενο για την ελεύθερη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και της ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης[14]. Παράλληλα, το Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε, με την από 20.01.1984 απόφασή του, ότι το δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα αποτελεί μια βασική αρχή του γαλλικού συνταγματικού δικαίου, στο πλαίσιο όμως της ακαδημαϊκής ελευθερίας των καθηγητών-ερευνητών, η οποία κρίθηκε ότι περιλαμβάνει και το δικαίωμά τους αυτό[15].
Στις έννομες τάξεις, λοιπόν, που δεν κατοχυρώνεται ρητά η συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας, αυτή προστατεύεται έμμεσα, ως θεμέλιο της ελεύθερης ανάπτυξης του ατόμου, αλλά και ως προαπαιτούμενο της ελεύθερης έκφρασης ή της ελεύθερης παιδείας. Βέβαια, η απουσία ειδικής και ρητής προστασίας της σε κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος (όπως το Σύνταγμα) καταλήγει στην προστασία ορισμένων και μόνο πτυχών της: για παράδειγμα, στο αμερικάνικο συνταγματικό δίκαιο δεν θεωρείται ότι αποτελεί κεκτημένο το δικαίωμα διεξαγωγής επιστημονικών πειραμάτων, στο γαλλικό δίκαιο το συνταγματικό δικαίωμα διεξαγωγής ερευνών αναγνωρίζεται επισήμως μόνο υπέρ των διδασκόντων, κλπ.
Η επιστημονική έρευνα αποτελεί όμως μια συμπαγή και δυναμική δραστηριότητα που βασίζεται στην αλληλεπίδραση της θεωρίας με το πείραμα, και θα έπρεπε να κατοχυρώνεται σε όσα το δυνατόν περισσότερα υποκείμενα δικαίου.

2.     Ρητή προστασία και στήριξη της έρευνας, σε ορισμένα Συντάγματα και στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, ως κεκτημένο της δημοκρατικής σκέψης
Αντίθετα με τα παραπάνω παραδείγματα, ειδική αναφορά στην ελεύθερη διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας περιέχουν τα Συντάγματα που υιοθετήθηκαν ή τροποποιήθηκαν μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως είναι το Γερμανικό[16] και το Ιταλικό[17], ή και μετά την πτώση των τελευταίων δικτατορικών καθεστώτων στην Ευρώπη, όπως το Πορτογαλικό[18], το Ισπανικό[19] και βεβαίως το Ελληνικό. Έτσι, το Σύνταγμά μας προστατεύει με ειδική διάταξη την επιστημονική αναζήτηση, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 Σ «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
Στις περιπτώσεις αυτές, η ειδική προστατευτική ρύθμιση της επιστημονικής αναζήτησης, ερμηνευόμενη στο πλαίσιο της ιστορικής συγκυρίας κατά την οποία υιοθετήθηκε, θεωρείται κατάκτηση της δημοκρατικής σκέψης.
Πράγματι, μια χώρα που έχει βιώσει εμπόλεμη ή δικαιϊκά έκρυθμη κατάσταση και επανέρχεται μετά στην ομαλότητα, προστατεύει κατά προτεραιότητα τα βασικά μεν ανθρώπινα δικαιώματα και δραστηριότητες, αλλά και αυτά που θεωρείται ότι τέθηκαν σε κίνδυνο. Και ως παράδειγμα χειραγώγησης της έρευνας αναφέρονται ακόμα και σήμερα με αποτροπή οι παρεμβάσεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ου αιώνα επί της ελεύθερης επιστημονικής έρευνας, μέσω υιοθέτησης νόμων που επέβαλλαν την διδαχή συγκεκριμένων (εις βάρος άλλων) επιστημονικών θεωριών, όπως ο νόμος των πιθήκων στην ναζιστική Γερμανία, αλλά και οι διάφορες θεωρίες περί ευγωνικής που διαδόθηκαν (και επίσης χρηματοδοτήθηκαν) τότε[20]
Προς υποστήριξη αυτής της ανάγνωσης, διαπιστώνουμε ότι με ειδική αναφορά (ή και ειδική αυτοτελή σύμβαση) προστατεύεται η επιστημονική έρευνα και στα κείμενα του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, όπως είναι η Σύμβαση για τα Βιοϊατρικά Δικαιώματα ή Σύμβαση του Οβιέδο[21], το σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος[22], κλπ. που καλούνται να υποστηρίξουν την επιστημονική έρευνα σήμερα, σε τομείς που υπόκεινται σε εντονότατη κριτική και ηθικές επιταγές ενίοτε θρησκευτικής απόχρωσης (όπως, ενδεικτικά, η βιοϊατρική έρευνα πάνω σε έμβρυα που συγκρούεται με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ατόμου).
Μεγαλύτερο ωφέλημα, όμως, από την προοδευτική χροιά που δίνει σε ένα νομικό κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος (όπως είναι το Σύνταγμα ή και η σύμβαση του διεθνούς δικαίου) μια τέτοια διάταξη, είναι ότι κατοχυρώνεται ρητά και αυτόνομα η ειδική προστασία της επιστημονικής αναζήτησης ως συμπαγής δραστηριότητα.
Αυτό σημαίνει ότι αφενός μεν η εν λόγω δραστηριότητα δεν χρειάζεται να τεμαχίζεται για να χαίρει προστασίας π.χ. ως προς το περιεχόμενό της (βλ. προστασία της θεωρητικής αναζήτησης και όχι του επιστημονικού πειράματος), ή ως προς τους αποδέκτες της (βλ. προστασία του ερευνητικού-διδακτικού προσωπικού και όχι του αμιγώς ερευνητικού προσωπικού), αφετέρου δε ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την αναζήτηση και την καθιέρωση ενός πλήρους και σφαιρικού προστατευτικού νομικού πλαισίου της επιστημονικής έρευνας.
 Θα μπορούσε δηλαδή, στα δίκαια όπου προστατεύεται ρητά το δικαίωμα στην έρευνα, να υπάρχει πλούσια θεωρία και νομολογία, με στόχο την ανάδειξη ενός ενιαίου νομικού πλαισίου της επιστημονικής αναζήτησης αλλά και την αντιμετώπιση νέων φαινομένων (όπως αυτό της φυγής των ερευνητών). Και ως προς αυτό, παρουσιάζει πράγματι ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, και συγκεκριμένα του άρθρου 16 παρ. 1 Σ, σε συνδυασμό και με την ελληνική ερευνητική πραγματικότητα, δεδομένου ότι αυτό όντως προσφέρει μια επαυξημένη και ειδική προστασία στην έρευνα, αντιμετωπιζόμενη ως συμπαγή και αυτοτελή δραστηριότητα.

Β. Ανάλυση του δικαιώματος στην έρευνα, στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο (άρθρο 16 παρ. 1 Σ): ατομική και κοινωνική διάσταση του δικαιώματος
          1.     Η πρωταρχική νομική λειτουργία του άρθρου 16 παρ. 1 Σ ως αμυντικού δικαιώματος
Κατά την ρητή διατύπωση του άρθρου 16 παρ. 1 Σ («Η ... επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες»), κατοχυρώνεται συνταγματικά η αυτοτελής προστασία της επιστημονικής έρευνας, ανεξάρτητα από την χρησιμότητά της για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, για την παιδεία ή για την οικονομία. Αποδίδονται δηλαδή έμφαση και κύρος στην επιστημονική έρευνα εν γένει.
Σύσσωμες, δε, η θεωρία αλλά και η νομολογία δέχονται ότι διασφαλίζεται με την παραπάνω διάταξη το ατομικό καταρχήν δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα.  Οι νομικοί αναλυτές συμφωνούν μεταξύ τους[23], ενώ την ανάγνωση αυτή επικυρώνει και το Συμβούλιο της Επικράτειας, το οποίο στην γνωστή πλέον υπ’αρ. 1043/1989 απόφασή του, διευκρινίζει ότι η ενασχόληση με την επιστημονική έρευνα αποτελεί ατομικό δικαίωμα του καθενός, και όχι αποστολή του κράτους ή του όποιου φορέα κρατικής εξουσίας[24]. Η επίκληση του αμυντικού χαρακτήρα του δικαιώματος (status negativus) δεν φαίνεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα στην θεωρία ή την νομολογία[25], δεδομένου ότι εστιάζει καθαρά στην απώθηση των αναιτιολόγητων κρατικών παρεμβάσεων, υπό την όποια μορφή και σε κάθε στάδιο της ερευνητικής δραστηριότητας. Θεωρείται δε κεκτημένο (χάριν της κοινής λογικής) ότι οι αναγκαίες -αλλά και επιθυμητές- παρεμβάσεις και κρίσεις επί του επιστημονικού έργου από τους ίδιους τους επιστήμονες, καθώς και ο επιστημονικός διάλογος και αντίλογος, δεν αποτελούν κρατική παρέμβαση.
Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 16 παρ.1 Σ, γίνεται δεκτό ότι το δικαίωμα στην έρευνα περιλαμβάνει το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής του ερευνητικού αντικειμένου, καθώς και διεξαγωγής πάνω σε αυτό επιστημονικής έρευνας, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα θιγούν -δια της επιλεχθείσας μεθόδου ή/και δια του επιλεχθέντος πειράματος- άλλα προστατευόμενα αγαθά ή αξίες[26]. Δεν δύναται δηλαδή το κράτος να παρέμβει απαγορεύοντας την μελέτη συγκεκριμένου αντικειμένου ή θέματος, επιβάλλοντας το[27], ή και θεσπίζοντας αναιτιολόγητες[28] προϋποθέσεις ή συνέπειες για την άσκηση του δικαιώματος.
Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 Σ περιλαμβάνει το δικαίωμα  διάδοσης των πορισμάτων της έρευνας, είτε προς περιορισμένο αριθμό ατόμων (π.χ. αμφιθέατρο πανεπιστημίου) είτε δημοσίως (π.χ. συνέντευξη, δημοσίευμα), και με όποιο μέσο κρίνει πρόσφορο ο φορέας του δικαιώματος[29], με την προϋπόθεση και πάλι ότι δεν θα θίγονται -δια της επιλεχθείσας μορφής ή του ειδικότερου περιεχομένου της δημοσίευσης επιστημονικών πληροφοριών- άλλες προστατευόμενες αξίες και αγαθά[30].
Βέβαια, παρά την αναλυτική μελέτη του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 16 παρ. 1 Σ, η θεωρία και η νομολογία δεν έχουν μέχρι σήμερα ασχοληθεί με τον ακριβή ορισμό της προστατευόμενης επιστημονικής έρευνας, παρότι αυτό αποτελεί αναγκαίο βήμα για την -συχνή κατά τα φαινόμενα (αν και κυρίως στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας)- επίκληση της συνταγματικής προστασίας της[31]. Αυτό, δε, ενδεχομένως και να οφείλεται στο ότι η αμυντική διάσταση του δικαιώματος καλύπτεται και με άλλες διατάξεις, π.χ. περί ελευθερίας της γνώμης -στο ελληνικό δίκαιο δια του άρθρου 14 Σ-, όπως εξάλλου γίνεται κατά κόρον στα κράτη που δεν κατοχυρώνουν την ειδική συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας[32].
Εν κατακλείδι, ο ατομικός χαρακτήρας (αμυντική λειτουργία) του δικαιώματος στην επιστημονική έρευνα, που αποτελεί και την πρωταρχική λειτουργία του άρθρου 16 παρ. 1 Σ, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των δημοκρατικών πολιτευμάτων, και προστατεύεται στην πράξη είτε υπάρχει ειδική συνταγματική προστασία είτε όχι, ως ελευθερία της πνευματικής κίνησης του ατόμου.

2.     Ο κοινωνικός χαρακτήρας του δικαιώματος στην έρευνα και η υποχρέωση στήριξης του κράτους
Το σημαντικότερο, όμως, προτέρημα της ρητής προστασίας της επιστημονικής έρευνας κατά το άρθρο 16 παρ. 1 Σ είναι ότι δεν εξαντλείται στην αμυντική αυτή διάσταση.
Πράγματι, σύμφωνα με το ίδιο το άρθρο του Συντάγματος («... η ανάπτυξη και η προαγωγή τους -σημ. της επιστήμης και της έρευνας, μεταξύ άλλων- αποτελεί υποχρέωση του Kράτους»), κατοχυρώνεται επιπλέον και μια βασική υποχρέωση στήριξης και προαγωγής της έρευνας εις βάρους του κράτους, προσδίδοντας στην εν λόγω ελευθερία και χαρακτηριστικά κοινωνικού δικαιώματος (βλ. status positivus).
Η ανάγνωση αυτή βρίσκει σύμφωνους όλους τους νομικούς αναλυτές ως προς την ύπαρξη κρατικής υποχρέωσης στήριξης της έρευνας[33], αλλά όχι και ως προς το ακριβές περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής. 
Συγκεκριμένα, γίνεται δεκτό ότι η υποχρέωση του κράτους κυμαίνεται από την βασική «υποχρέωση διαμόρφωσης της έννομης τάξης κατά τρόπο πρόσφορο για την ανάπτυξη της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας[34]» ή και την «αρωγή του κράτους ... (το οποίο) πρέπει να ενισχύει την επιστημονική έρευνα από οποιονδήποτε φορέα (ιδιωτικό ή δημόσιο) και αν διεξάγεται αυτή και πρωτίστως να διαμορφώνει τον χώρο της ελεύθερης και πολυφωνικής ανάπτυξής της[35]», έως και την ειδικότερη «αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαφόρων επιστημονικών απόψεων[36]», ή την υποχρέωση διευκόλυνσης του ερευνητή «παρέχοντάς του όλες τις λειτουργικές προϋποθέσεις, που είναι απαραίτητες για την πρόσβαση στις ερευνητικές πηγές[37]».
Επιπλέον, υποστηρίζεται και ότι ο ερευνητής δικαιούται «να αξιώνει το μέρος των δημοσίων δαπανών, που του αναλογεί και ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις ανάγκες για την πραγματοποίηση της ατομικής και συλλογικής έρευνας», ή «να αξιώνει συμμετοχή στον σχεδιασμό και στη διοικητική υποδομή της έρευνας[38]», παρά το γεγονός ότι η χρηματοδότηση της έρευνας -όπως και η γενικότερη υποχρέωση παροχής ερευνητικών υποδομών και στήριξης- δεν αποτελεί αμιγώς νομικό ζήτημα, αλλά και πολιτικό, δεδομένου ότι το κράτος είναι αυτό που παρέχει την χρηματοδότηση[39].
Τέλος, επισημαίνεται ότι ο συνδυασμός των άρθρων 16 παρ.1 Σ και 5 παρ. 1 Σ περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, θεμελιώνει την θετική υποχρέωση του κράτους για την προσήκουσα διαμόρφωση των μέσων και του τρόπου άσκησης του επαγγέλματος που επιλέγει ο καθένας[40], ενώ παρόμοιο συμπέρασμα θα μπορούσε να βασιστεί και στον συνδυασμό των άρθρων 16 παρ.1 Σ και 22 παρ.1 Σ περί δικαιώματος στην ατομική εργασία (δηλαδή αντίστοιχα, στην υποχρέωση του κράτους για την δημιουργία συνθηκών ουσιαστικής απασχόλησης των επιστημόνων)[41].
Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις παραπάνω αναλυτικές ερμηνείες του δικαιώματος, η θεωρία κρίνει σύσσωμη ότι το άρθρο 16 παρ. 1 Σ δεν κατοχυρώνει κάποια αγώγιμη αξίωση κατά του Κράτους[42]. Ίσως δε, το τελευταίο αυτό συμπέρασμα να εξηγείται και δια της επιρροής της νομολογίας των γερμανικών δικαστηρίων[43], τα οποία επικεντρώνονται στον έλεγχο της οριοθέτησης του δικαιώματος, αναφέροντας κυρίως την αμυντική του διάσταση[44].
Εάν τύχει όμως και υιοθετηθούν μέτρα τα οποία αντιβαίνουν στην εν λόγω κρατική υποχρέωση στήριξης της έρευνας, γίνεται δεκτό ότι αυτά θα μπορούν να θεωρηθούν αντισυνταγματικά[45]. Εξάλλου, η ένταξη του δικαιώματος στην επιστημονική έρευνα στην κατηγορία των κοινωνικών δικαιωμάτων έχει σημασία, κυρίως λόγω των σημαντικών νομικών συνεπειών που χαρακτηρίζουν την κατηγορία αυτή (βλ. μεταξύ άλλων, και την χρήση τους ως κανόνας ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων)[46].
Αυτό λοιπόν το στοιχείο, της χρήσης του άρθρου 16 παρ. 1 Σ ως κανόνας ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, είναι που φέρει την μεγαλύτερη σημασία για την αντιμετώπιση της μαζικής φυγής των επιστημόνων από την επικράτεια, η οποία δείχνει να αποδεικνύει από μόνη της την αναποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων έχουν υιοθετηθεί κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου και, ενδεχομένως, με στόχο την στήριξη και την προώθηση της εγχώριας επιστημονικής έρευνας.
Προαπαιτούμενο, όμως, της μελέτης της συνταγματικότητας των νόμων που υιοθετήθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 παρ. 1 Σ εν όψει του φαινομένου της φυγής των ερευνητών, είναι η ανάλυση του ιδίου αυτού του φαινομένου.

Γ. Χαρακτηριστικά του φαινομένου φυγής των επιστημόνων
Τα κύματα φυγής επιστημόνων από ορισμένες χώρες προς άλλες δεν αποτελούν πρόσφατο γεγονός, αντιθέτως, μιας και ο όρος πρωτοεμφανίζεται το 1963 σε έκθεση της Royal Society of London, αναφορικά με την τότε μετανάστευση Βρετανών επιστημόνων[47]. Λόγω δε των σημαντικών -οικονομικών κυρίως- συνεπειών του, έχει πλέον μελετηθεί εκτενώς και έχουν προκύψει απο τις εν λόγω μελέτες κρίσιμα συμπεράσματα.
Συγκεκριμένα, η φυγή του εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού μπορεί να έχει ποικίλες μορφές αλλά και ένταση (ανάλογα κυρίως με την αιτία της φυγής, όπως π.χ. οικονομικοί ή πολιτικοί λόγοι), οδηγώντας σε διαφορετικές κάθε φορά συνέπειες για την χώρα προέλευσής του. Για παράδειγμα, παρότι κατά κανόνα, η χώρα προέλευσης σημειώνει σίγουρες απώλειες σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και σε κονδύλια (απώλεια των δημοσίων δαπανών που έγιναν για την εκπαίδευση του ερευνητή), επισημαίνεται ότι στην περίπτωση επιστροφής -έστω και περιορισμένου αριθμού εκ των- μεταναστευόντων ερευνητών στην χώρα προέλευσής τους, η χώρα αυτή αποκομίζει μετρήσιμο κέρδος (εισαγωγή πρόσθετων γνώσεων, βελτίωση εμπειριών και επιπέδου συνεργασιών στα εργαστήρια κλπ).
Η επιστροφή, έστω και τμήματος των ερευνητών, αποτελεί όμως σπάνια περίπτωση (είτε γίνεται αυθόρμητα, είτε ενθαρρύνεται από εξειδικευμένες πολιτικές της χώρας υποδοχής), και σίγουρα πρόκειται περί ενός φαινομένου περιορισμένης έκτασης για να γίνεται λόγος για αμοιβαίο κέρδος υπέρ της χώρας προέλευσης. Αντίθετα, κάθε κύμα φυγής προσφέρει σίγουρα και αποκλειστικά οφέλη στην χώρα υποδοχής (βλ. εισροή ήδη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού με γνώσεις αιχμής) και για το λόγο αυτό ενθαρρύνεται σταθερά από τις χώρες υποδοχής, με επιλεκτικές και στοχευμένες μεταναστευτικές πολιτικές[48].
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, και σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα στον Τύπο, το κύμα φυγής των επιστημόνων της προς τις ανεπτυγμένες χώρες[49] που αποτελούσε βέβαια ένα πάγιο φαινόμενο (καθώς η εισροή επιστημόνων προς τη χώρα μας είναι αμελητέα), αυξάνεται όλο και περισσότερο, υιοθετώντας πλέον ανησυχητικές διαστάσεις.
Για παράδειγμα, επισημαίνεται ότι «Αύξηση έως και 70% καταγράφεται τα τελευταία 5 χρόνια στους Έλληνες επιστήμονες που καταφεύγουν στο εξωτερικό αναζητώντας εργασία, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται ´αποψίλωση´ του καθηγητικού δυναμικού των Ελληνικών Πανεπιστημίων καθώς λόγω της δραματικής μείωσης των μισθών και της έλλειψης παροχής κινήτρων από μέρους της πολιτείας, όλο και περισσότεροι ακαδημαϊκοί φεύγουν σε άλλες χώρες για να επιβιώσουν και να εργαστούν[50]». Είναι δε αδιαμφισβήτητο ότι το φαινόμενο αυτό δεν έχει για την χώρα μας παρά μόνο αρνητικές συνέπειες[51]. Πράγματι, οφείλεται και λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, τις συνέπειες της οποίας η παραμονή του επιστημονικού και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού θα μπορούσε να μετριάσει, δεδομένου ότι η αύξηση/σημαντική παρουσία των επιστημόνων είναι που οδηγεί στην αύξηση των καινοτομιών που εφευρίσκονται[52], και συνεπώς στην οικονομική αναδόμηση.
            Σε ότι αφορά την γέννεση του φαινομένου, οι μελέτες αναδεικνύουν πως οι βασικοί λόγοι απώθησης ερευνητών από μια χώρα είναι βεβαίως οι οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι (όπως στην περίπτωση των Παγκοσμίων Πολέμων), αλλά πέραν αυτών και υπό ομαλές συνθήκες, η έλλειψη αξιοκρατίας και δέουσας αναγνώρισης του ερευνητικού έργου, «η έλλειψη ερευνητικών κονδυλίων και ευκαιριών απασχόλησης, οι αδυναμίες της έρευνας στη χώρα τους, καθώς και η μεγάλη γραφειοκρατία[53]».
            Ωστόσο, παρά την φαινομενική συνθετότητα και μη προβλεψιμότητα των μετακινήσεων αυτών, το φαινόμενο δεν δείχνει να είναι μη αντιστρεπτό καθώς είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι συγκεκριμένα μέτρα και κρατικές ρυθμίσεις (όπως η βελτίωση των συνθηκών διεξαγωγής της έρευνας, οι πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, η μεγαλύτερη διαφάνεια κλπ.) επιτρέπουν ή και ενθαρρύνουν την επιστροφή των επιστημόνων πίσω στην χώρα προέλευσής τους[54]. Αυτό αποδείχθηκε και έμπρακτα με τις εξειδικευμένες πολιτικές επαναπατρισμού επιστημόνων που έχουν υιοθετήσει και θέσει σε εφαρμογή με απόλυτη επιτυχία, κυρίως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και άλλες χώρες όπως η Ταϊβάν και το Χονγκ-Κόνγκ[55].
            Γίνεται λοιπόν σαφές, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ότι πράγματι ορισμένες συνθήκες οδηγούν στην φυγή επιστημόνων και ερευνητών από μια χώρα, αλλά αντίστροφα, υπάρχουν και μέτρα που μπορούν να ενθαρρύνουν την επιστροφή όσων είχαν μεταναστεύσει. Συνεπώς, το κύμα φυγής των ερευνητών μπορεί να μετριαστεί δια της υιοθέτησης ανάλογων εξειδικευμένων ρυθμίσεων.

Δ. Νόμοι υλοποίησης της επιταγής του άρθρου 16 παρ 1 Σ και κίνητρα εργασίας στον συγκεκριμένο εργασιακό χώρο
            1.     Η κατοχύρωση του θεσμού του ερευνητή στον Ν. 1514/1985
Η μελέτη των νομοθετημάτων για την έρευνα προσφέρει ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με την αντιμετώπιση του ερευνητή και του ερευνητικού έργου σε εθνικό επίπεδο, και για το πόσο ελκυστικό μπορεί να καταστεί το συγκεκριμένο επάγγελμα, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους αλλοδαπούς ερευνητές, κατ’ εφαρμογή της επιταγής του άρθρου 16 παρ 1 Σ.
            Για παράδειγμα, ο αρχικός νόμος 1514/1985 για την έρευνα που είχε κατοχυρώσει και τον θεσμό του ερευνητή -δια της υιοθέτησης ενός σύνθετου πλέγματος σχετικών διατάξεων- όριζε, απευθυνόμενος σε όλους τους ερευνητές, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, το ύψος των αποδοχών τους, οι οποίες ήταν ίδιες με αυτές του καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της αντίστοιχης βαθμίδας, και αποτελούνταν από τον βασικό μισθό, από το χρονοεπίδομα αλλά και λοιπά επιδόματα, όπως σπουδών, οικογενειακών βαρών κλπ[56]. Η διάταξη αυτή σαφώς προσέδιδε σταθερότητα και ασφάλεια στον ερευνητή, αλλά προσέδιδε επιπλέον και κύρος.
            Επιπλέον όμως, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει τους μεταναστεύοντες ανά τον κόσμο επιστήμονες που διορίζονταν σε θέσεις ερευνητών στην ημεδαπή, ο νομοθέτης προέβλεπε με λεπτομέρεια και σαφήνεια -στο άρθρο 18 παρ. 5- τους όρους και το ύψος της αποζημίωσης για έξοδα μετοικεσίας των Ελλήνων επιστημόνων, που ήταν μέχρι πρότινος μόνιμοι κάτοικοι του εξωτερικού. Το σχετικό άρθρο ανέφερε ρητά (δεσμεύοντας, δηλαδή, την εκτελεστική εξουσία) ότι καταβάλλονται, στην περίπτωση αυτή, τα έξοδα ταξιδιού του ερευνητή και της οικογένειάς του, τα έξοδα μεταφοράς της οικοσκευής αλλά και τα έξοδα εγκατάστασης στην Ελλάδα[57].
Ως προς αυτό, ο Ν. 1514/1985, τόσο δια της κατοχύρωσης του θεσμού του ερευνητή αλλά και δια της αντιμετώπισής του ισάξια με τους καθηγητές ΑΕΙ, συνέβαλε έμπρακτα στην αντιμετώπιση ενός των παραγόντων διαρροής του επιστημονικού δυναμικού, καθώς οι μετρήσεις δείχνουν ότι μεταξύ αυτών βρίσκεται η «ακαμψία των εργασιακών συστημάτων, η ισχύς των καθηγητών πανεπιστημίου που κατέχουν μόνιμες θέσεις ...» αλλά και «η αίσθηση .. των επιστημόνων ότι η εργασία και η συμβολή τους δεν εκτιμώνται και δεν αμείβονται κοινωνικά στις χώρες ύπαρξής τους»[58]. Εξάλλου, οι σχετικές μετρήσεις έδειξαν πως τα μέτρα που υιοθετήθηκαν τότε, κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχαν πράγματι θετικά αποτελέσματα καθώς ήταν αρκετοί οι επαναπατρισμοί που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο[59].

2.     Η κατεύθυνση των μετέπειτα νομοθετικών ρυθμίσεων
Το ρυθμιστικό πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας εξελίχθηκε, όμως, σταδιακά προς μια διαφορετική κατεύθυνση (ειδικότερα σε ότι αφορά τους όρους εξάσκησης του επαγγέλματος των ερευνητών), όπως προκύπτει από την ανάλυση των διατάξεων που επέφεραν πολλές και ουσιαστικές τροποποιήσεις επί του αρχικού υπ’αρ. 1514/1985 νόμου.
 Για παράδειγμα, με τον νόμο 2530/1997 (ΦΕΚ Α’ 218) για την υπηρεσιακή κατάσταση και την αναμόρφωση μισθολογίου των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ και των ερευνητών, διαχωρίζονταν πλέον οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων. Ο νόμος ρύθμιζε, δηλαδή, στην Ενότητα Α’ την υπηρεσιακή κατάσταση και τις αποδοχές των μελών ΔΕΠ (σελ.7987), και στην Ενότητα Β’ αυτές των ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων και άλλων συναφών κατηγοριών (σελ. 7995), κατοχυρώνοντας μισθολογικά (αλλά και σημειολογικά[60]) την αποσύνδεση των δύο. Αργότερα, ο Ν. 3205/2003 (άρθρο 38) που τροποποιούσε τις παραπάνω διατάξεις (αυξάνονταν οι βασικοί μισθοί και τα επιδόματα, και μέρος των ήδη καταβαλλόμενων επιδομάτων ενσωματώνονταν στον βασικό μισθό), παγίωνε την χωριστή αυτή προσέγγιση[61].
Πέραν όμως των ειδικών ρυθμίσεων που αφορούν καθαρά τις αποδοχές των ερευνητών και οι οποίες οφείλονται και στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες[62], υπάρχουν και ρυθμίσεις οι οποίες χωρίς καθαρή αιτιολογία (κυρίως εάν λάβουμε υπόψη την υποχρέωση στήριξης της έρευνας που αναφέρει ρητά το Σύνταγμα) αποτελούν δυσμενή αντιμετώπιση των ερευνητών, σε σχέση με άλλες συναφείς επαγγελματικές ομάδες[63]. Επιπλέον, η ελλιπής στήριξη των ερευνητών (παρά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την ρητή επιταγή του Συντάγματος) φαίνεται και στο ζήτημα των κινήτρων επαναπατρισμού των επιστημόνων. 
Για παράδειγμα, ενώ το παραπάνω αναφερόμενο άρθρο 18 Ν.1514/1985 που ρύθμιζε τα κίνητρα επαναπατρισμού των μεταναστευόντων ερευνητών παρέμεινε ουσιαστικά ίδιο μετά την υιοθέτηση του νόμου 2919/2001 (η σχετική διάταξη του Ν.2919/2001 παρέλειπε μόνο την αναφορά στον επίσημο αερομεταφορέα, που ήταν η Ολυμπιακή Αεροπορία), με το άρθρο 30 του Ν. 3653/2008[64], το συγκεκριμένο άρθρο αλλάζει ριζικά. Συγκεκριμένα, η νέα διάταξη ορίζει μόνο ότι με κοινή υπουργική απόφαση «(2) ... θεσπίζονται κίνητρα για τον επαναπατρισμό Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς εντός και εκτός Ε.Ε. Με την απόφαση αυτή προσδιορίζονται ειδικότερα οι κατηγορίες Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς και μ π ο ρ ο ύ ν να προβλεφθούν εφάπαξ ερευνητικές χορηγίες ένταξης επιστημόνων στον ερευνητικό ιστό της χώρας ...[65]».
Η καίρια αλλαγή που επέφερε, δηλαδή, ο Ν. 3653/2008 στο θέμα των κινήτρων επαναπατρισμού των Ελλήνων ερευνητών του εξωτερικού αλλά και της κατοχύρωσης των αποδοχών τους (ήτοι, αναφορικά με την επαγγελματική τους σταθερότητα), βρίσκεται στην κατοχύρωση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης να υιοθετήσει και να εφαρμόσει τα αναφερόμενα στον νόμο κίνητρα επαναπατρισμού, αντί για την προηγούμενη πλήρη δέσμευσή της (δέσμια αρμοδιότητα). Στην πράξη δε, φαίνεται πως αυτή η πιο χαλαρή νομοθετική ρύθμιση διόλου δεν οδήγησε στην υιοθέτηση (αποτελεσματικών και ουσιαστικών) κινήτρων επαναπατρισμού[66].
Επιπλέον, δε, στο ίδιο πνεύμα κινείται και το νέο Σχέδιο Νόμου που αφορά στην Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία, που τέθηκε σε διαβούλευση προσφάτως[67]. Πράγματι, το άρθρο του 35 αναφέρει την δυνατότητα ερευνητές του εξωτερικού να απασχολούνται σε ερευνητικά ιδρύματα της ημεδαπής με σύμβαση οποιασδήποτε νομικής μορφής, στο πλαίσιο της οποίας δικαιούνται να λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση ή μισθό σύμφωνα με τον κανονισμό του ερευνητικού κέντρου, και ορίζει επίσης ότι «μ π ο ρ ε ί να προβλέπονται από τους πόρους των ερευνητικών φορέων ... εφάπαξ ερευνητικές χορηγίες ένταξης επιστημόνων στον ερευνητικό ιστό της χώρας, άλλα ειδικά οικονομικά κίνητρα και μέτρα διευκόλυνσης της επιστροφής των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού ...[68]».
Η απόφαση, δηλαδή, περί υιοθέτησης κινήτρων επιστροφής των ερευνητών της διασποράς δεν αποτελεί πλέον, σύμφωνα με το νέο σχέδιο νόμου, μέρος του εθνικού κεντρικού σχεδιασμού αφού θα υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε ερευνητικού φορέα, μεμονωμένα. Παράλληλα, η μισθολογική αντιμετώπισή τους (σε περίπτωση που τελικά κάποιοι απ’αυτούς επιστρέψουν) δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική, και δεν προσφέρει κάποιο σημαντικό κίνητρο, όπως ίσως θα έπρεπε σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 16 παρ. 1 Σ κατά το οποίο «η ανάπτυξη και η προαγωγή (της επιστήμης και της έρευνας) αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
 Επειδή όμως οι μετρήσεις δείχνουν ότι η Ελλάδα γνωρίζει σήμερα σημαντικό πρόβλημα διαρροής επιστημόνων και ερευνητών, τίθεται έντονα το ερώτημα κατά πόσο κινούνται στο πνεύμα του Συντάγματος οι παραπάνω νομοθετικές τροποποιητικές διατάξεις, δεδομένου ότι κατά το γράμμα του άρθρου 16 παρ. 1 Σ το κράτος οφείλει ρητά να παρέχει ουσιαστική στήριξη στην εγχώρια ερευνητική δραστηριότητα.

Ε. Η πιθανή αντισυνταγματικότητα των νέων ρυθμίσεων για την έρευνα
          1.     Γενικές προϋποθέσεις έγερσης της αντισυνταγματικότητας
Όπως αναφέρθηκε αρχικά, σύσσωμη η θεωρία δέχεται ότι, το κοινωνικό δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παρ. 1 Σ επιτρέπει τον έλεγχο των νόμων που ψηφίζονται κατ’ εφαρμογή του, και συγκεκριμένα επιτρέπει, σε περίπτωση που υιοθετηθούν μέτρα τα οποία αντιβαίνουν στην εν λόγω κρατική υποχρέωση, αυτά να θεωρηθούν αντισυνταγματικά[69], εάν κριθεί ότι καταλήγουν, έστω και έμμεσα, στην καταστρατήγηση των διατάξεων του Συντάγματος. Και η διαδικασία αυτή, σίγουρα αποτελεί ένα μέτρο πίεσης προς την εκτελεστική εξουσία να εναρμονίσει την νομοθεσία με τις επιταγές του Συντάγματος, εάν έχει αποκλίνει από αυτόν της τον σκοπό.
Βέβαια, δεν γίνεται εδώ αναφορά τόσο στον προληπτικό έλεγχο αντισυνταγματικότητας που κατοχυρώνεται στο ελληνικό δίκαιο, καθώς αυτός προϋποθέτει την αντιπαράθεση με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία είτε από την πλευρά του προέδρου της Βουλής (ή ενός βουλευτή, ή ενός μέλους της κυβέρνησης) στην περίπτωση του άρθρου 100 παρ.1 του Κανονισμού της Βουλής[70], είτε από την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 42 παρ. 1 Σ[71]. Πράγματι, οι νομοθετικές ρυθμίσεις αντικατοπτρίζουν επακριβώς (και με ποιο έντονο, ίσως, τρόπο στον τομέα της έρευνας) την κυβερνητική πολιτική ή και πολιτική της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας[72], με την οποία συντάσσονται κατά κανόνα τα παραπάνω αναφερόμενα θεσμικά πρόσωπα.
Περισσότερο πιθανή, λοιπόν, είναι η έγερση ζητήματος συνταγματικότητας των νόμων από φυσικά και νομικά πρόσωπα έχοντα έννομο συμφέρον (π.χ. ερευνητές και ενώσεις ερευνητών), στο πλαίσιο του προβλεπόμενου κατασταλτικού και παρεμπίπτοντα (ή διάχυτο) έλεγχο συνταγματικότητας που διεξάγεται από τα δικαστήρια[73]. Ο έλεγχος αυτός τελείται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, με σκοπό να αποφευχθεί η in casu εφαρμογή της ρύθμισης που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση καταστρατήγηση των διατάξεων του Συντάγματος. Είναι, δε, συγκεκριμένος και αφορά την κρίσιμη για την εκάστοτε υπόθεση διάταξη, η οποία και μόνο δεν θα εφαρμοστεί σε περίπτωση που κριθεί αντισυνταγματική[74]. Επιτρέπει όμως αφενός την μη αντισυνταγματική αντιμετώπιση των εν λόγω διαδίκων (χάρη στην μη εφαρμογή της), αφετέρου την δημιουργία νομολογίας η οποία παρότι μη δεσμευτική κατά το ελληνικό δίκαιο, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο κύρος και επιρροή, δυνάμενα να οδηγήσουν σε περαιτέρω μεταρρυθμιστικές εξελίξεις.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο μπορούν να θεωρηθούν αντισυνταγματικές οι -κυρίως μεταγενέστερες του Ν. 1514/1985- τροποποιητικές διατάξεις των νόμων για την έρευνα (ή και του σήμερα υπό συζήτηση σχεδίου νόμου) που προβλέπουν την διακριτική ευχέρεια της διοίκησης για την υιοθέτηση κινήτρων επαναπατρισμού των ερευνητών ή και την μισθολογικά δυσμενέστερη αντιμετώπιση των ερευνητών (αναλογικά με πριν, αλλά και με άλλες συναφείς επαγγελματικές ομάδες), σε σχέση με την ρητή υποχρέωση στήριξης και προάσπισης της έρευνας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παρ. 1 Σ., και λαμβάνοντας υπόψη το ανησυχητικό πλέον φαινόμενο της μαζικής φυγής των ερευνητών.
Το παραπάνω ερώτημα τίθεται καταρχήν λόγω της πραγματικής κατάστασης  (την φυγή των Ελλήνων ερευνητών, δηλαδή) η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα πως τα νομοθετικά μέτρα και τα κίνητρα επαναπατρισμού δεν είναι αποτελεσματικά. Τίθεται όμως επιπλέον λόγω της βραδύτητας στην υιοθέτηση (αποτελεσματικών) μέτρων, η οποία συνδέεται και αυτή με την αδυναμία των ρυθμιστικών διατάξεων να στηρίξουν ή να προαγάγουν ουσιαστικά την έρευνα στην Ελλάδα (όπως π.χ. μισθολογικά κίνητρα υπέρ της εξάσκησης του επαγγέλματος ή κίνητρα υπέρ της επιστροφής των ερευνητών στην Ελλάδα)[75].
Τα εθνικά δικαστήρια έχουν βέβαια ήδη επικαλεστεί την συνταγματική επιταγή στήριξης και προαγωγής της έρευνας (κυρίως, όμως, σε παλαιότερες αποφάσεις) όπως έγινε, για παράδειγμα, με την υπ’αρ. 152/79 απόφαση του ΣτΕ[76]. Πράγματι, κατά την απόφαση αυτή, διάταξη που στερεί σε αξιωματικούς το δικαίωμα αναβολής της κατάταξής τους λόγω σπουδών, είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας αλλά και με την υποχρέωση του κράτους να προάγει την επιστήμη, καθώς το κράτος δεν έχει μόνο υποχρέωση να μην θέτει εμπόδια στην ελεύθερη διεξαγωγή της επιστήμης και της έρευνας, αλλά επιπλέον υποχρεούται να λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα που να διευκολύνουν π.χ. τις σπουδές του ερευνητικού δυναμικού της χώρας[77].
Συνεπώς, τίθεται απλά το ερώτημα πως και με ποιο ειδικότερο περιεχόμενο διαμορφώνεται σήμερα η υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα στήριξης της έρευνας κατά το άρθρο 16 παρ. 1 Σ [78] καθώς και ποιες νομοθετικές ρυθμίσεις ή επιλογές είναι -εν όψει του περιεχομένου αυτού- αντισυνταγματικές, δεδομένης της τωρινής οικονομικής και πολιτικής κατάστασης και του φαινομένου της φυγής των ερευνητών.

2.     Κριτήρια αξιολόγησης ευνοϊκής ρύθμισης ως αντισυνταγματικής χρησιμοποιούμενα αναλογικά στις ευνοϊκές βάσει αρ. 16 παρ. 1 Σ διατάξεις
Σε ότι αφορά, όμως, το ακριβές -και επικαιροποιημένο, κυρίως- περιεχόμενο της υποχρέωσης στήριξης της έρευνας καθώς και της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων που έχουν υιοθετηθεί κατ’ εφαρμογή της υποχρέωσης του άρθρου 16 παρ. 1 Σ (ως κοινωνικό δικαίωμα), η νομολογία είναι ιδιαίτερα πενιχρή, αν όχι ανύπαρκτη. Παρά ταύτα, χρησιμοποιώντας τον δικανικό συλλογισμό άλλων αποφάσεων (συναφούς αντικειμένου) περί αντισυνταγματικότητας των εκεί εφαρμοζόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων, ενδεχομένως να μπορούμε να συνάγουμε ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με την υπ’αρ. 988/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ[79], ο ανώτατος δικαστής έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 γ του νόμου 2525/1997 που επέτρεπαν την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των μελών πολύτεκνων οικογενειών κατά την διαδικασία πρόσβασης στα ΑΕΙ (βάσει του άρθρου 21 παρ. 2 και 5 Σ που αποσκοπούν στην προστασία των πολύτεκνων οικογενειών, και έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος), με το σκεπτικό ότι η παρέκκλιση αυτή από το γενικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση «αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας ... διότι η ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας δεν συνδέεται με ικανότητες ή δεξιότητες του υποψηφίου (που απαιτούνται για να κριθεί εισακτέος στα ΑΕΙ) ...[80]».
Κρίθηκε, δηλαδή, ότι η προνομιακή ρύθμιση ομάδας ατόμων που βασίζεται σε μια επιταγή του Συντάγματος -συγκεκριμένα σ’αυτήν του άρθρου 21 παρ. 2 Σ, ειδική φροντίδα των πολυτέκνων[81]- είναι αντισυνταγματική, όταν κατοχυρώνει την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση ορισμένων (εδώ, υποψηφίων κατά την διαδικασία εισαγωγής τους στα ΑΕΙ) εις βάρος υπολοίπων, που ανήκουν όμως στην ίδια υπό κρίση κατηγορία και έχουν επιπλέον ίδιο συμφέρον. Ήτοι, από την στιγμή που η ευνοϊκή αντιμετώπιση ορισμένων αποτελεί ταυτόχρονα μη ευνοϊκή αντιμετώπιση άλλων ατόμων της ίδιας ομάδας, αυτή θεωρείται αυτομάτως αντισυνταγματική ως αντίθετη στην αρχή της ισότητας[82].
Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, μια ευνοϊκή ρύθμιση που υιοθετείται κατ’ εφαρμογή ρητής επιταγής του Συντάγματος και δεν αποτελεί ταυτόχρονα μη ευνοϊκή αντιμετώπιση άλλων ατόμων που ανήκουν στην ίδια υπό κρίση ομάδα, θα πρέπει κατ’αρχήν να θεωρείται συνταγματική.
Εφαρμόζοντας δε το αμέσως παραπάνω λογικό συμπέρασμα των απαραίτητων δυο προϋποθέσεων (ρητή επιταγή του Συντάγματος για ειδική προστατευτική αντιμετώπιση, και μη προσβολή των αρχών της ισότητας/αξιοκρατίας), συνάγουμε ότι μια ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των ερευνητών -κατ’ εφαρμογή της ρητής επιταγής του άρθρου 16 παρ. 1 Σ-, που θα παρέχει κίνητρα ενασχόλησης με το επάγγελμα του ερευνητή ή και επαναπατρισμού των μεταναστευόντων ερευνητών, και δεν θα αποτελεί ταυτόχρονα μη ευνοϊκή αντιμετώπιση ατόμων της ίδιας κατηγορίας, θα πρέπει να θεωρείται καταρχήν σύμφωνη με το Σύνταγμα. 
Συγκεκριμένα για την πρώτη προϋπόθεση, το άρθρο 16 Σ όχι μόνο θεσπίζει την ρητή υποχρέωση του Κράτους να προάγει και να στηρίζει την επιστήμη και την έρευνα (άρθρο 16 παρ. 1 Σ)[83], αλλά επιπλέον αναγάγει την παιδεία -άρα εμμέσως και την επιστημονική έρευνα η οποία αποτελεί προαπαιτούμενο της παιδείας- σε αποστολή του κράτους (άρθρο 16 παρ. 2 Σ)[84]. Επομένως, αφενός πράγματι υφίσταται η ρητή συνταγματική επιταγή να υιοθετηθούν ευνοϊκές υπέρ των ερευνητών και της έρευνας ρυθμίσεις, αφετέρου είχαν ήδη υιοθετηθεί στο παρελθόν τέτοιες ευνοϊκές ρυθμίσεις (π.χ. κίνητρα ενασχόλησης με το συγκεκριμένο επάγγελμα ή κίνητρα επιστροφής των μεταναστευόντων ερευνητών, στον αρχικό Ν. 1514/1985).
Τίθεται όμως κάθε φορά το ερώτημα κατά πόσο οι εκάστοτε ευνοϊκές υπέρ της επιστημονικής έρευνας ρυθμίσεις είναι αντίθετες -ή όχι- στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, όπως αυτό θα υφίστατο εάν υπήρχαν διαχωρισμοί στο πλαίσιο της ιδίας κατηγορίας (των ερευνητών δηλαδή)[85], ήτοι εάν ενισχύονταν μόνο οι γυναίκες ερευνήτριες (προσβολή της αρχής της ισότητας των φύλων, κατ’ άρθρο 4 παρ. 2 Σ κυρίως), ή μόνο οι νεότεροι επιστήμονες δια της υιοθέτησης σχετικά χαμηλού ηλικιακού ορίου για την υποβολή υποψηφιότητας στην θέση του διευθυντή ερευνητικού κέντρου[86].
Στην περίπτωση όμως της ομοιόμορφης μεταχείρισης προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες (π.χ. όλοι οι μεταναστεύοντες ερευνητές), η προσβολή αυτή δεν φαίνεται να τελείται.

ΣΤ. Τελικές συμπερασματικές σκέψεις
Προκύπτει, εν κατακλείδι, από την παραπάνω ανάλυση, ότι τα ευνοϊκά μέτρα που είχαν υιοθετηθεί βάσει του αρχικού Ν. 1514/1985 (π.χ. κυρίως η μισθολογική κατοχύρωση των ερευνητών και υιοθέτηση κινήτρων επαναπατρισμού) ήταν σύμφωνα με το γράμμα αλλά και το πνεύμα της συνταγματικής επιταγής περί στήριξης και προαγωγής της έρευνας, αφενός διότι υλοποιούσαν την εν λόγω επιταγή, αφετέρου διότι δεν στοιχειοθετούσαν κάποια προσβολή σε άλλες συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές, όπως η αρχή της ισότητας και η αρχή της αξιοκρατίας.
Προφανώς, βέβαια, ο συντακτικός νομοθέτης δεν ορίζει στην διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 Σ το ακριβές περιεχόμενο των μέτρων στήριξης και προαγωγής της έρευνας που δίνει εντολή να υιοθετηθούν, καθώς αφήνει τον κοινό νομοθέτη να πράξει κατ’ επιλογή δική του. Στο πλαίσιο όμως της ελευθερίας αυτής ως προς τα ειδικότερα μέτρα υλοποίησης, η επιταγή για στήριξη και προαγωγή της επιστημονικής έρευνας παραμένει αδιαμφισβήτητη.
Οι εκάστοτε νόμοι, όμως, που επέφεραν τροποποιήσεις επί του αρχικού Ν. 1514/1985 δεν φαίνεται να επέτρεψαν την υλοποίηση της επιταγής αυτής. Συγκεκριμένα, και με βάση την παραπάνω ανάλυση ορισμένων διατάξεων όπως αυτών που είναι σχετικές με την μισθολογική κατάσταση των ερευνητών και με τα κίνητρα επαναπατρισμού τους (οι οποίες όχι μόνο ήταν καθόλα σύμφωνες με το Σύνταγμα, αλλά επέφεραν επιπλέον και μετρήσιμα αποτελέσματα[87]) διακρίνουμε από την πλευρά του νομοθέτη μια υποχώρηση.
Πράγματι, τα μέτρα μείωσης των σταθερών αποδοχών των εργαζομένων στον τομέα της έρευνας (παράλληλα με άλλα μέτρα ιδίου περιεχομένου, όπως είναι τα μέτρα μείωσης και συγχώνευσης ερευνητικών ιδρυμάτων ή κέντρων, ή τα μέτρα μείωσης της κρατικής χρηματοδότησής τους) καθώς η υιοθέτηση κινήτρων επαναπατρισμού των μεταναστευόντων κατά την διακριτική ευχέρεια όχι μόνο της διοίκησης αλλά και αποσυντονισμένα από την κεντρική ερευνητική πολιτική, χ ω ρ ί ς να υιοθετούνται παράλληλα τουλάχιστον άλλα μέτρα ισόβαθμης αποτελεσματικότητας για την στήριξη και την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα, αποτελούν προσβολή της ρητής επιταγής του άρθρου 16 παρ. 1 Σ.
Συνεπώς δύναται καθεμία από αυτές τις ρυθμίσεις (συγκεκριμένα η εκάστοτε τροποποιητική νομοθετική διάταξη μεταξύ αυτών που αναφέρθηκαν στην παρούσα μελέτη), λαμβάνοντας υπόψη την δραματική διόγκωση του φαινομένου φυγής των ερευνητών, να θεωρηθεί αντισυνταγματική, ως προσβάλλουσα όχι μόνο το γράμμα αλλά και το πνεύμα του Συντάγματός μας.



[1]. Email: akoskina@law.uoa.gr
[2] Παρακάτω, το φαινόμενο αυτό θα αναφέρεται ως «φυγή» των ερευνητών επειδή εξετάζεται από την πλευρά μιας χώρας (την Ελλάδα) που σημειώνει κυρίως, και σταθερά, απώλειες σε ερευνητικό δυναμικό. Σε ότι αφορά τον ορισμό του φαινομένου διαρροής επιστημόνων, επισημαίνεται ότι «...  αφορά επιστήμονες, η εκπαιδευτική επένδυση για τους οποίους έγινε από τη χώρα προέλευσης, όχι βέβαια απαραίτητα και στη χώρα προέλευσης, κάτι ιδιαίτερα συχνό για χώρες όπως η Ελλάδα, όπου πολλοί σπουδάζουν στο εξωτερικό», βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 27.
[3] Δηλαδή, της δημόσιας επιδότησης στην εκπαίδευση και την έρευνα ανωτάτου επιπέδου.
[4] Βλ. π.χ. για την Ελλάδα, άρθρο 22, παρ. 1 Σ : «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».
[5] Για παράδειγμα, ειδική αναφορά στην επιστημονική ελευθερία δεν υπάρχει στο Ολλανδικό Σύνταγμα (βλ. άρθρο 23), ούτε στο Βελγικό (άρθρο 24), ούτε στο Δανέζικο (άρθρο 76), ούτε στο Ιρλανδέζικο (άρθρο 40), κοκ., παρότι όλα μνημονεύουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την ελευθερία της έκφρασης.
[6] Όπως, κυρίως, η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης.
[7] Παρά την ιδιαίτερα σημαντική προσφορά της επιστημονικής έρευνας στην οικονομία των ΗΠΑ, κυρίως κατά τον 20ο αιώνα.
[8] Όπως αυτή προστατεύεται στην 14η Τροπολογία του αμερικάνικου Συντάγματος, παρ. 1: «Καμμιά Πολιτεία δεν θα δημιουργήσει ή επιβάλει κανένα νόμο που θα περιορίσει τα προνόμια ή τις προστασίες των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών», βλ. την απόφαση Meyer v. Nebraska, 1923, όπου ο δικαστής McReynolds επεσήμανε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να αποκτήσει χρήσιμες γνώσεις («the right of the individual ... to acquire useful knowledge, ... and generally to enjoy those privileges long recognized at common law as essential to the orderly pursuit of happiness by free men»), γεγονός που θεωρείται ότι έχει ως προαπαιτούμενο και την επιστημονική ενημέρωση.
[9] Αρ. 8 εδ. 8 παρ. 8 «Εξουσίες του Κογκρέσου»: «Το Κογκρέσο θα έχει την εξουσία: Να προωθήσει την πρόοδο της επιστήμης και των πρακτικών τεχνών, εξασφαλίζοντας, για περιορισμένο χρόνο, στους δημιουργούς και εφευρέτες τα αποκλειστικά δικαιώματα στα έργα και τις ανακαλύψεις τους».
[10] Βλ. Lori B. Andrews, Is there a right to Clone? Constitutional challenges to bans on human cloning, JOLT Vol. 11 No 3 Summer 1998, σελ. 643.
[11] Το Γαλλικό Σύνταγμα δεν μνημονεύει στο κυρίως κείμενό του τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά με ρητή διάταξή του ενσωματώνει όλα όσα είχαν κατοχυρωθεί με την Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1789, όσα κατοχυρώθηκαν στο προοίμιο του Συντάγματος του 1946 («Principes politiques, economiques et sociaux particulierement necessaires a notre temps») καθώς και το σύνολο των αρχών του συνταγματικού δικαίου («Principes de valeur constitutionelle») όπως αυτά ορίζονται και ερμηνεύονται από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
[12] Βλ. C. Blaizot-HazardLe doit de la recherche scientifique, Editions PUF Droit, serie Themis Droit Public, 2003,σελ. 21 επ.
[13] Βλ. Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, άρθρο 5: «Ο νόμος μπορεί να απαγορεύσει μόνο ό,τι είναι επιζήμιο για την κοινωνία. Ό,τι δεν απαγορεύεται από το νόμο θεωρείται επιτρεπτό και δεν μπορεί σε κανέναν να επιβληθεί να κάνει κάτι που δεν ορίζεται από το νόμο».
[14] Βλ. Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, άρθρο 10: «Άρθρο 10 - Κανείς δεν πρέπει να διώκεται για τις πεποιθήσεις του, ακόμη και τις θρησκευτικές, εφ’όσον η εκδήλωσή τους δεν διαταράσσει τη δημόσια τάξη που ο νόμος έχει επιβάλλει.» και άρθρο 11: «Άρθρο 11 - Η ελεύθερη ανταλλαγή σκέψεων και ιδεών είναι ένα από τα πολυτιμότερα δικαιώματα του ανθρώπου. Επομένως, κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να ομιλεί, να γράφει, και να τυπώνει τα έργα του ελεύθερα, αρκεί να μην κάνει κατάχρηση αυτής της ελευθερίας σε περιπτώσεις που ορίζονται σαφώς από το νόμο».
[15] Βλ.Verges E., Quelles sanctions?, in De Lamberterie I., Verges E., Quel droit pour la recherche?, Groupe de recherche Droit et Science, Litec Jurisclasseur (Lexis Nexis), Paris 2006, σελ. 88.
[16] Το Σύνταγμα της Γερμανίας, που υιοθετήθηκε στις 23 Μαΐου του 1949, ορίζει στο άρθρο του 5 παρ. 3 εδ. 1 ότι, «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η ελευθερία της διδασκαλίας δεν αποδεσμεύεται από την πίστη στο Σύνταγμα», πηγή Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, ΤοΣ 1992, σελ. 516-517.
[17] Το Ιταλικό Σύνταγμα της 27ης Δεκεμβρίου 1947 αναφέρει στο άρθρο 9 ότι, «Η Δημοκρατία προάγει την ανάπτυξη της γενικότερης παιδείας και την επιστημονική και τεχνική έρευνα», στο άρθρο 33 ότι, «Η τέχνη και η επιστήμη ειναι ελεύθερες, εξίσου δε ελεύθερη είναι και η διδασκαλία τους» και στο άρθρο 4 εδ. 2 ότι, «Ο κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να ασκεί, κατά τις δικές του ικανότητες και επιλογές εργασία ή δραστηριότητα που θα συνεισφέρει στην υλική ή πνευματική πρόοδο της κοινωνίας», πηγή Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, όπ.π.
[18] Το Πορτογαλικό Σύνταγμα του 1976 ορίζει, στο άρθρο του 77 παρ. 1 και 2 ότι, «Η επιστημονική δημιουργία και έρευνα ενισχύεται και προστατεύεται από το Κράτος. Η επιστημονική και τεχνολογική πολιτική αποβλέπει στην προώθηση της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, με προτεραιότητα στα ζητήματα κρατικής ανάπτυξης και σκοπό τόσο την προοδευτική απαγκίστρωση της χώρας από την ξένη εξάρτηση όσο και την συνεργασία και ανταλλαγή μεταξύ των λαών», πηγή Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, όπ.π. Βλ. επίσης, Μαντζιούφας Π., Ακαδημαϊκή ελευθερία, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997, υποσημείωση υπ’αρ. 73 όπου αναφέρει και το άρθρο 42 παρ. 1.
[19] Το Ισπανικό Σύνταγμα του 1978 ορίζει, στο άρθρο του 20 παρ. 1β ότι, «Αναγνωρίζονται και προστατεύονται τα δικαιώματα ... της φιλολογικής, καλλιτεχνικής, επιστημονικής και τεχνικής παραγωγής και δημιουργίας ... Η άσκησή τους δεν μπορεί να περιοριστεί από οποιαδήποτε μορφή προληπτικής λογοκρισίας», πηγή Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, όπ.π.
[20] Στην ναζιστική Γερμανία εκδιώχθηκαν μαζικά καθηγητές και επιστήμονες που δεν ήταν φίλα προσκείμενοι στο καθεστώς, περιορίστηκε η ελευθερία των δημοσίων πανεπιστημίων και υπάχθηκαν σε έλεγχο τα μαθήματα που διδάσκονταν, βλ. Taton R., La science contemporaine, Tome 2, Le XXe siècle / Annees 1900-1960, σελ. 123.
[21] Βλ. Ν. 2619/1998 (ΦΕΚ Α'132), Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, άρθρο 15: «Γενικός κανόνας: Η επιστημονική έρευνα στο πεδίο της Βιολογίας και της Ιατρικής διεξάγεται ελεύθερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και τις λοιπές νομικές διατάξεις που διασφαλίζουν την προστασία του ανθρωπίνου όντος».
[22] Βλ. Συνθήκη για την θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, Μέρος ΙΙ, άρθρο ΙΙ-73 «Ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης: Η τέχνη και η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερες. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή».
[23] Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Τομ. Α΄, 2η εκδ., Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005 σελ. 749 επ., Χρυσόγονου Κ.Χ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 326 επ., Π. Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997, σελ. 147 επ., Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, ΤοΣ 1992, σελ. 515 επ.
[24] Βλ.. ΣτΕ 1043/1989, ΤοΣ 1989, 308.
[25] Βλ. π.χ. την υπ’ αρ. 376/1934 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (αίτηση ακύρωσης πράξεως του Υπουργού Παιδείας η οποία επέβαλλε την πειθαρχική ποινή του προστίμου σε καθηγητή πανεπιστημίου για λόγους παράβασης καθήκοντος), όπου αναφέρεται ότι «ουδεμία εκ του νόμου απαιτείται προηγούμενη άδεια, ίνα ο καθηγητής του πανεπιστημίου εκθέσει δια του τύπου τας απόψεις αυτού επί επιστημονικών ζητημάτων της ειδικότητος αυτού. Δεν δύναται άλλως τε η νομοθετική εξουσία και η διοίκησις να εξαρτήσει εκ προηγούμενης άδειας αυτής, την δια του τύπου ή άλλως ανάπτυξιν υπό των καθηγητών του πανεπιστημίου των επιστημονικών πορισμάτων, διότι τούτο θα ήταν αντίθετον προς το άρθρο 21 του Συντάγματος, όπερ προστατεύει την ελευθερία της επιστήμης». Επίσης ως ατομικό δικαίωμα το μνημονεύουν η προαναφερόμενη υπ’αρ. 1043/1989 απόφαση του ΣτΕ, αλλά και αποφάσεις ξένων δικαστικών οργάνων. Βλ. για παράδειγμα την περίπτωση προσφυγής ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από ιδιώτη ερευνητή (υδροβιολόγο), προκειμένου να κριθεί παράνομη και αντίθετη στο δικαίωμα διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας, η άρνηση του Σουηδικού Δημοσίου να του καταβάλει ερευνητικά κονδύλια. Η Επιτροπή απέρριψε το σχετικό αίτημα με την αιτιολογία ότι, η καταβολή των ερευνητικών κονδυλίων υπάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δημοσίου. Τόνισε επίσης, ότι παρόμοια άρνηση δεν προσβάλλει το δικαίωμά του στην επιστημονική έρευνα, το οποίο προστατεύεται εξάλλου και με την ελευθερία της σκέψης, βλ Hermitte M.A., L’encadrement juridique de la recherche scientifique, in Hermitte M.A., La liberté de la recherche et ses limites, Approches juridiques, Editions Romillat / Collection Droit et Technologies, Paris 2001, σελ. 33.
[26] Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., όπ.π. σελ. 753 (δεν μπορούν να εφαρμοστούν μέθοδοι που συνεπάγονται πράξεις που απαγορεύονται και τιμωρούνται) και Χρυσόγονου Κ.Χ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 326 (ο επιστήμονας δεν μπορεί να παραβιάσει τους γενικούς νόμους, δηλ πλήττοντας στον πυρήνα τους άλλα συνταγματικά δικαιώματα και αγαθά).
[27] Σε συνδυασμό και με το άρθρο 22 παρ. 3 Σ που απαγορεύει την αναγκαστική εργασία, βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 752.
[28] Π.χ. η απαγόρευση πρόσβασης σε κρατικά μη δημοσιοποιημένα (εμπιστευτικά) έγγραφα για λόγους δημοσίου συμφέροντος κρίνεται θεμιτή, βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Τομ. Α΄, 2η εκδ., Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005 σελ. 752.
[29] Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 749 επ., και Π. Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία, όπ.π. σελ. 147 επ.
[30] Οι περιορισμοί στο δικαίωμα διάδοσης της επιστημονικής πληροφορίας θα πρέπει να βασίζονται σε γενικούς και αντικειμενικούς νόμους. Δεν θα πρέπει δηλαδή οι περιοριστικές αυτές διατάξεις να «στρέφονται κατά ορισμένου προσώπου  ούτε κατά ορισμένης επιστημονικής θεωρίας, ούτε να καθιστούν αδύνατη ή να δυσχεραίνουν δυσανάλογα την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία, της οποίας η ανάπτυξη και η προαγωγή αποτελεί κατά το Σύνταγμα υποχρέωση του κράτους», βλΔαγτόγλου Π.Δ., όπ.π. σελ. 758. Επίσης, όχι μόνο δεν επιτρέπεται η επιβολή ειδικών περιορισμών, αλλά ούτε και «βρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι ειδικοί περιορισμοί άλλων δικαιωμάτων, όπως της ελευθερίας του τύπου», Χρυσόγονου Κ.Χ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ. 326.
[31] Βλ. Π. Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997, σ. 175.
[32] Βλ. αναλυτικά παραπάνω Ενότητα Α, παρ. 1 «Προστασία της επιστημονικής έρευνας μέσω της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας της σκέψης».
[33] Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 749 επ., Χρυσόγονου Κ.Χ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 326 επ., Π. Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία, όπ.π. σελ. 147 επ., και Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, όπ.π. σελ. 515.
[34] Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ.757.
[35] Βλ. Χρυσόγονου Κ.Χ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 327.
[36] Βλ. Π. Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία, όπ.π. σελ. 166.
[37] «Η άρνηση της κρατικής υπηρεσίας να διαθέτει τα αρχεία της προς έρευνα πρέπει ... να συνοδεύεται από αιτιολογημένη απάντηση που θα βασίζεται σε συγκεκριμένους λόγους.», βλ. Π. Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία, όπ.π. σελ. 184.
[38] Βλ. Μαντζιούφας Π., Ακαδημαϊκή ελευθερία, Εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη, 1997, σελ. 187 και υποσημείωση υπ’αρ. 115 όπου επισημαίνεται ότι κατά τον καθ. Α. Μάνεση, στην αξίωση καταβολής των αναγκαίων δαπανών περιλαμβάνεται η δυνατότητα να είναι προσιτά τα εργαλεία και οι  υποδομές που επιτρέπουν την διεξαγωγή της έρευνας (βιβλία κλπ).
[39] Ορθώς λοιπόν αναφέρεται ότι δημιουργείται, στο σημείο αυτό, μια «σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματος του ερευνητή ... να προσδιορίσει το αντικείμενο της έρευνάς του και του καθήκοντος του κράτους να προάγει την έρευνα και ... να έχει τον πρώτο λόγο στις ερευνητικές προτεραιότητες», βλ. Μαντζιούφας Π., όπ.π. σελ. 187.
[40] Βλ. Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, όπ.π., σελ. 526.
[41] Άρθρο 22 παρ.1 Σ «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών ...».
[42] «Πρόκειται λοιπόν (και) για κοινωνικό δικαίωμα, από το οποίο πάντως δεν απορρέει ευθέως αγώγιμη αξίωση κατά του κράτους», Χρυσόγονος Κ.Χ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 327. Βλ. επίσης Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 757.
[43] Υπενθυμίζεται ότι «στο κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος, το άρθρο 5 παρ. 3 ΘΝ αναφέρεται ρητά ως ‘πηγή εμπνεύσεως’ του άρθρου 16 παρ. 1 Σ», παρότι το γερμανικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει κάποιο κοινωνικό δικαίωμα στην έρευνα. Συγκεκριμένα, κατά την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Θεμελιώδους Νόμου του 1949 (ΘΝ) «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η ελευθερία της διδασκαλίας δεν αποδεσμεύει από την πίστη στο Σύνταγμα», βλ. Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, όπ.π., σελ. 519.
[44] Βλ. Παπαδημητρίου Γ., Σύνταγμα και ελευθερία της επιστήμης, όπ.π., σελ. 524.
[45] Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 757.
[46] Συγκεκριμένα, (1) Όλες οι συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα είναι επιτακτικοί, δεσμευτικοί κανόνες δικαίου, (2) λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία άλλων συνταγματικών διατάξεων και των κανόνων δικαίου εν γένει και (3) χρησιμεύουν ως κανόνας ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και ειδικότερα δικαιολογούν περιορισμούς άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων όπως λ.χ. ατομικών (π.χ. περιορισμός οικονομικής ελευθερίας χάριν προστασίας περιβάλλοντος) ή «αποκλίσεις» από την αρχή της ισότητας (π.χ. λόγω προστασίας αναπήρων), βλ. Αναλυτικά Iliopoulos-Strangas J. (ed.), La protection des droits sociaux fondamentaux dans les Etats membres de l’Union EuropeenneEtude de droit compare, Ant.N. Sakkoulas 2000, σελ. 843 επ.
[47] Βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 28.
[48] «Η προσέλκυση ακαδημαϊκού και επιστημονικού προσωπικού διαμέσου της μετανάστευσης είναι ο πλέον πρόσφορος τρόπος αναβάθμισης των εθνικών συστημάτων καινοτομίας», βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 37 και σελ. 73.
[49] «Εδώ, η ροή πτυχιούχων είναι σχεδόν αποκλειστικά μονόδρομη: από την Ελλάδα προς τις ανεπτυγμένες χώρες. Συνιστά, δηλαδή, «διαρροή επιστημονικού δυναμικού» (διαρροή εγκεφάλων) και όχι ‘κυκλοφορία εγκεφάλων’ ... όπως συμβαίνει μεταξύ αναπτυγμένων χωρών και ειδικότερα μεταξύ χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης», βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 19.
[50] Βλ. Μαριδάκης Δ., «Κύμα φυγής προς το εξωτερικό από τους Έλληνες επιστήμονες», άρθρο στα Χανιώτικα Νέα, 26/07/2013, http://www.haniotika-nea.gr/125971-kuma-fugis-pros-to-ekswteriko/. Βλ. επίσης Αποστολάκη Σ., «Κύμα φυγής επιστημόνων στο εξωτερικό», άρθρο στην Ελευθεροτυπία 21/05/2013, http://www.enet.gr/?i=news.el.8emata&id=365224, κλπ.
[51] Αναφέρονται για παράδειγμα, οι «απώλειες σε ανθρώπινο κεφάλαιο και, άρα, η στέρηση μιας από τις βασικές συνιστώσες της μελλοντικής  οικονομικής ανάπτυξης», και οι «απώλειες ενός σημαντικού μέρους του δημοσίου χρήματος που έχουν επενδυθεί κατά τη διάρκεια σχηματισμού του ανθρώπινου κεφαλαίου των μεταναστευόντων, αφού αυτό θα αξιοποιηθεί από μια άλλη χώρα», βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 49.
[52] «Όπως έδειξε η Hunt (2008) χρησιμοποιώντας ένα οικονομετρικό μοντέλο, η αύξηση του αριθμού των μεταναστών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στις ΗΠΑ κατά 1% του συνολικού πληθυσμού αυξάνει τον αριθμό των καινοτομιών (που υπολογίζονται με τον αριθμό των ευρεσιτεχνιών) κατά 8-15 %. Ανάλογα αποτελέσματα προκύπτουν και από τη μελέτη του Nijkamp (2009) για την ΕΕ, βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 36.
[53] Βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 62.
[54] Αναφορικά με τις προσπάθειες που έγιναν για την επιστροφή των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 83 και σελ. 85 υποσημ. 12. Επισημαίνεται ότι οι έρευνες πεδίου απέδειξαν πως τα μέτρα και η πολιτική που υιοθετήθηκαν την δεκαετία του ‘80 έφεραν αποτελέσματα, καθώς είναι αρκετοί οι επαναπατρισθέντες ερευνητές εκείνης της περιόδου.
[55] «Τα ποσοστά επιστροφής στην Κίνα (αλλά και στην Ινδία), όπως επισημαίνουν οι Williams και Balaz (2008: 113-148), τα τελευταία χρόνια αυξάνονται, αφενός λόγω της αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης σε αυτές, της αύξησης των επιχειρηματικών ευκαιριών καθώς και των ευρύτερων συντελούμενων κοινωνικών και πολιτικών μεταβολών και αφετέρου -σε κάποιες περιπτώσεις- λόγω των διακρίσεων που εμποδίζουν την ανέλιξη στις χώρες υποδοχής», βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 82 επ.
[56]Άρθρο 18 παρ. 1 Ν. 1514/1985 «Οι αποδοχές των ερευνητών που υπηρετούν σε εθνικά ερευνητικά κέντρα και ανεξάρτητα ερευνητικά ινστιτούτα και κατέχουν θέση βαθμίδων Α’, Β’, Γ’, Δ’ αποτελούνται από (α) το βασικό μισθό που εξαρτάται από τη βαθμίδα κάθε ερευνητή. Ο βασικός μισθός του ερευνητή Α’ είναι ίσος προς τον κάθε φορά βασικό μισθό της βαθμίδας του καθηγητή των ΑΕΙ. Ο βασικός μισθός των ερευνητών Β’, Γ’ και Δ’ είναι ίσος προς το 85%, 70% και 60% αντίστοιχα του βασικού μισθού του ερευνητή Α’, (β) Το χρονοεπίδομα με βάση το χρόνο προϋπηρεσίας και τις διατάξεις που ισχύουν για τα μέλη του ΔΕΠ των ΑΕΙ ..., (γ) Όλα τα λοιπά επιδόματα (σπουδών, οικογενειακών βαρών, εορτών κλπ) που προβλέπονται και θα χορηγούνται κάθε φορά για το ΔΕΠ των ΑΕΙ και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις».
[57] Άρθρο 18 παρ. 5 Ν. 1514/1985 «Σε Έλληνες επιστήμονες, μόνιμους κατοίκους εξωτερικού, που διορίζονται σε θέσεις ερευνητών, χορηγείται αποζημίωση για έξοδα μετοικεσίας που περιλαμβάνει: (α) έξοδα ταξιδιού, σε ποσό ίσο με το αντίτιμο του αεροπορικού εισιτηρίου απλής μετάβασης σε οικονομική θέση για τον ερευνητή και τα μέλη της οικογένειάς τους (σύζυγο και παιδιά) που κατοικούν μόνιμα μαζί του κατά την ημέρα του διορισμού και επιστρέφουν μαζί του το αργότερο μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα του διορισμού, (β) Έξοδα μεταφοράς οικοσκευής, που αποδεικνύονται με απόδειξη του μεταφορέα και το ποσό των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% των εξόδων ταξιδίου», (γ) Έξοδα εγκατάστασης, σε ποσό ίσο προς δύο βασικού μηνιαίους μισθούς. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά μισό βασικό μηνιαίο μισθό για κάθε μέλος της οικογένειάς του (σύζυγο και παιδιά), που κατοικούν μόνιμα στην αλλοδαπή μαζί του κατά την ημέρα του διορισμού του ...».
[58] Βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 46.
[59] Βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 83.
[60] Ο νόμος 2530/1997 αφιέρωνε 16 κύρια άρθρα στην υπηρεσιακή κατάσταση των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, και 1 κύριο άρθρο σ’αυτήν των ερευνητών (βλ. άρθρο 17).
[61] Για παράδειγμα, κατά τον Ν. 3205/2003, άρθρα 36-38, ο βασικός μισθός του Λέκτορα ορίζεται στα 1.025 Ευρώ, ενώ αυτός του Ερευνητή Δ’ στα 981 Ευρώ.
[62] Βλ. για παράδειγμα, το άρθρο 1 παρ. 5 Ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40/ 15.03.2010) που αναφέρει την περικοπή κατά 7% των τακτικών αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών των εργαζομένων σε ΝΠΙΔ (εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους, αλλά μειώνονται κατά 30% ειδικά τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας). Επίσης, με το άρθρο 3 παρ. 4 Ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/ 06.05.2010) μειώνονται κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010.
[63] Για παράδειγμα, σύμφωνα με την παρ. 23 εδ. γ του άρθρου 55 του Νόμου 4002/2011 (ΦΕΚ 180/ 22.08.2011) μειώνεται κατά 25% το ερευνητικό επίδομα, ενώ σημειώνεται ότι το αντίστοιχο επίδομα των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ και ΤΕΙ μειώνεται κατά 20%.
[64] Ο νόμος  3653/2008 δεν τέθηκε ουσιαστικά σε εφαρμογή, καθώς έχει ανασταλεί η εφαρμογή του με διαδοχικές διατάξεις.
[65] Αναλυτικά, το άρθρο 30 παρ. 2 Ν. 3653/2008 ορίζει ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών, Ανάπτυξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων θεσπίζονται κίνητρα για τον επαναπατρισμό Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς εντός και εκτός Ε.Ε. Με την απόφαση αυτή προσδιορίζονται ειδικότερα οι κατηγορίες Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς και μπορούν να προβλεφθούν εφάπαξ ερευνητικές χορηγίες ένταξης επιστημόνων στον ερευνητικό ιστό της χώρας, ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000), άλλα ειδικά οικονομικά κίνητρα μέτρα διευκόλυνσης της επιστροφής των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, να ρυθμίζεται η αναγνώριση προϋπηρεσίας των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού ... ».
[66] Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, Ακαδημία Διασποράς, Το Βήμα - Γνώμες, Δημοσίευση 31/01/2010, at http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=312777: «Αυτές οι προσπάθειες αξιοποίησης των επιστημόνων της διασποράς είτε δεν γνώρισαν συνέχεια είτε παρέμειναν ατελέσφορες ..», επίσης http://www.fortunegreece.com/article/antistrefontas-brain-drain/ 27/01/2014, Ν. Κανελλόπουλος, Αντιστρέφοντας το brain drain, «... στο σχετικό βασιλικό διάταγμα αναφερόταν ως κύριος στόχος ‘ο επαναπατρισμός διακεκριμένων επιστημόνων του εξωτερικού’. Μισό αιώνα μετά, το στοίχημα παραμένει το ίδιο»
[67] Βλ. http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1801.
[68] Βλ. άρθρο 35 του νέου νόμου για την έρευνα, http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1801.
[69] Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π. σελ. 757.
[70] Άρθρο 100 παρ. 1 Κανονισμού της Βουλής: «O Πρόεδρος της Boυλής και κάθε Boυλευτής ή μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει, στο στάδιο της καταρχήν συζήτησης, να αποφανθεί η Boυλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις πoυ προβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίoυ ή πρότασης νόμoυ».
[71] Άρθρο 42 παρ. 1 Σ «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής».
[72] «Το καθήκον του κράτους να προάγει την έρευνα συχνά μετατρέπεται σε προσπάθεια να την κηδεμονεύσει ως προς τις ερευνητικές προτεραιότητες», βλ. Π. Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997, σ. 186 επ.
[73] Βλ. άρθρα 87 παρ. 2 Σ και 93 παρ. 4 Σ για τα Ανώτατα Δικαστήρια, και άρθρο 100 παρ . 1 περ.ε Σ για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
[74] Θεωρείται ότι ο αντισυνταγματικός νόμος δεν κατάργησε τον προγενέστερο νόμο, εάν αυτός είναι συνταγματικός, βλ. Ράικος Αθ. Συνταγματικό Δίκαιο 1991, σελ. 173-174. Σχετικά με το ποιος νόμος θα εφαρμοστεί τελικά, στην περίπτωση που μια διάταξη κριθεί αντισυνταγματική, βλ. Β. Σκουρή, Ε. Βενιζέλου, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, 1985, σελ. 111 επ. και 114 επ.
[75] Τα δημοσιευμένα άρθρα στο ημερήσιο Τύπο δείχνουν ότι δεν έχει υιοθετηθεί κάποιο μέτρο που να παροτρύνει τους ερευνητές να επιστρέψουν στην Ελλάδα, βλ. π.χ. ένα (ήδη παλαιό) άρθρο του 2005 http://www.kathimerini.gr/697200/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/epanapatrismos-egkefalwn όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «Δεν γνώρισα κανέναν από τους επαναπατρισθέντες επιστήμονες που να μην το έχει μετανιώσει και να μη θεωρεί την επάνοδό του επιστημονική και επαγγελματική καταστροφή».
[76] Απόφαση ΣτΕ 152/79, ΤοΣ 1979, σελ. 305 και Μαντζιούφας Π., Ακαδημαϊκή Ελευθερία, όπ.π. σελ. 152.
[77] Βλ. Μαντζιούφας Π., Ακαδημαϊκή Ελευθερία, όπ.π. σελ. 152.
[78] Εν όψει και της νομοθετικής επιταγής, π.χ. του άρθρου 1 Ν. 1514/1985: «Η επιστημονική έρευνα και η ανάπτυξη της τεχνολογίας αποτελούν τομείς ζωτικού ενδιαφέροντος και απαιτούν την ιδιαίτερη και με υψηλού βαθμού προτεραιότητα μέριμνα του Κράτους», που αναφέρεται από τον ανώτατο δικαστή στην υπ’αρ. 3404/2011 απόφαση ΣτΕ.
[79] Βλ. και την υπ’αρ. 987/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, που έχει ίδιο αντικείμενο και καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα.
[80] Βλ. υπ’αρ. 988/2014 απόφαση Ολ. ΣτΕ, http://www.dsanet.gr/1024x768Auth.htm.
[81] Άρθρο 21 Σ «1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Πολύτεκνες οικογένειες ...  έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος ... 5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους...».
[82] Στην υπό κρίση περίπτωση, δίνεται έμφαση στην ισότητα κατά την διαδικασία εισαγωγής στα ΑΕΙ (η οποία σαφώς και πρέπει να τηρείται), εις βάρος όμως της αντιμετώπισης της ανισότητας που υπάρχει κατά την διάρκεια της ανατροφής μελών των πολύτεκνων οικογενειών. Στο σημείο αυτό, παρουσιάζει βέβαια ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αντίθετη άποψη της μειοψηφίας, κατά την οποία η ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των μελών των πολύτεκνων οικογενειών είναι καθόλα σύμφωνη με το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, κατά την υπ’αρ. 988/2014 απόφαση Ολ. ΣτΕ, μια τέτοια διάκριση (υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών, στην συγκεκριμένη περίπτωση) είναι «συνταγματικά θεμιτή, ενόψει των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 21 παρ.2 και 5 Σ που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, επιτρέπουν δε την θέσπιση ευεργετικών διατάξεων ...».
[83] Άρθρο 16 παρ. 1 Σ «... η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
[84] «Οι προστατευτικές της παιδείας διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος ανάγουν την παιδεία σε αποστολή του κράτους και κατοχυρώνουν, μεταξύ άλλων, αφ’ενός μεν την θεσμική εγγύηση της παροχής ανώτατης εκπαίδευσης από πλήρωση αυτοδιοικούμενα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ... αφ’ετέρου δε το δικαίωμα στην παιδεία ...», βλ. υπ’αρ. 988/2014 απόφαση Ολ. ΣτΕ.
[85] «Επειδή, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια ...», βλ. υπ’αρ. 988/2014 απόφαση Ολ. ΣτΕ.
[86] Βλ. υπ’αρ. 3404/2011 απόφαση ΣτΕ: «Επειδή, με τις διατάξεις των ν. 1514/1985 θεσπίζονται ρυθμίσεις σχετικά με τη λειτουργία των εθνικών ερευνητικών κέντρων και των ερευνητικών ινστιτούτων στο πλαίσιο του ιδιαίτερου κρατικού ενδιαφέροντος για την προαγωγή της έρευνας και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, εν όψει και της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 16 παρ. 1 Σ. Εκδήλωση δε της ως άνω ιδιαίτερης κρατικής μέριμνας αποτελεί και η ρύθμιση σχετικά με τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα καθώς και τα κωλύματα για τον διορισμό στην θέση του διευθυντή ερευνητικού κέντρου ή ερευνητικού ινστιτούτου. Για την θέσπιση των ανωτέρω προσόντων και κωλυμάτων διορισμού, ο νομοθέτης διαθέτει καταρχήν, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις εξυπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος και τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσεως. Περαιτέρω, δεδομένου ότι πρόκειται περί διορισμού σε δημόσια θέση, οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει να είναι σύμφωνες με τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, οι οποίες απορρέουν από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Σ. Πρέπει, συνεπώς, να μην εισάγονται αδικαιολόγητες διακρίσεις μεταξύ των υποψηφίων, όπως λ.χ. λόγω ηλικίας, εφ’ όσον οι διακρίσεις αυτές δεν υπαγορεύονται από αντικειμενικούς λόγους συνδεόμενους είτε με την ικανότητα άρτιας εκτελέσεως των καθηκόντων που συνεπάγεται ο διορισμός στην επίμαχη θέση, λαμβανομένης υπ’όψιν της φύσεως και των ιδιαιτεροτήτων των καθηκόντων αυτών είτε με την εξυπηρέτηση θεμιτών στόχων κοινωνικής πολιτικής ... Σε κάθε δε περίπτωση οι σκοποί που επιδιώκονται από το νομοθέτη με την θέσπιση των σχετικών περιορισμών πρέπει να προκύπτουν ή να συνάγονται είτε από την ίδια την ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας είτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του νόμου ή από στοιχεία, στα οποία οι εργασίες αυτές αναφέρονται (πρβλ. ΣτΕ 2206/2010 Ολομ.)».
[87] Βλ. Λ. Λαμπριανίδη, Επενδύοντας στη φυγή, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 83.