Ανθής
Κοσκινά-Σαριδάκη[1]
Δ.Ν., Postdoc Δικαίου της Έρευνας
Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η ρητή και ειδική συνταγματική
προστασία της επιστημονικής έρευνας δεν αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των
ανεπτυγμένων χωρών. Πράγματι, παρότι πρόκειται για μια δραστηριότητα της οποίας
η οικονομική αλλά και ανθρωπιστική σημασία είναι πλέον αδιαμφισβήτητες, σε
αρκετές έννομες τάξεις ο συντακτικός νομοθέτης σιωπά, «επιβάλλοντας» στην
θεωρία την προσφυγή σε de facto δικαιϊκές λύσεις.
Παραδόξως δε, στις χώρες όπου η
επιστημονική έρευνα προστατεύεται ρητά (όπως στην Ελλάδα, δια του άρθρου 16
παρ. 1 Σ), φαίνεται πως η θεωρία αλλά και η νομολογία δεν έχουν ακόμα
αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που παρέχει το Σύνταγμα για την προστασία της,
χωρίς να είναι ακόμα ευδιάκριτο εάν αυτό οφείλεται σε δισταγμό επίκλησης της
συνταγματικής προστασίας από τους ίδιους τους ερευνητές, ή από την πλευρά των
νομικών αναλυτών.
Το επίκαιρο, όμως, και συνεχώς
αυξανόμενο φαινόμενο της κινητικότητας των ερευνητών (ή καλύτερα της φυγής
τους, εάν το δούμε από την πλευρά των κρατών που σημειώνουν κυρίως απώλειες,
όπως η Ελλάδα), εγείρει νέα ερωτήματα ως προς το περιεχόμενο της υποχρέωσης στήριξης
της εγχώριας, κάθε φορά, έρευνας η οποία βαραίνει αυτά από τα κράτη που έχουν
κατοχυρώσει στο συνταγματικό τους δίκαιο την επαυξημένη προστασία της.
Πράγματι, η κινητικότητα ή και φυγή
των ερευνητών παρουσιάζεται μεν (από την διεθνή κοινότητα) ως επιθυμητό
αποτέλεσμα, με το επιχείρημα της τόνωσης της διεθνούς οικονομίας και της
ανταγωνιστικότητας, αλλά αφενός εμποδίζει (από την πλευρά των χωρών που
σημειώνουν απώλειες σε ερευνητικό δυναμικό) την απόσβεση της κρατικής
χρηματοδότησης της εκπαίδευσης του ερευνητή
δια της μετέπειτα αξιοποίησής του στην αγορά εργασίας, αφετέρου έρχεται σε
αντίθεση με το δικαίωμα (του ίδιου του επιστημονικού ερευνητή) στην εργασία,
που προστατεύεται επίσης ρητά στα περισσότερα δημοκρατικά κράτη.
Παρουσιάζει λοιπόν ιδιαίτερο
ενδιαφέρον η μελέτη των συνταγματικών διατάξεων που παρέχουν επαυξημένη
προστασία στην επιστημονική έρευνα, όπως για παράδειγμα στο Ελληνικό δίκαιο,
προκειμένου, σε συνδυασμό με την ρητή επίσης προστασία του δικαιώματος στην
εργασία (που επίσης χαρακτηρίζει το ελληνικό δίκαιο) να εκτιμηθούν οι
δυνατότητες που υπάρχουν για την αντιμετώπιση ή, ενδεχομένως, και τον μετριασμό
του φαινομένου της φυγής των ερευνητών που επισύρει τις τόσο σημαντικές και
ανεπιθύμητες για μια χώρα οικονομικές και ανθρωπιστικές συνέπειες.
Α.
Συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας στα δίκαια των δυτικών χωρών:
οι δύο βασικές προσεγγίσεις
1.
Έμμεση προστασία της επιστημονικής
έρευνας, δια του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της
σκέψης
Η
ρητή συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας δεν αποτελεί
χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων δημοκρατικών χωρών,
και δεν προστατεύεται πάντα με ειδική συνταγματική διάταξη, σε αντίθεση με άλλα
ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Κατά κανόνα όμως, επειδή πρόκειται για μια βασική και αναγκαία δραστηριότητα
που επιτρέπει την πρόσβαση στην τόσο σημαντική για τον άνθρωπο και την πρόοδο
γνώση -η οποία, δε, έχει κομβικό ρόλο στις σύγχρονες δημοκρατίες που βασίζονται
στην ελεύθερη ενημέρωση των πολιτών-, προστατεύεται δια της εφαρμογής των
διατάξεων περί προστασίας της ελευθερίας της σκέψης και της ελεύθερης κίνησης
των ιδεών, καθώς και, παράλληλα, δια των διατάξεων περί ελεύθερης ανάπτυξης της
προσωπικότητας.
Για παράδειγμα, ενώ το αμερικάνικο
Σύνταγμα δεν μνημονεύει ειδικά το δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα,
η θεωρία εκτιμά ότι το δικαίωμα αυτό απορρέει αφενός από την προστασία της
ατομικής ελευθερίας,
αφετέρου, και κυρίως, από την ελευθερία της έκφρασης που προστατεύεται στην 1η
Τροπολογία. Σε κάθε περίπτωση, η επιστημονική ελευθερία θεωρείται πως αποτελεί
βασικό δικαίωμα της αμερικάνικης δημοκρατίας, όπως αυτό προκύπτει από την ρητή
προστασία των επιστημονικών εφευρέσεων στο αμερικάνικο Σύνταγμα (βλ. άρθρο 8,
εδάφιο 8 παρ. 8 «Εξουσίες του Κογκρέσου»),
αλλά και από την σύγκριση του «λειτουργήματος της ενημέρωσης» των επιστημόνων
με αυτό των δημοσιογράφων, από το Ανώτατο Δικαστήριο. Παρά ταύτα, δεν
αναγνωρίζεται περαιτέρω και κάποιο συνταγματικό δικαίωμα στην διεξαγωγή
επιστημονικών πειραμάτων.
Αντίστοιχα, το Γαλλικό Σύνταγμα
επίσης δεν μνημονεύει ρητά κάποιο δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα.
Η θεωρία,
όμως, και πάλι αντιμετωπίζει την επιστημονική ελευθερία ως αυτονόητη και κεκτημένη,
συνδέοντάς την με το άρθρο 5 της Διακήρυξης
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789,
αλλά και αντιμετωπίζοντας την ως προαπαιτούμενο για την ελεύθερη ανάπτυξη της
ανθρώπινης προσωπικότητας και της ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης.
Παράλληλα, το Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε, με την από 20.01.1984 απόφασή
του, ότι το δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα αποτελεί μια βασική αρχή του
γαλλικού συνταγματικού δικαίου, στο πλαίσιο όμως της ακαδημαϊκής ελευθερίας των
καθηγητών-ερευνητών, η οποία κρίθηκε ότι περιλαμβάνει και το δικαίωμά τους αυτό.
Στις έννομες τάξεις, λοιπόν, που δεν
κατοχυρώνεται ρητά η συνταγματική προστασία της επιστημονικής έρευνας, αυτή
προστατεύεται έμμεσα, ως θεμέλιο της ελεύθερης ανάπτυξης του ατόμου, αλλά και ως
προαπαιτούμενο της ελεύθερης έκφρασης ή της ελεύθερης παιδείας. Βέβαια, η
απουσία ειδικής και ρητής προστασίας της σε κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος
(όπως το Σύνταγμα) καταλήγει στην προστασία ορισμένων και μόνο πτυχών της: για
παράδειγμα, στο αμερικάνικο συνταγματικό δίκαιο δεν θεωρείται ότι αποτελεί
κεκτημένο το δικαίωμα διεξαγωγής επιστημονικών πειραμάτων, στο γαλλικό δίκαιο
το συνταγματικό δικαίωμα διεξαγωγής ερευνών αναγνωρίζεται επισήμως μόνο υπέρ
των διδασκόντων, κλπ.
Η επιστημονική έρευνα αποτελεί όμως
μια συμπαγή και δυναμική δραστηριότητα που βασίζεται στην αλληλεπίδραση της
θεωρίας με το πείραμα, και θα έπρεπε να κατοχυρώνεται σε όσα το δυνατόν
περισσότερα υποκείμενα δικαίου.
2. Ρητή προστασία και στήριξη της έρευνας, σε ορισμένα Συντάγματα
και στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, ως κεκτημένο της δημοκρατικής σκέψης
Αντίθετα με τα παραπάνω
παραδείγματα, ειδική αναφορά στην ελεύθερη διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας
περιέχουν τα Συντάγματα που υιοθετήθηκαν ή τροποποιήθηκαν μετά από τον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, όπως είναι το Γερμανικό
και το Ιταλικό, ή
και μετά την πτώση των τελευταίων δικτατορικών καθεστώτων στην Ευρώπη, όπως το
Πορτογαλικό, το
Ισπανικό και
βεβαίως το Ελληνικό. Έτσι, το Σύνταγμά μας προστατεύει με ειδική διάταξη την
επιστημονική αναζήτηση, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 Σ «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η
προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
Στις περιπτώσεις αυτές, η ειδική
προστατευτική ρύθμιση της επιστημονικής αναζήτησης, ερμηνευόμενη στο πλαίσιο
της ιστορικής συγκυρίας κατά την οποία υιοθετήθηκε, θεωρείται κατάκτηση της
δημοκρατικής σκέψης.
Πράγματι, μια χώρα που έχει βιώσει
εμπόλεμη ή δικαιϊκά έκρυθμη κατάσταση και επανέρχεται μετά στην ομαλότητα,
προστατεύει κατά προτεραιότητα τα βασικά μεν ανθρώπινα δικαιώματα και
δραστηριότητες, αλλά και αυτά που θεωρείται ότι τέθηκαν σε κίνδυνο. Και ως
παράδειγμα χειραγώγησης της έρευνας αναφέρονται ακόμα και σήμερα με αποτροπή οι
παρεμβάσεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ου αιώνα επί της
ελεύθερης επιστημονικής έρευνας, μέσω υιοθέτησης νόμων που επέβαλλαν την διδαχή
συγκεκριμένων (εις βάρος άλλων) επιστημονικών θεωριών, όπως ο νόμος των πιθήκων
στην ναζιστική Γερμανία, αλλά και οι διάφορες θεωρίες περί ευγωνικής που διαδόθηκαν
(και επίσης χρηματοδοτήθηκαν) τότε.
Προς υποστήριξη αυτής της ανάγνωσης,
διαπιστώνουμε ότι με ειδική αναφορά (ή και ειδική αυτοτελή σύμβαση)
προστατεύεται η επιστημονική έρευνα και στα κείμενα του σύγχρονου διεθνούς
δικαίου, όπως είναι η Σύμβαση για τα
Βιοϊατρικά Δικαιώματα ή Σύμβαση του Οβιέδο,
το σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος,
κλπ. που καλούνται να υποστηρίξουν την επιστημονική έρευνα σήμερα, σε τομείς
που υπόκεινται σε εντονότατη κριτική και ηθικές επιταγές ενίοτε θρησκευτικής
απόχρωσης (όπως, ενδεικτικά, η βιοϊατρική έρευνα πάνω σε έμβρυα που συγκρούεται
με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ατόμου).
Μεγαλύτερο ωφέλημα, όμως, από την
προοδευτική χροιά που δίνει σε ένα νομικό κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος
(όπως είναι το Σύνταγμα ή και η σύμβαση του διεθνούς δικαίου) μια τέτοια
διάταξη, είναι ότι κατοχυρώνεται ρητά και αυτόνομα η ειδική προστασία της
επιστημονικής αναζήτησης ως συμπαγής δραστηριότητα.
Αυτό σημαίνει ότι αφενός μεν η εν
λόγω δραστηριότητα δεν χρειάζεται να τεμαχίζεται για να χαίρει προστασίας π.χ.
ως προς το περιεχόμενό της (βλ. προστασία της θεωρητικής αναζήτησης και όχι του
επιστημονικού πειράματος), ή ως προς τους αποδέκτες της (βλ. προστασία του
ερευνητικού-διδακτικού προσωπικού και όχι του αμιγώς ερευνητικού προσωπικού),
αφετέρου δε ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την αναζήτηση και την καθιέρωση
ενός πλήρους και σφαιρικού προστατευτικού νομικού πλαισίου της επιστημονικής
έρευνας.
Θα μπορούσε δηλαδή, στα δίκαια όπου
προστατεύεται ρητά το δικαίωμα στην έρευνα, να υπάρχει πλούσια θεωρία και
νομολογία, με στόχο την ανάδειξη ενός ενιαίου νομικού πλαισίου της
επιστημονικής αναζήτησης αλλά και την αντιμετώπιση νέων φαινομένων (όπως αυτό
της φυγής των ερευνητών). Και ως προς αυτό, παρουσιάζει πράγματι ιδιαίτερο
ενδιαφέρον η μελέτη του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, και συγκεκριμένα του
άρθρου 16 παρ. 1 Σ, σε συνδυασμό και με την ελληνική ερευνητική πραγματικότητα,
δεδομένου ότι αυτό όντως προσφέρει μια επαυξημένη και ειδική προστασία στην
έρευνα, αντιμετωπιζόμενη ως συμπαγή και αυτοτελή δραστηριότητα.
Β. Ανάλυση
του δικαιώματος στην έρευνα, στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο (άρθρο 16 παρ. 1
Σ): ατομική και κοινωνική διάσταση του δικαιώματος
1. Η πρωταρχική νομική λειτουργία του άρθρου 16 παρ. 1 Σ
ως αμυντικού δικαιώματος
Κατά την ρητή διατύπωση του άρθρου
16 παρ. 1 Σ («Η ... επιστήμη, η έρευνα
και η διδασκαλία είναι ελεύθερες»), κατοχυρώνεται συνταγματικά η αυτοτελής
προστασία της επιστημονικής έρευνας, ανεξάρτητα από την χρησιμότητά της για την
ανάπτυξη της προσωπικότητας, για την παιδεία ή για την οικονομία. Αποδίδονται
δηλαδή έμφαση και κύρος στην επιστημονική έρευνα εν γένει.
Σύσσωμες, δε, η θεωρία αλλά και η
νομολογία δέχονται ότι διασφαλίζεται με την παραπάνω διάταξη το ατομικό
καταρχήν δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα.
Οι νομικοί αναλυτές συμφωνούν μεταξύ τους,
ενώ την ανάγνωση αυτή επικυρώνει και το Συμβούλιο της Επικράτειας, το οποίο
στην γνωστή πλέον υπ’αρ. 1043/1989 απόφασή του, διευκρινίζει ότι η ενασχόληση
με την επιστημονική έρευνα αποτελεί ατομικό δικαίωμα του καθενός, και όχι
αποστολή του κράτους ή του όποιου φορέα κρατικής εξουσίας.
Η επίκληση του αμυντικού χαρακτήρα του δικαιώματος (status negativus) δεν
φαίνεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα στην θεωρία ή την νομολογία,
δεδομένου ότι εστιάζει καθαρά στην απώθηση των αναιτιολόγητων κρατικών
παρεμβάσεων, υπό την όποια μορφή και σε κάθε στάδιο της ερευνητικής δραστηριότητας.
Θεωρείται δε κεκτημένο (χάριν της κοινής λογικής) ότι οι αναγκαίες -αλλά και
επιθυμητές- παρεμβάσεις και κρίσεις επί του επιστημονικού έργου από τους ίδιους
τους επιστήμονες, καθώς και ο επιστημονικός διάλογος και αντίλογος, δεν
αποτελούν κρατική παρέμβαση.
Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 16
παρ.1 Σ, γίνεται δεκτό ότι το δικαίωμα στην έρευνα περιλαμβάνει το δικαίωμα
ελεύθερης επιλογής του ερευνητικού αντικειμένου, καθώς και διεξαγωγής πάνω σε
αυτό επιστημονικής έρευνας, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα θιγούν -δια της
επιλεχθείσας μεθόδου ή/και δια του επιλεχθέντος πειράματος- άλλα προστατευόμενα
αγαθά ή αξίες. Δεν
δύναται δηλαδή το κράτος να παρέμβει απαγορεύοντας την μελέτη συγκεκριμένου
αντικειμένου ή θέματος, επιβάλλοντας το,
ή και θεσπίζοντας αναιτιολόγητες
προϋποθέσεις ή συνέπειες για την άσκηση του δικαιώματος.
Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 16
παρ. 1 Σ περιλαμβάνει το δικαίωμα
διάδοσης των πορισμάτων της έρευνας, είτε προς περιορισμένο αριθμό
ατόμων (π.χ. αμφιθέατρο πανεπιστημίου) είτε δημοσίως (π.χ. συνέντευξη,
δημοσίευμα), και με όποιο μέσο κρίνει πρόσφορο ο φορέας του δικαιώματος,
με την προϋπόθεση και πάλι ότι δεν θα θίγονται -δια της επιλεχθείσας μορφής ή
του ειδικότερου περιεχομένου της δημοσίευσης επιστημονικών πληροφοριών- άλλες
προστατευόμενες αξίες και αγαθά.
Βέβαια, παρά την αναλυτική μελέτη
του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 16 παρ. 1 Σ, η θεωρία και η νομολογία δεν έχουν
μέχρι σήμερα ασχοληθεί με τον ακριβή ορισμό της προστατευόμενης επιστημονικής
έρευνας, παρότι αυτό αποτελεί αναγκαίο βήμα για την -συχνή κατά τα φαινόμενα
(αν και κυρίως στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας)- επίκληση της
συνταγματικής προστασίας της.
Αυτό, δε, ενδεχομένως και να οφείλεται στο ότι η αμυντική διάσταση του
δικαιώματος καλύπτεται και με άλλες διατάξεις, π.χ. περί ελευθερίας της γνώμης
-στο ελληνικό δίκαιο δια του άρθρου 14 Σ-, όπως εξάλλου γίνεται κατά κόρον στα
κράτη που δεν κατοχυρώνουν την ειδική συνταγματική προστασία της επιστημονικής
έρευνας.
Εν κατακλείδι, ο ατομικός χαρακτήρας
(αμυντική λειτουργία) του δικαιώματος στην επιστημονική έρευνα, που αποτελεί
και την πρωταρχική λειτουργία του άρθρου 16 παρ. 1 Σ, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος
των δημοκρατικών πολιτευμάτων, και προστατεύεται στην πράξη είτε υπάρχει ειδική
συνταγματική προστασία είτε όχι, ως ελευθερία της πνευματικής κίνησης του
ατόμου.
2. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του δικαιώματος στην έρευνα
και η υποχρέωση στήριξης του κράτους
Το σημαντικότερο, όμως, προτέρημα
της ρητής προστασίας της επιστημονικής έρευνας κατά το άρθρο 16 παρ. 1 Σ είναι
ότι δεν εξαντλείται στην αμυντική αυτή διάσταση.
Πράγματι, σύμφωνα με το ίδιο το
άρθρο του Συντάγματος («... η ανάπτυξη
και η προαγωγή τους -σημ. της επιστήμης και της έρευνας, μεταξύ άλλων- αποτελεί υποχρέωση του Kράτους»),
κατοχυρώνεται επιπλέον και μια βασική υποχρέωση στήριξης και προαγωγής της
έρευνας εις βάρους του κράτους, προσδίδοντας στην εν λόγω ελευθερία και
χαρακτηριστικά κοινωνικού δικαιώματος (βλ. status positivus).
Η ανάγνωση αυτή βρίσκει σύμφωνους
όλους τους νομικούς αναλυτές ως προς την ύπαρξη κρατικής υποχρέωσης στήριξης
της έρευνας,
αλλά όχι και ως προς το ακριβές περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής.
Συγκεκριμένα, γίνεται δεκτό ότι η
υποχρέωση του κράτους κυμαίνεται από την βασική «υποχρέωση διαμόρφωσης της έννομης τάξης κατά τρόπο πρόσφορο για την
ανάπτυξη της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας» ή και την «αρωγή του κράτους ... (το οποίο) πρέπει να ενισχύει την επιστημονική
έρευνα από οποιονδήποτε φορέα (ιδιωτικό ή δημόσιο) και αν διεξάγεται αυτή και
πρωτίστως να διαμορφώνει τον χώρο της ελεύθερης και πολυφωνικής ανάπτυξής της», έως και την ειδικότερη «αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαφόρων επιστημονικών απόψεων», ή την υποχρέωση διευκόλυνσης του
ερευνητή «παρέχοντάς του όλες τις
λειτουργικές προϋποθέσεις, που είναι απαραίτητες για την πρόσβαση στις
ερευνητικές πηγές».
Επιπλέον, υποστηρίζεται και ότι ο
ερευνητής δικαιούται «να αξιώνει το μέρος
των δημοσίων δαπανών, που του αναλογεί και ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις
ανάγκες για την πραγματοποίηση της ατομικής και συλλογικής έρευνας», ή «να αξιώνει συμμετοχή στον σχεδιασμό και στη
διοικητική υποδομή της έρευνας», παρά το γεγονός ότι η χρηματοδότηση
της έρευνας -όπως και η γενικότερη υποχρέωση παροχής ερευνητικών υποδομών και
στήριξης- δεν αποτελεί αμιγώς νομικό ζήτημα, αλλά και πολιτικό, δεδομένου ότι
το κράτος είναι αυτό που παρέχει την χρηματοδότηση.
Τέλος, επισημαίνεται ότι ο συνδυασμός
των άρθρων 16 παρ.1 Σ και 5 παρ. 1 Σ περί ελεύθερης ανάπτυξης της
προσωπικότητας, θεμελιώνει την θετική υποχρέωση του κράτους για την προσήκουσα
διαμόρφωση των μέσων και του τρόπου άσκησης του επαγγέλματος που επιλέγει ο
καθένας,
ενώ παρόμοιο συμπέρασμα θα μπορούσε να βασιστεί και στον συνδυασμό των άρθρων
16 παρ.1 Σ και 22 παρ.1 Σ περί δικαιώματος στην ατομική εργασία (δηλαδή
αντίστοιχα, στην υποχρέωση του κράτους για την δημιουργία συνθηκών ουσιαστικής
απασχόλησης των επιστημόνων).
Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις
παραπάνω αναλυτικές ερμηνείες του δικαιώματος, η θεωρία κρίνει σύσσωμη ότι το
άρθρο 16 παρ. 1 Σ δεν κατοχυρώνει κάποια αγώγιμη αξίωση κατά του Κράτους.
Ίσως δε, το τελευταίο αυτό συμπέρασμα να εξηγείται και δια της επιρροής της νομολογίας
των γερμανικών δικαστηρίων,
τα οποία επικεντρώνονται στον έλεγχο της οριοθέτησης του δικαιώματος,
αναφέροντας κυρίως την αμυντική του διάσταση.
Εάν τύχει όμως και υιοθετηθούν μέτρα
τα οποία αντιβαίνουν στην εν λόγω κρατική υποχρέωση στήριξης της έρευνας,
γίνεται δεκτό ότι αυτά θα μπορούν να θεωρηθούν αντισυνταγματικά.
Εξάλλου, η ένταξη του δικαιώματος στην επιστημονική έρευνα στην κατηγορία των
κοινωνικών δικαιωμάτων έχει σημασία, κυρίως λόγω των σημαντικών νομικών
συνεπειών που χαρακτηρίζουν την κατηγορία αυτή (βλ. μεταξύ άλλων, και την χρήση
τους ως κανόνας ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων).
Αυτό λοιπόν το στοιχείο, της χρήσης
του άρθρου 16 παρ. 1 Σ ως κανόνας ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων,
είναι που φέρει την μεγαλύτερη σημασία για την αντιμετώπιση της μαζικής φυγής
των επιστημόνων από την επικράτεια, η οποία δείχνει να αποδεικνύει από μόνη της
την αναποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων έχουν υιοθετηθεί κατ’ εφαρμογή του
εν λόγω άρθρου και, ενδεχομένως, με στόχο την στήριξη και την προώθηση της
εγχώριας επιστημονικής έρευνας.
Προαπαιτούμενο, όμως, της μελέτης
της συνταγματικότητας των νόμων που υιοθετήθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16
παρ. 1 Σ εν όψει του φαινομένου της φυγής των ερευνητών, είναι η ανάλυση του
ιδίου αυτού του φαινομένου.
Γ.
Χαρακτηριστικά του φαινομένου φυγής των επιστημόνων
Τα κύματα φυγής επιστημόνων από
ορισμένες χώρες προς άλλες δεν αποτελούν πρόσφατο γεγονός, αντιθέτως, μιας και
ο όρος πρωτοεμφανίζεται το 1963 σε έκθεση της Royal Society of London, αναφορικά
με την τότε μετανάστευση Βρετανών επιστημόνων.
Λόγω δε των σημαντικών -οικονομικών κυρίως- συνεπειών του, έχει πλέον μελετηθεί
εκτενώς και έχουν προκύψει απο τις εν λόγω μελέτες κρίσιμα συμπεράσματα.
Συγκεκριμένα, η φυγή του
εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού μπορεί να έχει ποικίλες μορφές αλλά και
ένταση (ανάλογα κυρίως με την αιτία της φυγής, όπως π.χ. οικονομικοί ή
πολιτικοί λόγοι), οδηγώντας σε διαφορετικές κάθε φορά συνέπειες για την χώρα
προέλευσής του. Για παράδειγμα, παρότι κατά κανόνα, η χώρα προέλευσης σημειώνει
σίγουρες απώλειες σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και σε κονδύλια (απώλεια
των δημοσίων δαπανών που έγιναν για την εκπαίδευση του ερευνητή), επισημαίνεται
ότι στην περίπτωση επιστροφής -έστω και περιορισμένου αριθμού εκ των-
μεταναστευόντων ερευνητών στην χώρα προέλευσής τους, η χώρα αυτή αποκομίζει
μετρήσιμο κέρδος (εισαγωγή πρόσθετων γνώσεων, βελτίωση εμπειριών και επιπέδου
συνεργασιών στα εργαστήρια κλπ).
Η επιστροφή, έστω και τμήματος των
ερευνητών, αποτελεί όμως σπάνια περίπτωση (είτε γίνεται αυθόρμητα, είτε
ενθαρρύνεται από εξειδικευμένες πολιτικές της χώρας υποδοχής), και σίγουρα
πρόκειται περί ενός φαινομένου περιορισμένης έκτασης για να γίνεται λόγος για
αμοιβαίο κέρδος υπέρ της χώρας προέλευσης. Αντίθετα, κάθε κύμα φυγής προσφέρει
σίγουρα και αποκλειστικά οφέλη στην χώρα υποδοχής (βλ. εισροή ήδη
εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού με γνώσεις αιχμής) και για το λόγο αυτό ενθαρρύνεται
σταθερά από τις χώρες υποδοχής, με επιλεκτικές και στοχευμένες μεταναστευτικές
πολιτικές.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, και
σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα στον Τύπο, το κύμα φυγής των επιστημόνων της
προς τις ανεπτυγμένες χώρες
που αποτελούσε βέβαια ένα πάγιο φαινόμενο (καθώς η εισροή επιστημόνων προς τη
χώρα μας είναι αμελητέα), αυξάνεται όλο και περισσότερο, υιοθετώντας πλέον
ανησυχητικές διαστάσεις.
Για παράδειγμα, επισημαίνεται ότι «Αύξηση έως και 70% καταγράφεται τα
τελευταία 5 χρόνια στους Έλληνες επιστήμονες που καταφεύγουν στο εξωτερικό
αναζητώντας εργασία, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται ´αποψίλωση´ του
καθηγητικού δυναμικού των Ελληνικών Πανεπιστημίων καθώς λόγω της δραματικής
μείωσης των μισθών και της έλλειψης παροχής κινήτρων από μέρους της πολιτείας,
όλο και περισσότεροι ακαδημαϊκοί φεύγουν σε άλλες χώρες για να επιβιώσουν και
να εργαστούν». Είναι δε αδιαμφισβήτητο ότι το
φαινόμενο αυτό δεν έχει για την χώρα μας παρά μόνο αρνητικές συνέπειες.
Πράγματι, οφείλεται και λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, τις
συνέπειες της οποίας η παραμονή του επιστημονικού και εξειδικευμένου εργατικού
δυναμικού θα μπορούσε να μετριάσει, δεδομένου ότι η αύξηση/σημαντική παρουσία
των επιστημόνων είναι που οδηγεί στην αύξηση των καινοτομιών που εφευρίσκονται,
και συνεπώς στην οικονομική αναδόμηση.
Σε ότι αφορά την γέννεση του
φαινομένου, οι μελέτες αναδεικνύουν πως οι βασικοί λόγοι απώθησης ερευνητών από
μια χώρα είναι βεβαίως οι οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι (όπως στην περίπτωση
των Παγκοσμίων Πολέμων), αλλά πέραν αυτών και υπό ομαλές συνθήκες, η έλλειψη
αξιοκρατίας και δέουσας αναγνώρισης του ερευνητικού έργου, «η έλλειψη ερευνητικών κονδυλίων και ευκαιριών απασχόλησης, οι αδυναμίες της έρευνας στη χώρα τους, καθώς και η μεγάλη
γραφειοκρατία».
Ωστόσο, παρά την φαινομενική
συνθετότητα και μη προβλεψιμότητα των μετακινήσεων αυτών, το φαινόμενο δεν
δείχνει να είναι μη αντιστρεπτό καθώς είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι
συγκεκριμένα μέτρα και κρατικές ρυθμίσεις (όπως η βελτίωση των συνθηκών
διεξαγωγής της έρευνας, οι πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, η μεγαλύτερη
διαφάνεια κλπ.) επιτρέπουν ή και ενθαρρύνουν την επιστροφή των επιστημόνων πίσω
στην χώρα προέλευσής τους.
Αυτό αποδείχθηκε και έμπρακτα με τις εξειδικευμένες πολιτικές επαναπατρισμού
επιστημόνων που έχουν υιοθετήσει και θέσει σε εφαρμογή με απόλυτη επιτυχία,
κυρίως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και άλλες χώρες όπως η Ταϊβάν και το
Χονγκ-Κόνγκ.
Γίνεται λοιπόν σαφές, με βάση τα
παραπάνω στοιχεία, ότι πράγματι ορισμένες συνθήκες οδηγούν στην φυγή επιστημόνων
και ερευνητών από μια χώρα, αλλά αντίστροφα, υπάρχουν και μέτρα που μπορούν να ενθαρρύνουν
την επιστροφή όσων είχαν μεταναστεύσει. Συνεπώς, το κύμα φυγής των ερευνητών
μπορεί να μετριαστεί δια της υιοθέτησης ανάλογων εξειδικευμένων ρυθμίσεων.
Δ. Νόμοι υλοποίησης της επιταγής του άρθρου 16 παρ 1 Σ
και κίνητρα εργασίας στον συγκεκριμένο εργασιακό χώρο
1. Η κατοχύρωση του θεσμού του ερευνητή στον Ν. 1514/1985
Η μελέτη των
νομοθετημάτων για την έρευνα προσφέρει ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά
με την αντιμετώπιση του ερευνητή και του ερευνητικού έργου σε εθνικό επίπεδο,
και για το πόσο ελκυστικό μπορεί να καταστεί το συγκεκριμένο επάγγελμα, τόσο
για τους Έλληνες όσο και για τους αλλοδαπούς ερευνητές, κατ’ εφαρμογή της
επιταγής του άρθρου 16 παρ 1 Σ.
Για παράδειγμα, ο αρχικός νόμος
1514/1985 για την έρευνα που είχε κατοχυρώσει και τον θεσμό του ερευνητή -δια
της υιοθέτησης ενός σύνθετου πλέγματος σχετικών διατάξεων- όριζε, απευθυνόμενος
σε όλους τους ερευνητές, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, το ύψος των αποδοχών τους,
οι οποίες ήταν ίδιες με αυτές του καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της
αντίστοιχης βαθμίδας, και αποτελούνταν από τον βασικό μισθό, από το
χρονοεπίδομα αλλά και λοιπά επιδόματα, όπως σπουδών, οικογενειακών βαρών κλπ.
Η διάταξη αυτή σαφώς προσέδιδε σταθερότητα και ασφάλεια στον ερευνητή, αλλά
προσέδιδε επιπλέον και κύρος.
Επιπλέον όμως, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει
τους μεταναστεύοντες ανά τον κόσμο επιστήμονες που διορίζονταν σε θέσεις
ερευνητών στην ημεδαπή, ο νομοθέτης προέβλεπε με λεπτομέρεια και σαφήνεια -στο
άρθρο 18 παρ. 5- τους όρους και το ύψος της αποζημίωσης για έξοδα μετοικεσίας
των Ελλήνων επιστημόνων, που ήταν μέχρι πρότινος μόνιμοι κάτοικοι του
εξωτερικού. Το σχετικό άρθρο ανέφερε ρητά (δεσμεύοντας, δηλαδή, την εκτελεστική
εξουσία) ότι καταβάλλονται, στην περίπτωση αυτή, τα έξοδα ταξιδιού του ερευνητή
και της οικογένειάς του, τα έξοδα μεταφοράς της οικοσκευής αλλά και τα έξοδα
εγκατάστασης στην Ελλάδα.
Ως προς
αυτό, ο Ν. 1514/1985, τόσο δια της κατοχύρωσης του θεσμού του ερευνητή αλλά και
δια της αντιμετώπισής του ισάξια με τους καθηγητές ΑΕΙ, συνέβαλε έμπρακτα στην
αντιμετώπιση ενός των παραγόντων διαρροής του επιστημονικού δυναμικού, καθώς οι
μετρήσεις δείχνουν ότι μεταξύ αυτών βρίσκεται η «ακαμψία των εργασιακών συστημάτων, η ισχύς των καθηγητών πανεπιστημίου
που κατέχουν μόνιμες θέσεις ...» αλλά και «η αίσθηση .. των επιστημόνων ότι η εργασία και η συμβολή τους δεν
εκτιμώνται και δεν αμείβονται κοινωνικά στις χώρες ύπαρξής τους».
Εξάλλου, οι σχετικές μετρήσεις έδειξαν πως τα μέτρα που υιοθετήθηκαν τότε, κατά
τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχαν πράγματι θετικά αποτελέσματα καθώς
ήταν αρκετοί οι επαναπατρισμοί που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο.
2. Η κατεύθυνση των μετέπειτα νομοθετικών ρυθμίσεων
Το
ρυθμιστικό πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας εξελίχθηκε, όμως, σταδιακά προς
μια διαφορετική κατεύθυνση (ειδικότερα σε ότι αφορά τους όρους εξάσκησης του
επαγγέλματος των ερευνητών), όπως προκύπτει από την ανάλυση των διατάξεων που
επέφεραν πολλές και ουσιαστικές τροποποιήσεις επί του αρχικού υπ’αρ. 1514/1985
νόμου.
Για
παράδειγμα, με τον νόμο 2530/1997 (ΦΕΚ Α’ 218) για την υπηρεσιακή κατάσταση και
την αναμόρφωση μισθολογίου των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ και των ερευνητών, διαχωρίζονταν
πλέον οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων. Ο νόμος ρύθμιζε, δηλαδή, στην
Ενότητα Α’ την υπηρεσιακή κατάσταση και τις αποδοχές των μελών ΔΕΠ (σελ.7987),
και στην Ενότητα Β’ αυτές των ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων και άλλων
συναφών κατηγοριών (σελ. 7995), κατοχυρώνοντας μισθολογικά (αλλά και
σημειολογικά) την
αποσύνδεση των δύο. Αργότερα, ο Ν. 3205/2003 (άρθρο 38) που τροποποιούσε τις
παραπάνω διατάξεις (αυξάνονταν οι βασικοί μισθοί και τα επιδόματα, και μέρος
των ήδη καταβαλλόμενων επιδομάτων ενσωματώνονταν στον βασικό μισθό), παγίωνε
την χωριστή αυτή προσέγγιση.
Πέραν όμως των
ειδικών ρυθμίσεων που αφορούν καθαρά τις αποδοχές των ερευνητών και οι οποίες
οφείλονται και στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες,
υπάρχουν και ρυθμίσεις οι οποίες χωρίς καθαρή αιτιολογία (κυρίως εάν λάβουμε
υπόψη την υποχρέωση στήριξης της έρευνας που αναφέρει ρητά το Σύνταγμα)
αποτελούν δυσμενή αντιμετώπιση των ερευνητών, σε σχέση με άλλες συναφείς επαγγελματικές
ομάδες.
Επιπλέον, η ελλιπής στήριξη των ερευνητών (παρά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την
ρητή επιταγή του Συντάγματος) φαίνεται και στο ζήτημα των κινήτρων
επαναπατρισμού των επιστημόνων.
Για
παράδειγμα, ενώ το παραπάνω αναφερόμενο άρθρο 18 Ν.1514/1985 που ρύθμιζε τα
κίνητρα επαναπατρισμού των μεταναστευόντων ερευνητών παρέμεινε ουσιαστικά ίδιο
μετά την υιοθέτηση του νόμου 2919/2001 (η σχετική διάταξη του Ν.2919/2001
παρέλειπε μόνο την αναφορά στον επίσημο αερομεταφορέα, που ήταν η Ολυμπιακή Αεροπορία),
με το άρθρο 30 του Ν. 3653/2008,
το συγκεκριμένο άρθρο αλλάζει ριζικά. Συγκεκριμένα, η νέα διάταξη ορίζει μόνο
ότι με κοινή υπουργική απόφαση «(2) ...
θεσπίζονται κίνητρα για τον επαναπατρισμό Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς
εντός και εκτός Ε.Ε. Με την απόφαση αυτή προσδιορίζονται ειδικότερα οι
κατηγορίες Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς και μ π ο ρ ο ύ ν να προβλεφθούν
εφάπαξ ερευνητικές χορηγίες ένταξης επιστημόνων στον ερευνητικό ιστό της χώρας
...».
Η καίρια
αλλαγή που επέφερε, δηλαδή, ο Ν. 3653/2008 στο θέμα των κινήτρων επαναπατρισμού
των Ελλήνων ερευνητών του εξωτερικού αλλά και της κατοχύρωσης των αποδοχών τους
(ήτοι, αναφορικά με την επαγγελματική τους σταθερότητα), βρίσκεται στην
κατοχύρωση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης να υιοθετήσει και να
εφαρμόσει τα αναφερόμενα στον νόμο κίνητρα επαναπατρισμού, αντί για την
προηγούμενη πλήρη δέσμευσή της (δέσμια αρμοδιότητα). Στην πράξη δε, φαίνεται
πως αυτή η πιο χαλαρή νομοθετική ρύθμιση διόλου δεν οδήγησε στην υιοθέτηση
(αποτελεσματικών και ουσιαστικών) κινήτρων επαναπατρισμού.
Επιπλέον, δε,
στο ίδιο πνεύμα κινείται και το νέο Σχέδιο Νόμου που αφορά στην Έρευνα, την
Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία, που τέθηκε σε διαβούλευση προσφάτως.
Πράγματι, το άρθρο του 35 αναφέρει την δυνατότητα ερευνητές του εξωτερικού να
απασχολούνται σε ερευνητικά ιδρύματα της ημεδαπής με σύμβαση οποιασδήποτε
νομικής μορφής, στο πλαίσιο της οποίας δικαιούνται να λαμβάνουν χρηματική
αποζημίωση ή μισθό σύμφωνα με τον κανονισμό του ερευνητικού κέντρου, και ορίζει
επίσης ότι «μ π ο ρ ε ί να προβλέπονται
από τους πόρους των ερευνητικών φορέων ... εφάπαξ ερευνητικές χορηγίες ένταξης
επιστημόνων στον ερευνητικό ιστό της χώρας, άλλα ειδικά οικονομικά κίνητρα και
μέτρα διευκόλυνσης της επιστροφής των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού ...».
Η απόφαση,
δηλαδή, περί υιοθέτησης κινήτρων επιστροφής των ερευνητών της διασποράς δεν
αποτελεί πλέον, σύμφωνα με το νέο σχέδιο νόμου, μέρος του εθνικού κεντρικού
σχεδιασμού αφού θα υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε ερευνητικού
φορέα, μεμονωμένα. Παράλληλα, η μισθολογική αντιμετώπισή τους (σε περίπτωση που
τελικά κάποιοι απ’αυτούς επιστρέψουν) δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική, και δεν
προσφέρει κάποιο σημαντικό κίνητρο, όπως ίσως θα έπρεπε σύμφωνα με την επιταγή
του άρθρου 16 παρ. 1 Σ κατά το οποίο «η
ανάπτυξη και η προαγωγή (της επιστήμης και της έρευνας) αποτελεί υποχρέωση του
Κράτους».
Επειδή
όμως οι μετρήσεις δείχνουν ότι η Ελλάδα γνωρίζει σήμερα σημαντικό πρόβλημα
διαρροής επιστημόνων και ερευνητών, τίθεται έντονα το ερώτημα κατά πόσο
κινούνται στο πνεύμα του Συντάγματος οι παραπάνω νομοθετικές τροποποιητικές διατάξεις,
δεδομένου ότι κατά το γράμμα του άρθρου 16 παρ. 1 Σ το κράτος οφείλει ρητά να
παρέχει ουσιαστική στήριξη στην εγχώρια ερευνητική δραστηριότητα.
Ε. Η πιθανή
αντισυνταγματικότητα των νέων ρυθμίσεων για την έρευνα
1. Γενικές προϋποθέσεις έγερσης της αντισυνταγματικότητας
Όπως αναφέρθηκε αρχικά, σύσσωμη η
θεωρία δέχεται ότι, το κοινωνικό δικαίωμα στην επιστημονική έρευνα που
κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παρ. 1 Σ επιτρέπει τον έλεγχο των νόμων που
ψηφίζονται κατ’ εφαρμογή του, και συγκεκριμένα επιτρέπει, σε περίπτωση που
υιοθετηθούν μέτρα τα οποία αντιβαίνουν στην εν λόγω κρατική υποχρέωση, αυτά να
θεωρηθούν αντισυνταγματικά,
εάν κριθεί ότι καταλήγουν, έστω και έμμεσα, στην καταστρατήγηση των διατάξεων
του Συντάγματος. Και η διαδικασία αυτή, σίγουρα αποτελεί ένα μέτρο πίεσης προς
την εκτελεστική εξουσία να εναρμονίσει την νομοθεσία με τις επιταγές του
Συντάγματος, εάν έχει αποκλίνει από αυτόν της τον σκοπό.
Βέβαια, δεν γίνεται εδώ αναφορά τόσο
στον προληπτικό έλεγχο αντισυνταγματικότητας που κατοχυρώνεται στο ελληνικό
δίκαιο, καθώς αυτός προϋποθέτει την αντιπαράθεση με την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία είτε από την πλευρά του προέδρου της Βουλής (ή ενός βουλευτή, ή ενός
μέλους της κυβέρνησης) στην περίπτωση του άρθρου 100 παρ.1 του Κανονισμού της
Βουλής,
είτε από την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 42
παρ. 1 Σ.
Πράγματι, οι νομοθετικές ρυθμίσεις αντικατοπτρίζουν επακριβώς (και με ποιο
έντονο, ίσως, τρόπο στον τομέα της έρευνας) την κυβερνητική πολιτική ή και
πολιτική της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας,
με την οποία συντάσσονται κατά κανόνα τα παραπάνω αναφερόμενα θεσμικά πρόσωπα.
Περισσότερο πιθανή, λοιπόν, είναι η
έγερση ζητήματος συνταγματικότητας των νόμων από φυσικά και νομικά πρόσωπα
έχοντα έννομο συμφέρον (π.χ. ερευνητές και ενώσεις ερευνητών), στο πλαίσιο του
προβλεπόμενου κατασταλτικού και παρεμπίπτοντα (ή διάχυτο) έλεγχο
συνταγματικότητας που διεξάγεται από τα δικαστήρια.
Ο έλεγχος αυτός τελείται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, με
σκοπό να αποφευχθεί η in casu εφαρμογή
της ρύθμισης που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση καταστρατήγηση των
διατάξεων του Συντάγματος. Είναι, δε, συγκεκριμένος και αφορά την κρίσιμη για
την εκάστοτε υπόθεση διάταξη, η οποία και μόνο δεν θα εφαρμοστεί σε περίπτωση
που κριθεί αντισυνταγματική.
Επιτρέπει όμως αφενός την μη αντισυνταγματική αντιμετώπιση των εν λόγω διαδίκων
(χάρη στην μη εφαρμογή της), αφετέρου την δημιουργία νομολογίας η οποία παρότι
μη δεσμευτική κατά το ελληνικό δίκαιο, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο κύρος και
επιρροή, δυνάμενα να οδηγήσουν σε περαιτέρω μεταρρυθμιστικές εξελίξεις.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο
μπορούν να θεωρηθούν αντισυνταγματικές οι -κυρίως μεταγενέστερες του Ν.
1514/1985- τροποποιητικές διατάξεις των νόμων για την έρευνα (ή και του σήμερα
υπό συζήτηση σχεδίου νόμου) που προβλέπουν την διακριτική ευχέρεια της
διοίκησης για την υιοθέτηση κινήτρων επαναπατρισμού των ερευνητών ή και την
μισθολογικά δυσμενέστερη αντιμετώπιση των ερευνητών (αναλογικά με πριν, αλλά
και με άλλες συναφείς επαγγελματικές ομάδες), σε σχέση με την ρητή υποχρέωση
στήριξης και προάσπισης της έρευνας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παρ. 1 Σ.,
και λαμβάνοντας υπόψη το ανησυχητικό πλέον φαινόμενο της μαζικής φυγής των
ερευνητών.
Το παραπάνω ερώτημα τίθεται καταρχήν
λόγω της πραγματικής κατάστασης (την
φυγή των Ελλήνων ερευνητών, δηλαδή) η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα πως τα
νομοθετικά μέτρα και τα κίνητρα επαναπατρισμού δεν είναι αποτελεσματικά. Τίθεται
όμως επιπλέον λόγω της βραδύτητας στην υιοθέτηση (αποτελεσματικών) μέτρων, η
οποία συνδέεται και αυτή με την αδυναμία των ρυθμιστικών διατάξεων να στηρίξουν
ή να προαγάγουν ουσιαστικά την έρευνα στην Ελλάδα (όπως π.χ. μισθολογικά
κίνητρα υπέρ της εξάσκησης του επαγγέλματος ή κίνητρα υπέρ της επιστροφής των
ερευνητών στην Ελλάδα).
Τα εθνικά δικαστήρια έχουν βέβαια
ήδη επικαλεστεί την συνταγματική επιταγή στήριξης και προαγωγής της έρευνας
(κυρίως, όμως, σε παλαιότερες αποφάσεις) όπως έγινε, για παράδειγμα, με την υπ’αρ.
152/79 απόφαση του ΣτΕ.
Πράγματι, κατά την απόφαση αυτή, διάταξη που στερεί σε αξιωματικούς το δικαίωμα
αναβολής της κατάταξής τους λόγω σπουδών, είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας
αλλά και με την υποχρέωση του κράτους να
προάγει την επιστήμη, καθώς το κράτος δεν έχει μόνο υποχρέωση να μην θέτει
εμπόδια στην ελεύθερη διεξαγωγή της επιστήμης και της έρευνας, αλλά επιπλέον
υποχρεούται να λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα που να διευκολύνουν π.χ. τις σπουδές
του ερευνητικού δυναμικού της χώρας.
Συνεπώς, τίθεται απλά το ερώτημα πως
και με ποιο ειδικότερο περιεχόμενο διαμορφώνεται σήμερα η υποχρέωση του κράτους
να λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα στήριξης της έρευνας κατά το άρθρο 16 παρ. 1 Σ
καθώς και ποιες νομοθετικές ρυθμίσεις ή επιλογές είναι -εν όψει του
περιεχομένου αυτού- αντισυνταγματικές, δεδομένης της τωρινής οικονομικής και
πολιτικής κατάστασης και του φαινομένου της φυγής των ερευνητών.
2. Κριτήρια αξιολόγησης ευνοϊκής ρύθμισης ως
αντισυνταγματικής χρησιμοποιούμενα αναλογικά στις ευνοϊκές βάσει αρ. 16 παρ. 1
Σ διατάξεις
Σε ότι αφορά, όμως, το ακριβές -και
επικαιροποιημένο, κυρίως- περιεχόμενο της υποχρέωσης στήριξης της έρευνας καθώς
και της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων που έχουν υιοθετηθεί κατ’ εφαρμογή
της υποχρέωσης του άρθρου 16 παρ. 1 Σ (ως κοινωνικό δικαίωμα), η νομολογία
είναι ιδιαίτερα πενιχρή, αν όχι ανύπαρκτη. Παρά ταύτα, χρησιμοποιώντας τον
δικανικό συλλογισμό άλλων αποφάσεων (συναφούς αντικειμένου) περί
αντισυνταγματικότητας των εκεί εφαρμοζόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων, ενδεχομένως
να μπορούμε να συνάγουμε ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με την
υπ’αρ. 988/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ,
ο ανώτατος δικαστής έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2
γ του νόμου 2525/1997 που επέτρεπαν την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των μελών
πολύτεκνων οικογενειών κατά την διαδικασία πρόσβασης στα ΑΕΙ (βάσει του άρθρου
21 παρ. 2 και 5 Σ που αποσκοπούν στην προστασία των πολύτεκνων οικογενειών, και
έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος), με το σκεπτικό
ότι η παρέκκλιση αυτή από το γενικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση «αντίκειται στις αρχές της
ισότητας και της αξιοκρατίας ... διότι η ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης
οικογένειας δεν συνδέεται με ικανότητες ή δεξιότητες του υποψηφίου (που
απαιτούνται για να κριθεί εισακτέος στα ΑΕΙ) ...».
Κρίθηκε, δηλαδή, ότι η προνομιακή
ρύθμιση ομάδας ατόμων που βασίζεται σε μια επιταγή του Συντάγματος
-συγκεκριμένα σ’αυτήν του άρθρου 21 παρ. 2 Σ, ειδική φροντίδα των πολυτέκνων-
είναι αντισυνταγματική, όταν κατοχυρώνει την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση ορισμένων
(εδώ, υποψηφίων κατά την διαδικασία εισαγωγής τους στα ΑΕΙ) εις βάρος
υπολοίπων, που ανήκουν όμως στην ίδια υπό κρίση κατηγορία και έχουν επιπλέον
ίδιο συμφέρον. Ήτοι, από την στιγμή που η ευνοϊκή αντιμετώπιση ορισμένων
αποτελεί ταυτόχρονα μη ευνοϊκή αντιμετώπιση άλλων ατόμων της ίδιας ομάδας, αυτή
θεωρείται αυτομάτως αντισυνταγματική ως αντίθετη στην αρχή της ισότητας.
Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, μια
ευνοϊκή ρύθμιση που υιοθετείται κατ’ εφαρμογή ρητής επιταγής του Συντάγματος
και δεν αποτελεί ταυτόχρονα μη ευνοϊκή αντιμετώπιση άλλων ατόμων που ανήκουν
στην ίδια υπό κρίση ομάδα, θα πρέπει κατ’αρχήν να θεωρείται συνταγματική.
Εφαρμόζοντας δε το αμέσως παραπάνω
λογικό συμπέρασμα των απαραίτητων δυο προϋποθέσεων (ρητή επιταγή του
Συντάγματος για ειδική προστατευτική αντιμετώπιση, και μη προσβολή των αρχών
της ισότητας/αξιοκρατίας), συνάγουμε ότι μια ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των ερευνητών
-κατ’ εφαρμογή της ρητής επιταγής του άρθρου 16 παρ. 1 Σ-, που θα παρέχει
κίνητρα ενασχόλησης με το επάγγελμα του ερευνητή ή και επαναπατρισμού των
μεταναστευόντων ερευνητών, και δεν θα αποτελεί ταυτόχρονα μη ευνοϊκή
αντιμετώπιση ατόμων της ίδιας κατηγορίας, θα πρέπει να θεωρείται καταρχήν
σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Συγκεκριμένα για την πρώτη
προϋπόθεση, το άρθρο 16 Σ όχι μόνο θεσπίζει την ρητή υποχρέωση του Κράτους να
προάγει και να στηρίζει την επιστήμη και την έρευνα (άρθρο 16 παρ. 1 Σ),
αλλά επιπλέον αναγάγει την παιδεία -άρα εμμέσως και την επιστημονική έρευνα η
οποία αποτελεί προαπαιτούμενο της παιδείας- σε αποστολή του κράτους (άρθρο 16
παρ. 2 Σ).
Επομένως, αφενός πράγματι υφίσταται η ρητή συνταγματική επιταγή να υιοθετηθούν
ευνοϊκές υπέρ των ερευνητών και της έρευνας ρυθμίσεις, αφετέρου είχαν ήδη
υιοθετηθεί στο παρελθόν τέτοιες ευνοϊκές ρυθμίσεις (π.χ. κίνητρα ενασχόλησης με
το συγκεκριμένο επάγγελμα ή κίνητρα επιστροφής των μεταναστευόντων ερευνητών,
στον αρχικό Ν. 1514/1985).
Τίθεται όμως κάθε φορά το ερώτημα
κατά πόσο οι εκάστοτε ευνοϊκές υπέρ της επιστημονικής έρευνας ρυθμίσεις είναι
αντίθετες -ή όχι- στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της
αξιοκρατίας, όπως αυτό θα υφίστατο εάν υπήρχαν διαχωρισμοί στο πλαίσιο της
ιδίας κατηγορίας (των ερευνητών δηλαδή),
ήτοι εάν ενισχύονταν μόνο οι γυναίκες ερευνήτριες (προσβολή της αρχής της
ισότητας των φύλων, κατ’ άρθρο 4 παρ. 2 Σ κυρίως), ή μόνο οι νεότεροι
επιστήμονες δια της υιοθέτησης σχετικά χαμηλού ηλικιακού ορίου για την υποβολή
υποψηφιότητας στην θέση του διευθυντή ερευνητικού κέντρου.
Στην περίπτωση όμως της ομοιόμορφης
μεταχείρισης προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες (π.χ. όλοι οι
μεταναστεύοντες ερευνητές), η προσβολή αυτή δεν φαίνεται να τελείται.
ΣΤ. Τελικές
συμπερασματικές σκέψεις
Προκύπτει, εν κατακλείδι, από την
παραπάνω ανάλυση, ότι τα ευνοϊκά μέτρα που είχαν υιοθετηθεί βάσει του αρχικού
Ν. 1514/1985 (π.χ. κυρίως η μισθολογική κατοχύρωση των ερευνητών και υιοθέτηση
κινήτρων επαναπατρισμού) ήταν σύμφωνα με το γράμμα αλλά και το πνεύμα της
συνταγματικής επιταγής περί στήριξης και προαγωγής της έρευνας, αφενός διότι
υλοποιούσαν την εν λόγω επιταγή, αφετέρου διότι δεν στοιχειοθετούσαν κάποια
προσβολή σε άλλες συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές, όπως η αρχή της ισότητας
και η αρχή της αξιοκρατίας.
Προφανώς, βέβαια, ο συντακτικός
νομοθέτης δεν ορίζει στην διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 Σ το ακριβές περιεχόμενο
των μέτρων στήριξης και προαγωγής της έρευνας που δίνει εντολή να υιοθετηθούν,
καθώς αφήνει τον κοινό νομοθέτη να πράξει κατ’ επιλογή δική του. Στο πλαίσιο
όμως της ελευθερίας αυτής ως προς τα ειδικότερα μέτρα υλοποίησης, η επιταγή για
στήριξη και προαγωγή της επιστημονικής έρευνας παραμένει αδιαμφισβήτητη.
Οι εκάστοτε νόμοι, όμως, που
επέφεραν τροποποιήσεις επί του αρχικού Ν. 1514/1985 δεν φαίνεται να επέτρεψαν
την υλοποίηση της επιταγής αυτής. Συγκεκριμένα, και με βάση την παραπάνω
ανάλυση ορισμένων διατάξεων όπως αυτών που είναι σχετικές με την μισθολογική
κατάσταση των ερευνητών και με τα κίνητρα επαναπατρισμού τους (οι οποίες όχι
μόνο ήταν καθόλα σύμφωνες με το Σύνταγμα, αλλά επέφεραν επιπλέον και μετρήσιμα
αποτελέσματα)
διακρίνουμε από την πλευρά του νομοθέτη μια υποχώρηση.
Πράγματι, τα μέτρα μείωσης των
σταθερών αποδοχών των εργαζομένων στον τομέα της έρευνας (παράλληλα με άλλα
μέτρα ιδίου περιεχομένου, όπως είναι τα μέτρα μείωσης και συγχώνευσης
ερευνητικών ιδρυμάτων ή κέντρων, ή τα μέτρα μείωσης της κρατικής χρηματοδότησής
τους) καθώς η υιοθέτηση κινήτρων επαναπατρισμού των μεταναστευόντων κατά την
διακριτική ευχέρεια όχι μόνο της διοίκησης αλλά και αποσυντονισμένα από την
κεντρική ερευνητική πολιτική, χ ω ρ ί ς να υιοθετούνται παράλληλα τουλάχιστον
άλλα μέτρα ισόβαθμης αποτελεσματικότητας για την στήριξη και την προαγωγή της
επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα, αποτελούν προσβολή της ρητής επιταγής του
άρθρου 16 παρ. 1 Σ.
Συνεπώς δύναται καθεμία από αυτές
τις ρυθμίσεις (συγκεκριμένα η εκάστοτε τροποποιητική νομοθετική διάταξη μεταξύ
αυτών που αναφέρθηκαν στην παρούσα μελέτη), λαμβάνοντας υπόψη την δραματική διόγκωση
του φαινομένου φυγής των ερευνητών, να θεωρηθεί αντισυνταγματική, ως
προσβάλλουσα όχι μόνο το γράμμα αλλά και το πνεύμα του Συντάγματός μας.
[1].
Email:
akoskina@law.uoa.gr