Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΞΕΝΩΝ ΔΙΚΑΙΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
του Δημήτρη Καλτσώνη
επ. καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
εισήγηση στο Σεμινάριο «Κράτος και δίκαιο στον 21ο αιώνα», Μάρτιος 2012
υπό δημοσίευση στο περ. Το Σύνταγμα
Στην κοινωνιολογία του δικαίου γίνεται λόγος για την πρόσληψη ή αποδοχή κατ’ άλλους (reception) ξένου δικαίου[1]. Με τον όρο αυτό νοείται η εισαγωγή και χρησιμοποίηση των νομοθετικών προτύπων των πιο προηγμένων, κατά κανόνα τουλάχιστον, κρατών από χώρες λιγότερο αναπτυγμένες οι οποίες επιχειρούν να εκσυγχρονιστούν. Διακρίνονται τέσσερις ειδικότερες περιπτώσεις: η αναβίωση παλαιού δικαίου, η εισαγωγή (ή, ορθότερα, αποδοχή) ξένου δικαίου, η επιβολή ξένου δικαίου και η μεταφύτευση ξένου δικαίου[2].
Από τις τέσσερις αυτές υποπεριπτώσεις οι δυο δεν είναι καθεαυτή πρόσληψη ξένου δικαίου. Η αναβίωση παλαιού δικαίου είναι μάλλον μια ιδιαίτερη περίπτωση. Τέτοιο είναι το παράδειγμα της αναβίωσης του ρωμαϊκού δικαίου και της αξιοποίησής του για τη συγκρότηση των σύγχρονων νομικών κανόνων. Εδώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με πρόσληψη ξένου δικαίου. Το ρωμαϊκό δίκαιο αποτέλεσε μια καλή βάση για την επεξεργασία και διαμόρφωση των σύγχρονων νομικών ρυθμίσεων γιατί ήταν δίκαιο μιας αρκετά εμπορευματοποιημένης οικονομίας και, έτσι, ήταν κατάλληλο για τους σύγχρονους σκοπούς. Η μεταφύτευση δικαίου, όπως είναι το παράδειγμα του common law από τη Βρετανία στις ΗΠΑ, είναι επίσης μια ιστορική ιδιαιτερότητα και όχι κατά κυριολεξία πρόσληψη ξένου δικαίου.
Η κλασική προσέγγιση της πρόσληψης ξένου δικαίου παρουσιάζει το μειονέκτημα ότι είναι, σε ένα βαθμό, εξωιστορική. Αναφέρεται στο φαινόμενο χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς τις ιστορικές και κοινωνικο-οικονομικές συντεταγμένες του. Μόλις αυτές οριστούν, τα πράγματα γίνονται καθαρότερα.
Στην πραγματικότητα το φαινόμενο της πρόσληψης ξένου δικαίου εμφανίζεται ως παράπλευρη ανάγκη της εξάπλωσης και εδραίωσης των καπιταλιστικών σχέσεων. Παρατηρείται ωστόσο και σε προγενέστερους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς. Στον καπιταλιστικό λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις εξαιτίας του σημαντικού ρόλου του νομικού εποικοδομήματος στο συγκεκριμένο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα αλλά και της διεθνοποίησης που επιφέρει η αλματώδης ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Αποδοχή ή επιβολή δικαιικού προτύπου;
Οι δυο βασικές μορφές πρόσληψης ξένου δικαίου στις σύγχρονες κοινωνίες είναι η αποδοχή και η επιβολή. Στην κρατούσα άποψη, πάντως, φαίνεται πως βαθμιαία κυριαρχεί η έννοια της αποδοχής ξένου δικαίου ενώ, παράλληλα, έχει ατονήσει ή εκλείψει αυτή της επιβολής[3].
Η έννοια της αποδοχής έχει το νόημα ότι η κοινωνία εθελοντικά εισάγει ένα αλλοδαπό νομοθετικό πρότυπο. Τέτοιο είναι το παράδειγμα της Τουρκίας επί Κεμάλ Ατατούρκ. Εισήγαγε τον Ελβετικό αστικό κώδικα προκειμένου να απαλλαγεί σε σημαντικό βαθμό από τα φεουδαρχικά κατάλοιπα στην οικονομία και στις κοινωνικές σχέσεις, γεγονός που επιδρούσε αρνητικά συνολικότερα στην οικονομική ανάπτυξη και εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων[4].
Ανάλογο παράδειγμα μπορεί να αντληθεί και από την ελληνική πραγματικότητα. Μετά την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821, οι αναζητήσεις για νομοθετικές επιλογές που θα διευκόλυναν την ανάπτυξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων οδήγησαν στην προσπάθεια υιοθέτησης ως προτύπων των γαλλικών κωδίκων[5]. Το άρθρο 99 του Συντάγματος της Τροιζήνας (1827) όριζε ότι «Η Βουλή χρεωστεί να φροντίση δια να συνταχθώσι Κώδηκες, Πολιτικός, Εγκληματικός και Στρατιωτικός, έχοντες ιδιαιτέρως βάσιν την Γαλλικήν Νομοθεσίαν». Δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό εμποροεφοπλιστικό κεφάλαιο σταθερά χρησιμοποιούσε ως νομική βάση των συναλλαγών του το γαλλικό εμπορικό κώδικα. Τούτο συνέβαινε μάλιστα πολύ πριν το νεοελληνικό κράτος υιοθετήσει ανάλογα νομοθετικά πρότυπα.
Αντίστοιχα λίγο πολύ παραδείγματα μπορεί να βρει κανείς στην αποδοχή των ευρωπαϊκών κωδίκων από την Ιαπωνία μετά το 1866, του γαλλικού αστικού κώδικα από τα κράτη της Λατινικής Αμερικής κατά το 19ο αιώνα, του αυστριακού δικαίου από τη Σερβία το 1844, του γαλλικού και ιταλικού δικαίου στην Αλβανία μετά το 1918 κλπ[6].
Η αποδοχή ξένων δικαιικών προτύπων δοκιμάζεται πάντοτε στην πράξη. Τα προαναφερθέντα εγχειρήματα υπήρξαν αποτελεσματικά μόνο εν μέρει. Η καθυστέρηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δεν μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την υιοθέτηση νομοθετικών προτύπων των προηγμένων χωρών. Τα φεουδαρχικά κατάλοιπα συνέχισαν να ταλανίζουν τις κοινωνίες. Εξάλλου, αυτά συνδέονταν με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που εμπόδισαν την απρόσκοπτη εφαρμογή των νεωτεριστικών νομοθετικών επιλογών, τις ακύρωναν στην πράξη ή τις διαστρέβλωναν κατά την εφαρμογή τους[7].
Ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα που προκύπτει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι αν πρόκειται για αποδοχή ξένων δικαιικών προτύπων, δηλαδή αν η πλευρά της εθελούσιας εισαγωγής είναι κυρίαρχη ή αν, αντίθετα, αυτό που υπερέχει είναι το στοιχείο της επιβολής εκ μέρους των πλέον αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Στα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν, η εισδοχή ξένων δικαιικών προτύπων στη συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού αποτελούσε προοδευτικό στοιχείο. Διευκόλυνε τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, τον αστικό εκσυγχρονισμό. Η επιλογή αυτή στηρίχθηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη αλλά και από άλλα, ευρύτερα, στρώματα του πληθυσμού που ενδιαφέρονταν για την απαλλαγή από τη φεουδαρχική καθυστέρηση. Άρα, είναι ορθότερο να γίνεται λόγος για εθελοντική αποδοχή του ξένου δικαίου.
Αντίθετα, η επιβολή ξένου δικαίου παρατηρείται στις αποικίες και στις χώρες εν γένει εκείνες που δεν απολαμβάνουν τυπικής τουλάχιστον ανεξαρτησίας[8]. Στις πρώην αποικίες, στην Αφρική και στην Ασία, βρίσκει κανείς δεκάδες παραδείγματα. Εκεί, οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εισήγαγαν συνήθως στοιχεία του δικαίου των αναπτυγμένων χωρών. Η εισαγωγή δεν γινόταν με τρόπο ή με σκοπό να επικρατήσει ολοκληρωτικά το δίκαιο της αποικιοκρατικής δύναμης και μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούσε την εύρυθμη λειτουργία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των αποικιών. Διατηρούνταν σε παράλληλη ισχύ οι εγχώριες νομοθετικές επιλογές οι οποίες συνήθως αντανακλούσαν τις καθυστερημένες, φεουδαρχικές ως επί το πλείστον σχέσεις που επικρατούσαν στην αποικία μέχρι την κατάκτησή της. Κατά κανόνα υιοθετούνταν το δίκαιο της μητρόπολης για τη ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων, ενώ διατηρούνταν το αυτόχθονο δίκαιο για το καθεστώς των προσώπων, προκειμένου να διατηρηθούν τα κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων[9].
Η ανισόμετρη ανάπτυξη και η πρόσληψη ξένου δικαίου
Τελικά, προκειμένου να εξηγηθεί ουσιαστικά το φαινόμενο της πρόσληψης και, ειδικά, της επιβολής ξένου δικαίου, πρέπει να καταφύγει κανείς στην οικονομική βάση. Oι λιγότερο προηγμένες οικονομίες υιοθετούν, κατά κανόνα, τα νομοθετικά πρότυπα των αναπτυγμένων κρατών προκειμένου να υποβοηθήσουν την οικονομική τους ανάπτυξη. Στο σημείο αυτό απαιτείται ίσως μια διευκρίνιση: κάποιες φορές η εξαγωγή αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι τα προηγμένα κράτη αντιμετωπίζουν πρώτα, σε σχέση με τα λιγότερο αναπτυγμένα, την ανάγκη ρύθμισης κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων που εξαιτίας της ανάπτυξής τους πρωτοεμφανίζονται σε αυτά. Στη συνέχεια, οι σχετικές νομικές λύσεις μεταφέρονται στη δεύτερη κατηγορία κρατών όταν εκεί εμφανίζονται προς ρύθμιση οι αντίστοιχες σχέσεις. Τούτο συνέβη για παράδειγμα με τη νομική ρύθμιση διάφορων νέων μορφών συναλλαγών και των αντίστοιχων μορφών συμβάσεων. Αυτή είναι όμως μόνο η μια πλευρά. Το φαινόμενο που εξετάζεται εδώ συνίσταται στην επιβολή νομοθετικών προτύπων που δεν αφορούν απλά τη ρύθμιση επιμέρους νέων μορφών συναλλαγών αλλά κομβικής σημασίας επιλογές για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ανάπτυξη μιας κοινωνίας.
Η ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη των χωρών, ιδιαίτερα στο κρατικομονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, αντανακλάται και στο φαινόμενο της αποδοχής – επιβολής δικαιικών προτύπων. Πρέπει να γίνει μια διάκριση σε τρεις μεγάλες ομάδες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ποικίλες άλλες αποχρώσεις και ενδιάμεσες μορφές. Πρώτη ομάδα είναι εκείνη των αναπτυγμένων χωρών που είναι «εξαγωγείς» δικαιικών προτύπων.
Τούτο δεν σημαίνει ότι όλες οι νομοθετικές λύσεις, που προωθούνται από τις αναπτυγμένες χώρες προς τις άλλες, ακολουθούνται και στο εσωτερικό τους. Για παράδειγμα, τα κοινωνικά δικαιώματα που παραχωρήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη την περίοδο της μεταπολεμικής οικονομικής ανάκαμψης δεν εξήχθησαν στον τρίτο κόσμο. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει εξάλλου γιατί οι παραχωρήσεις αυτές αποτελούσαν ένα μέρος των υπερκερδών που αντλούσε το δυτικοευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο από τις υπανάπτυκτες χώρες.
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν χώρες με εξαιρετικά αδύναμη οικονομία οι οποίες ουσιαστικά υφίστανται την εκμετάλλευση και τον έλεγχο εκ μέρους των ισχυρών, ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με νεοαποικιοκρατικές ή περίπου νεοαποικιοκρατικές μεθόδους. Στην ομάδα αυτών των χωρών ανήκουν και εκείνες στις οποίες επιβάλλεται στρατιωτική κατοχή με τη μια ή άλλη μορφή, με το ένα ή άλλο πρόσχημα. Στην ομάδα αυτών των χωρών είναι ευδιάκριτα τα σημάδια της επιβολής ξένου δικαίου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, τρίτη ομάδα χωρών, με ενδιάμεσο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, όπου η πρόσληψη ξένου δικαίου γίνεται ιδίως με τη μορφή της αποδοχής. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η αποδοχή προϋποθέτει τη συνεργασία της κυρίαρχης τάξης ή τουλάχιστον τμήματος της κυρίαρχης τάξης των χωρών που γίνονται δέκτες αυτών των προτύπων.
Η προσωρινή, επίπλαστη κυριαρχία της αποδοχής ξένου δικαίου
Στις σημερινές συνθήκες το φαινόμενο της πρόσληψης ξένου δικαίου λαμβάνει διαφορετικές διαστάσεις. Η μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων, όπως διαμορφώθηκε μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και τις επαναστάσεις που επικράτησαν μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, ανεξάρτητα από τη μετέπειτα κατάληξή τους, επέδρασαν καθοριστικά στη μορφή των διεθνών σχέσεων, έδωσαν ώθηση στην κυριαρχία της τυπικής ισοτιμίας των κρατών, χωρίς βέβαια να καταργήσουν τις σχέσεις ανισοτιμίας και εκμετάλλευσης. Αυτές οι εξελίξεις είχαν την αντανάκλασή τους και στο φαινόμενο της πρόσληψης ξένου δικαίου. Οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα γκρέμισαν τις αποικιοκρατικές μορφές κυριαρχίας. Μαζί με αυτές, θα έλεγε κανείς, ότι εξαλείφθηκε η επιβολή ξένου δικαίου. Έτσι, έχουμε μια προσωρινή, επίπλαστη κυριαρχία της αποδοχής έναντι της επιβολής.
Αυτή η πρώτη εντύπωση ανατρέπεται αν μελετηθεί σε περισσότερο βάθος το ζήτημα. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα των αφρικανικών κρατών που δημιουργήθηκαν ως συνέπεια των επαναστατικών και άλλων αλλαγών που οδήγησαν στο τέλος της αποικιοκρατίας. Η επιλογή εισαγωγής νομοθετικών προτύπων των πρώην επικυρίαρχων ενείχε συχνά το στοιχείο της συνέχισης των σχέσεων επικυριαρχίας ανάμεσα στη μητρόπολη και στην πρώην αποικία και, τελικά, συνέβαλε και αυτή στη δημιουργία της νεοαποικιοκρατίας[10].
Στο πεδίο της εφαρμογής και ενσωμάτωσης των ξένων δικαιικών προτύπων, και στα αφρικανικά κράτη η επιβίωση ισχυρών κατάλοιπων προηγούμενων κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών αλλά, ιδίως, η καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η επί αιώνες καταλήστευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του εργατικού δυναμικού των χωρών αυτών από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, οι άνισες ανταλλαγές κλπ οδήγησαν πολλές φορές στην αδυναμία εφαρμογής τέτοιων νομοθετικών επιλογών ή στη στρεβλή εφαρμογή τους[11].
Σε όλη αυτή την περίοδο η αποδοχή ξένων δικαιικών προτύπων άλλαξε χαρακτήρα. Έπαψε βαθμιαία να έχει τον ιστορικά προοδευτικό ρόλο που είχε όταν σημειωνόταν η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Έπαψε να εκφράζει τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Δεν αποτελούσε πια στοιχείο υπέρβασης της φεουδαρχίας αλλά παράγοντα διατήρησης και ενίσχυσης της αστικής τάξης και, ιδίως, εκείνης των ισχυρών αστικών κρατών. Η αξιοποίηση ξένων δικαιικών προτύπων είχε πλέον περισσότερο την έννοια της επιβολής σε βάρος των συμφερόντων των ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας.
Σύγχρονες μορφές επιβολής ξένου δικαίου
Το 1989-1990 ολοκληρώθηκε η πορεία γραφειοκρατικού εκφυλισμού των σοσιαλιστικών κρατών οδηγώντας στην ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος και στη δραστική μεταβολή του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων. Η επιβολή ξένων δικαιϊκών προτύπων, που δεν είχε εκλείψει το προηγούμενο διάστημα αλλά έπαιρνε συγκαλυμμένες μορφές, γνώρισε νέα άνθηση. Η ιστορική περίοδος που εγκαινιάστηκε με την ανατροπή των σοσιαλιστικών κρατών επανέφερε στην επικαιρότητα με μεγαλύτερη έμφαση την επιβολή ξένου δικαίου[12].
Τέσσερεις είναι οι βασικές μορφές επιβολής δικαίου στη σύγχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος. Η πρώτη αποτελεί κατά κυριολεξία επιβολή. Οι υπόλοιπες τρεις συνιστούν μάλλον μορφές κρυπτο-επιβολής δικαίου.
1. Η πρώτη πραγματώνεται μέσω της άσκησης στρατιωτικής πίεσης και της στρατιωτικής κατοχής, προσωρινής ή μόνιμης. Αυτό συνέβη με την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία το 1999 που διεξήχθη με το πρόσχημα της προστασίας και επιβολής των αρχών του κράτους δικαίου και κατέληξε στη δημιουργία ενός κατ’ ουσία προτεκτοράτου στο Κόσοβο[13]. Στις χώρες αυτές η επιβολή νομοθετικών προτύπων και επιλογών είναι απροκάλυπτη, όπως στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Έτσι, η νομοθεσία του Ιράκ για την εκμετάλλευση του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας συντάχθηκε από τις πολιτικές υπηρεσίες της κατέχουσας δύναμης, των ΗΠΑ δηλαδή, στην αγγλική γλώσσα και στη συνέχεια μεταφράστηκε στην αραβική για να προωθηθεί για ψήφιση στο Ιρακινό «κοινοβούλιο»[14].
Η μορφή αυτή επιβολής έχει διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά από την επιβολή δικαιικών προτύπων που λάμβανε χώρα στις αποικίες. Στις σύγχρονες συνθήκες δεν υφίσταται λόγος να επιβληθούν ο αστικός ή ο εμπορικός κώδικας κάποιου αναπτυγμένου αστικού κράτους. Στις υπό στρατιωτική κατοχή χώρες οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έχουν ήδη αναπτυχθεί αρκετά παρά την επιβίωση ισχυρών φεουδαρχικών καταλοίπων. Αυτό που επιβάλλεται στην περίπτωση αυτή είναι ιδίως η νομοθετική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της κατάργησης σημαντικών θεσμών του εργατικού δικαίου, γενικότερα η απελευθέρωση της αγοράς έτσι ώστε τα πολυεθνικά μονοπώλια να αποκτήσουν νέα πεδία κερδοφορίας.
2. Η δεύτερη μορφή επιβολής του δικαίου είναι η έμμεση επιβολή μέσω της άσκησης οικονομικής πίεσης από τους διεθνείς πιστωτικούς οργανισμούς και τους λεγόμενους θεσμικούς επενδυτές. Αυτό ακριβώς συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 όταν τα αναπτυσσόμενα κράτη της Ανατολικής Ασίας αναγκάστηκαν να ιδιωτικοποιήσουν τον ισχυρό έως τότε κρατικό τομέα της οικονομίας τους[15]. Κάτι τέτοιο συμβαίνει γενικότερα με την επιβολή νομοθετικών προτύπων από τα αναπτυγμένα κράτη σε αυτά του τρίτου κόσμου, και όχι μόνο, στους τομείς της προστασίας των επενδύσεων, της εργατικής νομοθεσίας, του ποινικού δικαίου[16]. Είναι προφανές ότι η εν πολλοίς κατάργηση του εργατικού δικαίου, η κατάργηση των όποιων κοινωνικών δικαιωμάτων, η ασύδοτη δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων επιβλήθηκαν από τις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΕ κλπ) σε βάρος των λαών των αναπτυσσόμενων χωρών με τη βοήθεια συχνά τέτοιων οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή η Παγκόσμια Τράπεζα[17]. Μάλιστα, η υιοθέτηση τέτοιων προτύπων προκύπτει άμεσα όχι μόνο από οικονομικές, πολιτικές πιέσεις αλλά και από διεθνείς συμβάσεις, όπως η Σύμβαση Λομέ-Κοτονού που έχει υπογράψει η ΕΕ με μια σειρά κράτη του τρίτου κόσμου.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα ισχυρά κράτη δεν ακολουθούν πάντοτε απαρέγκλιτα τα δικαιικά και οικονομικά πρότυπα που επιβάλλουν στους ασθενέστερους. Ενίοτε λαμβάνουν νομοθετικά ή άλλα μέτρα προστασίας της οικονομίας τους ή των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεών τους. Είναι γνωστές οι προστατευτικές πολιτικές που ακολουθούνται από τα ισχυρά κράτη κατά παράβαση των κανόνων απελευθέρωσης που τα ίδια επιβάλλουν[18].
3. Η τρίτη σύγχρονη μορφή επιβολής ξένου δικαίου είναι η αναπτυξιακή βοήθεια που παρέχουν τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη προς άλλα ασθενέστερα. Το παράδειγμα της “βοήθειας” της Ιαπωνίας προς τα λεγόμενα αναδυόμενα κράτη της Ασίας (Καμπότζη, Βιετνάμ, Μογγολία, Ουζμπεκιστάν) είναι ενδεικτικό αλλά όχι μοναδικό. Η Ιαπωνία αναπτύσσει προγράμματα νομικής αρωγής, βάσει των οποίων παρέχεται τεχνογνωσία για την αποδοχή δικαιικών προτύπων που θα βοηθήσουν τις χώρες υποδοχής στην οικονομική τους ανάπτυξη και στον εκδημοκρατισμό[19]. Πρέπει βέβαια να υπογραμμιστεί ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ένας ουδέτερος ή μονοσήμαντος όρος. Δεν υφίσταται οικονομική ανάπτυξη έξω και πάνω από συγκεκριμένα κοινωνικά, ταξικά συμφέροντα. Η οικονομική ανάπτυξη, η οποία εν προκειμένω προωθείται, συμβάλλει στην κερδοφορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου της Ιαπωνίας μαζί βέβαια με τα οικονομικά συμφέροντα επιχειρηματικών και πολιτικών κύκλων των αναδυόμενων χωρών. Προωθεί επίσης, δίχως άλλο, τις γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ιαπωνίας οι οποίες έχουν αναβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, προωθούν και το αντίστοιχο μοντέλο δημοκρατίας.
Ανάλογη υπήρξε η περίπτωση της νομικής αρωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ προς τα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Τα σχετικά προγράμματα προώθησαν την αποδοχή δικαιικών προτύπων, τόσο στο χώρο του συνταγματικού δικαίου όσο και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων των χωρών αυτών, στην εμπέδωση της οικονομίας της αγοράς και στην υιοθέτηση συγκεκριμένου περιεχομένου πολιτειακών προτύπων.
4. Στις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων η επιβολή ξένων δικαιικών προτύπων λαμβάνει περισσότερο έμμεση μορφή. Το φαινόμενο της εναρμόνισης των δικαιικών τάξεων συγκαλύπτει συχνά την επιβολή ξένου δικαίου. Η εναρμόνιση της νομοθεσίας των πιο αδύναμων κρατών στις κατευθύνσεις της ΕΕ έχει τέτοια χαρακτηριστικά επιβολής[20]. Η εντύπωση της αποδοχής του ξένου δικαίου υφίσταται γιατί η εναρμόνιση των δικαίων στηρίζεται στην εθελούσια προσχώρηση σε αυτά της κυρίαρχης τάξης η οποία για λόγους οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ακόμη και παρά τις επιμέρους αντιθέσεις, συμμερίζεται και συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία αυτή. Έτσι, με δεδομένη τη νομιμοποίηση την οποία απολαμβάνει σε ομαλές συνθήκες η κυρίαρχη τάξη, η επιβολή ξένων δικαιικών προτύπων φαίνεται να είναι προϊόν της βούλησης του εκλογικού σώματος ή, έστω, να γίνεται ανεκτή από αυτό. Υπάρχουν ωστόσο, οριακές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα αυτή της Ιρλανδίας. Ο λαός της χώρας κλήθηκε επανειλημμένα σε δημοψήφισμα και ασκήθηκαν ποικιλόμορφες πιέσεις προκειμένου να μεταβάλλει την αρχική του αρνητική στάση και να αποδεχθεί τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ελληνική περίπτωση
Στην πρόσφατη ιστορία της χώρας μας η επιβολή ξένου δικαίου πραγματοποιείται με τη μορφή της εναρμόνισης. Έχει λάβει και συνταγματική κατοχύρωση. Ήδη το σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης του 1963 προέβλεπε διατάξεις για την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΟΚ ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος του 1975 αποτέλεσε τη βάση των σχετικών εξελίξεων. Η εναρμόνιση ωστόσο δεν έπαυε να υποκρύπτει ένα υποδεέστερο, συμπληρωματικό ρόλο της χώρας μας στον ευρωπαϊκό, καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Αντίθετα, ενέτεινε την ανισομετρία στην ανάπτυξη εντός της ΕΕ[21].
Η υιοθέτηση του άρθρου 28 του Συντάγματος είχε προκαλέσει σφοδρές κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις. Σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιτάχθηκε σε αυτό. Ήταν τέτοια η εμμονή των κυρίαρχων οικονομικά και πολιτικά δυνάμεων στην επιλογή αυτή που δεν αποδέχτηκαν καμιά από τις προτάσεις της τότε αντιπολίτευσης που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση αναθεώρησης του Συντάγματος[22]. Δεν έγινε δεκτή ούτε τροπολογία που πρότεινε αυξημένη πλειοψηφία 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών προκειμένου να αποφασίσει η Βουλή περιορισμούς στην εθνική κυριαρχία[23].
Στη συνέχεια, όπως είναι γνωστό, σε συνθήκες δικομματικής συναίνεσης, κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο άρθρο αυτό η ερμηνευτική δήλωση που διευκρινίζει ότι «το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και, παράλληλα, με το άρθρο 80 κατοχυρώθηκε η συμμετοχή στην ΟΝΕ. Σαν συνέπεια, η μεγάλη πλειοψηφία των νόμων που ψηφίζονται από τη Βουλή και των προεδρικών διαταγμάτων αποτελούν μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα ειλημμένων αποφάσεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης[24].
Χαρακτηριστική της επιβολής δικαιικού προτύπου υπήρξε η τύχη του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος του 1975/1986/2001. Η διάταξη αυτή επιχειρούσε να θέσει κάποιους ελάχιστους και όχι ιδιαίτερα αποτελεσματικούς περιορισμούς στη δυνατότητα των ισχυρών ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης να αναλαμβάνουν έργα του δημοσίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάργησε ουσιαστικά με την παρέμβασή της το σχετικό άρθρο του Συντάγματος.
Με την οικονομική κρίση η πλευρά αυτή της επιβολής του δικαίου έγινε από τη μια πλευρά περισσότερο εμφανής και, από την άλλη, πιο έντονη. Η επιβολή δημοσιονομικής εποπτείας βάσει των άρθρων 126 παρ. 9 και 136 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όσα ακολούθησαν και διαδραματίζονται στις μέρες μας σημαίνουν την επιβολή ολοένα και στενότερου οικονομικού ελέγχου και επιτήρησης στη χώρα μας. Όλες οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις γύρω από την οικονομική πολιτική, και όχι μόνο, υπαγορεύθηκαν και υπαγορεύονται από τα επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπαγορεύσεις ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμη και σε συνταγματική αναθεώρηση προκειμένου να ικανοποιούνται προνομιακά οι δανειστές[25].
Τα Μνημόνια, οι εφαρμοστικοί των Μνημονίων νόμοι, οι δανειακές συμβάσεις που υπέγραψε η κυβέρνηση και που παραχωρούν κυριαρχικά δικαιώματα, πέρα και από τις όποιες προβλέψεις του άρθρου 28 του Συντάγματος, το σύνολο των νομοθετικών αντιλαϊκών επιλογών που εκπορεύονται από αυτά, το λεγόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας, οι τροποποιήσεις του κρατικού προϋπολογισμού με βάση τις απαιτήσεις των δανειστών, οι νόμοι με τους οποίους περικόπηκαν δραστικά οι αποδοχές των εργαζομένων δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, η κατ’ ουσία κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και η λοιπή σχετική νομοθεσία καθώς επίσης οι μηχανισμοί καθημερινής επιτήρησης και παρακολούθησης της νομοθετικής πολιτικής όσο και της εφαρμογής των νόμων από τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αποτελούν τις καθημερινές απτές πλευρές αυτής της επιβολής δικαιικού προτύπου[26].
Οι νομοθετικές αυτές επιλογές επέβαλλαν στον ελληνικό λαό ένα συγκεκριμένο, νεοφιλελεύθερο μοντέλο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης ήδη με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1985 και στη συνέχεια με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις τροποποιήσεις της[27].
Οι ποικίλες παρεμβάσεις επιδρούν όχι μόνο στην υιοθέτηση συγκεκριμένων νομοθετικών επιλογών και προτύπων αλλά και στον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής ή μη εφαρμογής του ισχύοντος δικαίου. Οι συστηματικές παραβιάσεις των συνταγματικών διατάξεων[28], οι οριακές συνταγματικές επιλογές όπως ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου, η ματαίωση του δημοψηφίσματος (άσχετα με τις μεθοδεύσεις των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων), ο καθορισμός της ημερομηνίας των εκλογών από τα ξένα κέντρα, η επιβολή ενός άτυπου και ιδιότυπου, αντισυνταγματικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης αποτελούν συμπληρωματικές πλευρές της επιβολής ξένων δικαιικών προτύπων.
Επιβάλλεται με τον τρόπο αυτό μια βίαιη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε βάρος του λαού και σε όφελος των δανειστών και του μονοπωλιακού κεφαλαίου, εγχώριου και αλλοδαπού. Επιβάλλεται επίσης έναν οικονομικός δρόμος ανάπτυξης που, πέρα από το βαθιά κοινωνικά άδικο χαρακτήρα του, συρρικνώνει τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας και ιδίως τη βιομηχανική και τεχνολογική της βάση, δημιουργεί νέα δεσμά εξάρτησης και καθυπόταξης της Ελλάδας, αυξάνει την απόσταση που τη χωρίζει από τις αναπτυγμένες χώρες[29].
Στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, λοιπόν, τα στοιχεία της επιβολής γίνονται πιο έντονα και πλέον ορατά ακόμη και για χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης όπως η Ελλάδα. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η κυβέρνηση και οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν είχαν συμμετοχή στις αποφάσεις αυτές είτε, πολύ περισσότερο, ότι οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν ερήμην τους ή σε αντίθεση με τις επιδιώξεις τους. Η πραγματικότητα δείχνει ότι η οικονομικά κυρίαρχη τάξη και η πολιτική της ελίτ διαθέτουν κοινή στρατηγική στόχευση με τα επιτελεία της ΕΕ, ακόμη και αν κάποιες πλευρές αυτής της σχέσης μπορεί κάποτε να θίγουν κάποια επιμέρους συμφέροντα του τμημάτων εγχώριου κεφαλαίου υποβαθμίζοντας τη θέση του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Να υπογραμμιστεί ότι οι αναπτυγμένες χώρες δεν ακολουθούν πάντοτε απαρέγκλιτα αυτό το μοντέλο που επιβάλλουν στην Ελλάδα. Η άντληση υπερκερδών από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες παρέχει τη δυνατότητα στα αναπτυγμένα βιομηχανικά κράτη για μεγαλύτερους ελιγμούς. Για παράδειγμα, η κατεδάφιση του εργατικού δικαίου στη Γαλλία ή στη Γερμανία δεν έχει τους ίδιους καταιγιστικούς ρυθμούς που γνωρίζουμε στη χώρα μας. Για την εξασφάλιση της στοιχειώδους κοινωνικής συναίνεσης, οι κυρίαρχες δυνάμεις των ισχυρών κρατών παραχωρούν ένα μικρό μέρος των υπερκερδών στην εργατική τάξη.
Ενώπιον, λοιπόν, του προφανούς, ότι δηλαδή η επιβολή ξένων δικαιικών προτύπων συνιστά πηγή κακοδαιμονίας για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού αλλά και παράγοντα καταρράκωσης της εθνικής κυριαρχίας, απαιτείται, κατά τη γνώμη μου, μια θεμελιώδης στροφή: σε οικονομικό, πολιτικό, νομικό-συνταγματικό επίπεδο. Είναι επιτακτικά αναγκαία για τον ελληνικό λαό η κατάκτηση της πλήρους οικονομικής και πολιτικής του κυριαρχίας[30]. Η φωνή της επιστήμης πρέπει να ακουστεί πιο καθαρά. Όσοι θεραπεύουν τις κοινωνικές επιστήμες δεν μπορεί να αρκούνται στην ερμηνεία του κόσμου. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε[31].
[1] Βλ. J. Carbonnier, Sociologie juridique, Paris, PUF, 1978, σελ. 235 και Θ.Κ. Παπαχρίστου, Κοινωνιολογία του δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1999, σελ. 129-130.
[2] Βλ. Θ. Παπαχρίστου, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία του δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1984, τ. 1, σελ. 166-176.
[3] Βλ. Θ.Κ. Παπαχρίστου, Κοινωνιολογία του δικαίου, οπ.π., σελ. 129-130 συγκριτικά και με A.C.Papachristos, La réception des droits privés étrangers comme phénomene de sociologie juridique, Paris, LGDJ, 1975, σελ. 34 επ.
[4] Βλ. H.K.Elbir, “La réforme d’ un code civil adopté de l’étranger”, Revue internationale de droit comparé, 1956 (1-2), σελ. 53 επ. και A.C.Papachristos, La réception des droits privés étrangers comme phénomene de sociologie juridique, οπ.π., σελ. 22 επ. και Π. Φουντεδάκη, Το Τουρκικό πολίτευμα (το χωλό δημοκρατικό πρότυπο και οι θεσπισμένες παρεκκλίσεις του), Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2002, σελ. 235, 251.
[5] Βλ. Γ. Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Αθήνα, εκδ. Επικαιρότητα, 1991, σελ. 215 επ. και Μ. Σταθόπουλος, «Τα έθιμα, ο Maurer και η νομοθετική πολιτική στον τομέα του αστ. Δικαίου τον 19ο αιώνα», Αρμενόπουλος, τευχ. 5, 1992, σελ. 465 επ. και Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική ιστορία, τ. Ι: 1821-1940, σελ. 35.
[6] Βλ. A.C.Papachristos, La réception des droits privés étrangers comme phénomene de sociologie juridique, οπ.π., σελ. 24 επ., 27 επ. και I. Zajtay, “La réception des droits étrangers et le droit compare”, Revue internationale de droit comparé, vol. 9 No 4, Oct-Dec 1957, σελ. 692.
[7] Βλ. A.C.Papachristos, La réception des droits privés étrangers comme phénomene de sociologie juridique, οπ.π., σελ. 42-42, 72-73.
[8] Βλ. A.T.Kesli, “Reception and application in Turkey”, Ataturk Universitesi Hukuk Fakultesi Dergisi, 75. Yil Armagani, Vol Yil. 2, No2, Jan 1998, σελ. 261-262.
[9] Βλ. H. Bleuchot, “La formation du droit soudanais”, Égypte/Monde arabe, Premiere série no 17/1994, σελ. 133 επ. και J. Goldberg, “Réception du droit francais sous les britanniques en Égypte: un paradoxe”?, Égypte/Monde arabe, Premiere série no 34/1998, σελ. 67 επ.
[10] Βλ. ενδεικτικά A.A. Belal – Y. Popov, La formation du sous-developpement: passé, present, futur, Moscou, ed. du Progres, 1987, σελ. 171 επ.
[11] Βλ. A.C.Papachristos, La réception des droits privés étrangers comme phénomene de sociologie juridique, οπ.π., σελ. 28 επ.
[13] Βλ. Ch.-A. Morand, “Le droit saisi par la mondialisation: définitions, enjeux et transformations” στον τόμο Ch.-A. Morand (dir.), Le droit saisi par la mondialisation, Bruxelles, Bruylant, 2001, σελ. 95 και Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο-κοινωνία-τάξεις, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2005, σελ. 116 επ.
[14] Βλ. N. Klein, Το δόγμα του σοκ, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, σελ. 462 επ.
[15] Βλ. N. Klein, Το δόγμα του σοκ, οπ.π., σελ. 363 επ.
[16] Βλ. F. Ost, “Mondialisation, globalization, universalisation: s’ arracher, encore et toujours, a l’ état de nature” στον τόμο Ch.-A. Morand (dir.), Le droit saisi par la mondialisation, Bruxelles, Bruylant, 2001, σελ. 16-18, 26.
[17] Βλ. M. Delmas-Marty, Les forces imaginantes du droit-Le relatif et l’ universel, Paris, Seuil, σελ. 399.
[18] Βλ. F. Lordon, “La démondialisation et ses ennemis”, Le Monde Diplomatique, Aout 2011, σελ. 1 επ.
[19] Βλ. I. Giraudou, “L' assistance juridique japonaise aux pays dits “émergents” d' Asie”, Transcontinentales, 7/2009, σελ. 47 επ.
[20] Βλ. όμως και M. Kohen, “Internationalisme et mondialisation” στον τόμο Ch.-A. Morand (dir.), Le droit saisi par la mondialisation, Bruxelles, Bruylant, 2001, σελ. 123-124 και S. Poillot-Peruzzetto, “Vers une culture juridique européenne, le pont de l’ Europe” στον τόμο S. Robin-Olivier – D. Fasquelle (dir.), Les échanges entre les droits, l’ expérience communautaire (une lecture des phénomenes de régionalisation et de mondialisation du droit), Bruxelles, Bruylant, 2008, σελ. 173 επ.
[21] Βλ. Γ. Οικονομάκης, «Η κρίση του εξωστρεφούς μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού», Ουτοπία, τευχ. 96, σελ. 79 επ., 85.
[22] Βλ. συνοπτικά για τις σχετικές ενστάσεις και αντιπροτάσεις που κατατέθηκαν κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 1975 Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. ΙΙ: 1941-2001, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 143-145.
[23] Βλ. τις σχετικές τροπολογίες των Γ. Μαύρου (επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και Α. Παπανδρέου στο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Η Συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ' άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (Τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 174 επ., 177.
[24] Βλ. Γ. Ρούσης, εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 21 Μαρτίου 2010.
[25] Βλ. συνέντευξη του Γ. Σταυρόπουλου, εφημ. Η Καθημερινή, 26/2/2012.
[26] Βλ. την έκδοση «Το νέο Μνημόνιο» όπου περιλαμβάνεται εισαγωγή του Ν. Μαριά αλλά και τα πρακτικά της συζήτησης που οργανώθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών με θέμα «Η Δανειακή Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας – κρατών μελών Ευρωζώνης και η Εθνική μας Κυριαρχία», Επίκαιρα, τευχ. 47, 9/9-15/9/2010 και Κ. Χρυσόγονος, «Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο μηχανισμός «στήριξης» της ελληνικής οικονομίας από την οπτική της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής», http://www.constitutionalism.gr/html/ent/809/ent.1809.asp και Γ. Κατρούγκαλος, «Τα καταστροφικά αδιέξοδα του νέου μνημονίου», http://greek-critical-legal.blogspot.com/2012/02/blog-post.html.
[27] Βλ. Κ. Δουζίνας, «Η Ευρώπη που έρχεται», Ουτοπία, τευχ. 96, σελ. 114.
[28] Βλ. συνοπτικά την Κοινή δήλωση των Γ. Κασιμάτη, Α. Δημητρόπουλος, Γ. Κατρούγκαλος, Η. Νικολόπουλος, Κ. Χρυσόγονος, http://greek-critical-legal.blogspot.com/2012/02/blog-post_13.html και Δ. Σαραφιανός, “Η δημοκρατία χωρίς το Σύνταγμα και χωρίς τη δημοκρατία”, Ουτοπία, τευχ. 96, σελ. 21 επ. και Δ. Μπελαντής, «Νομικές και συνταγματικές όψεις των «νέων συμφωνιών»», Ουτοπία, τευχ. 97, σελ. 13 επ.
[29] Βλ. Σ. Μαυρουδέας, «Το ελληνικό κράτος και το ξένο κεφάλαιο στην οικονομική κρίση», http://www.kratoskaidikaio.blogspot.com/2011_03_01_archive.html, Μάρτιος 2011.
[30] Βλ. Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Η Συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ' άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (Τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), οπ.π., σελ. 10 επ. και Κ. Χρυσόγονος, «Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα θέσεις για μια άλλη αναθεώρηση», http://www.constitutionalism.gr/html/ent/056/ent.2056.asp.
[31] Κατά τη γνωστή θέση του Μαρξ στο Φ. Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1981, σελ. 70.