Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ

Ολυμπία Παπαφίλη
πολιτικός επιστήμονας, ΜΔΕ Γενικού Τμήματος Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο

  Εισήγηση στο σεμινάριο Κράτος και δίκαιο στον 21ο αιώνα, Μάρτιος 2012

Εισαγωγή: Το στρατιωτικό παρελθόν της Ιαπωνίας

 Ο μιλιταρισμός, κληρονομιά μιας αυστηρά ιεραρχημένης φεουδαρχικής κοινωνίας[1] και της παράδοσης των samurai, είχε μια ισχυρή επιρροή στην ιαπωνική κοινωνία από την εποχή της Παλινόρθωσης Meiji. Αν και η αποσύνθεση των φεουδαρχικών δομών και η αυξανόμενη δύναμη της τάξης των εμπόρων, κυρίως από τον 18ο αιώνα και μετά, υπήρξε η αρχή του τέλους για την τάξη των πολεμιστών, το στρατιωτικό προσωπικό είχε πάντα μεγάλη ανεξαρτησία και ασκούσε ισχυρή πολιτική επιρροή. Ο παραδοσιακός κώδικας ηθικής και συμπεριφοράς των μαχητών[2], που αναπτύχθηκε  κάτω από τη στρατιωτική διοίκηση και πειθαρχία, και η στρατιωτική κουλτούρα που καλλιέργησαν, επανήλθαν στο προσκήνιο και η πρώτη κυβέρνηση Meiji απειλήθηκε από εσωτερικές επαναστάσεις[3].
  Προς το τέλος του 18ου αιώνα η εξωτερική πίεση άρχισε να γίνεται όλο και μεγαλύτερη για την Ιαπωνία, η οποία εφάρμοζε πολιτική εθνικού αποκλεισμού. Το τέλος του πολέμου Η.Π.Α - Ισπανίας του 1898, σηματοδοτεί την είσοδο των Η.Π.Α στην διεθνή πολιτική, οι οποίες για πρώτη φορά αποφασίζουν να διαδραματίσουν αποικιοκρατικό ρόλο σε περιοχές εκτός των ηπειρωτικών τους συνόρων. Οι ισπανοαμερικανικές διαπραγματεύσεις[4]  οδήγησαν στην παραχώρηση των ισπανικών κτήσεων στον Ειρηνικό και σηματοδότησαν την ανάμειξη των Αμερικανών στις ασιατικές υποθέσεις. Η απομόνωση που εφάρμοζε η κυβέρνηση του Έντο (πρώην Τόκυο) και διήρκησε πάνω από 200 χρόνια, τελείωσε με την άφιξη στην Ιαπωνία του αμερικανού ναυάρχου Matthew Perry, το 1853. Το 1853, και πάλι το 1854, ανάγκασε την κυβέρνηση Τοκουγκάβα (Tokugawa, 1603-1868) να ανοίξει έναν περιορισμένο αριθμό λιμένων για το διεθνές εμπόριο, δίνοντας τέλος στην πολιτική των κλειστών θυρών.  Εντούτοις, το εμπόριο παρέμεινε πολύ περιορισμένο μέχρι την Παλινόρθωση το 1868, οπότε και τερματίζεται η φεουδαρχική εποχή της Ιαπωνίας και η δυναστεία των Τοκουγκάβα καταρρέει.[5]
  Η αρχή της σύγχρονης εποχής της Ιαπωνίας, ανάγεται στο 1868 και στην παλινόρθωση που άφησε εποχή εισάγοντας κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η αυτοκρατορική δύναμη αποκαταστάθηκε και ο αυτοκράτορας Μέιτζι (Meiji) μετακινήθηκε από το Κιότο στο Έντο, που μετονομάστηκε σε Τόκυο και  έγινε η νέα πρωτεύουσα το 1867 αναλαμβάνει εκ νέου τον έλεγχο των κρατικών υποθέσεων και προωθεί πολιτική δυτικοποίησης.[6] Στον πολιτικό τομέα θεσπίζεται σύνταγμα ευρωπαϊκού ύφους (1889),[7] καθιερώθηκε η λειτουργία του Κοινοβουλίου ή Δίαιτας, μεταρρυθμίζεται το σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης και καθιερώνεται ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο αυτοκράτορας επανακτά την κυριαρχία του, και έχει την ανώτατη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων και τον απόλυτο έλεγχο της εκτελεστικής και  νομοθετικής εξουσίας. Αν και η καθιέρωση της λειτουργίας της Δίαιτας, προσέφερε τη βάση για την δραστηριότητα κομματικών σχηματισμών, το Κοινοβούλιο εμφανίζεται αποδυναμωμένο, ενώ στο κέντρο του πολιτικού συστήματος βρίσκεται ο αυτοκράτορας[8] και οι δοξασίες περί θείας καταγωγής του.
   Το 1868 αρχίζει και η περίοδος της «Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας»[9], που διαρκεί μέχρι και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1945. Η χώρα προχώρησε στον εκμοντερνισμό και στην  οικονομική ανάπτυξη, ταυτόχρονα όμως, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τον έντονο μιλιταρισμό και επεκτατισμό της Ιαπωνίας. Μετά την υπογραφή της “Συνθήκης Ειρήνης και Ομόνοιας” μεταξύ Η.Π.Α. και Shōgun[10], οι Ιάπωνες ένιωσαν την επεκτατική πολιτική της Δύσης, δημιουργώντας την αρχή για μια σειρά προστριβών μαζί τους. Οι δυτικές δυνάμεις, που ενδιαφέρονταν για τις γεωπολιτικές εξελίξεις της  περιοχής, ανάγκασαν την Ιαπωνία να υπογράψει εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, οι οποίες εξασφάλισαν στους δυτικούς οικονομικά και νομικά πλεονεκτήματα. Ο φόβος της δυτικής επέκτασης, ωθεί την Ιαπωνία του Meiji να προσπαθήσει να κλείσει το χάσμα με τη δύση οικονομικά και στρατιωτικά.[11] Η φροντίδα στο στρατιωτικό τομέα ήταν, φυσικά, μια υψηλή προτεραιότητα σε μια εποχή ευρωπαϊκού και αμερικανικού επεκτατισμού. Τότε, η Ιαπωνία άρχισε μια σειρά έντονων επεκτατικών πολέμων στην Ασία, με την Κορέα και την Ταϊβάν, ως προσθήκες στα εδάφη της.  
  Μετά από 20 χρόνια περίπου εντατικού εκσυγχρονισμού, συνέβη μια καθόλου τυχαία αναζωπύρωση του συντηρητισμού και συσπείρωση των Ιαπώνων γύρω από την παραδοσιακή θρησκεία του σίντο[12] - συμπεριλαμβανομένης της λατρείας του αυτοκράτορα - και τον Βουδισμό Ζεν. Το Ζεν  διεστράφη σε ιδεολογικό όπλο του μιλιταρισμού και η βουδιστική θεωρία χρησημοποιήθηκε ως μέθοδος ψυχολογικής και πνευματικής προετοιμασίας για τη μάχη.[13]  Η ιδέα της ενότητας των πάντων - ιδέα του κινέζικου ζεν - μεταφέρθηκε και καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, κυρίως από τις στρατιωτικές τάξεις, διότι με αυτόν τον τρόπο ξεπερνιόταν ο φόβος του θανάτου. Τα στοιχεία αυτά πέρασαν στην εκπαίδευση, αδρανοποιώντας στην πραγματικότητα τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της  πρώτης δεκαετίας.[14] Ακολούθησαν διάφορες εξεγέρσεις των samurai ενάντια στην «έκκληση ηθών» της ιαπωνικής κοινωνίας και στον αυξανόμενο εξευρωπαϊσμό της. Παρ’όλο που επίσημα η στρατιωτική τάξη των πολεμιστών και των φεουδαρχών αρχόντων είχε σβήσει, οι νοσταλγοί της  «παλαιάς δόξας» της Ιαπωνίας  προκάλεσαν μια σειρά από αναταραχές και εξώθησαν την Ιαπωνία σε ένα εθνικιστικό κλίμα.[15]
  Η σύγκρουση κινεζικών και ιαπωνικών συμφερόντων στην Κορέα,  οδήγησαν στον σινοϊαπωνικό πόλεμο του 1894-95. Νέες συγκρούσεις συμφερόντων για την Κορέα και την Μαντζουρία, με τη Ρωσία, οδήγησαν στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904-05. Οι πολεμικές επιτυχίες εξώθησαν τις εθνικιστικές τάσεις[16] και τις καθιέρωσαν ως πρότυπο ανάπτυξης και για τα υπόλοιπα ασιατικά κράτη της ευρύτερης περιοχής. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία ήταν με το μέρος των νικητών, ενώ υπήρξε μία από τις πρώτες χώρες που προσπάθησαν για εδαφική επέκταση κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.[17] Ανάμεσα στα 1931 και 1939 πολλαπλασιάζει τις προσαρτήσεις ξένων εδαφών, και εισβάλλει ξανά στην Κίνα, προκαλώντας τον δεύτερο σινοϊαπωνικό πόλεμο (1937-1945). To 1940,  γίνεται μέλος του Άξονα με την Γερμανία και την Ιταλία και συνεχίζει την επεκτατική της πολιτική, δικαιολογώντας τις κινήσεις της υπό την παραδοσιακή θεωρία του Hakkō Ichiu[18] («οχτώ χορδές, μια στέγη» ή αλλιώς όλος ο κόσμος κάτω από μια σκεπή), δηλαδή το θεόσταλτο δικαίωμα του Αυτοκράτορα να ενώσει και να κυβερνήσει τον κόσμο.

   Η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας και το νέο Σύνταγμα

 Οι σχέσεις Η.Π.Α και Ιαπωνίας ήταν ήδη τεταμένες από τις αρχές της δεκαετίας του '30. Οι Αμερικανοί αντιδρούσαν στην επεκτατική πολιτική της Ιαπωνίας στην Κίνα και την Ινδοκίνα, με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων. Το καλοκαίρι του 1941 κλιμάκωσαν τον οικονομικό πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, με την επιβολή εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου και το πάγωμα όλων των ιαπωνικών καταθέσεων στις Η.Π.Α. Τον Δεκέμβριο του 1941, εξαπολύθηκε ιαπωνική επίθεση στον αμερικανικό στόλο του Ειρηνικού στο Pearl Harbor, η οποία επιτρέπει στην Ιαπωνία να κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη την Νοτιοανατολική Ασία,[19] χωρίς να χρειαστεί προσωρινά να εμπλακεί σε μάχες με τις Η.Π.Α. Η επίθεση είχε σκοπό να αποτρέψει τη παραμονή του αμερικανικού στόλου στον Ειρηνικό ωκεανό, η οποία έβαζε σε κίνδυνο τα σχέδια της Ιαπωνίας για την κατάληψη της Νοτιοανατολικής Ασίας και συγκεκριμένα όλων των περιοχών που θεωρούσε απαραίτητες για να επιτύχει τον μακροπρόθεσμο στόχο της, την αυτονομία της σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και πρώτες ύλες. Η ιαπωνική επίθεση εναντίον του αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού, έθεσε τέλος στην εσωστρέφεια και ουδετερότητα των Η.Π.Α και από το τέλος του 1941 η σύρραξη μεταβάλλεται σε παγκόσμια.
   Η επίθεση αυτή ωθεί τον αμερικανό πρόεδρο Ρούσβελτ να κηρύξει τον πόλεμο στις δυνάμεις του Άξονα. Οι χρονιές 1942-1943 σημειώνουν μια στροφή στη στρατιωτική κατάκτηση των Ιαπώνων. Οι Αμερικανοί σταματούν την ιαπωνική προέλαση στον Ειρηνικό και αρχίζουν να ανακαταλαμβάνουν τα νησιά. Kατά τη διάρκεια της διάσκεψης του Πότσνταμ - της τελευταίας διάσκεψης των ηγετών των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων, αμέσως μετά την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας και τον τερματισμό του  πολέμου στην Ευρώπη - Η.Π.Α και Βρετανία μάχονταν ακόμη κατά της Ιαπωνίας. Στις 26 Ιουλίου του 1945, στάλθηκε τελεσίγραφο στην Ιαπωνική Κυβέρνηση από Η.Π.Α, Βρετανία και Κίνα, με το οποίο της ζητήθηκε η άνευ όρων παράδοση, υπό την απειλή αύξησης της έντασης των ήδη έντονων βομβαρδισμών στη χώρα. Στη διάσκεψη περιγράφηκε η τραγική κατάσταση της Ιαπωνίας και οι όροι για τη σύναψη ειρήνης, καθώς και οι προθέσεις των Συμμάχων για το μεταπολεμικό καθεστώς της χώρας.
  Τα συμπεράσματα της διάσκεψης κατέληγαν σε νέο τελεσίγραφο: ˝η Ιαπωνία πρέπει να συμφωνήσει άμεσα σε άνευ όρων παράδοση ή να αντιμετωπίσει την πλήρη καταστροφή της. Δεν θα παρεκκλίνουμε από τους όρους μας. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Δεν θα ανεχθούμε καθυστερήσεις."[20]  Η Ιαπωνία δεν αποδέχτηκε τη συνθηκολόγηση και στις 6 Αυγούστου του 1945, οι Αμερικανοί ρίχνουν την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, ενώ στις 9 Αυγούστου μια δεύτερη βόμβα πλήττει το λιμάνι του Ναγκασάκι. Η χρήση των ατομικών βομβών, θεωρήθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση κατ' επίφαση απαραίτητη προκειμένου να λήξει ταχύτερα ο πόλεμος. Η Ιαπωνία ωστόσο, επρόκειτο να παραδοθεί ούτως ή άλλως. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για επίδειξη δύναμης κυρίως απέναντι στην Σοβιετική Ένωση,[21] προκειμένου να προειδοποιηθεί για τις διαθέσεις των Αμερικανών, οι οποίες και επιβεβαιώθηκαν αργότερα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου. Μπροστά στον κίνδυνο ολικής καταστροφής της χώρας, στις 15 Αυγούστου, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο ανακοίνωσε την παράδοση της Ιαπωνίας στις συμμαχικές δυνάμεις, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του  στρατιωτικού κατεστημένου της χώρας. Η υπογραφή της παράδοσης πραγματοποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945.[22] 
   Οι Η.Π.Α. ανοιχτά πια οργανώνουν τη δική τους σφαίρα επιρροής στον Ειρηνικό[23],  ενώ η Ιαπωνία υπέστη από τους νικητές το δυτικό ''εκδημοκρατισμό.''  Με το τέλος του πολέμου η χώρα βρίσκεται υπό τη στρατιωτική διακυβέρνηση των συμμαχικών δυνάμεων, και φυσικά των Η.Π.Α. Η Διακήρυξη του Πότσνταμ, έκανε έκκληση για την εγκατάσταση μιας ειρηνικής και υπεύθυνης κυβέρνησης, για δημοκρατικές ελευθερίες και για σεβασμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει τις προθέσεις των συμμάχων σχετικά με την τύχη του αυτοκρατορικού θεσμού, η διατήρηση του οποίου ήταν βασικό μέλημα της ιαπωνικής κυβέρνησης. Σίγουρα οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις προϋπέθεταν την αλλαγή του Αυτοκρατορικού Συντάγματος Meiji, ωστόσο οι Ιάπωνες δεν ήταν υπέρ μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης.[24] Η επιτροπή που ορίστηκε από την ιαπωνική κυβέρνηση, τον Οκτώβριο του 1945, ύστερα από υπόδειξη του στρατηγού MacArthur, για το ζήτημα της αλλαγής του Συντάγματος, χαρακτηρίστηκε από συντηρητικές θέσεις, καθώς προέβη σε μικρές τροποποιήσεις του υπάρχοντος Συντάγματος. Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή, όταν τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι συμμαχικές δυνάμεις συναντήθηκαν στη Μόσχα και συνέστησαν την Επιτροπή για την Άπω Ανατολή. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο θα λειτουργούσαν οι κατοχικές δυνάμεις. Το σχέδιο της ιαπωνικής πλευράς απορρίφθηκε τον Φεβρουάριο του 1946, ενώ η ιαπωνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει δεκτό το σχέδιο που εκπονήθηκε από  τις συμμαχικές δυνάμεις.
  Τον Φεβρουάριο του 1946, το Γενικό Αρχηγείο της Συμμαχικής  Διοίκησης, υπό τη διοίκηση του στρατηγού MacArthur, παρουσίασε στην κυβέρνηση της Ιαπωνίας ένα προσχέδιο του νέου Συντάγματος, το οποίο δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο του 1946 και τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαΐου του 1947. Το νέο Σύνταγμα εισάγει στη χώρα την κοινοβουλευτική δημοκρατία και καθορίζει τις αρχές του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο Αυτοκρατορικός Στρατός και το Ναυτικό της Ιαπωνίας διαλύθηκαν και το παλαιό καθεστώς αντικαταστάθηκε από μια δημοκρατική κυβέρνηση. Το μεταπολεμικό Σύνταγμα βασίζεται σε τρεις αρχές: τη λαϊκή κυριαρχία, το σεβασμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διατήρηση της ειρήνης, ενώ  προβλέπει την ανεξαρτησία μεταξύ των τριών κρατικών κλάδων εξουσίας. - της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής.  
   Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Αυτοκράτορας  ( Κεφάλαιο Ι, άρθρα 1-8 )[25] αποτελεί «το σύμβολο του κράτους και της ένωσης του λαού», χωρίς να έχει κάποια ουσιαστική εξουσία, καθώς όλες οι ενέργειές του υποβάλλονται στη γνώμη και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου ( Κεφάλαιο V, άρθρα 65-75 )[26]. Το τελευταίο αποτελεί την ανώτερη εκτελεστική αρχή της κυβέρνησης και τα μέλη του είναι συλλογικά υπεύθυνα ενώπιον της Δίαιτας. Η Βουλή της Ιαπωνίας ( Κεφάλαιο IV, άρθρα 41-64)[27], είναι το ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας∙ διορίζει τον πρωθυπουργό, εγκρίνει τον προϋπολογισμό και τις διεθνείς συνθήκες, ενώ έχει την εξουσία να τροποποιεί το Σύνταγμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιαπωνίας, βρίσκεται στην κορυφή της δικαστικής εξουσίας ( Κεφάλαιο VI, άρθρα 76-82 )[28] και έχει την αρμοδιότητα να ερμηνεύει το Σύνταγμα και να αποφασίζει για τα θέματα της εθνικής νομοθεσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 81 του Συντάγματος, έχει τη δυνατότητα να καθορίσει τη συνταγματικότητα οποιουδήποτε νόμου, διαταγής, κανονισμού ή επίσημης πράξης. 
  Ο εκδημοκρατισμός της Ιαπωνίας επικρίθηκε έντονα, καθώς ο λαός δεν συμμετείχε στη διαμόρφωση του νέου Συντάγματος, ενώ επιβλήθηκαν αντιλήψεις που δεν ταίριαζαν στο χαρακτήρα και την παράδοσή της. Έχει γίνει λόγος για την καθιέρωση μίας διαδικαστικής και όχι ουσιαστικής δημοκρατίας από τους συμμάχους, ενώ παραδοσιακά πολιτισμικά στοιχεία εξακολουθούν να παραμένουν ισχυρά στην ιαπωνική πολιτική κουλτούρα.[29] Οι μεταρρυθμίσεις[30] που επέβαλλαν οι συμμαχικές δυνάμεις στο πολιτικό σύστημα, αποδυνάμωσαν τον θεσμό του αυτοκράτορα και εκμηδένισαν την τάξη των στρατιωτικών, έχοντας ως απώτερο στόχο να αποτρέψουν την αναβίωση του μιλιταρισμού και την εξαπόλυση ενός ρεβανσιστικού πολέμου εκ μέρους της Ιαπωνίας.




Το άρθρο 9 του ιαπωνικού Συντάγματος και το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας
  
  Το Σύνταγμα της Ιαπωνίας διαβεβαιώνει ότι ο ιαπωνικός λαός αποκηρύσσει τον πόλεμο και τη χρήση βίας για τη ρύθμιση των διεθνών συγκρούσεων, ενώ απαγορεύει ρητώς τη διατήρηση επιθετικών στρατιωτικών δυνάμεων. Στο προοίμιο[31] του Συντάγματος, διακηρύσσεται η λαϊκή κυριαρχία και αναφέρεται η επιθυμία του λαού της Ιαπωνίας να διασφαλίσει την ειρηνική συνύπαρξη με τα άλλα έθνη και την ελευθερία της χώρας, βασιζόμενος στην δικαιοσύνη και την τάξη. Αναγνωρίζεται επίσης, το δικαίωμα όλων των λαών του κόσμου να ζούν εν ειρήνη και η δέσμευση του ιαπωνικού λαού για την διατήρηση αυτού του δικαιώματος. Τέλος, ο λαός επιθυμεί για τη χώρα μια τιμητική θέση σε μια διεθνή κοινωνία που αγωνίζεται για την διατήρηση της ειρήνης και την εξάλειψη της καταπίεσης και της μισαλλοδοξίας.
  Η αποκήρυξη των πολεμικών επιχειρήσεων περιλαμβάνεται στο άρθρο 9[32], στην πρώτη παράγραφο του οποίου διατυπώνεται ότι: ˝ο ιαπωνικός λαός αποβλέποντας ειλικρινώς σε μια διεθνή ειρήνη βασιζόμενη στη δικαιοσύνη και την τάξη, αποκηρύσσει για πάντα τον πόλεμο ως κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους και την απειλή ή χρήση βίας ως μέσο για την επίλυση των διεθνών διαφορών˝.(1) ˝Για να εκπληρωθούν οι στόχοι της προηγούμενης διάταξης, απαγορεύεται η διατήρηση χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων δυνάμεων, καθώς και οποιασδήποτε άλλης πολεμικής δύναμης. Το δικαίωμα κηρύξεως πολέμου δεν αναγνωρίζεται στο κράτος˝.(2)
  Το άρθρο 9 -μαζί με το υπόλοιπο Σύνταγμα- αν και επιβλήθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και περιορίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ιαπωνίας, διαθέτει την ισχυρή στήριξη της κοινής γνώμης, σε μια χώρα που γνώρισε τη φρίκη της Χιροσίμα, ενώ οι συντηρητικοί πολιτικοί κύκλοι το επικαλούνταν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ώστε να κρατηθούν χαμηλά οι στρατιωτικές δαπάνες προς όφελος της οικονομικής ανάκαμψης.[33] Η μεταβολή των διεθνών συνθηκών στην περιοχή της Ν.Α. Ασίας και ο πόλεμος της Κορέας, δημιούργησαν νέα δεδομένα, τα οποία επέτρεψαν τον επανεξοπλισμό της χώρας.
  Οι διατάξεις του άρθρου 9, θεωρήθηκε πως συμβιβάζονται [34] με το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας ή αυτοάμυνας, δηλαδή το αναφαίρετο δικαίωμα των κυρίαρχων κρατών - βάσει του διεθνούς δικαίου [35] - να αποκρούουν με ένοπλα μέσα εχθρική επίθεση από άλλο κράτος, καθώς και με την κατοχή της ελάχιστης ένοπλης δύναμης, που είναι αναγκαία για την άσκηση αυτού του δικαιώματος. Στις διεθνείς σχέσεις, η διά της χρήσης βίας άμυνα, προϋποθέτει την εκδήλωση ένοπλης επίθεσης και ερείδεται στην Αρχή της Επιβίωσης του Κράτους (Self Preservation).[36] Αυτή η αναγκαιότητα ρυθμίζεται από το διεθνές δίκαιο ως εξαίρεση στην αρχή της μη χρήσεως βίας. Η ερμηνεία αυτή δεν θεωρεί ˝μη συνταγματική˝ κάθε πολεμική ενέργεια της Ιαπωνίας, αλλά μονάχα εκείνες που δεν εντάσσονται στο πεδίο άσκησης του δικαιώματος της αυτοάμυνας.
  Υπάρχει ωστόσο, και η απόλυτα πασιφιστική ερμηνεία[37] του άρθρου 9, κατά την οποία οποιαδήποτε εμπλοκή σε διεξαγωγή πολέμου, κάτω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, και η χρήση ένοπλης δύναμης, είτε για αμυντικούς είτε για επιθετικούς σκοπούς, θεωρείται ηθικά λανθασμένη, καθώς αντίκειται στην διαφύλαξη της ειρήνης ως πανανθρώπινης αρχής. Η εν λόγω ερμηνεία, που σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης καλεί τους Ιάπωνες να δώσουν την ζωή τους για την ειρήνη, κρίνεται πως δεν ανταποκρίνεται στο περιβάλλον και τους όρους συμβίωσης των κυριάρχων κρατών στο διεθνές σύστημα. Η γενική απαγόρευση χρήσης ένοπλης δύναμης και η αποκήρυξη όλων των πολεμικών ενεργειών, στα πλαίσια των πεποιθήσεων του φιλειρηνισμού, φαντάζει ουτοπική, καθώς στο πεδίο των διεθνών σχέσεων η ειρήνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια απόλυτα ιδανική μορφή. Έτσι αν και τα κράτη στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, αποκηρύσσουν τον πόλεμο ή γενικότερα την όποια εκδήλωση βίας,[38] οι πολεμικές ενέργειες θεωρούνται επιβεβλημένες, ειδικότερα όταν προσβάλλονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα  ή αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
   Για την Ιαπωνία η μη άσκηση του δικαιώματος της αυτοάμυνας, σε περίπτωση επίθεσης, θεωρήθηκε πως ακυρώνει τον σκοπό και το πνεύμα του άρθρου 9, καθώς και του προοιμίου του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται την διατήρηση της ασφάλειας και της ύπαρξης της Ιαπωνίας.[39] Στην προσπάθεια διασφάλισης αυτού του δικαιώματος, η χώρα διεκδικεί την ελάχιστη ένοπλη δύναμη που κρίνεται απαραίτητη για την ασφάλειά της. Η απαγόρευση κατοχής ενόπλων δυνάμεων και άλλου πολεμικού δυναμικού, όπως αναφέρεται στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 9, κρίνεται πως δεν περιορίζει την σύσταση δυνάμεων αλλά και τις στρατιωτικές δραστηριότητες που έχουν αμυντικό σκοπό, καθώς δεν είναι δυνατόν υπάρξει διάταξη που να καθιερώνει δικαίωμα μη αντίστασης σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης.
  Δεδομένης της άμυνας, ως ενός θεμελιώδους στοιχείου της κρατικής κυριαρχίας, αναγνωρίζεται στην Ιαπωνία η δυνατότητα, υπό το πρίσμα του άρθρου 9, σύναψης διεθνών συνθηκών αμοιβαίας ασφάλειας, στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος της συλλογικής άμυνας,[40] βάσει του διεθνούς δικαίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιαπωνίας, έχει επιβεβαιώσει την συνταγματικότητα των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο ιαπωνικό έδαφος, στο πλαίσιο της Συνθήκης Ασφάλειας του 1960, κρίνοντας πως η απαγόρευση διατήρησης ενόπλων δυνάμεων, όπως διατυπώνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Συντάγματος, αφορά μόνο την Ιαπωνία, ενώ η στρατιωτική παρουσία των Η.Π.Α στην ιαπωνική επικράτεια αποτελεί πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα. Στην υπόθεση Sakata v. Japan, 13 Keishu 3225 (The Sunakawa Case), [41] αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα της Συνθήκης Ασφάλειας του 1960 μεταξύ Η.Π.Α-Ιαπωνίας και η παρουσία των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο ιαπωνικό έδαφος. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις στην Ιαπωνία δεν ήταν υπό τη διοίκηση και τον έλεγχο της ιαπωνικής κυβέρνησης, και ως εκ τούτου δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση κατοχής ενόπλων δυνάμεων από την Ιαπωνία, κατά παράβαση του άρθρου 9.
  Ώς το 1928, το δικαίωμα της άμυνας αναγνωριζόταν εθιμικά, προσδιορίστηκε όμως ως φυσικό δικαίωμα στις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στο Σύμφωνο των Παρισίων του 1928 (Kellogg-Briand). Το Σύμφωνο αυτό αποκηρύσσει τον πόλεμο ως όργανο εθνικής πολιτικής και εισήγαγε ειρηνικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών. Παρόλα αυτά δεν περιελάμβανε ξεκάθαρες απαγορεύσεις και τα περιθώρια άσκησης της νόμιμης άμυνας ήταν ιδιαίτερα ελαστικά. Το άρθρο 2(4) του Χάρτη των Η.Ε., επισφράγισε τη καθολική απαγόρευση χρήσης ή απειλής χρήσης βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας ενός κράτους, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 51, το προσβαλλόμενο κράτος αμύνεται ενόπλως νόμιμα έως ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., το οποίο πρέπει να ειδοποιηθεί αμέσως σχετικά με την επίθεση, πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή της διεθνούς ειρήνης στην περιοχή όπου συνέβη η επίθεση και ακολούθησε η αυτοάμυνα. Η αποστολή ενόπλων δυνάμεων από άλλα κράτη, χωρίς προηγούμενη έκκληση για βοήθεια από τη νόμιμη κυβέρνηση του κράτους που υπέστη επίθεση, κάνει παράνομη τη δράση. Βασικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι μόνο η ένοπλη επίθεση μπορεί να δικαιολογήσει χρήση βίας στα πλαίσια της νόμιμης άμυνας. Επιπλέον, κάθε αίτημα χρήσης βίας εξετάζεται ως προς την νομιμότητα του από το Συμβούλιο Ασφαλείας. 
   Ωστόσο, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, ετέθη από τις Η.Π.Α το ζήτημα της προληπτικής χρήσης βίας  για την αποτροπή μελλοντικών επιθέσεων. Οι Αμερικανοί συνηγορούν υπέρ του δικαιώματος της προληπτικής αυτοάμυνας έναντι απομακρυσμένων και έμμεσων απειλών[42], ενώ υπάρχει η προσπάθεια παράκαμψης των θεσμών της διεθνούς οργάνωσης και αναίρεσης του πρωταρχικού ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας.[43] Ο λαός της Ιαπωνίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 9, ˝προσβλέπει στην διατήρηση της διεθνούς ειρήνης, βασιζόμενης στη δικαιοσύνη και την τάξη˝. Η επέκταση του δικαιώματος της αυτοάμυνας, ως προληπτικής δράσης σε περιπτώσεις όπου αναμένεται να χρησιμοποιηθεί βία, εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, καθώς η απειλή εκδήλωσης επιθετικών ενεργειών δεν είναι σαφής και μπορεί να οδηγήσει σε αναρχία. Η διατύπωση του άρθρου 9 του ιαπωνικού Συντάγματος, δεν αφήνει περιθώρια για την επέκταση του πεδίου άσκησης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, ώστε να συμπεριλάβει και το ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενο δικαίωμα της προληπτικής άμυνας. Ιστορικό παράδειγμα επίκλησης του δικαιώματος της προληπτικής άμυνας, ήταν και η εισβολή των Ιαπώνων στη Ματζουρία το 1931.
 Υπό το πρίσμα του άρθρου 9, η Ιαπωνία έχει την δυνατότητα κατοχής των ελάχιστων δυνάμεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών, στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνας. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος, όπως διατυπώνεται και στις βασικές αρχές της αμυντικής πολιτικής της Ιαπωνίας,[44] προσφέρεται ώς τελευταία λύση και είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση επικείμενης και αθέμιτης επίθεσης κατά της χώρας. Ερωτήματα δημιουργούνται όχι μόνο σχετικά με τις συνθήκες που απαιτούν τη χρήση, από το κράτος, του δικαιώματος της αυτοάμυνας, αλλά και για το μέγεθος των δυνάμεων που είναι απαραίτητες για την άσκηση του. Το ελάχιστο επιτρεπτό όριο όσον αφορά τη στρατιωτική δύναμη αλλά και το είδος του εξοπλισμού, είναι στοιχεία που δύσκολα μπορούν να προσδιοριστούν, με αποτέλεσμα ευρεία περιθώρια δράσης. Οι Δυνάμεις Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας, είναι εξοπλισμένες με υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας,[45] που μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για επιθετικούς και αμυντικούς σκοπούς.  
   Επιπλέον τα γεωγραφικά όρια άσκησης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, είναι δύσκολο να οριστούν με σαφήνεια, εγείροντας πολλά ερωτήματα σχετικά με την δυνατότητα δράσης των ιαπωνικών δυνάμεων, δεδομένων των συνταγματικών περιορισμών. Στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνας, η δράση των κρατών δεν είναι απαραίτητο να περιορίζεται εντός του κυριαρχικού τους εδάφους, καθώς ένα κράτος δικαιούται να επέμβει σε πλοία άλλης χώρας έστω και αν αυτά πλέουν σε διεθνή ύδατα.[46] Από την στιγμή που διατάξεις του άρθρου 9 , θεωρήθηκε πως συμβιβάζονται  με την άσκηση του δικαιώματος της αυτοάμυνας, το ερώτημα που τίθεται δεν αφορά την απαγόρευση ή όχι χρήσης βίας από τις δυνάμεις της Ιαπωνίας, αλλά  το είδος των πολεμικών επιχειρήσεων τις οποίες διεξάγουν. Παρόλα αυτά, στην περίπτωση της Ιαπωνίας, θεωρείται πως υπερβαίνει τα συνταγματικά όρια, η δράση των δυνάμεων αυτοάμυνας εκτός της ιαπωνικής επικράτειας, με σκοπό τη χρήση βίας[47].
  Η αναγνώριση του δικαιώματος της συλλογικής άμυνας από το διεθνές δίκαιο, θέτει επίσης άλλο ένα ερώτημα ως προς τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ιαπωνίας και τον ρόλο της σε περίπτωση επίθεσης εναντίον των Η.Π.Α. Ως τώρα, οι δυνατότητες της Ιαπωνίας να προστρέξουν σε βοήθεια των Αμερικανών, ήταν περιορισμένες, όμως το σύστημα της αντιπυραυλικής ασπίδας, που αναπτύσσουν οι δύο χώρες, αλλάζει τα δεδομένα. Το ερώτημα είναι αν η Ιαπωνία θα έχει το δικαίωμα, στο πλαίσιο της συμμαχίας των δύο χωρών, να εκτοξεύσει πυραύλους για να καταρρίψει άλλους πυραύλους που δεν έχουν στόχο την ίδια, αλλά τις Η.Π.Α[48].
  Η αμυντική πολιτική της Ιαπωνίας βασίζεται εώς σήμερα στη διατήρηση της Συνθήκης Αμοιβαίας Συνεργασίας και Ασφάλειας του 1960[49] με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τη συνθήκη, η  υποχρέωση της συλλογικής άμυνας προκύπτει στην περίπτωση που η ένοπλη επίθεση εναντίον των Η.Π.Α και της Ιαπωνίας, πραγματοποιείται εντός των εδαφών, που βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία της τελευταίας, ενώ δεν προκύπτει δράση εκτός της ιαπωνικής επικράτειας για τις ιαπωνικές δυνάμεις, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον των Η.Π.Α. Επίσης προβλέπεται η εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο έδαφος της Ιαπωνίας και η υποχρέωσή της να τις προστατεύσει σε περίπτωση επίθεσης.
  Το πεδίο άσκησης του δικαιώματος της συλλογικής αυτοάμυνας, διευρύνθηκε με τη υιοθέτηση της Κοινής Δήλωσης Ασφάλειας, μεταξύ των δύο χωρών, που τέθηκε σε ισχύ το 1997. Στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός νέου πλαισίου συνεργασίας στη μεταψυχροπολεμική εποχή, Ιαπωνία και Η.Π.Α υπογράφουν το 1996 τη λεγόμενη «Συμμαχία για τον 21ο Αιώνα»[50]. Με βάση την Κοινή Δήλωση Ασφάλειας του 1996, οι Κατευθυντήριες Γραμμές για την Αμυντική Συνεργασία Η.Π.Α-Ιαπωνίας που υιοθετήθηκαν το 1997, επιφέρουν τροποποιήσεις στην διμερή συνεργασία των δύο χωρών σε ότι αφορά την δράση τους για την διατήρηση της ασφάλειας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
  Καθίσταται πλέον δυνατό για την Ιαπωνία να υποστηρίζει, τις δραστηριότητες των αμερικανικών δυνάμεων «σε περιοχές γύρω από την Ιαπωνία που είναι σημαντικές για την ειρήνη και την ασφάλειά της» [51]. Αυτό σημαίνει πως στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της συλλογικής αυτοάμυνας, οι ιαπωνικές δυνάμεις, έχουν την δυνατότητα δράσης εκτός της ιαπωνικής επικράτειας και συνεργασίας με τις δυνάμεις των αμερικανών, όταν αυτές επιχειρούν σε περιοχές, πλησίον της Ιαπωνίας, που δέχθηκαν ένοπλη επίθεση και έχουν καθοριστική σημασία για την ασφάλειά της. Η Ιαπωνική Κυβέρνηση, υποστήριξε [52], πως η δράση των ιαπωνικών δυνάμεων, που θα περιοριζόταν στα μετόπισθεν και όχι στην πρώτη γραμμή του πυρός, δεν συνιστούσε άσκηση βίας, κατά παράβαση του άρθρου 9.
  Ωστόσο, στις κατευθυντήριες αρχές της αμυντικής πολιτικής της Ιαπωνίας, όπως διατυπώνονται στο Εθνικό Αμυντικό Πρόγραμμα του 2011, αναφέρεται πως η άσκηση του δικαιώματος της συλλογικής αυτοάμυνας, αν και αναγνωρίζεται στην χώρα από το διεθνές δίκαιο, υπερβαίνει τις ελάχιστες αναγκαίες ενέργειες που είναι απαραίτητες για την άσκηση του δικαιώματος της αυτοάμυνας, όπως αυτό διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 9[53].
  Το γενικό πλαίσιο, βάσει του οποίου καθορίζεται η πολιτική άμυνας της Ιαπωνίας, και οι αρχές που διέπουν την εθνική δράση, περιλαμβάνονται στη Βασική Πολιτική για την Εθνική Άμυνα που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το 1957, και κατά βάση παραμένουν ίδιες εώς σήμερα.[54] Οι στόχοι της αμυντικής πολιτικής περιλαμβάνουν την πρόληψη άμεσων και έμμεσων επιθέσεων, την εξάλειψη (ελαχιστοποίηση) των απειλών κατά της χώρας και την διατήρηση της ανεξαρτησίας και της ειρήνης της Ιαπωνίας ως δημοκρατικού έθνους. Η εθνική ασφάλεια επιτυγχάνεται στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, προωθώντας τη διεθνή συνεργασία και ειρήνη, ενισχύοντας τη δημόσια ευημερία, αναπτύσσοντας σταδιακά την δυνατότητα αποτελεσματικής αυτοάμυνας και αντιμετωπίζοντας τις εξωτερικές επιθέσεις στην βάση των ρυθμίσεων των αμερικανικο-ιαπωνικών συμφωνιών, έν αναμονή της δράσης του Ο.Η.Ε. Έχει σημασία πως στις ετήσιες εκθέσεις για την αμυντική πολιτική του 2010 και 2011, η ενίσχυση του πατριωτισμού (˝boost nationalism˝), περιλαμβάνεται μεταξύ των βασικών αρχών της αμυντικής πολιτικής, ενώ στις παλαιότερες εκθέσεις[55] αναφερόταν η αγάπη προς την πατρίδα ή η διατήρηση της παράδοσης, του πολιτισμού και των αξιών.
  Ένα στοιχείο ιδιαίτερης βαρύτητας, στο πλαίσιο της Βασικής Πολιτικής για την Εθνική Άμυνα, είναι η δέσμευση της Ιαπωνίας από τις Τρείς Μη Πυρηνικές Αρχές (The Three Non-Nuclear Principles)[56], οι οποίες διακηρύχθηκαν από την Δίαιτα το 1971 και αφορούν στην μη κατοχή, στη μη παραγωγή και στη απαγόρευση εισαγωγής πυρηνικών όπλων στη χώρα. Παρόλα αυτά, ερωτήματα θέτει η στενή αμερικο-ιαπωνική συνεργασία στα πυραυλικά συστήματα και η προσκόλληση της Ιαπωνίας στο δόγμα της εκτεταμένης πυρηνικής αποτροπής των Ηνωμένων Πολιτειών[57].
   Δεν είναι χωρίς σημασία οι συζητήσεις για την άρση της απαγόρευσης εξαγωγής οπλικών συστημάτων, με αφορμή την συνεργασία των δύο χωρών για την ανάπτυξη της πυραυλικής άμυνας. Μετά την δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών του εθνικού αμυντικού προγράμματος του 2004, το Τόκυο αποφάσισε να εξαιρέσει[58] τα πυραυλικά αμυντικά προγράμματα από τις τρείς αρχές που αφορούν στην απαγόρευση εξαγωγής όπλων, καθώς η συνεργασία προβλέπει την από κοινού ανάπτυξη και παραγωγή υλικού, ενώ προβλέπεται και η εξαγωγή του σε στρατηγικούς εταίρους. Οι Τρείς Αρχές Απαγόρευσης Εξαγωγής Όπλων, όπως υιοθετήθηκαν το 1967, απαγόρευαν την εξαγωγή και πώληση οπλισμού σε σοσιαλιστικές χώρες, σε χώρες που βρίσκονταν υπό το καθεστώς επιβολής εμπάργκο όπλων από τον Ο.Η.Ε και σε χώρες που βρίσκονταν στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης. Το 1976, η απαγόρευση έγινε καθολική και περιέλαβε όλες τις χώρες, ενώ από το 1983, προβλέπεται η παροχή στρατιωτικής τεχνολογίας στις Η.Π.Α.  Δεδομένων των περιορισμών, η Ιαπωνία δεν είναι σε θέση προς το παρόν να πραγματοποιήσει εξαγωγή σε τρίτες χώρες. Η βιομηχανία οπλικών συστημάτων[59] αλλά και οι Η.Π.Α, πιέζουν προς αναθεώρηση των αρχών, στο πλαίσιο της μεταλλαγής της αμυντικής πολιτικής της Ιαπωνίας, όπως αποτυπώνεται στη νέα ετήσια έκθεση  του 2011.


Οι Ιαπωνικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας: οργάνωση και λειτουργία
  Κατά την ψυχροπολεμική περίοδο, η Ιαπωνία τέθηκε υπό την προστασία της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας και οι Η.Π.Α επιδίωξαν τη σύναψη στενών σχέσεων, για να τη χρησιμοποιήσουν ως φράγμα στην κομμουνιστική επέκταση στην περιοχή. Μετά την επικράτηση του Μάο, η Κίνα περιήλθε υπό τον κομμουνιστικό έλεγχο, ενώ ο πόλεμος της Κορέας έφερε τους Αμερικανούς αντιμέτωπους με την αύξηση της σοβιετικής ισχύος στην Άπω Ανατολή. Τον Σεπτέμβριο του 1951 υπογράφεται η αμερικανο-ιαπωνική Συμφωνία Αμοιβαίας Βοήθειας και Ασφάλειας, παράλληλα με τη Συνθήκη Ειρήνης του Σαν Φρανσίσκο, ενώ τον Ιανουάριο του 1960, αντικαθίσταται από την Συνθήκη Αμοιβαίας Συνεργασίας και Ασφάλειας.
  Το 1947 και το 1948 αντίστοιχα, ιδρύθηκαν στην Ιαπωνία δύο αστυνομικά πολιτικά σώματα, τα οποία θεωρούνται πρόδρομοι των ιαπωνικών δυνάμεων αυτοάμυνας.[60] Mία εθνική αστυνομική δύναμη (National Rural Police and Municipal Police Forces) και η Υπηρεσία Θαλάσσιας Ασφάλειας (Japan Coast Guard), ενώ μετά την επίθεση της Βόρειας Κορέας στην Νότια, το 1950, ο MacArthur ζήτησε από την Ιαπωνία, να συγκροτήσει ένα εθνικό εφεδρικό αστυνομικό σώμα από 75.000 άντρες, το οποίο, τέσσερα χρόνια αργότερα, εξελίχθηκε στις Δυνάμεις Αυτοάμυνας (Self-Defense Forces), στις οποίες σήμερα υπηρετούν περίπου 240.000 άντρες.
  Οι Δυνάμεις Αυτοάμυνας, όπως ορίζει και η ονομασία τους, έχουν ως στόχο την προστασία της Ιαπωνίας, και είναι ευρέως αποδεκτό πως η συγκρότησή τους, συμβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος. Απαγορεύεται σε αυτές η κατοχή πυρηνικών ή άλλων επιθετικών όπλων, καθώς και η δράση τους εκτός της Ιαπωνίας. Ο Νόμος για τις Δυνάμεις Αυτοάμυνας του 1954 (Self-Defense Forces Law of 1954), παρέχει τη βάση σχετικά με τη λειτουργία και  τις αποστολές των SDF.[61] Πιο συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι χερσαίες, θαλάσσιες και εναέριες δυνάμεις, υφίστανται για να διαφυλάττουν την ειρήνη και την ανεξαρτησία του έθνους και να διατηρούν την εθνική ασφάλεια, μέσω διεξαγωγής επιχειρήσεων στην ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα, με σκοπό την υπεράσπιση του, κατά άμεσων και έμμεσων επιθέσεων.  Η άμυνα της Ιαπωνίας είναι οργανωμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται ο πολιτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων.[62] Η διείσδυση των στρατιωτικών αξιωματούχων σε όλα τα κυβερνητικά αξιώματα, κατά τη διάρκεια του προπολεμικού στρατιωτικού καθεστώτος, καθώς και η επιθετική στρατιωτική παράδοση της χώρας, οδήγησε στη διασφάλιση του πολιτικού ελέγχου της κυβέρνησης και των στρατιωτικών δυνάμεων, μέσω συνταγματικών εγγυήσεων, ενώ χρησιμοποιήθηκε μη στρατιωτική ορολογία για την οργάνωση και τις λειτουργίες τους. Οι ένοπλες δυνάμεις προσδιορίστηκαν ως χερσαίες (G-SDF), θαλάσσιες (M-SDF) και εναέριες (A-SDF) Δυνάμεις Αυτοάμυνας (Self-Defense Forces), αντί για στρατός, ναυτικό και πολεμική αεροπορία.
   Ο διοικητικός οργανισμός, που ήταν υπεύθυνος για την διαχείριση και λειτουργία των επιμέρους τμημάτων των ενόπλων δυνάμεων, ονομάστηκε Υπηρεσία Άμυνας και βρισκόταν σε χαμηλότερη ιεραρχική βαθμίδα, σε σχέση με τα υπόλοιπα υπουργεία, έως και τον Ιανουάριο του 2007, οπότε και αναβαθμίστηκε σε Υπουργείο Άμυνας. Οι SDF βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Υπηρεσίας Άμυνας, που υπαγόταν στην δικαιοδοσία του πρωθυπουργού. Ο Πρωθυπουργός είναι ο ανώτατος διοικητής των ενόπλων δυνάμεων και εκείνος που σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης εξουσιοδοτείται να δίνει εντολές για δράση στα διάφορα σώματα των SDF, με την επιφύλαξη της συναίνεσης της Δίαιτας. Σε περιόδους εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης, η έγκριση αυτή ενδέχεται να λαμβάνεται μετά το γεγονός. Το Σύνταγμα απαγορεύει για αυτόν και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου την ιδιότητα του στρατιωτικού, ενώ το νέο Υπουργείο Άμυνας, είναι υπεύθυνο για την εθνική άμυνα και ασκεί τον γενικό έλεγχο επί των Δυνάμεων Αυτοάμυνας. Το Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας, μία από τις σημαντικότερες υπηρεσίες του Πρωθυπουργού, όπου προεδρεύει ο ίδιος, μαζί με το Υπουργείο Άμυνας διαμορφώνουν την εθνική αμυντική πολιτική. Ο Υπουργός Άμυνας επικουρείται στο έργο του από έναν αντιπρόεδρο και δύο κοινοβουλευτικούς γραμματείς, ενώ διάφοροι ειδικοί σύμβουλοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε θέματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Υπουργείου.
   Κάτω από το Υπουργείο Άμυνας τοποθετείται ο Επικεφαλής Προσωπικού των Δυνάμεων Αυτοάμυνας και το Κοινό (Μεικτό) Γραφείο Προσωπικού, ένα σώμα το οποίο περιλαμβάνει τους διευθύνοντες προσωπικού των τριών τμημάτων. Ο ρόλος του είναι συμβουλευτικός προς τον Υπουργό Άμυνας, ενώ στις αρμοδιότητές του είναι ο σχεδιασμός και η εκτέλεση κοινών ασκήσεων.  Οι τρείς κλάδοι των δυνάμεων αυτοάμυνας διατηρούν προσωπικό γραφείου, ώστε να διαχειρίζεται τις εργασίες των τμημάτων και είναι άμεσα υπεύθυνοι στον Υπουργό Άμυνας.[63]
   Το μέγεθος και οι δυνατότητες των Δυνάμεων Αυτοάμυνας περιόριζαν τον ρόλο τους εώς και τα μέσα της δεκαετίας του ΄70. Το 1976, η Υπηρεσία Άμυνας, κάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο να εγκρίνει το Προσχέδιο του Εθνικού Αμυντικού Προγράμματος (NDPO)[64] για τη βελτίωση της ποιότητας των ενόπλων δυνάμεων και να ορίσει με μεγαλύτερη σαφήνεια τον αμυντικό τους ρόλο. Οι πολύ γενικοί όροι, βάσει των οποίων διατυπωνόταν το πλαίσιο δράσης των στρατιωτικών αποστολών, επικρίθηκαν έντονα, καθώς υποστηρίχθηκε πως η χώρα δεν διαθέτει ξεκάθαρη στρατηγική σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το Προσχέδιο του Προγράμματος της Εθνικής Άμυνας, προσπάθησε να καθορίσει πιο συγκεκριμένα την λειτουργία των αποστολών, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών κριτηρίων για τη συντήρηση και τη λειτουργία των SDF, ενώ μία σειρά πενταετών προγραμμάτων (Mid-term Defense Program Estimates) ξεκίνησε με σκοπό την εφαρμογή των στόχων της αμυντικής πολιτικής. Επιπλέον το 1978, υιοθετήθηκαν οι Κατευθυντήριες Γραμμές για την Αμυντική Συνεργασία Ιαπωνίας-Η.Π.Α.
  Σύμφωνα με το πρόγραμμα του 1976, σε περιπτώσεις περιορισμένων και μικρής κλίμακας επιθέσεων, οι ιαπωνικές δυνάμεις θα ανταποκρίνονται πάραυτα για να ελέγξουν την κατάσταση. Σε περίπτωση αδυναμίας της χώρας να αποκρούσει επίθεση μεγαλύτερης κλίμακας, οι Δυνάμεις Αυτοάμυνας απωθούν τις εχθρικές δυνάμεις, έως ότου οι αμερικανικές δυνάμεις να σπεύσουν προς ενίσχυση. Ο αμυντικός σχεδιασμός επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη δυνάμεων κατάλληλων για την συμβατική αντιμετώπιση των πιθανών περιφερειακών αντιπάλων της χώρας. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι SDF θα αναπτύσσονταν μόνο για να αποκρούσουν μια εισβολή μικρής κλίμακας, και ότι το έθνος θα εξαρτιόταν από την ενίσχυση των Ηνωμένων Πολιτειών, σε περίπτωση μιας πιο σοβαρής απειλής. 
  Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 και η οικοδόμηση στρατιωτικών δυνάμεων στην Σοβιετική Άπω Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης μίας ομάδας νησιών βόρεια του Hokkaido, οδήγησε σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και  βελτίωσης των δυνάμεων αυτοάμυνας κατά τη δεκαετία του 1980. Τον Νοέμβριο του 1982, ο πρώην γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας Άμυνας Yasuhiro Nakasone, έγινε πρωθυπουργός και βρέθηκε υπό την ισχυρή πίεση των Αμερικανών και άλλων δυτικών χωρών να κινηθεί προς μια περισσότερο ενεργή αμυντική πολιτική, ισοδύναμης της Ιαπωνίας ως παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής δύναμης.[65] Ωστόσο, τα αντιμιλιταριστικά αισθήματα παρέμειναν ισχυρά στην ιαπωνική κοινωνία, κυρίως, στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αν και σταδιακά οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν, το ανώτατο όριο του 1% του ΑΕΠ για στρατιωτικές δαπάνες και η απαγόρευση εξαγωγής εξοπλισμού και στρατιωτικής τεχνολογίας, περιόριζαν τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης των Δυνάμεων Αυτοάμυνας.
  Το 1985 ξεκίνησε ο σχεδιασμός του πενταετούς προγράμματος για τα έτη 1986-1990 (The Mid-term Defense Estimate) με στόχο τον εκσυγχρονισμό και την διεύρυνση του ρόλου των SDF. Οι ιαπωνικο-αμερικανικές συμφωνίες ασφάλειας αλλά και οι συνταγματικοί περιορισμοί είχαν ως αποτέλεσμα μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις στις αμυντικές δυνατότητες της Ιαπωνίας. Από τέλη του 1986 κατέστη προφανές ότι το όριο του 1% έπρεπε να αντικατασταθεί. Η εγκατάλειψη αυτού του ορίου πραγματοποιήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο τον Ιανουάριο του 1987. [66]

Η Ιαπωνία στην μεταψυχροπολεμική εποχή:
H μεταστροφή της αμυντικής πολιτικής την δεκαετία του ’90
 
   Από το 1946 στη πολιτική ζωή κυριαρχούσε το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP)[67], συνδεδεμένο με τα οικονομικά και παραγωγικά συγκροτήματα της χώρας, τα οποία είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στον ιαπωνικό μιλιταρισμό, πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το LDP στο εσωτερικό υποστηρίζει την οικονομική ανάπτυξη και στο εξωτερικό την αμερικανική πολιτική. Το πολιτικό κατεστημένο, που οικοδομήθηκε γύρω από το κόμμα των φιλελεύθερων, πραγματοποίησε από τα μέσα της  δεκαετίας του ’70 το λεγόμενο ιαπωνικό θαύμα.
  Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, σημειώθηκαν μεγάλες ανακατατάξεις στην ιαπωνική πολιτική σκηνή.[68] Το κομματικό σύστημα της χώρας υπέστη μεγάλες αλλαγές, όταν μέλη του LDP, το οποίο κυβερνούσε για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, κατηγορήθηκαν για διαφθορά και οικονομικές καταχρήσεις. Οι πολιτικές εξελίξεις, αλλά και η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, οδήγησαν στην εμφάνιση μικρότερων κομμάτων αλλά και στον μετασχηματισμό του ίδιου του LDP. Νέοι πολιτικοί συνασπισμοί, των οποίων ηγούνταν πρώην μέλη των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, ήταν οι νικητές των εκλογών τον Ιούλιο του 1993.
  Μέσα στο γενικότερο μεταβατικό πλαίσιο της δεκαετίας του ΄90, τέθηκε και το ζήτημα του επανακαθορισμού των κατευθύνσεων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το καθεστώς που ίσχυσε μετά το 1945 και το οποίο βασιζόταν στον φιλειρηνισμό, τέθηκε υπό αμφισβήτηση, όταν πολιτικές ελίτ, κυρίως από τους κόλπους του LDP, διεκδικούσαν για την Ιαπωνία έναν πιο ενεργό ρόλο στην διεθνή πολιτική σκηνή.[69] Οι συζητήσεις γύρω από μια διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 9, που θα επιτρέψει στην χώρα να εγκαταλείψει την παθητική στάση της και να αναμιχθεί πιο ενεργά στην διαμόρφωση των διεθνών εξελίξεων, αλλά και η επανεξέταση του Νόμου για τις Δυνάμεις Αυτοάμυνας του 1954, με σκοπό την συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις ΄΄διεθνούς ασφάλειας΄΄, είναι ενδεικτικές του κλίματος των αλλαγών, που εγκαινίασε το τέλος της ψυχροπολεμικής εποχής.
  Τον Ιούνιο του 1992, η Εθνική Δίαιτα ψήφισε νομοθεσία για την συνεργασία των Δυνάμεων Αυτοάμυνας με τα Η.Ε., σε αποστολές ειρήνευσης, ιατρικής και φαρμακευτικής βοήθειας, κατασκευής έργων υποδομής, εκλογικής παρατήρησης και αστυνομικών επιχειρήσεων, υπό αυστηρά περιορισμένες συνθήκες. Η νομοθεσία αυτή (Law Concerning Cooperation with the United Nations Peace-Keeping Operations and Other Operations)[70] υπήρξε η βάση, ώστε το 1992 να επιτραπεί η αποστολή 600 ανδρών των SDF και αστυνομικό προσωπικό 75 ατόμων, σε έργα υποδομών και εκλογικής παρατήρησης του ΟΗΕ στην Καμπότζη, και η αποστολή 53 ατόμων σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις στη Μοζαμβίκη την άνοιξη του 1993. Τα θύματα των ιαπωνικών τμημάτων στην Καμπότζη, από τις επιθέσεις των Κόκκινων Χμέρ, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην ιαπωνική κοινή γνώμη και ο ιαπωνικός λαός εμφανιζόταν απρόθυμος να δεχθεί τη συμμετοχή σε ειρηνευτικές αποστολές σαν μία λειτουργία των SDF.[71]
  Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι Δυνάμεις Αυτοάμυνας πήραν μέρος στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις του Ο.Η.Ε στο Ζαΐρ και την Κένυα το 1994, στα Υψώματα του Γκολάν το 1996 και στο Ανατολικό Τιμόρ το 1999. Η συμμετοχή των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, με σκοπό την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας θεωρείται πως δεν αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις αποκήρυξης των πολεμικών ενεργειών, καθώς η δράση στο πλαίσιο των ειρηνευτικών αποστολών του Ο.Η.Ε,  δεν συνιστά χρήση βίας κατά παράβαση του άρθρου 9. [72]
  Οι προϋποθέσεις, ωστόσο, για την συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις και οι αρχές που διέπουν τη δράση των ειρηνευτικών δυνάμεων,[73] περιορίζουν τις διεκδικήσεις της Ιαπωνίας για έναν πιο ενεργό ρόλο στο διεθνές σύστημα, καθώς και τη συμμετοχή της σε πολεμικές επιχειρήσεις και οργανισμούς συλλογικής ασφάλειας.[74] Η ιδιότητα της Ιαπωνίας, ως μέλους του Ο.Η.Ε, θέτει το ζήτημα της δέσμευσης και συμμόρφωσής της με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, σε περιπτώσεις στρατιωτικών επιχειρήσεων του οργανισμού. Οι δυνατότητες της Ιαπωνίας, σε ότι αφορά την συνεισφορά στρατιωτικών δυνάμεων, είναι περιορισμένες, δεδομένων των συνταγματικών απαγορεύσεων. Η αποστολή ενόπλων δυνάμεων, εκτός της χώρας με σκοπό τη χρήση βίας, αντίκειται στο Σύνταγμα, καθώς υπερβαίνει τα όρια άσκησης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, μόνο στο πλαίσιο του οποίου, η χρήση βίας θεωρείται πως συμβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου 9.


Το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος
 
  Η μεταβολή του καθεστώτος των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας, συμπίπτει με τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος. Μολονότι η κοινή γνώμη παραμένει πιστή στον συνταγματικό φιλειρηνισμό, η μετριοπάθεια που είχε υιοθετηθεί μετά τη συνθηκολόγηση του 1945, τείνει να υποχωρήσει, στους κόλπους της πολιτικής τάξης. Ο φιλελεύθερος Γιουνιχίρο Κοϊζούμι, που έγινε πρωθυπουργός τον Απρίλιο του 2001, στηρίζοντας την λεγόμενη «αντιτρομοκρατική εκστρατεία» των Η.Π.Α, απέστειλε πλοία στον Ινδικό Ωκεανό, μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001(Νοέμβριος 2001) και 520 Ιάπωνες στρατιώτες στο Ν. Ιράκ το 2004, και στις δύο περιπτώσεις παρακάμπτοντας το Σύνταγμα της χώρας, ενώ ενίσχυσε την πολιτική και στρατιωτική συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.[75]
  Η «αντιτρομοκρατική νομοθεσία» (Anti-terrorism Special Measures Law), που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2001 από την Δίαιτα και συμπεριλαμβάνει διάταξη που επιτρέπει την υποστήριξη, από τις  SDF, των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Η.Π.Α, επέτρεψε την αποστολή θαλάσσιων δυνάμεων αυτοάμυνας (MSDF), στον Ινδικό Ωκεανό, για την υποστήριξη των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν.[76] Με τον ίδιο τρόπο, ο «Ειδικός νόμος για τη στήριξη της ανοικοδόμησης του Ιράκ» (Law Concerning the Special Measures on Humanitarian and Reconstruction Assistance in Iraq), που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2003, έδωσε στις δυνάμεις αυτοάμυνας την δυνατότητα εξωτερικών αποστολών, εκτός του πλαισίου των Η.Ε. και χωρίς την προηγούμενη έγκριση του κράτους, στο έδαφος του οποίου επρόκειτο να σταθμεύσουν οι δυνάμεις. Η εν λόγω νομοθεσία προέβλεπε την ανάπτυξη των ιαπωνικών δυνάμεων αυτοάμυνας σε μη εμπόλεμες ζώνες, ώστε να βοηθήσουν στις προσπάθειες ανοικοδόμησης της χώρας.[77] 
  Οι διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας, καθώς και οι φιλειρηνικές διατάξεις του Συντάγματος, τέθηκαν σε δοκιμασία, καθώς οι εναέριες δυνάμεις αυτοάμυνας (ASDF),πραγματοποιούσαν μεταφορές αμερικανών στρατιωτών και άλλων συμμαχικών δυνάμεων, μεταξύ Κουβέϊτ και Βαγδάτης, όπου βρίσκονταν σε εξέλιξη πολεμικές επιχειρήσεις. Η νομοθεσία του 2003, υπό το πρίσμα του άρθρου 9, απαγορεύει την ανάπτυξη των δυνάμεων αυτοάμυνας σε εμπόλεμες ζώνες, καθώς η δράση τους σε ένα τέτοιο περιβάλλον ενέχει τη χρήση βίας. Η αποστολή των ASDF στο Ιράκ κρίθηκε αντισυνταγματική, από το Ανώτατο Δικαστήριο της Nagoya, πρωτεύουσας της περιφέρειας Aichi, με την απόφαση της 17ης Απριλίου του 2008, την πρώτη που καταχωρείται ως τελεσίδικη.[78]
  Οι ενάγοντες ήταν 3.200 Ιάπωνες πολίτες που ζητούσαν  τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά της αποστολής των δυνάμεων αυτοάμυνας στο Ιράκ και χρηματικό πόσο ως αποζημίωση για την παραβίαση του δικαιώματος τους να ζούν εν ειρήνη. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε πως η ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων παραβίαζε τις διατάξεις του άρθρου 9. Το αίτημα για καταβολή αποζημιώσεων απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Nagoya, δίχως να εξεταστεί η συνταγματικότητα της αποστολής των SDF στο Ιράκ στο πλαίσιο του άρθρου 9. Η επίκληση του δικαιώματος στην ειρήνη θεωρήθηκε πως δεν επαρκεί για την θεμελίωση των απαιτήσεων, παρά μόνο αν συνδυαστεί με άλλες διατάξεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
  Το Ανώτατο Δικαστήριο της Nagoya, επιβεβαίωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στη απόφασή του πως η ανάπτυξη των SDF στο Ιράκ δεν παραβιάζει το δικαίωμα του λαού να ζεί εν ειρήνη, αναφέροντας ωστόσο, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το εν λόγω δικαίωμα αποτελεί συγκεκριμένο δικαίωμα και όχι αφηρημένη έννοια. Είναι σημαντικό το γεγονός πως το δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα του λαού να ζεί ειρηνικά, αναφέροντας πως θα πρέπει να κατοχυρώνεται για κάθε άτομο και ότι αποτελεί την θεμελιώδη βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται η άσκηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, η ουσία  του δικαιώματος θεωρείται πως  περιλαμβάνει και την απαγόρευση πολεμικών προπαρασκευαστικών ενεργειών από το κράτος, καθώς αναγνωρίζει όχι μόνο την ιδιότητα του θύματος πολέμου αλλά και του θύτη.
  Το δικαίωμα στην ειρήνη,[79] την διατήρηση του οποίου εγγυάται το ιαπωνικό Σύνταγμα, περιλαμβάνεται στην αποκαλούμενη «τρίτη γενιά δικαιωμάτων», γνωστή και ως «δικαιώματα αλληλεγγύης» και θεωρείται πως δεν περιορίζεται μόνο στο εθνικό και διεθνές επίπεδο, αλλά περιλαμβάνει και μία ατομική διάσταση: το δικαίωμα των ανθρώπων να στέκονται μακριά από ανησυχητικές και καταθλιπτικές ιδέες και αισθήματα, στο πλαίσιο μίας ελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας. 
   Σε ότι αφορά στο ζήτημα της συνταγματικότητας τη δράσης του δυνάμεων αυτοάμυνας στο Ιράκ, το Ανώτατο Δικαστήριο της Nagoya αναγνώρισε πως οι εναέριες επιχειρήσεις μεταφοράς, που πραγματοποιούσαν οι ιαπωνικές SDF, μέσω χρήσης βίας από τις συμμαχικές δυνάμεις,  στο πλαίσιο μιας διεθνούς στρατιωτικής σύγκρουσης, συνιστούν χρήση βίας από τις δυνάμεις αυτοάμυνας, κατά παράβαση του άρθρου 9 του ιαπωνικού Συντάγματος.
    Η κυβέρνηση Κοϊζούμι είχε μιλήσει ένθερμα για την ανάγκη αναθεώρησης των ζωτικής σημασίας άρθρων του Συντάγματος και ιδιαίτερα του άρθρου 9, ενώ τον Αύγουστο του 2005, δημοσιεύθηκε από το LDP, σχέδιο συντάγματος,[80] το οποίο αίρει  την απαγόρευση διατήρησης εξοπλισμών και  προβλέπει τη σύσταση ενόπλων δυνάμεων. Η Ομάδα Συνταγματικής Έρευνας του LDP, κάνει λόγο για την διατήρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 9, ενώ υποστηρίζει την εξάλειψη της παραγράφου 2 και την αντικατάστασή της από μια διάταξη που θα αναγνωρίζει την ύπαρξη των δυνάμεων αυτοάμυνας και το δικαίωμα της συλλογικής άμυνας.[81] Η συγκεκριμένη ενέργεια, εντάσσεται στον σταδιακό προσανατολισμό της κυβέρνησης της Ιαπωνίας προς την κατεύθυνση αλλαγής του φιλειρηνικού της Συντάγματος, ώστε να της επιτρέπεται να λαμβάνει μέρος σε οργανισμούς συλλογικής ασφάλειας. Η τροποποίηση του Συντάγματος απαιτεί την έγκριση των δύο τρίτων των μελών των δύο νομοθετικών σωμάτων και στη συνέχεια την έγκριση κατά πλειοψηφία σε δημοψήφισμα. [82]
  Η αναθεώρηση του φιλειρηνικού ιαπωνικού συντάγματος, ήταν μία από τις κύριες προτεραιότητες και του διαδόχου του Κοϊζούμι, Σίνζο Άμπε, ο οποίος τον Ιανουάριο του 2007, πέτυχε την έγκριση της Δίαιτας για την αναβάθμιση της Υπηρεσίας Άμυνας σε Υπουργείο Άμυνας. Τον Απρίλιο του 2007, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε τις κατευθυντήριες γραμμές για τη συνταγματική αναθεώρηση και ένα μήνα αργότερα η Βουλή των Συμβούλων, ψήφισε το νόμο για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος.[83] Η νομοθεσία θεωρούσε ότι ένα δημοψήφισμα για το θέμα αυτό δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί πριν από το 2010, και απαιτεί την έγκριση της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις,[84] η ιαπωνική κοινή γνώμη είναι διχασμένη ως προς τη χρησιμότητα και το εύρος της αναθεώρησης. Σχεδόν οι μισοί Ιάπωνες επιθυμούν να παραμείνει ως έχει το άρθρο 9 του Συντάγματος, που απαγορεύει τον πόλεμο σε όλες τις περιπτώσεις πλην της αυτοάμυνας.
   Η συντριπτική ήττα, του συνασπισμού του LDP στις εκλογές για τη Βουλή των Συμβούλων (Άνω Βουλή), τον Ιούλιο του 2007, ματαίωσε τα σχέδια του Άμπε,  καθώς τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που ανέκτησαν τον έλεγχο της Άνω Βουλής, καθυστερούσαν την υιοθέτηση νομοσχεδίων, όσον αφορά το ζήτημα της στρατιωτικής συνεργασίας με τις Η.Π.Α, και ο Άμπε δεν κατάφερε να αποσπάσει την υποστήριξη για την παράταση της ναυτικής υποστήριξης της Ιαπωνίας, στη στρατιωτική αποστολή των Αμερικανών στο Αφγανιστάν.[85] Από τότε, η αστάθεια χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό της Ιαπωνίας, ενώ η αδυναμία εκπλήρωσης των υποσχέσεων του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (JDP), που ήταν ο νικητής των βουλευτικών εκλογών τον Σεπτέμβριο του 2009, για απαγκίστρωση[86] από την γεωπολιτική ηγεμονία των Η.Π.Α, οδήγησε σε παραίτηση τον πρωθυπουργό Χατογιάμα, ενώ δέχθηκε σφοδρές επικρίσεις, διότι επέτρεψε τη συνέχιση της λειτουργίας της αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στην Οκινάουα.[87]
 

Περαιτέρω εξελίξεις και ζητήματα
  
  Ύστερα από τη μεταψυχροπολεμική αναδιαμόρφωση της αμερικανικής παρουσίας στην Ασία, πολυάριθμες συνθήκες για την ασφάλεια ή τη συνεργασία έχουν υπογραφεί από τις Η.Π.Α., στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού. Ο επανεξοπλισμός της Ιαπωνίας και χρησιμοποίησή της στα παιχνίδια των νέων γεωπολιτικών ισορροπιών, αλλάζει το πλαίσιο συνεργασίας που είχε μοναδικό στόχο την άμυνά της ή, ενδεχομένως, τη σταθερότητα στην περιοχή κατά την διάρκεια της ψυχροπολεμικής εποχής.[88]
  Από το τέλος του ψυχρού πολέμου και μετά, η συνεργασία εξυπηρετεί κυρίως τη στρατηγική των Η.Π.Α. και τις πολεμικές επιχειρήσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ. Η προσπάθεια ανάδειξης των Δυνάμεων Αυτοάμυνας σε περιφερειακή στρατιωτική δύναμη, που θα λειτουργούν ως ένοπλος εταίρος των Η.Π.Α., υποσκάπτει σημαντικά το βασικό χαρακτήρα του άρθρου 9 του φιλειρηνικού ιαπωνικού Συντάγματος. Η Ιαπωνία δείχνει αποφασισμένη να εδραιώσει τον ρόλο της, ως στρατιωτική δύναμη στην περιοχή, αλλά και να ενισχύσει τις δυνατότητες συνεργασίας με τις στρατιωτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών που βρίσκονται ανεπτυγμένες στον Ειρηνικό. Οι Κατευθυντήριες Αρχές της αμυντικής πολιτικής της Ιαπωνίας, όπως διατυπώθηκαν στο αναθεωρημένο Πρόγραμμα Εθνικής Άμυνας, που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2011, περιλαμβάνουν για πρώτη φορά μεταπολεμικά, την επίτευξη "ικανότητας δυναμικής άμυνας"[89] και τη πιο στενή συνεργασία στο τομέα της ασφάλειας με τις Η.Π.Α και συμμαχικά κράτη, όπως τη Νότια Κορέα και την Αυστραλία. Επιπλέον προβλέπεται η αναβάθμιση της μαχητικής ικανότητας και αλλαγές στην αμυντική διάταξη των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας.
  Στο πλαίσιο του επαναπροσανατολισμού της αμερικανικής πολιτικής ασφάλειας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, ο αμερικανός πρόεδρος επισκεπτόμενος την Καμπέρα της Αυστραλίας, τον Νοέμβριο του 2011, ανακοίνωσε την εγκατάσταση αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στα βόρεια της χώρας, κάτι που θα βοηθήσει στη διατήρηση του «οικοδομήματος της ασφάλειας στην Ασία». «Οι Η.Π.Α είναι μια δύναμη στον Ειρηνικό και είμαστε εδώ για να μείνουμε», δήλωσε χαρακτηριστικά, κατά τη ομιλία του [90]στο αυστραλιανό Κοινοβούλιο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beasley W. G., (edit.), Modern Japan, Aspects of History, Literature, and Society, Charles E. Tuttle Company, Tokyo, 1976

Brian D. V., Zen War Stories, The RoutledgeCurzon Critical Studies in Buddhism Series, RoutledgeCurzon, London and New York, 2003

Chandler J. A., Δημόσια Διοίκηση, Συγκριτική Ανάλυση, (επιμ. Κ. Σπανού), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2003,


Colombos C. J., The International Law of the Sea, 6th rev. ed., Longmans, London, 1967

Defense of Japan 2006, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications

Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications

Dower W. J., Embracing Defeat, Japan in the Wake of World War II, W.W. Norton & Company/ The New Press, 2000

Durant W., Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, Η Ανατολική μας κληρονομιά, Τόμος Α΄, ( μετ. Ανδρ.Φραγκιά), εκδ. Αφοί Συρόπουλοι & Κ. Κουμουνδουρέας Ο.Ε., 1957

East Asia Strategic Review 2002, The National Institute for Defense Studies, Tokyo, 2002

East Asian Strategic Review 2004, The National Institute for Defense Studies Japan, Tokyo, 2004

Gray S. C., National Dilemmas, Challenges & Opportunities, Protomac Books, United States, 2009

Guyonnet Emilie., «Ο γενναιόδωρος σύμμαχος των ΗΠΑ, Περιφερειακή δύναμη η Ιαπωνία στον Eιρηνικό, Χωροφύλακες από το Τόκιο», σε  Le Monde diplomatique, 04. Απρίλιος, 2006

Hall W. J., Japan from prehistory to modern times, Tuttle, Tokyo, 1971, 1987

Hitoshi Nasu., «Article 9 of the Japanese Constitution, Revisited in the Light of International Law», στο  Journal of Japanese Law, Vol. 9, No. 18, 2004

Horowitz D., Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ, Ανατομία της διεθνούς πολιτικής ζωής (1945- 1967), ( μετ. Δημήτρη Καϊσή ), εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1975

Ishii R., A history of political institutions in Japan, (translated by Nihon Kokkashi), University of Tokyo Press, c1980

Keigo Komamura., « Legitimacy of the Constitution of Japan: Redux. Is an imposed constitution legitimate? », submitted to the Constitutional Revision Research Project, Reischauer Institute of Japanese Studies, Harvard University on Feb. 11th, 2010 

Kitagawa M. J., Religion in Japanese History, Columbia University Press, New York, 1966

Νάσκου – Περάκη Π., Το Δίκαιο Των Διεθνών Οργανισμών, Η Θεσμική Διάσταση, τέταρτη έκδοση, εκδ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑθήναΚομοτηνή, 2005

Ohnuki-Tierney E., Kamikaze, cherry blossoms and nationalism: the militarization of aesthetics in Japanese history, University of Chicago Press, 2002

Oppenheim L., International Law: a treatiseDisputes, war, and neutrality, V. II,  Longmans, Green and Co., London, 1952

Shaw N. M., International Law, fourth edition Cambridge University Press, 1997

Shively H. D., (edit.), Tradition and modernization in Japanese culture, Studies in the modernization of Japan, Princeton University Press, 1971

Steel R., Pax Americana, (μετ. Α. Λαμπροπούλου – Δ. Κακουσαίου), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1970

Τσούρη Γ. Ρ., Το Σύνταγμα της Ιαπωνίας, (επιμ. εκδ. Ανδρέας Κ. Παπαδημητρίου), Αθήνα, 1993

Ward Ε. R., Political development in modern Japan, Studies in the modernization of Japan 4, Princeton University Press, 1968

Ward Ε. R., Japan’s political system, 2nd ed. Prentice – Hall comparative Asian goverments series, Engelwood Cliffs, N. J.: Prentice – Hall, c1978

Wilborn L. T., Japan’s Self-Defense Forces: What danger’s to North East Asia?, May 1, 1994, Strategic Studies Institute Research Program for 1994, Strategic Challenge During Changing Times

Η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου του 1959, Sakata v. Japan, 13 Keishu 3225 (Dec. 16, 1959) στο http://www.courts.go.jp/english/judgments/text/1959.12.16-1959-A-No.710.html  (5-3-2012) 

«MORI V. JAPAN: The Nagoya High Court Recognizes The Right to live in peace»,  (translated by Hudson Hamilton) Pacific Rim Law & Policy Journal, Vol. 19, No.3, 2010 στο http://www.law.washington.edu/PacRim/Issues/19 (2-3-2012)

Διαδικτυακοί τόποι:

http://www.mod.go.jp/

http://www.mofa.go.jp/

  

http://www.kantei.go.jp.

 

http://www.japantimes.go.jp

http://www.jimin.jp/english/

http://www.nato.int/docu/review

http://www.whitehouse.gov/  

 



[1] Η φεουδαλική εποχή της ιαπωνικής ιστορίας, χαρακτηρίζει μια περίοδο πολυετών συγκρούσεων και εμφύλιων πολέμων, οι οποίοι οδήγησαν τους ισχυρούς γαιοκτήμονες (Daimyō) να μισθώνουν ιδιωτικούς πολεμιστές για την προστασία των ιδιοκτησιών τους, με αποτέλεσμα την σταδιακή επικράτηση στρατιωτικών οικογενειών, κυρίως από το τέλος του 11ου αιώνα, και την ανάδειξη των samurai σαν επαγγελματική τάξη μαχητών. Οι samurai λειτουργούσαν υπό την προστασία του Σογκούν (Shōgun), ο οποίος ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός κυβερνήτης και ζούσαν τη ζωή τους σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα συμπεριφοράς του μπουσίντο (buke-hō) ή αλλιώς "Ο Τρόπος του Πολεμιστή". Για την φεουδαρχική περίοδο στην Ιαπωνία βλ. ενδεικτικά Hall W. J., Japan from prehistory to modern times, Tuttle, Tokyo, 1971, 1987, σ. 75-134. Επίσης Ishii R., A history of political institutions in Japan, (translated by Nihon Kokkashi), University of Tokyo Press, c1980, σ. 31-51.  Κατά τον 16ο αιώνα, παρατηρείται σταδιακή ανάδειξη μιας μοναδικής κεντρικής διοίκησης, μέσω της πολεμικής υπεροχής του ισχυρού στρατηγού Toyotomi Hideyoshi. Ο τελευταίος όταν επανένωσε τα εμπόλεμα ανεξάρτητα κρατίδια της Ιαπωνίας, άρχισε να εισάγει ένα άκαμπτο κοινωνικό σύστημα τάξεων που ολοκληρώθηκε αργότερα από τον διαδοχό του,  Tokugawa Ieyasu. Το φέουδο Τοκουγκάβα επικράτησε στις αρχές του 17ου αιώνα, ύστερα από συγκρούσεις και πολλές εναλλαγές καθεστώτων, και κυβερνούσε ουσιαστικά τη χώρα, με πρωτεύουσα το Έντο (σημερινό Τόκυο), ενώ ο αυτοκράτορας εδρεύοντας στο Κιότο, είχε συμβολικό ρόλο, δίχως δύναμη και εξουσία. Βλ. Ishii R., ό.π., σ. 53-89.
2 Durant W., Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, Η Ανατολική μας κληρονομιά, Τόμος Α΄, ( μετ. Ανδρ.Φραγκιά), εκδ. Αφοί Συρόπουλοι & Κ. Κουμουνδουρέας Ο.Ε., 1957, σ. 864-865.
3  Charles D. Sheldon., « The Politics of the Civil War of 1868», σε: Beasley W. G., (edit.), Modern Japan, Aspects of History, Literature, and Society, Charles E. Tuttle Company, Tokyo, 1976, σ. 27-51.
 4  Steel R., Pax Americana, (μετ. Α. Λαμπροπούλου – Δ. Κακουσαίου), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1970, σ. 172-174.


[5]  Βλ. Hall W. J., ό.π., σ. 253- 264.
[6] Ward Ε. R., Political development in modern Japan, Studies in the modernization of Japan 4, Princeton University Press, 1968, σ38-59.
7 Για το πρώτο Σύνταγμα και τη μετέπειτα πολιτική ζωή της Ιαπωνίας βλ. περιληπτικά Τσούρη Γ. Ρ., Το Σύνταγμα της Ιαπωνίας, (επιμ. εκδ. Ανδρέας Κ. Παπαδημητρίου), Αθήνα, 1993, σ. 12-18.
8 Για το Σύνταγμα Meiji και τη θέση του αυτοκράτορα βλ. στο Ohnuki-Tierney E., Kamikaze, cherry blossoms and nationalism: the militarization of aesthetics in Japanese history, University of Chicago Press, 2002, σ. 69-79.
9  Hall W. J., ό.π., σ. 294-307.
10 Durant W., ό.π., 930.

[11] Ohnuki-Tierney E., ό.π., σ. 62-68.
12 Kitagawa M. J., Religion in Japanese History, Columbia University Press, New York, 1966, σ. 11-22.
13 Βλ. στο Brian D. V., Zen War Stories, The RoutledgeCurzon Critical Studies in Buddhism Series, RoutledgeCurzon, London and New York, 2003
14 Ohnuki-Tierney E., ό.π., σ. 125-142.
15 Albert M. Craig, « Fukuzawa Yukichi: The Philosophical foundations of Meiji Nationalism », σε: Ward Ε. R., ό.π., σ. 99-148.
16 Donald Keene, « Sino-Japanese War of 1894-1895 and  its cultural effects in Japan », σεShively H. D., (edit.), Tradition and modernization in Japanese culture, Studies in the modernization of Japan, Princeton University Press, 1971, σ. 121-175.
17 Βλ. αναλυτικά Hall W. J., ό.π., σ. 325-344.

[19] Βλ. περιληπτικά τον πόλεμο στον Ειρηνικό στο Hall W. J., ό.π., σ. 344-348.
[20] Ishii R., ό.π., σ. 129-130.
[21] Horowitz D., Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ, Ανατομία της διεθνούς πολιτικής ζωής (1945- 1967), ( μετ. Δημήτρη Καϊσή ), εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1975, σ. 72 -76 και 86- 87.

[22] Dower W. J., Embracing Defeat, Japan in the Wake of World War II, W.W. Norton & Company/ The New Press, 2000, σ. 33- 45.

23 Horowitz D., ό.π., σ. 78.
24 Βλ. αναλυτικά την διαδικασία δημιουργίας του ιαπωνικού μεταπολεμικού Συντάγματος στο Keigo  Komamura., « Legitimacy of the Constitution of Japan: Redux. Is an imposed constitution legitimate?», submitted to the Constitutional Revision Research Project, Reischauer Institute of Japanese Studies, Harvard University on Feb. 11th, 2010,  στο http://www.fas.harvard.edu/~rijs/crrp/papers/pdf/Komamura_Constitution.pdf  (4-2-2012)

[25] Τσούρη Γ. Ρ., ό.π., σ. 42-44.
[26] Στο ίδιο, σ. 55-57.
[27] Στο ίδιο, σ. 50-55.
[28] Στο ίδιο, σ. 58-60.
[29] Ward Ε. R., Japan’s political system, 2nd ed, Prentice – Hall comparative Asian goverments series, Engelwood Cliffs, N. J.: Prentice – Hall, c1978, σ. 58-73.
30 Ishii R., ό.π., 128-129.

31 Τσούρη Γ. Ρ., ό.π., σ. 41- 42.
[32] Στο ίδιο, σ. 44.

[33] Wilborn L. T., Japan’s Self-Defense Forces: What danger’s to North East Asia?, May 1, 1994, Strategic Studies Institute Research Program for 1994, Strategic Challenge During Changing Times, σ. 12, στο  http://www.strategicstudiesinstitute.army.mil/pdffiles/pub102.pdf (17-1-2012)

34 Hitoshi Nasu., «Article 9 of the Japanese Constitution, Revisited in the Light of International Law», στο  Journal of Japanese Law, Vol. 9, No. 18, 2004, σελ. 50-66 (ειδ. σ. 53)

35 Ο καταστατικός χάρτης του Ο.Η.Ε ρητά αναφέρει στο άρθρο 51 το φυσικόν δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής νομίμου αμύνης. Βλ. περισσότερα στο Shaw N. M., International Law, fourth edition Cambridge University Press, 1997,  σ. 787-794.




36 Oppenheim L., International Law: a treatiseDisputes, war, and neutrality, V. II,  Longmans, Green and Co., London, 1952, σ. 416- 418.
37 Hitoshi Nasu., ό.π., σ. 52-53.
38Το άρθρο 2(4) του καταστατικού χάρτη του Ο.Η.Ε συνδέεται άμεσα με την απαγόρευση χρήσης βίας και ακολουθεί την λήψη συλλογικών μέτρων που εξασφαλίζουν αυτή την απαγόρευση, η οποία δημιουργεί στα κράτη την υποχρέωση να καταφεύγουν στην ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών. Η απαγόρευση της χρήσης βίας στο διεθνές δίκαιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά από το άρθρο 2(4), αλλά σε συνδυασμό με τα άρθρα 39, 51 και 53 του Χάρτη. Βλ. Shaw N. M., ό.π., σ. 777-781 και781-782.
39Hitoshi Nasu., ό.π., σ. 53


[40] Shaw N. M., ό.π., σ. 794-795.
[41] Η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου του 1959, Sakata v. Japan, 13 Keishu 3225 (Dec. 16, 1959) στο http://www.courts.go.jp/english/judgments/text/1959.12.16-1959-A-No.710.html  (9-2-2012) 
42 Gray S. C., National Security Dilemmas, Challenges & Opportunities, Protomac Books, United States, 2009, σ. 217-253.
[43] Ο πόλεμος στο Ιράκ, αντικατόπτρισε την απόφαση των Η.Π.Α να παρακάμψουν τον πρωταρχικό ρόλο του Ο.Η.Ε και του Σ.Α., βλ. στο http://www.wagingpeace.org/articles/2005/03/00_krieger_war-illegal-illegitimate.htm ( 27- 3-2012) 

[44] Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications, Part II The Basics of Japan’s Defense Policy and Build-up Defense Policy, Chapter 1 The Basic concepts of Japan’s Defense Policy and Related Issues, Section 2 The Constitution and the Right of Self-Defense, σ. 137,  στο http://www.mod.go.jp/e/publ/w_paper/2011.html  (5-2-2012)

45 βλ. αναλυτικά για τις αμυντικές δαπάνες αλλά και τον εξοπλισμό των ιαπωνικών δυνάμεων στο http://www.mod.go.jp/e/d_budget/pdf/240301.pdf ( 5-2-2012)

46 Colombos C. J., The International Law of the Sea, 6th rev. ed., Longmans, London, 1967, σ. 314-315.
47 Defense of Japan 2011, ό.π., σ. 137.
48 βλ. περισσότερα στο http://www.stripes.com/news/a-model-missile-defense-team-1.69604(4-2-2012)

52  Hitoshi Nasu., ό.π., σ. 57.
53 Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), ό.π., σ. 138.
54Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications, Part II The Basics of Japan’s Defense Policy and Build-up Defense Policy, Chapter 1 The Basic concepts of Japan’s Defense Policy and Related Issues, Section 3 The Basics of Defense Policy, σ. 139.
55 Βλ. Ενδεικτικά την έκθεση του 2006,  Defense of Japan 2006, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications, Chapter II The Basics of Japan’s Defense Policy, Section 1 The Basic Concepts on Japan’s Defense Policy, σ. 92, στο http://www.mod.go.jp/e/publ/w_paper/2006.html (3-3-2012)

 56  Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), ό.π., σ. 139.
[57]  "National Defense Program Guidelines for FY 2011 and Beyond", Japanese Ministry of Defense, 17 December 2010, στο http://www.mod.go.jp. (3-2-2012)
[58] "Statement by Chief Cabinet Secretary," Prime Minister of Japan and His Cabinet Website, 10 December 2004, στο http://www.kantei.go.jp. (4-4-2012) "Missile Shield Project to Proceed," The Japan Times, 25 December 2005 στο http://www.japantimes.co.jp/text/nn20051225a1.html (4-4-2012)
[59] Nippon Keidanren, "Proposal for a New National Defense Program Guidelines," 20 July 2010,  στο http://www.keidanren.or.jp. (5-2-2012)
 ( 5-2-2012)
61 Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications, Part II: Measures for Defense of Japan, Chapter 1 Operations of Self- Defense Forces for Defense of Japan and Responses to Diverse Situations, σ. 1-51, στο http://www.mod.go.jp/e/publ/w_paper/2011.html
62 Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications, Part II The Basics of Japan’s Defense Policy and Build-up Defense Policy, Chapter 1 The Basic concepts of Japan’s Defense Policy and Related Issues, Section 3 The Basics of Defense Policy, σ. 140.
[64] Βλ. σύντομη ιστορική αναδρομή των προγραμμάτων από το 1976 στο Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications, Part II The Basics of Japan’s Defense Policy and Build-up Defense Policy, Chapter 2 The New National Defense Program Guidelines, Section 1 History of the National Defense Program Guidelines, σ. 141-142, στο http://www.mod.go.jp/e/publ/w_paper/pdf/2011/21Part2_Chapter2_Sec1.pdf
[65] Για την πρωθυπουργία Nakasone βλ. στο http://www.jimin.jp/english/about_ldp/history/104291.html  (26-2-2012)
[66] Wilborn L. T., Japan’s Self-Defense Forces: What danger’s to North East Asia?, May 1, 1994, Strategic Studies Institute Research Program for 1994, Strategic Challenge During Changing Times,σ. 13, στο  http://www.strategicstudiesinstitute.army.mil/pdffiles/pub102.pdf
67Βλ. Αναλυτικά για το LDP στο Ward Ε. R., Japan’s political system, 2nd ed. Prentice – Hall comparative Asian goverments series, Engelwood Cliffs, N. J.: Prentice – Hall, c1978, σ. 88-95.

68 Sonia El Kahal, « Ιαπωνία», σε: Chandler J. A., Δημόσια Διοίκηση, Συγκριτική Ανάλυση, (επιμ. Κ. Σπανού), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2003, σ. 419.
69 Wilborn L. T., ό.π., σ. 23-26.
[71]  Wilborn L. T., ό.π., σ. 12.
[72] Hitoshi Nasu., ό.π., σ. 60.
[73] Βλ. ενδεικτικά Νάσκου – Περάκη Π., Το Δίκαιο Των Διεθνών Οργανισμών, Η Θεσμική Διάσταση, τέταρτη έκδοση, εκδ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005, σ. 153-158.
[74]Masako Ikegami., ΝΑΤΟ και Ιαπωνία: Η ενίσχυση της σταθερότητας στην Ασία σε: δελτίο ΝΑΤΟ, καλοκαίρι 2007, στο http://www.nato.int/docu/review/2007/issue2/greek/art4.html (21-1-2012)
[75] East Asian Strategic Review 2002, The National Institute for Defense Studies  Japan, σ. 300-306.
[76]  Για την «αντιτρομοκρατική νομοθεσία» και την δράση των δυνάμεων αυτοάμυνας βλ. στο ίδιο, σ. 310-323.
[77] Βλ. αναλυτικά στο East Asian Strategic Review 2004, The National Institute for Defense Studies Japan, σ. 217-229.

[78] «MORI V. JAPAN: The Nagoya High Court Recognizes The Right to live in peace»,  (translated by Hudson Hamilton) Pacific Rim Law & Policy Journal, Vol. 19, No.3, 2010 στο http://www.law.washington.edu/PacRim/Issues/19 (2-3-2012)

80 Για το σχέδιο του LDP βλ. στο http://www.jimin.jp/english/about-ldp/constitution/index.html (14-1-2012)
81 Hitoshi Nasu., ό.π., σ. 65.
82  Τσούρη Γ. Ρ., ό.π., σ. 62.
83 Βλ. Reischauer Institute of Japanese Studies, Constitutional Revision Research Project, Chronology 2007-2009, στο http://www.fas.harvard.edu/~rijs/crrp/chronology/y2007.html (1-2-2012)
85 Βλ. στο http://news.bbc.co.uk/2/hi/6990519.stm (1-2-2012)
88 Guyonnet Emilie., «Ο γενναιόδωρος σύμμαχος των ΗΠΑ, Περιφερειακή δύναμη η Ιαπωνία στον Eιρηνικό, Χωροφύλακες από το Τόκιο», σε  Le Monde diplomatique, 04. Απρίλιος, 2006, στο http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article288 (3-3-2012)

89 Defense of Japan 2011, (Annual White Paper), Japanese Ministry of Defense Publications, στο  http://www.mod.go.jp/e/publ/w_paper/2011.html