του Δημήτρη Καλτσώνη, Λέκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
Εισήγηση στο Σεμινάριο «Κράτος και δίκαιο στον 21ο αιώνα»
Εισήγηση στο Σεμινάριο «Κράτος και δίκαιο στον 21ο αιώνα»
14 Απριλίου 2010
Η οικονομική κρίση επιφέρει αλλαγές στο κράτος και στο δίκαιο, στις λειτουργίες τους, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή. Έτσι και αλλιώς, κράτος και δίκαιο δεν παραμένουν αναλλοίωτα. Ακόμη και στο πλαίσιο του ίδιου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού γνωρίζουν διαφοροποιήσεις, αλλαγές στη μορφή και, εν μέρει τουλάχιστον, στο περιεχόμενο[1]. Οι βασικοί παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται κάθε φορά αυτές οι μεταβολές, μιλώντας πάντοτε στο πλαίσιο του υφιστάμενου καπιταλιστικού συστήματος, είναι ιδίως: α. οι φάσεις ανάπτυξης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, β. ο εσωτερικός και διεθνής συσχετισμός των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Στην παρούσα μελέτη θα εξετάσουμε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των μεταβολών αυτών ώστε αφενός να διαγραφούν οι γενικές τάσεις εξέλιξης του κράτους και του δικαίου και αφετέρου να διακριθεί η επίδραση της οικονομικής κρίσης σε αυτές. Η μελέτη θα επικεντρωθεί στο ελληνικό παράδειγμα και στις ιδιομορφίες του. Η χώρα μας είναι βέβαια μια μέσου επιπέδου ανάπτυξης καπιταλιστική οικονομία και η θέση της στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας είναι δευτερεύουσα και εξαρτημένη από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις. Ωστόσο, οι βασικές τάσεις εξέλιξης του κράτους και του δικαίου χαρακτηρίζουν συνολικά το σύγχρονο αστικό κράτος και το αντίστοιχο νομικό εποικοδόμημα.
Η οικονομική κρίση επιβάλλει τη διαφοροποίηση και αναπροσαρμογή των διάφορων λειτουργιών του με τρόπο ώστε η παρέμβαση του κράτους στις κοινωνικές σχέσεις να επιτελέσει αποτελεσματικότερα το ρόλο του δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού[2].
- Η πολιτική λειτουργία: αλλαγές στην αστική δημοκρατία
Είναι προφανές ότι η πολιτική λειτουργία του κράτους μεταβάλλεται και αυτή ανάλογα με τις διακυμάνσεις του συσχετισμού των δυνάμεων και τη συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος[3]. Η οικονομική κρίση λειτουργεί πάντοτε ως σημείο καμπής στην εξέλιξη της μορφής του αστικού κράτους καθώς κάθε φορά συντελείται μια βίαιη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, συσσώρευσή του σε λιγότερα χέρια. Το σύστημα κλυδωνίζεται, οι κοινωνικές εντάσεις ενισχύονται και η ταξική διαπάλη ανεβαίνει συνήθως κατακόρυφα.
1.1 Η υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών θεσμών
Οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις ενισχύουν γενικά την τάση υποβάθμισης των αντιπροσωπευτικών θεσμών[4]. Η κυρίαρχη τάξη ενδιαφέρεται να απογυμνώσει τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς από την όποια επιρροή της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων προκειμένου να καταφέρει ανεμπόδιστα να λάβει όλα εκείνα τα οικονομικά και πολιτικά μέτρα που απαιτούνται για την υπέρβαση της κρίσης στη βάση της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Οι δεσμοί της εκτελεστικής εξουσίας με το μονοπωλιακό κεφάλαιο είναι πολύ πιο άμεσοι. Η Βουλή, ακόμη και οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων, υφίσταται το λαϊκό έλεγχο έστω και με έμμεσο τρόπο, έστω και μόνο κατά την εκλογική διαδικασία. Κατά συνέπεια η εκτελεστική εξουσία παρέχει συντριπτικά πλεονεκτήματα για την κυρίαρχη τάξη.
Ιστορική εμπειρία
Κατά την περίοδο της κρίσης του 1929 παρατηρήθηκε τόσο γενικά όσο και στη χώρα μας το φαινόμενο της παραπέρα υποβάθμισης των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε όφελος της εκτελεστικής εξουσίας. Η κυρίαρχη τάση σε περιόδους οικονομικής ή και πολιτικής κρίσης είναι να νομοθετεί η κυβέρνηση. Η ελληνική όσο και η διεθνής εμπειρία του μεσοπολέμου είναι ενδεικτική. Στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της διακυβέρνησης Ρούσβελτ, το Κογκρέσο ψήφισε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα πληθώρα νόμων έτσι ώστε να σημειώνεται ότι «οι νομοθέτες δεν είχαν κάν τον καιρό να τους διαβάσουν»[5].
Ο πλέον διορατικός των Ελλήνων αστών πολιτικών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε εκφράσει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο αυτή την τάση με την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που προώθησε, χωρίς όμως επιτυχία, το 1932[6]. Η πρόταση αυτή περιλάμβανε δυο βασικά σκέλη: την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας μέσω της μετατροπής του πολιτεύματος σε προεδρικό και την υιοθέτηση άρθρου του οποίου οι ευρείες διατυπώσεις έδιναν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την ευχέρεια επιβολής της κατάστασης πολιορκίας [7]. Δεν είναι άλλωστε άσχετο το γεγονός ότι μπορεί η αναθεώρηση να μην προχώρησε, όμως καταργήθηκε η δημοκρατία που είχε εγκαθιδρύσει το Σύνταγμα του 1927 και επανήλθε με πραξικοπηματικό ουσιαστικά τρόπο η βασιλευόμενη δημοκρατία και τελικά επιβλήθηκε η δικτατορία.
Η ελληνική ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει λοιπόν αυτό που δείχνει και η διεθνής: σε όλες τις στιγμές οικονομικής κρίσης, οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις επικαλούνται το επιχείρημα των εκτάκτων οικονομικών συνθηκών, μια ιδιόμορφη κατάσταση πολιορκίας. Αυτό δικαιολογεί την ταχύτατη λήψη αποφάσεων και τον ασφυκτικό περιορισμό της όποιας κοινοβουλευτικής συζήτησης και, πολύ περισσότερο, της συζήτησης στην κοινωνία. Η κατάσταση αυτή απαιτεί τη συγκέντρωση των εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία, ακόμη περισσότερο στις κορυφές της.
Επιτρέπει ακόμη την παραβίαση του Συντάγματος, ή έστω, την οριακή ερμηνεία του στην κατεύθυνση πάντοτε όχι της παράκαμψης των όποιων αντιδημοκρατικών στοιχείων τυχόν περιέχει αλλά το αντίστροφο: επιτρέπεται μόνο η παράκαμψη των διαδικασιών, των εγγυήσεων, ακόμη και των ελευθεριών, που αυτό κατοχυρώνει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε εκδηλωθεί και στη χώρα μας[8], ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκφράζοντας τέτοιου είδους αναζητήσεις εκφραζόταν ως εξής: «Με το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα όπως ατυχώς εφαρμόζεται εις την χώραν μας είναι αδύνατον … να μη φθαρή οιοσδήποτε κυβερνήτης». Με μεγαλύτερη ευκρίνεια, το 1934, ο Ελ. Βενιζέλος έγραφε: «Τα προβλήματα που εγέννησεν η μεταπολεμική εποχή και η επακολουθήσασα μετά το 1929 παγκόσμιος κρίσις επέβαλαν την ανάμιξιν του κράτους εις την διεύθυνσιν της εθνικής οικονομίας… Η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος να ανταποκριθή προς τα καθήκοντά της, διότι είναι ανίσχυρος, ευρισκόμενη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθετικής εξουσίας η οποία επηρεάζεται από την ανάγκη να μη δυσαρεστήση τας διαφόρους εκλογικάς ομάδας δια να μη διακινδυνεύση η επανεκλογή των αποτελούντων αυτήν βουλευτών»[9],[10].
Η σημερινή εμπειρία: Νομοθετεί η κυβέρνηση
Η τάση αυτή υποβάθμισης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και περιορισμού της όποιας λαϊκής συμμετοχής υφίσταται στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας βρίσκει την αντανάκλασή της στο δίκαιο, ιδιαίτερα στο χώρο του συνταγματικού δικαίου. Αυτό γίνεται πρώτιστα με τις πλατιές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις προς την εκτελεστική εξουσία.
Το ζήτημα των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων προς την εκτελεστική εξουσία έχει επανειλημμένα απασχολήσει την επιστήμη και την πολιτική πράξη. Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του μεσοπολέμου γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση η πρακτική αυτή, παρά μάλιστα το γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1927 είχε προσπαθήσει να θέσει κάποιους περιορισμούς οι οποίοι όμως δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη. Το ίδιο συνέβη και σε περιόδους πολιτικής κρίσης όπως, για παράδειγμα κατά τον εμφύλιο πόλεμο και μετά από αυτόν υπό το Σύνταγμα του 1952[11].
Η Βουλή, ήδη από το Σύνταγμα του 1975, είχε απέναντί της μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία[12]. Στη λειτουργία της επήλθαν στο μεταξύ περαιτέρω μεταβολές που περιόρισαν παραπέρα την εξουσία της[13].
Στη σύγχρονη πραγματικότητα η οικονομική κρίση οδήγησε σε περαιτέρω υποβάθμιση του ρόλου της Βουλής. Αυτό εκφράστηκε στη διαδικασία ψήφισης των νόμων. Οι έκτακτες περιστάσεις ή η επίκληση έκτακτων περιστάσεων διαμορφώνουν μια τάση παραπέρα υποβάθμισης των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η συζήτηση και ψήφιση πολλών νομοσχεδίων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης έγιναν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Η αξιοποίησή της προσέδωσε στην κυβέρνηση ιδίως το πλεονέκτημα της περιστολής της δημόσιας συζήτησης επί των νομοσχεδίων και του χρονικού περιορισμού της οργάνωσης των αντιδράσεων από τους συνδικαλιστικούς και άλλους φορείς.
Στο ίδιο πνεύμα, καταβλήθηκε αρχικά προσπάθεια ώστε οι κορυφαίες ανατροπές στο εργατικό δίκαιο να προωθηθούν με προεδρικό διάταγμα και υπουργικές αποφάσεις, βάσει βέβαια των δυνατοτήτων που ήδη παρείχε το Σύνταγμα ή κάποιες φορές παραβιάζοντάς το. Χρειάστηκε η αντίδραση της αντιπολίτευσης και μέρους των βουλευτών της κυβέρνησης για να γίνει το στοιχειωδώς αυτονόητο για μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, δηλαδή να έρθουν τελικά τα σχετικά μέτρα με τη μορφή νομοσχεδίου και να συζητηθούν στη Βουλή.
Αντίστοιχη είναι η παράλληλη εμπειρία άλλων χωρών. Οι περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και οι δραστικές αλλαγές στο εργατικό δίκαιο στην Ισπανία στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση της χώρας πραγματοποιήθηκαν με τη μορφή των νομοθετικών διαταγμάτων.
Μεγαλύτερου εύρους όμως μετάθεση εξουσίας από τη νομοθετική στην εκτελεστική σημειώθηκε με την παρ. 9 του άρθρου μόνου του ν. 3847/2010 «Επανακαθορισμός των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου». Η διάταξη αυτή ορίζει ότι: «Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου πρώτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/Α’) αντί της λέξης «κύρωση» τίθενται οι λέξεις «συζήτηση και ενημέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους»». Η παράγραφος 4 του άρθρου πρώτου του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» όριζε πως «παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εφαρμοστεί το πρόγραμμα της προηγούμενης παραγράφου. Τα μνημόνια, οι συμφωνίες και οι συμβάσεις του προηγούμενου εδαφίου, εισάγονται στη Βουλή για κύρωση».
Πέρα από τα προβλήματα συνταγματικότητας που παρουσιάζει η διάταξη αυτή του ν. 3847/2010, στην περίπτωση αυτή διακρίνεται ξεκάθαρα η τάση παραμερισμού του Κοινοβουλίου[14]. Η απλή συζήτηση των συμβάσεων που υπογράφει ο υπουργός εκ των πραγμάτων περιορίζει την κοινοβουλευτική συζήτηση και την ενημέρωση της κοινωνίας. Κυρίως, όμως, διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξουν ανεπιθύμητες παρενέργειες. Θα μπορούσε βάσιμα να υποτεθεί ότι η λαϊκή αντίδραση σε τέτοιες συμφωνίες που πλήττουν βάναυσα το βιοτικό επίπεδο του λαού και θέτουν σε αμφισβήτηση την οικονομική και πολιτική κυριαρχία του θα δημιουργήσουν έντονες αντιδράσεις οι οποίες είναι δυνατό να βρουν την αντανάκλασή τους στη Βουλή και να οδηγήσουν σε διαφοροποιήσεις κατά τις σχετικές ψηφοφορίες. Υπάρχει δηλαδή το ενδεχόμενο η Βουλή να απορρίψει τέτοιου είδους συμβάσεις. Ακριβώς για να προλάβει ένα τέτοιο κίνδυνο, η κυβέρνηση καθιστά τον κοινοβουλευτισμό προσχηματικό στερώντας από τη Βουλή τη δυνατότητα κύρωσης ή απόρριψης μιας διεθνούς σύμβασης.
Προβληματικό είναι επίσης, αφού κινείται στην ίδια ακριβώς λογική, το άρθρο 93 του ν. 3862/2010 («Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις»). Η διάταξη παρέχει στον Υπουργό Οικονομικών εξουσιοδότηση «να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ισχύς των συμφωνιών και των συμβάσεων για τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης αρχίζει από την ημερομηνία υπογραφής τους. Οι σχετικές συμβάσεις, συμφωνίες ή τα μνημόνια εισάγονται στη Βουλή για ενημέρωση και συζήτηση. Ειδικά οι δανειακές συμβάσεις, που υπογράφονται στα πλαίσια λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, κυρώνονται από τη Βουλή και η ισχύς τους αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου που τις κυρώνει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
1.2 Ενίσχυση του πρωθυπουργού
Παρατηρείται συγκέντρωση εξουσιών όχι απλά στην εκτελεστική εξουσία αλλά στο επίκεντρο αυτής, στον πρωθυπουργό και, παράλληλα, απαξίωση του νομοθετικού οργάνου και των αποφάσεών του. Αυτό συμβαίνει μάλιστα σε ένα σύστημα που είναι ήδη πρωθυπουργοκεντρικό τόσο από τις συνταγματικές διατάξεις όσο και από την πρακτική τους εφαρμογή[15].
Τέτοιο δείγμα συνιστά η διάταξη του άρθρου έβδομου του ν. 3839/2010 που ορίζει πως «ενεργώντας στο πλαίσιο των κατά το Σύνταγμα και τους νόμους αρμοδιοτήτων του ο Πρωθυπουργός με απόφασή του που δημοσιεύεται στην ΕτΚ, σε θέματα κατεπείγοντος και μείζονος για το εθνικό συμφέρον σημασίας, δύναται, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης και τηρουμένων των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου α) να αναθέσει απευθείας σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα την εκπόνηση μελετών ή την παροχή υπηρεσιών και να καθορίζει το αντικείμενο, τον χρόνο παροχής της μελέτης ή της υπηρεσίας». Με βάση την παρ. 2 του άρθρου, όλες οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα τίθενται στη διάθεση των προσώπων αυτών αφού «έχουν την υποχρέωση να παρέχουν στους κατά τα ανωτέρω μελετητές, τις επιτροπές και τις ομάδες εργασίας κάθε πληροφορία και στοιχείο που τους ζητείται»[16].
Με τη διάταξη αυτή συγκεντρώνονται πλείστες εξουσίες στον πρωθυπουργό και μάλιστα για ζητήματα που μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας αφού εμπλέκουν πιθανά και ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα. Επιπλέον, όλα αυτά μπορούν να γίνουν με την προσχηματική επίκληση αόριστων εννοιών όπως εθνικό συμφέρον, κατεπείγουσα και μείζων σημασία. Είναι ενδεικτική η αιτιολογική έκθεση που συνόδευε την τροπολογία: «… για θέματα κατεπείγουσας και μείζονος εθνικής σημασίας … η στήριξη πρέπει να εξασφαλίζεται, κατά μείζονα λόγο, προς ενίσχυση του Πρωθυπουργού… Υπό τις ειδικές αυτές συνθήκες καθίσταται απρόσφορη η εφαρμογή των, συχνά χρονοβόρων, τακτικών διαδικασιών ανάθεσης της εθνικής νομοθεσίας».
Ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας στον πρωθυπουργό αποπνέει και η εξαγγελθείσα δημιουργία υπηρεσίας παρά τω πρωθυπουργώ με σκοπό την επιτάχυνση και διευκόλυνση των μεγάλων επενδύσεων και της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας[17]. Στο ίδιο πνεύμα βρίσκονται οι σχεδιασμοί περί δημιουργίας «υπερυπουργείου» και συντονιστικού κέντρου του υπουργικού συμβουλίου που θα επιφέρει περαιτέρω ενίσχυση των εξουσιών του πρωθυπουργού και των περί αυτόν[18].
1.3 Ενίσχυση του ρόλου των εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας
Η περαιτέρω συγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του εκάστοτε πρωθυπουργού σημαίνει την ενίσχυση των αδιαφανών, μη κοινοβουλευτικά ελεγχόμενων κέντρων εξουσίας. Η εξέλιξη αυτή ευνοήθηκε ήδη με την αλλαγή του τρόπου εκλογής του αρχηγού του κόμματος που σημειώθηκε στο ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια στη ΝΔ και η οποία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον αρχηγικό χαρακτήρα των κομμάτων αυτών[19].
Ο ρόλος των εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο για την αστική δημοκρατία. Αντίθετα, η διαπλοκή των κορυφών της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, η λήψη των ουσιαστικών πολιτικών αποφάσεων σε άτυπες συσσωματώσεις και συσκέψεις παραγόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου (εγχώριου και αλλοδαπού) είναι ένα από τα πιο κλασικά χαρακτηριστικά κάθε αστικής δημοκρατίας. Ο Λένιν αναφέρεται σε «μια χρηματιστική ολιγαρχία, που απλώνει ένα πυκνό δίχτυ σχέσεων εξάρτησης σε όλους χωρίς εξαίρεση τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς της σύγχρονης αστικής κοινωνίας»[20]. Μόνο στη συνέχεια οι με τον τρόπο αυτό ειλημμένες αποφάσεις μετατρέπονται σε νομοθετήματα ακολουθώντας τη γνωστή κοινοβουλευτική διαδικασία. Είναι προφανές ότι στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης η επίδραση των εξωθεσμικών παραγόντων στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων είναι πιο άμεση καθώς το κεφάλαιο απαιτεί πιο άμεσα, γρήγορα και αποτελεσματικά μέτρα. Η καθημερινή πολιτική πραγματικότητα δείχνει ότι έχει ενταθεί το φαινόμενο των διάφορων άτυπων συμβούλων της κυβέρνησης και, ιδίως, των συμβούλων του πρωθυπουργού οι οποίοι στην πραγματικότητα διευκολύνουν την υλοποίηση των επιδιώξεων του αλλοδαπού και εγχώριου μονοπωλιακού κεφαλαίου και τη μετατροπή του σε κυβερνητική πολιτική και σε αντίστοιχα νομοθετήματα.
1.4 Η επιλεκτική επίκληση του Συντάγματος
Στην οικονομική κρίση ενισχύονται τα φαινόμενα μη εφαρμογής, αποδυνάμωσης, συστηματικής παραβίασης διατάξεων του Συντάγματος από τις κυβερνήσεις[21]. Η ανενέργεια συνταγματικών διατάξεων δεν είναι καινούργιο φαινόμενο[22]. Στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις. Τούτο συμβαίνει καθώς οι διατάξεις του Συντάγματος αντανακλούν ένα διαφορετικό συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων αλλά και ανάγκες διαφορετικής φάσης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος[23]. Η παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων διενεργείται είτε έμμεσα από τα κρατικά όργανα (αστυνομικές αρχές, δικαστήρια) είτε άμεσα από την κυβέρνηση με την ψήφιση προφανώς αντισυνταγματικών νόμων ή με την παραβίαση των διαδικασιών που επιβάλλει το Σύνταγμα για την ψήφιση των νόμων. Σε όλες τις περιπτώσεις η παραβίαση στηρίζεται σε ακραίες ερμηνείες που επιχειρούν να παρέχουν επίχρισμα νομιμότητας.
Τα δικαστήρια που θα έρθουν να κρίνουν την αντισυνταγματικότητα δεν μπορούν βέβαια να ανατρέψουν την κατάσταση. Πρώτα γιατί το σύστημα της Δικαιοσύνης αποτελεί τμήμα του κρατικού μηχανισμού παρά την όποια σχετική λειτουργική ανεξαρτησία του. Οι δικαστές κρίνουν με βάση ερμηνευτικά κριτήρια που σε τελική ανάλυση δεν έρχονται σε σύγκρουση με το κυρίαρχο νομικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα. Εξάλλου, η ηγεσία της Δικαιοσύνης είναι επιλεγμένη από την εκτελεστική εξουσία και απαρτίζεται, κατά κανόνα τουλάχιστον, από δικαστές που κοινωνικά και ιδεολογικο-πολιτικά είναι ενταγμένοι στο κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα. Είναι ενδεικτικό ότι τα δικαστήρια έχουν διαμορφωμένη πάγια νομολογία με την οποία δικαιολογούν ουσιαστικά ακόμη και την παραβίαση συνταγματικών διατάξεων με τη δικαιολογία της εξυπηρέτησης «γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος», όπου το τελευταίο συμπίπτει στην πραγματικότητα με την αναπαραγωγή και σταθεροποίηση του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και την ανάπτυξη της κερδοφορίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις οι οποίες όμως δεν ανατρέπουν τον κανόνα. Οι εξαιρέσεις αυτές εξηγούνται από την αντανάκλαση του συσχετισμού των δυνάμεων στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης ή αποτελούν έκφραση ενδοαστικών αντιπαραθέσεων. Δεν μπορούν να μεταβάλλουν τη συνολική εικόνα. Για παράδειγμα, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας να κηρύξει αντισυνταγματική τη μείωση των συντάξεων κατ’ εφαρμογή του προγράμματος του ΔΝΤ δεν ανέτρεψε την ουσία του προγράμματος. Το ίδιο συνέβη και με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας να κηρύξει αντισυνταγματική την αύξηση της έμμεσης φορολογίας. Αντίθετα, οι μετέπειτα κυβερνητικές παρεμβάσεις διόρθωσαν τα νομικά ελαττώματα με τρόπο ώστε να τηρηθεί απαρέγκλιτα το πρόγραμμα λιτότητας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, που είναι υπεύθυνες για τα φαινόμενα ανενέργειας του Συντάγματος, υπερτονίζουν την ανάγκη σεβασμού της συνταγματικής νομιμότητας όποτε οι κυριαρχούμενες τάξεις και στρώματα, υπό το βάρος των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, παραβιάζουν τους όποιους περιορισμούς επιβάλλει το Σύνταγμα στις αγωνιστικές τους δράσεις ή απλώς όταν κάνουν χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει το Σύνταγμα για να προωθήσουν τις διεκδικήσεις τους.
Οι κυοφορούμενες συνταγματικές αλλαγές
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η προσαρμογή της πολιτικής λειτουργίας του αστικού κράτους στην οικονομική κρίση είναι η υιοθέτηση συνταγματικών και νομοθετικών αλλαγών. Ανεξάρτητα από το ποιες από τις σημερινές υπάρχουσες πολιτικές προτάσεις πρόκειται να υλοποιηθούν, η ίδια η συζήτηση σε εγχώριο αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο για ανάγκη συνταγματικών αλλαγών είναι ενδεικτική.
Το πιο σοβαρό σχετικό στοιχείο φαίνεται να είναι η πρόταση για ενσωμάτωση στα Συντάγματα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των κριτηρίων του «Συμφώνου Σταθερότητας»[24]. Η αποδοχή και υλοποίηση αυτής της πρότασης θα επιφέρει βέβαια καίριο πλήγμα στο βιοτικό επίπεδο και στα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Από τη σκοπιά που εξετάζουμε το θέμα θα σημάνει επίσης την περαιτέρω υποβάθμιση των Κοινοβουλίων. Τα τελευταία δεν θα μπορούν αυτοδύναμα να νομοθετούν για όλα τα σημαντικά θέματα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αντίθετα, οι δεσμεύσεις τους απέναντι στην ΕΕ θα καταστούν ακόμη ισχυρότερες. Θεωρητικά τουλάχιστον, μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα επιθυμούσε να εφαρμόσει διαφορετική πολιτική θα έβρισκε, ανάμεσα σε άλλα, εμπόδιο το ίδιο το Σύνταγμα.
Στην ίδια λογική βρίσκονται και οι λοιπές προτάσεις που διατυπώθηκαν όπως η υποχρεωτική υποβολή των σχεδίων κρατικού προϋπολογισμού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Συμβούλιο Υπουργών πριν την κατάθεσή τους στα κοινοβούλια, η δέσμευση των κρατών μελών της ΕΕ ότι θα ψηφίσουν νόμους που δεν επιτρέπουν υπερβολικά ελλείμματα και χρέος. Συζητιέται ακόμη και η αναστολή του δικαιώματος ψήφου μιας χώρας στο Συμβούλιο Υπουργών. Το μέτρο αυτό μπορεί να ισχύσει άτυπα και πριν την τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Η οικονομική κρίση επιτείνει εδώ ένα φαινόμενο το οποίο προϋπήρχε. Στο πνεύμα αυτό είχαν αναθεωρηθεί στο ελληνικό Σύνταγμα από το 2001 τα άρθρα 28 και 80. Με την προσθήκη των σχετικών ερμηνευτικών δηλώσεων θεσμοθετήθηκε η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι του ελληνικού και, κατά κάποιες απόψεις, ακόμη και έναντι του Συντάγματος. Αυτό πρακτικά σημαίνει τη συνταγματική αναγνώριση του περιορισμού των δυνατοτήτων της Βουλής να νομοθετεί.
- Η κατασταλτική λειτουργία
Οι μεταβολές στην πολιτική λειτουργία του κράτους και του δικαίου συνοδεύονται αναπόφευκτα από αλλαγές στις άλλες λειτουργίες του. Αλλαγές παρατηρούνται και στην κατασταλτική λειτουργία[25].
Η κατασταλτική λειτουργία του σύγχρονου, αστικού κράτους σχετίζεται ιδίως, αλλά όχι φυσικά αποκλειστικά, με το ποινικό δίκαιο. Η κατασταλτική λειτουργία εκδηλώνεται μέσω του δικαίου αλλά, συχνά, πραγματώνεται σε αντίθεση με αυτό. Η ανάγκη διατήρησης της τάξης, ιδίως σε περιόδους ταραγμένες, καθιστά την παραβίαση του νόμου αναγκαία προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της κρατικής δράσης.
Η σκλήρυνση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους παρατηρείται πρώτα απ’ όλα σε περιόδους αμφισβήτησης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή τίθεται ζήτημα επιβίωσης της κυρίαρχης τάξης οπότε καθίσταται αναγκαία η ένταση των προσπαθειών για καταστολή.
Στη δεκαετία του 1990 σημειώθηκε, σε παγκόσμιο επίπεδο, στροφή στην κατασταλτική λειτουργία του κράτους. Οι αστικές δημοκρατίες βαθμιαία προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα αξιοποιώντας τον ευνοϊκό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και ενδυναμώνοντας τις σχετικές λειτουργίες τους. Σε φαινομενικά αντίθετη τάση, κάποια από τα αυταρχικά καθεστώτα (κυρίως στη Λατινική Αμερική) μετασχηματίστηκαν σε αστικές δημοκρατίες, συνήθως υπό την κηδεμονία του στρατού, του βασικού δηλαδή κατασταλτικού μηχανισμού. Περιόρισαν έτσι σχετικά την καταστολή μια και ο κίνδυνος επαναστατικής ανατροπής απομακρύνθηκε.
Με την οικονομική κρίση η τάση ισχυροποίησης της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους, που είχε παρατηρηθεί τη δεκαετία του 1990, ενισχύθηκε περαιτέρω. Ωστόσο, πρέπει να την αντιμετωπίζουμε σα μια ενιαία διαδικασία που ξεκίνησε με την ανατροπή του διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων για να ολοκληρωθεί με το ξέσπασμα της κρίσης.
2.1 Σε δύο βραχίονες
Η ισχυροποίηση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους και η αντανάκλασή της στο δίκαιο αναπτύσσεται και στους δυο βασικούς βραχίονες των κατασταλτικών μηχανισμών. Αφορά τόσο το σκληρό πυρήνα των μηχανισμών αυτών, δηλαδή τις ένοπλες δυνάμεις, όσο και τους μηχανισμούς τρέχουσας καταστολής όπως είναι τα σώματα ασφαλείας. Η ισχυροποίηση έλαβε τη μορφή της ενίσχυσης των σχετικών υποδομών και της έντασης της δραστηριότητάς τους.
Οι ένοπλες δυνάμεις προετοιμάζονται σταδιακά για να εμπλακούν, ολοένα και πιο φανερά, στα ζητήματα της εσωτερικής ασφάλειας. Αυτή είναι μια λειτουργία που πάντοτε εκπληρώνουν οι ένοπλες δυνάμεις αλλά, στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, μόνο σαν ultimum refugium. Αυτό φαίνεται και από το παράδειγμα της χώρας μας. Η εμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων στην τήρηση της δημόσιας τάξης προβλέπεται ουσιαστικά από το άρθρο 48 του Συντάγματος και το ν. 566/1977. Αντίστοιχες ρυθμίσεις, υφίστανται στον ένα ή άλλο βαθμό σε όλες τις αστικές δημοκρατίες[26].
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, υπάρχει τόσο σε επιχειρησιακό όσο και σε νομικό επίπεδο προετοιμασία των ενόπλων δυνάμεων να αναλάβουν ενεργητικότερο ρόλο στο εσωτερικό[27]. Στο πλαίσιο αυτό, ισχυροποιήθηκε και στη χώρα μας η τάση για δημιουργία αμιγώς επαγγελματικού στρατού[28]. Πραγματοποιούνται ασκήσεις αντιμετώπισης πλήθους, εμπλέκονται σιγά-σιγά στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Το τελευταίο πραγματοποιείται ιδίως μέσω των αντίστοιχων μηχανισμών σε επίπεδο ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης[29].
Παράλληλα ενισχύθηκαν, τόσο αριθμητικά όσο και σε υλικοτεχνικές υποδομές, οι δυνάμεις τρέχουσας καταστολής, δηλαδή τα σώματα ασφαλείας[30]. Δημιουργήθηκαν μάλιστα νέοι μηχανισμοί και υιοθετήθηκαν νέες μέθοδοι οργάνωσης και δράσης για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Η νομοθεσία παρέχει νέες δυνατότητες στις αστυνομικές δυνάμεις. Είναι ενδεικτικές μια σειρά νομοθετικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια προκειμένου να ενδυναμώσουν τις δυνατότητες δράσης των κατασταλτικών αρχών και να τις προετοιμάσουν για την αντιμετώπιση κοινωνικών εντάσεων. Αρκεί να εξετάσει κανείς μερικά παραδείγματα όπως η γενίκευση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης και καταγραφής των υπόπτων, η γενίκευση των πρακτικών της ανακριτικής διείσδυσης, η διεύρυνση του πεδίου δράσης της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας (π.δ.107/2007), οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι 2928/2001 και 3251/2004, η προσπάθεια ενεργοποίησης των ανενεργών, αντισυνταγματικών διατάξεων του ν.δ. 791/1971 περί συναθροίσεων, ο ν. 2811/2000[31], ο νόμος που αφορά την οπλοχρησία των αστυνομικών (κυρίως το άρθρο 3 του ν. 3169/2003), η διεύρυνση των εξουσιών της ΕΥΠ (ν. 3649/2008), η δημιουργία και ενίσχυση διάφορων αστυνομικών σωμάτων (συνοριοφύλακες, αγροφύλακες, ενίσχυση δημοτικής αστυνομίας). Αυτές και πολλές άλλες ρυθμίσεις προετοίμασαν νομικά το έδαφος για την ενίσχυση της κατασταλτικής λειτουργίας μετά το 1990. Η κυρίαρχη τάξη, εδώ όπως και σε άλλες χώρες, αξιοποίησε την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων προκειμένου να θωρακιστεί και να προετοιμαστεί για την όποια επερχόμενη οικονομική και πολιτική κρίση.
Οι βασικότερες πρόσφατες ρυθμίσεις
Μόνο εντός του 2009 και στο πρώτο μισό του 2010, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί ενισχύθηκαν περαιτέρω από άποψη νομικών εξουσιών. Συγκεκριμένα ψηφίστηκαν:
- η διάταξη για τις «κουκούλες» (άρθρα 24 επ. του 3772/2009)
- ο ν. 3783/2009 «Ταυτοποίηση κατόχων κινητών»
- οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ για την έκδοση και τη δικαστική συνεργασία (ν. 3770/2009 και 3771/2009)
- η «Κύρωση Διακανονισμού μεταξύ της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας και του Κέντρου Ελέγχου Τρομοκρατών των ΗΠΑ για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τρομοκρατικές πράξεις και της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των ΗΠΑ σχετικά με την ενίσχυση της συνεργασίας για την πρόληψη και καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος» (ν. 3800/2009)
- η «Κύρωση του Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης, σχετικά με την παροχή Υποστήριξης Φιλοξενούντος Έθνους, κατά τη διάρκεια ασκήσεων/επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ» (ν. 3806/2009)
- το άρθρο 48 του ν. 3772/2009[32]
- το άρθρο 45 του ν. 3801/2009 που δημιουργεί τα κατ’ ευφημισμό «Κέντρα Υποδοχής και Φιλοξενίας Μεταναστών».
Αυτές ήταν μερικές από τις βασικότερες νομοθετικές επιλογές στον τομέα αυτό το 2009. Η επέλαση συνεχίστηκε από τις αρχές κιόλας του 2010 με:
- την ενεργοποίηση του θεσμού του «αστυνομικού της γειτονιάς»
- το ν. 3875/2010 «Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις», όπου περιλαμβάνεται και τροποποίηση των αντιτρομοκρατικών ν. 2928/2001 και 3251/2004
- το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου «Για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση του ν. 3471/2006 (ενσωμάτωση της οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 L105/13.4.2006)»
- την προώθηση της δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με στόχο τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο συντονισμό των αρμοδίων αρχών και υπηρεσιών
- την αξιοποίηση νέων τεχνικών μέσων παρακολούθησης των υπόπτων τέλεσης τρομοκρατικών αδικημάτων[33]
- την ψήφιση του άρθρου 23 του ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού» που ορίζει ότι «Στις περιπτώσεις που απεργίες εντός της ελληνικής επικράτειας ή φυσικές καταστροφές που συνιστούν ανωτέρα βία καθιστούν αποδεδειγμένα αδύνατη για τους ευρισκόμενους στην Ελλάδα τουρίστες με μόνιμη διαμονή στην αλλοδαπή την αναχώρησή τους από τη χώρα με τα προγραμματισμένα μέσα μεταφοράς, το Ελληνικό Δημόσιο θα καταβάλλει για κάθε άτομο το ποσό των πενήντα (50) ευρώ» για ημερήσια κάλυψη των εξόδων στέγασης και σίτισης. Η διάταξη αυτή συνιστά στην ουσία μια ακόμη πίεση εναντίον του απεργιακού δικαιώματος.
- το ν. 3883/2010 «Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων-Θέματα διοίκησης των Ε.Δ., στρατολογίας και συναφείς διατάξεις» με το οποίο γίνονται περαιτέρω βήματα στη λογική α. της προσαρμογής της δομής των ενόπλων δυνάμεων στις ΝΑΤΟϊκές προδιαγραφές και ανάγκες (βλ. ειδικά το άρθρο 71), β. της ενίσχυσης του επαγγελματικού στρατού και της στεγανοποίησης των ενόπλων δυνάμεων έναντι των επιρροών των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Έτσι διευκολύνεται τόσο η συμμετοχή τους σε ιμπεριαλιστικές αποστολές καταστολής και υποδούλωσης άλλων λαών όσο και για να μπορεί ευχερέστερα να χρησιμοποιηθεί σε καθήκοντα εσωτερικής καταστολής υπό τη δικαιολογία της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της αντιμετώπισης των ασύμμετρων απειλών.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό η οικοδόμηση του νομοθετικού πλέγματος που διευκολύνει τη δραστηριότητα των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Η οικονομική κρίση και η αντιμετώπιση των κοινωνικών και πολιτικών αναταράξεων δεν έχει ακόμη επιφέρει ποιοτικές αλλαγές στο ρυθμό αυτό που, έτσι κι αλλιώς, είναι αξιοσημείωτος. Μεταβολή παρατηρείται μόνο στην ένταση της αξιοποίησης της υπάρχουσας νομοθεσίας αλλά και στην έκνομη δραστηριότητα των κατασταλτικών αρχών.
2.2 Οι στοχεύσεις των αλλαγών στο ποινικό δίκαιο
Η ισχυροποίηση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους και η σχετική αντανάκλασή της στο δίκαιο αναπτύσσεται και στις δυο υπολειτουργίες. Αφενός ενδυναμώνεται η καταστολή σε σχέση με την αντιμετώπιση της κοινής εγκληματικότητας η οποία σε περιόδους οικονομικών κρίσεων αυξάνεται. Η υιοθέτηση του δόγματος της μηδενικής ανοχής έρχεται στην ημερήσια διάταξη. Η τάση, όπως εγγράφεται στο δίκαιο, είναι η περαιτέρω ποινικοποίηση συμπεριφορών, η αύξηση των ποινών, η μείωση των εγγυήσεων του κατηγορούμενου[34], η ανενέργεια ποινικών διατάξεων προστατευτικών των δικαιωμάτων λόγω συχνής παραβίασής τους από τις διωκτικές αρχές.
Ωστόσο, το όλο εγχείρημα αποδεικνύεται αναποτελεσματικό. Η εγκληματικότητα δεν μπορεί να μειωθεί σοβαρά αν δεν αντιμετωπιστούν οι κοινωνικο-οικονομικές της αιτίες. Από την άλλη το γενικότερο κλίμα ποινικοποίησης επιδρά συνολικά στην κοινωνία δημιουργώντας συνθήκες έξαρσης του αυταρχισμού των κατασταλτικών μηχανισμών[35]. Αξιοποιείται μάλιστα ο φόβος του εγκλήματος για τη λήψη και τη νομιμοποίηση πρόσθετων μέτρων καταστολής που δεν στοχεύον πια στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας αλλά στον κοινωνικό έλεγχο[36].
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του «αστυνομικού της γειτονιάς». Η αυξημένη εγκληματικότητα αλλά και ο καλλιεργούμενος ενίοτε φόβος (δυσανάλογος προς την πραγματικότητα) του εγκλήματος οδήγησαν ήδη από τη δεκαετία του 1970, πρώτα στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, στην προσπάθεια δημιουργίας νέου κλίματος στις σχέσεις αστυνομίας και λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Στην προσπάθεια αυτή ώθησαν επίσης, αν όχι κυρίαρχα, οι κοινωνικές αναταραχές και η αυξημένη κοινωνική διαμαρτυρία που γνώρισαν τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη τη δεκαετία του 1960 (κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, το κίνημα του 1968 κλπ). Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η προσπάθεια ξεκίνησε μετά το 1990 καθώς η αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος ήρε ένα από τα βασικά εμπόδια[37].
Καταβλήθηκε προσπάθεια να δημιουργηθούν νέες σχέσεις ανάμεσα στο λαό και στην αστυνομία και να ξεπεραστεί έτσι η κρίση νομιμοποίησης που διαπερνούσε την τελευταία. Χρησιμοποιήθηκε ακριβώς η ανάγκη αντιμετώπισης της μικρής εγκληματικότητας για να οικοδομηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης η οποία στη συνέχεια θα αξιοποιούνταν στον κοινωνικό έλεγχο. Στις περισσότερες χώρες το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία. Αυτό σημαίνει ότι οι αστυνομικές αρχές ελέγχουν καλύτερα τον πληθυσμό χωρίς όμως να μειωθεί η εγκληματικότητα. Σε άλλες, όπως στη χώρα μας, η εμπειρία και η δυναμική του λαϊκού κινήματος εμποδίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή τέτοιων ή παρόμοιων θεσμών.
Αφετέρου παρατηρείται, τόσο στη χώρα μας όσο και γενικότερα η σκλήρυνση της κατασταλτικής λειτουργίας και σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα την καταστολή της λαϊκής διαμαρτυρίας. Αυτό εκφράζεται σε νομοθετικό επίπεδο με την υιοθέτηση νόμων που, δυνητικά τουλάχιστον, μπορούν να αξιοποιηθούν ως νομική βάση για την καταστολή των κοινωνικών αγώνων. Κλασική περίπτωση ο αντιτρομοκρατικός νόμος 3251/2004 που ψηφίστηκε σε υλοποίηση της αντίστοιχης απόφασης – πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκφράζεται επίσης με τη χρήση νέων ερμηνευτικών προσεγγίσεων ήδη υπαρχόντων νόμων. Οι νέες αυτές ερμηνευτικές προσεγγίσεις στοχεύουν στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των κατασταλτικών μηχανισμών. Αξιοποιείται ακόμη, εντατικότερα σε σχέση με το παρελθόν, η προσφυγή σε ποινικές διατάξεις που άμεσο στόχο αρχικά δεν έχουν την καταστολή των κοινωνικών αγώνων αλλά αφορούν τους γενικούς όρους αναπαραγωγής της κοινωνίας. Τέτοιο είναι το παράδειγμα του αδικήματος της παρακώλυσης συγκοινωνιών που τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται σε βάρος των λαϊκών συναθροίσεων. Τελευταία, αξιοποιήθηκε σε βάρος της νεανικής διαμαρτυρίας το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκου. Είναι επίσης ενδεικτικό πως μια σειρά προβληματικές πρακτικές στο χώρο του ποινικού δικαίου (ανακριτική διείσδυση κλπ) εφαρμόστηκαν αρχικά τη δεκαετία του 1980 για τη δίωξη του εμπορίου ναρκωτικών για να επεκταθούν στη συνέχεια στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος (αρχές δεκαετίας 1990) και, λίγο μετά, να επεκταθούν ακόμη περισσότερο με διακηρυγμένο στόχο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Παράλληλα, εντείνονται τα φαινόμενα ανενέργειας του νόμου λόγω συχνής παραβίασής από την πλευρά των αρχών. Επεκτείνονται τα φαινόμενα χρήσης παράνομης βίας από τις αστυνομικές αρχές. Τα βασανιστήρια (που κατά τα άλλα απαγορεύονται από το άρθρο 137Α ΠΚ) αποτελούν ολοένα και πιο συχνό φαινόμενο, τόσο για τη χώρα μας όσο και για τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη (και βέβαια για τις ΗΠΑ) μαζί με πιο ακραίες πρακτικές όπως η υπόθεση της απαγωγής των Πακιστανών και το κολαστήριο του Γκουαντάναμο ενώ δεν λείπουν οι συζητήσεις για τη νομιμοποίησή τους[38]. Ενισχύεται το φαινόμενο των «εγκλημάτων του κράτους»[39].
Μαζί με την ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους παρατηρείται μεταβολή της σχετικής, ποινικής πρώτα απ’ όλα, νομοθεσίας. Με μια έννοια, το ποινικό δίκαιο εμφανίζεται δυναμικά στο προσκήνιο. Στο πλαίσιο αυτού του εγχειρήματος κάμφθηκαν ακόμη και μια σειρά θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου[40].
Οι αρχές αυτές αποτελούσαν για δεκαετίες μια σημαντική κατάκτηση και παρακαταθήκη για τις ασθενέστερες τάξεις. Όπως είναι γνωστό, το τεκμήριο αθωότητας, η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa, η αρχή της νομιμότητας, της μη ποινικοποίησης της σκέψης, οι εγγυήσεις του κατηγορούμενου, η απαγόρευση των βασανιστηρίων κλπ, εμφανίστηκαν την περίοδο της γαλλικής επανάστασης και, ευρύτερα, της ιστορικής ανόδου της αστικής τάξης στο προσκήνιο. Αποτελούσαν διεκδικήσεις έναντι της αυθαιρεσίας των φεουδαρχών και ευγενών[41]. Σταδιακά ενεγράφησαν στο συνταγματικό και ποινικό δίκαιο πολλών χωρών μέσα βέβαια από μια διαδικασία σκληρών κοινωνικών αγώνων, ταλαντεύσεων, παλινωδιών, ενώ συχνά ήταν πάντοτε τα φαινόμενα ανενέργειας ή επιλεκτικής (μη) εφαρμογής των νομικών αυτών ρυθμίσεων. Στις μέρες μας διαγράφεται με σαφήνεια η αντίστροφη τάση περιορισμού έως και εξάλειψης των αρχών αυτών. Η τάση γίνεται ακόμη πιο ισχυρή μετά την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης.
Οι τρεις βασικοί στόχοι
Οι μεταβολές αυτές στο ποινικό δίκαιο και στις υποδομές των σχετικών κατασταλτικών μηχανισμών αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των εξής στόχων:
Πρώτο, αποβλέπουν στην καταγραφή των υπόπτων ότι θα απειλήσουν την ομαλή αναπαραγωγή του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Η καταγραφή των υπόπτων είναι μια λειτουργία που υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, σε όλες τις μορφές κράτους. Αυτό που διαφέρει κάθε φορά είναι η έκταση και η νομιμοποίησή της. Για παράδειγμα, η καταγραφή των ύποπτων διάπραξης εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου αλλά, ιδίως, εκείνων που η συνδικαλιστική και πολιτική τους δράση θεωρείται επιβλαβής για το σύστημα υπάρχει πάντοτε, ακόμη και στις πλέον δημοκρατικές συνθήκες. Κατά κανόνα διεξάγεται από τους αντίστοιχους μηχανισμούς στη σκιά της νομιμότητας, ή, για την ακρίβεια, ενάντια στο νόμο[42]. Σε περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης η λειτουργία αυτή του κρατικού μηχανισμού διευρύνεται. Η διεύρυνσή της αυτή αντανακλάται στις νομοθετικές αλλαγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένα μέρος της σχετικής δραστηριότητας δεν διεξάγεται και πάλι στη σκιά του νόμου[43].
Η έννοια του υπόπτου έχει επανακάμψει στην ποινική νομοθεσία της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα ιδίως από τις Συνθήκες Σένγκεν, Europol, Prum κλπ. Η καταγραφή τους λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Στους ύποπτους δεν εντάσσονται μόνο κατηγορίες προσώπων που σχετίζονται με το κοινό έγκλημα αλλά, αναμφισβήτητα, κατηγορίες προσώπων που δραστηριοποιούνται πολιτικά. Για την επίτευξη του τελευταίου αξιοποιούνται έννοιες όπως «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση» και «ριζοσπαστικοποίηση». Είναι ενδεικτικό ότι μόνο στο ν. 3800/2009 η ειδική έκθεση (της παρ. 3 του άρθρου 75 του Συντάγματος) προέβλεπε δαπάνη για 50.000 δείγματα προφίλ DNA ετησίως.
Έχει σημασία να σημειωθούν οι ιστορικές αναλογίες. Η έννοια του υπόπτου χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες. Βέβαια αυτό έγινε με ένα πιο διευρυμένο τρόπο. Την περίοδο του μεσοπολέμου ο ύποπτος «διατάραξης της δημόσιας ασφάλειας» δεν καταγραφόταν απλώς αλλά υφίστατο και κυρώσεις, συνήθως εκτόπιση[44]. Η διαφορά στην ένταση της καταστολής οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι τα επαναστατικά κινήματα την περίοδο εκείνη κατείχαν, σε παγκόσμια κλίμακα, ισχυρότερη θέση σε σχέση με σήμερα, ακόμη και αν αυτό δεν συνέβαινε σε κάθε χώρα ξεχωριστά.
Δεύτερο, οι αλλαγές στο ποινικό δίκαιο αποσκοπούν στον περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών που έχουν κατοχυρωθεί συνταγματικά με μακρόχρονους λαϊκούς αγώνες. Στο στόχαστρο ιδιαίτερα βρίσκονται η απεργία και η συνάθροιση λόγω του ειδικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν στην ανάπτυξη της πάλης των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων.
Ο περιορισμός αυτός πραγματοποιείται με τρεις κυρίως τρόπους. Ο πρώτος συνίσταται στη δημιουργία ενός γενικότερου κλίματος εκφοβισμού ώστε τα δικαιώματα αυτά να μην ασκούνται στην πράξη[45]. Ο δεύτερος είναι ο de facto περιορισμός του δικαιώματος μέσα από την πρακτική των αρμόδιων αρχών, είτε διοικητικών – αστυνομικών είτε δικαστικών. Η ερμηνεία του νόμου από τις αρχές γίνεται συχνά με τρόπο που περιορίζει ασφυκτικά το δικαίωμα. Είναι γνωστό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των απεργιών κρίνονταν, ήδη πριν την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, παράνομες και καταχρηστικές[46]. Άλλοτε, οι αστυνομικές δυνάμεις παραβιάζουν συστηματικά το νόμο καθιστώντας στην πράξη το δικαίωμα ανενεργό, όπως συμβαίνει με την καταστολή ειρηνικών συναθροίσεων. Ο τρίτος τρόπος περιορισμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών συνίσταται στην υιοθέτηση νομοθετικών αλλαγών που περιορίζουν το δικαίωμα είτε άμεσα είτε έμμεσα[47].
Η οικονομική κρίση ενέτεινε αυτά τα φαινόμενα. Πολύ χαρακτηριστική είναι η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, άρα ουσιαστικά και του δικαιώματος στην απεργία που επήλθε με το άρθρο 51 του ν. 3871/2010 «Δημοσιονομική διαχείριση και ευθύνη». Αν αξιολογήσουμε την ιστορική εμπειρία, θα διαπιστώσουμε ότι το απεργιακό δικαίωμα βρέθηκε με ιδιαίτερη σχολαστικότητα στο στόχαστρο των κυβερνήσεων την περίοδο του μεσοπολέμου. Η απεργία, ειδικά των δημοσίων υπαλλήλων, αποτέλεσε αντικείμενο των νόμων 4879/1931 και 5458/1932 που ουσιαστικά την απαγόρευαν[48].
Τρίτο, στοχεύει στον περιορισμό της διάδοσης επαναστατικών, ριζοσπαστικών και εν γένει επικίνδυνων για το σύστημα ιδεών. Την περίοδο του μεσοπολέμου ή μετά τον εμφύλιο πόλεμο υπήρχαν στη χώρα μας αλλά και σε άλλες χώρες νομοθετικές απαγορεύσεις σε σχέση με τη διάδοση ανατρεπτικών ιδεών. Ξεκάθαρος στόχος τέτοιων νομοθετημάτων ήταν η ποινικοποίηση του κομμουνισμού αλλά και ευρύτερα των ριζοσπαστικών και επαναστατικών ιδεών[49].
Η ποινικοποίηση των ιδεών επιστρέφει στη σύγχρονη νομοθετική πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελλάδας, των ΗΠΑ και πολλών άλλων κρατών[50]. Σήμερα εισάγονται σταδιακά νομοθετήματα τα οποία επαναφέρουν την ποινικοποίηση των ριζοσπαστικών ιδεών[51]. Το φαινόμενο δεν έχει αποκτήσει το εύρος με το οποίο συναντιέται στο μεσοπόλεμο για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ωστόσο, διακρίνεται με ευκρίνεια η τάση ενίσχυσης της ποινικοποίησης της σκέψης στο βαθμό που η κρίση βαθαίνει και οι κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις οξύνονται.
Η ποινικοποίηση των ριζοσπαστικών και επαναστατικών ιδεών ολοκληρώνεται πολλές φορές, ακόμη και στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, με την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων. Στο μεσοπόλεμο, αλλά και αμέσως μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο ήταν συνήθης η απαγόρευση των κομμουνιστικών κομμάτων αλλά και άλλων ριζοσπαστικών οργανώσεων.
Η νομοθετική αυτή πρακτική μοιάζει έτοιμη να επανέλθει στο προσκήνιο. Φυσικά, στη σημερινή περίοδο δεν υφίστανται ισχυρά επαναστατικά κόμματα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αμφισβητήσουν το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η οικονομική κρίση ωστόσο, ενδέχεται να ισχυροποιήσει κάποια από τα υπάρχοντα ή να δημιουργήσει τέτοια.
Προς το παρόν, δεν έχουν ληφθεί ανάλογα νομοθετικά μέτρα καθώς τούτο θεωρείται από τους ιθύνοντες μάλλον πρόωρο λόγω έλλειψης προετοιμασίας της κοινής γνώμης για ένα τόσο δραστικό μέτρο. Διενεργείται ωστόσο κατάλληλη προετοιμασία σε ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο. Η διεύρυνση της έννοιας της τρομοκρατίας, η σύνδεσή της με τη ριζοσπαστικοποίηση, τα Ψηφίσματα καταδίκης του κομμουνισμού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και του Συμβούλιο της Ευρώπης συμβάλλουν καίρια σε αυτό.
Στα κράτη της ανατολικής Ευρώπης έχουν ψηφιστεί νόμοι που απαγορεύουν τη δράση κομμουνιστικών κομμάτων ή αντίστοιχων οργανώσεων νεολαίας ή απαγορεύουν τη χρήση των αντίστοιχων συμβόλων. Τέτοια ή παρόμοια νομοθετήματα υπάρχουν στη Λιθουανία, Λεττονία, Εσθονία, Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Μολδαβία, Ρουμανία.
Το παράδειγμα της Πολωνίας είναι διδακτικό. Το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει ήδη στο άρθρο 13 ότι «Τα πολιτικά κόμματα και οι οργανώσεις που στα προγράμματά τους προσφεύγουν στις ολοκληρωτικές μεθόδους και πρακτικές του ναζισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού, όπως και εκείνα των οποίων το πρόγραμμα ή οι δραστηριότητες αποδέχονται ή επιτρέπουν την εκδήλωση φυλετικού ή εθνοτικού μίσους, την προσφυγή στη βία για την κατάληψη της εξουσίας ή για την άσκηση επιρροής στην πολιτική του Κράτους ή ακόμη (αυτά) που προβλέπουν δομές ή συμμετοχή (σε αυτά) μυστικές απαγορεύονται» [52]. Σε αντιστοιχία με το Σύνταγμα το νέο άρθρο 256 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο που προπαγανδίζει υπέρ φασιστικών καθεστώτων ή υπέρ κάθε άλλου ολοκληρωτικού καθεστώτος ή απευθύνει εκκλήσεις μίσους σε βάση εθνική, φυλετική, θρησκευτική» μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως δύο έτη. Τις ίδιες ποινές μπορεί να επισύρει, σύμφωνα με την παρ. 2, «η εισαγωγή, αγορά, αποθήκευση, προσφορά, μεταφορά ή αποστολή αντικειμένων … που περιέχουν σύμβολα κομμουνιστικά» όταν στις πράξεις αυτές ενέχεται ο σκοπός της προπαγάνδας.
Είναι προφανές ότι πίσω από τη γενική διατύπωση περί ολοκληρωτικών καθεστώτων βρίσκεται ο αληθινός στόχος που είναι όχι η καταπολέμηση των φασιστικών και ρατσιστικών συστημάτων ιδεών, που κατά κανόνα μένουν στο απυρόβλητο, αλλά οι ιδέες του κομμουνισμού. Η αιτία βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες παρουσιάζεται έντονο το φαινόμενο της νοσταλγίας του προηγούμενου καθεστώτος, ανεξάρτητα αν αυτό εκφράζεται πολιτικά[53]. Η νομοθεσία αυτή απηχεί όμως και μια ευρύτερη τάση νομοθετικής απαγόρευσης ή πάντως, ενοχοποίησης των ριζοσπαστικών εν γένει αντιλήψεων. Η προοπτική αυτή εντείνεται ενόψει της οικονομικής κρίσης.
2.3 Ο συντονισμός των κατασταλτικών μηχανισμών των κρατών
Στη σύγχρονη εποχή εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση το φαινόμενο του διεθνούς συντονισμού των κατασταλτικών μηχανισμών των κρατών[54]. Αυτός ο συντονισμός βέβαια δεν είναι καινούργιος. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την επέμβαση των δυτικών της Entente στη νεαρή Σοβιετική Ένωση το 1918 ή τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ (επιχείρηση «gladio», «προβιά» κλπ). Πύκνωσε όμως στο βαθμό που βάθυνε η διεθνοποίηση της οικονομίας. Το φαινόμενο εντάθηκε παραπέρα από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Είναι ενδεικτικό ότι από το 1990 μέχρι το 2005 περίπου υπογράφτηκαν από τις διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις και κυρώθηκαν από τη Βουλή πληθώρα συμβάσεων με διάφορα κράτη. Η χώρα μας έχει υπογράψει και κυρώσει συμβάσεις αστυνομικής, αντιτρομοκρατικής και δικαστικής συνεργασίας με πολλά κράτη όπως η Τουρκία, το Ισραήλ, το Πακιστάν και, φυσικά, οι ΗΠΑ.
Σε αυτές πρέπει να προσθέσουμε τους αντίστοιχους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επίσης γνώρισαν και γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθηση. Από το σημαντικό κατάλογο πρέπει να ξεχωρίσουμε τη Συνθήκη Σένγκεν, την EUROPOL, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και παράδοσης, τη EUROJUST, τον FRONTEX, την Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας – Κοινές Ομάδες Έρευνας (ν. 3363/2008), τις νέες συμβάσεις Ελλάδας – ΗΠΑ περί δικαστικής συνδρομής και έκδοσης (ν. 3770/2009 και ν. 3771/2009), τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Δύναμης Χωροφυλακής (EGF), τη νέα συμφωνία SWIFT[55].
Που οφείλεται αυτή η εντατικοποίηση στο συντονισμό των κατασταλτικών μηχανισμών; Το επιχείρημα που προβάλλεται κατά κόρον είναι ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς δημιούργησε νέα πεδία διεθνικής δράσης του οργανωμένου εγκλήματος. Άρα, τίθεται, κατά την άποψη αυτή, ζήτημα συνεργασίας μεταξύ των κρατών προκειμένου να καταστεί περισσότερο αποτελεσματική η κατασταλτική λειτουργία τους σε σχέση με την τήρηση των γενικών όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας. Ανεξάρτητα από την ειλικρίνεια τέτοιων επιχειρημάτων, είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη και επέκταση του οργανωμένου διασυνοριακού εγκλήματος είναι ακριβώς αποτέλεσμα της πολιτικής κατάργησης των οικονομικών συνόρων, της ασύδοτης δράσης και κίνησης των κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, τα όποια αστυνομικά μέτρα έχουν αποδειχθεί απολύτως αναποτελεσματικά εφόσον δεν αλλάζει το οικονομικό υπόβαθρο.
Από την άλλη πλευρά, ο διεθνής συντονισμός των κατασταλτικών αρχών, στρέφεται ολοένα και πιο φανερά, ενάντια στις ριζοσπαστικές αντιλήψεις. Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η καταπολέμηση του «βίαιου ριζοσπαστισμού», η έννοια του υπόπτου διατρέχουν όλες τις σημαντικές συμφωνίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τις συμφωνίες ΕΕ – ΗΠΑ.
Είναι φανερό ότι το πλαίσιο αυτό πρόκειται να αξιοποιηθεί περισσότερο εντατικά στην περίοδο της οικονομικής κρίσης η οποία θα επιφέρει ένταση των κοινωνικών αγώνων και συγκρούσεων. Προέχει ο στόχος της από κοινού αντιμετώπισης του κινδύνου πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής. Ακριβώς για το λόγο αυτό η Συνθήκη της Λισαβόνας περιλαμβάνει αυτούσια τη διάταξη περί «ρήτρας αλληλεγγύης» που προϋπήρχε στο απορριφθέν Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διάταξη αυτή προβλέπει τη δυνατότητα επέμβασης των στρατιωτικών δυνάμεων της ΕΕ ακόμη και σε κράτος μέλος της για «την πρόληψη τρομοκρατικής απειλής στο έδαφος των κρατών μελών», «την προστασία των δημοκρατικών θεσμών και του άμαχου πληθυσμού από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση, την παροχή συνδρομής σε κράτος μέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης» (υπογρ. ΔΚ).
Στην κατασταλτική λειτουργία του κράτους και του δικαίου επιδρά όμως η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών. Πίσω από την τυπική ισοτιμία των σχετικών διεθνών συμβάσεων κρύβεται ο κυρίαρχος ρόλος των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και οι σχέσεις ανισοτιμίας. «Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε παγκόσμιο σύστημα αποικιακής καταπίεσης και χρηματιστικής κατάπνιξης της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης από μια χούφτα «προηγμένες» χώρες… Ο κόσμος χωρίστηκε σε μια χούφτα κράτη-τοκογλύφους και σε μια τεράστια πλειοψηφία κράτη-οφειλέτες»[56], όπως επιβεβαιώνει με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο η οικονομική κρίση.
Τούτο σημαίνει ότι ο συντονισμός των κατασταλτικών μηχανισμών των κρατών έχει βέβαια ως κοινό στόχο την από κοινού καταπολέμηση των εστιών αμφισβήτησης (και του κοινού εγκλήματος παράλληλα) αλλά, μαζί με αυτό το στόχο, τα ισχυρότερα αστικά κράτη επιδιώκουν την επέκταση της επιρροής και της παρουσίας των δικών τους κατασταλτικών μηχανισμών σε βάρος των πιο αδύναμων εταίρων τους. Η επιδίωξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική σε περιόδους οικονομικών κρίσεων καθώς η στρατιωτικο-πολιτική επιρροή και παρουσία μπορεί να αξιοποιηθεί και για την επέκταση της οικονομικής επιρροής. Αποτελεί ένα έμμεσο παράγοντα για την επίτευξη προσοδοφόρων συμφωνιών, αναδιανομής των αγορών και των σφαιρών επιρροής ενόψει μάλιστα της οικονομικής κρίσης.
Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα το νομικό καθεστώς της ετεροδικίας[57] αλλά και συμβάσεις όπως η «Κύρωση Διακανονισμού μεταξύ της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας και του Κέντρου Ελέγχου Τρομοκρατών των ΗΠΑ για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τρομοκρατικές πράξεις και της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των ΗΠΑ σχετικά με την ενίσχυση της συνεργασίας για την πρόληψη και καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος» (ν. 3800/2009), η «Κύρωση του Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης, σχετικά με την παροχή Υποστήριξης Φιλοξενούντος Έθνους, κατά τη διάρκεια ασκήσεων/επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ» (ν. 3806/2009), η «Κύρωση του Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης (SHAPE) που αφορά στη συνεργασία μεταξύ του (SHAPE) και του Πολυεθνικού Συντονιστικού Κέντρου Στρατηγικών Θαλασσίων Μεταφορών των Αθηνών (AMSCC)» (ν. 3807/2009). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι φανερό ότι πίσω από τη συνεργασία των δύο μερών με κοινούς στόχους και την τυπική ισοτιμία των συμβαλλομένων μερών, το ισχυρό μέρος είναι εκείνο που ωφελείται κυρίαρχα από τη συνεργασία των κατασταλτικών μηχανισμών των δύο κρατών.
Πιο εύγλωττη είναι η περίπτωση της «Κύρωσης του Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης, σχετικά με την παροχή Υποστήριξης Φιλοξενούντος Έθνους, κατά τη διάρκεια ασκήσεων/επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ» (ν. 3806/2009). Η συμφωνία αυτή παρέχει τη δυνατότητα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ να κινούνται ανά την ελληνική επικράτεια χωρίς να απαιτείται κάθε φορά ξεχωριστή διαβούλευση και συμφωνία ανάμεσα στα μέρη. Πρόκειται για συμφωνία που δίνει απεριόριστες εξουσίες στις δυνάμεις αυτές σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας κατά παραβίαση ουσιαστικά και του άρθρου 27 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ένα πρώτο συμπέρασμα
Στόχος λοιπόν της προσαρμογής των λειτουργιών αυτών του αστικού κράτους είναι η αποσόβηση της πολιτικής και, ακόμη περισσότερο, της επαναστατικής κρίσης. Έτσι, ο περιορισμός της δημοκρατίας και των δημοκρατικών ελευθεριών, η σκλήρυνση της καταστολής στοχεύουν στην κάμψη του απεργιακού κινήματος, των διαδηλώσεων, της διάδοσης ιδεών που οδηγούν στην ανάπτυξη των διεκδικήσεων του λαού και, πολύ περισσότερο, των ιδεών που αμφισβητούν το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα.
Οι επώδυνες αποφάσεις και η εφαρμογή τους που κατακρημνίζουν οποιαδήποτε κοινωνική κατάκτηση, που πλήττουν βίαια το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές αδιαμαρτύρητα. Όση προσπάθεια και να καταβάλλουν οι κρατικοί και ιδιωτικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί, η αναδιανομή του πλούτου είναι τόσο απότομη και βίαιη που καθιστά ισχυρό το ενδεχόμενο να γεννήσει αντιδράσεις. Η πάλη των τάξεων μοιραία οξύνεται, ανεξάρτητα από το εύρος, το βάθος και την προοπτική της.
Η υπέρβαση επομένως της κρίσης και η σταθεροποίηση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος απαιτούν λιγότερη δημοκρατία. Καθώς ραγίζει η κοινωνική συναίνεση, ο λαός δύσκολα αποδέχεται τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Γι’ αυτό, πρέπει να περιοριστεί ο λόγος του στη λήψη των αποφάσεων αλλά και να περιοριστούν οι δυνατότητες αντίδρασής του.
[1] Βλ. J. Fernandez Bulte, Texto de teoria del estado y del derecho, www.lex.uh.cu/Dptos/jb/TED, σελ. 45 επ.
[2] Βλ. συνοπτικά αντί άλλων Γ. Ρούσης, Το κράτος από τον Μακιαβέλι στον Βέμπερ, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 228 επ. και Θ. Λιακόπουλος, «Δίκαιο και οικονομία», στον τόμο Θ. Λιακόπουλος – Θ. Παπαχρίστου – Δ. Τραυλός-Τζανετάτος, Μαρξισμός και δίκαιο, Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, 1984, σελ. 13 επ. και E. Serverin, Sociologie du droit, Paris, La Decouverte, 2000, σελ. 31 επ.
[3] Όλες βέβαια οι λειτουργίες του κράτους είναι πολιτικές. Με τον όρο πολιτική λειτουργία του κράτους νοείται η διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, η διακυβέρνηση του κράτους, ο τρόπος οργάνωσης της εξουσίας, οι μορφές με τις οποίες αυτή ασκείται, το πολίτευμα. Στις αστικές δημοκρατίες η πολιτική λειτουργία του κράτους υλοποιείται, σε μεγάλο βαθμό, μέσω των νομικών ρυθμίσεων συνταγματικού ιδίως (αλλά όχι μόνο) περιεχομένου. Παράλληλα, όμως, ένα μέρος της πραγματοποιείται έξω ή και σε αντίθεση με τις συνταγματικές και νομοθετικές ρυθμίσεις. Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ (Ινστιτούτο κράτους και δικαίου), Ο πολιτικός μηχανισμός της δικτατορίας των μονοπωλίων, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1982, σελ. 42 επ. και Ν. Κοτζιάς, Κράτος και πολιτική (η διαλεκτική του κράτους), Αθήνα, εκδ. Α.Α.Λιβάνη, 1993, σελ. 231 επ. και M. Duverger, Εισαγωγή στην πολιτική, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1985, σελ. 86 επ. και Α. Ράικος, Γενική Πολιτειολογία, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2000, σελ. 196 επ., 202 επ. και Α. Μανιτάκης, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2009, σελ. 143 επ.
[4] Η τάση υποβάθμισης των αντιπροσωπευτικών θεσμών είναι ορατή στο αστικό κράτος από τη στιγμή που η εργατική τάξη εμφανίζεται πιο συγκροτημένα στο ιστορικό προσκήνιο. Όπως σημείωνε ο Μαρξ, «το κόμμα της τάξης εξαναγκάζεται στον αγώνα του με το λαό να αυξάνει διαρκώς την εξουσία του εκτελεστικού». Βλ. Κ. Μαρξ, Για το κράτος, Αθήνα, εκδ. Εξάντας, 1989, σελ. 77.
[5] Ου. Φόστερ, Ιστορία των τριών Διεθνών, Αθήνα, εκδ. Γνώσεις, χ.χρ., σελ. 488.
[6] Βλ. Γ. Αναστασιάδης, Πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας, 1821-1941, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 200-202.
[7] Βλ. Α. Παντελής, Σ. Κουτσουμπίνας, Τ. Γεροζήσης, Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας, τ. ΙΙ, 1924-1974, σελ. 269 επ.
[8] «Τον Απρίλιον του 1932 εκηρύχθη προσωρινόν χρεωστάσιον» βλ. Τ. Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1909-1940), Αθήνα, εκδ. Τολίδη, 1977, σελ. 341.
[9] Παρατίθεται στο Γ. Αναστασιάδης, Πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας, 1821-1941, οπ.π., σελ. 196.
[10] Ο Ν. Πλαστήρας στο αποτυχημένο πραξικόπημά του το 1933 εξέφραζε την ίδια θέση πιο ωμά στο σχετικό διάγγελμά του όπου υποστήριζε ότι το κοινοβουλευτικό πολίτευμα «αιχμάλωτον της δημαγωγίας επέφερεν μόνον αδυναμίαν αναδείξεως ισχυράς κυβερνήσεως αλλά και ενίσχυσιν του κομμουνισμού». Βλ. Γ. Αναστασιάδης, Πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας, 1821-1941, οπ. π., σελ. 209.
[11] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1995, σελ. 171 επ., 204 επ.
[12] Βλ. Δ. Τσάτσος, Σύνταγμα και πολιτειακή πρακτική, Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 185 επ. και Ε. Βενιζέλος, Η λογική του πολιτεύματος και η δομή της εκτελεστικής εξουσίας στο Σύνταγμα του 1975, Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, 1980.
[13] Για παράδειγμα, η αναθεώρηση του άρθρου 70 κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 2001 έδωσε τη δυνατότητα στις επιτροπές της Βουλής να ασκούν νομοθετικό έργο αντί της ολομέλειάς της με το πρόσχημα της αναβάθμισης του έργου των επιτροπών της Βουλής. Βλ. Ε. Βενιζέλος, Το σχέδιο της Αναθεώρησης του Συντάγματος (η γενική εισήγηση της πλειοψηφίας προς την Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή), Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2000, σελ. 59 επ.
[14] Βλ. Γ. Κατρούγκαλος, «Memoranda sunt Servanda?», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τευχ. 2/2010, σελ. 151 επ.
[15] Βλ. χαρακτηριστικά Α. Μάνεσης, «Η νομικοπολιτική σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986», περ. Δίκαιο και πολιτική, τευχ. 13-14, σελ. 5 επ., 78 επ.
[16] Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη ότι η ειδική έκθεση του άρθρου 75 παρ. του Συντάγματος που συνόδευε τη σχετική τροπολογία που κατέστη στη συνέχεια άρθρο του νόμου, όριζε πως «από τις προτεινόμενες διατάξεις προκαλείται δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό το ύψος της οποίας όμως δεν μπορεί να εκτιμηθεί».
[17] Βλ. σχετικά εφημ. Ριζοσπάστης, 17 Ιουνίου 2010.
[18] Βλ. εφημ. Τα Νέα, 23 Αυγούστου 2010.
[19] Βλ. Π. Φουντεδάκη, «Ave Caesar», περ. Δικαιώματα του Ανθρώπου, τευχ. 24, 2004, σελ. 1311 επ. και Ν. Κανελλοπούλου, «Συμμετοχική ναι, αλλά πρώτα, δημοκρατία, περ. Δικαιώματα του Ανθρώπου, τευχ. 24, 2004, σελ. 1321 επ. και Γ. Καραγιάννης, «Κόμματα εξουσίας και πολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τευχ. 29, Ιούνιος 2007, σελ. 61 επ., 70 επ.
[20] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 429.
[21] Βλ. Ν. Κοτζιάς, «Ο πρωθυπουργός και το Σύνταγμα», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 11 Ιουλίου 2010.
[22] Βλ. Δ. Καλτσώνης Κράτος και ανενέργεια του νόμου, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1998.
[23] Έτσι πρέπει να ερμηνευθεί η θέση του Ιταλού πρωθυπουργού ότι το Σύνταγμα της Ιταλίας αποτελεί ένα κατάλοιπο της επίδρασης του κομμουνισμού και ότι θα πρέπει να αλλάξει στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικονομικής ελευθερίας. Βλ. εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 13 Ιουνίου 2010 και http://www.informazioneglobale.com/silvio-berlusconi-difficile-fare-impresa-colpa-dei-comunisti-costituzione-datata.html και http://www.unita.it/news/81506/costituzione_comunista_e_una_dichiarazione_frutto_di_ignoranza.
[25] Στη βιβλιογραφία η πολιτική και η κατασταλτική λειτουργία συνήθως ταυτίζονται. Είναι γεγονός ότι είναι στενότατα δεμένες αλλά, ωστόσο, έχουν διακριτά χαρακτηριστικά. Η κατασταλτική λειτουργία του κράτους αφορά την με πιο άμεσο τρόπο διασφάλιση της τάξης. Σχετίζεται άμεσα με τους κρατικούς μηχανισμούς της οργανωμένης δύναμης επιβολής. Η διασφάλιση της τάξης από το κράτος γίνεται νοητή με δυο τρόπους. Μπορούν γι’ αυτό να διακριθούν δυο υπολειτουργίες. Η πρώτη σχετίζεται με την έννοια της καταστολής των αντιδράσεων των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, με την αντιμετώπιση της πάλης των τάξεων, των κοινωνικών αγώνων ευρύτερα ώστε να μην διασαλευτεί σοβαρά το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η δεύτερη σχετίζεται με την τήρηση των γενικών όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας. Κάθε κοινωνία έχει ανάγκη την τήρηση στοιχειωδών κανόνων οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την αναπαραγωγή και την επιβίωση της κοινωνίας. Πρέπει, για παράδειγμα, να προστατεύεται γενικά η ζωή του ανθρώπου, η σωματική του ακεραιότητα. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους αναλαμβάνουν και αυτό το καθήκον. Βέβαια, τούτο εκπληρώνεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε κοινωνικό σύστημα. Άλλο νόημα έχει η προστασία της ζωής του ανθρώπου στο δουλοκτητικό σύστημα όπου ιδίως προστατεύεται ο δουλοκτήτης ή πάντως ο ελεύθερος πολίτης ενώ οι δούλοι προστατεύονται ως πράγματα του κυρίου τους. Διαφορετικό είναι το περιεχόμενο της υπολειτουργίας αυτής στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Η τυπική ισοτιμία επιβάλλει μια σχετικά διαφορετική θεώρηση του καθήκοντος αυτού. Η πραγματική ανισοτιμία των σχέσεων και οι σχέσεις εκμετάλλευσης που αποτελούν το θεμέλιο αυτής της κοινωνίας επιβάλλουν στην πράξη διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων ακόμη και στην υλοποίηση αυτής της κρατικής λειτουργίας, δηλαδή κατά την διαφύλαξη των γενικών όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας. Βλ. Δ. Τσιμπουκίδης, Ελεύθεροι και δούλοι, Αθήνα, εκδ. Καλέντης, 1991 και Ε. Λαμπροπούλου, Κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου και των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης, Αθήνα, εκδ. Ελληνικά γράμματα, 1999, σελ. 75, 89 επ., 109, 117 επ., 127, 164 επ.
[26] Βλ. για περισσότερα Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας (κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 160 επ.
[27] Βλ. J.-S. Mongrenier, “L’ armée britannique, projection de puissance et géopolitique euratlantique”, Hérodote, 116/2005, www.univ-paris8.fr/geopo/herodote_site
[28] Βλ. E.-J. Duval, «Aspects de la professionalisation des armées», Défense Nationale, Mars 1998, σελ. 95 επ.
[29] Βλ. Δ. Σμοκοβίτης, Η νέα στρατηγική αντίληψη του ΝΑΤΟ, www.diplomatikoperiskopio.com, Μάρτιος 2010.
[31] Με το νόμο αυτό κυρώθηκε η προφανέστατα αντισυνταγματική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που ορίζει ότι «Όποιος καθ΄οιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζει, διαταράσσει ή διακόπτει την ομαλή λειτουργία των δημόσιων σχολείων πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή παρανόμως παραμένει στους χώρους λειτουργίας αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Η ποινική δίωξη των υπαιτίων ασκείται αυτεπαγγέλτως».
[32] «Εφόσον ο αλλοδαπός εκ των ενγένει περιστάσεων κρίνεται ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσιατάξη ή αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της αναχώρησής του ή τη διαδικασία απομάκρυνσής του, με απόφαση των οργάνων της προηγούμενης παραγράφου, διατάσσεται η προσωρινή κράτησή του μέχρι την έκδοση, εντός τριών (3) ημερών, απόφασης ως προς την απέλασή του».
[33] Βλ. εφημ. Το Ποντίκι, 27 Αυγούστου 2010.
[34] Βλ. για παράδειγμα Α. Παπαδαμάκης, «Όψεις αποδόμησης της Ποινικής Δικονομίας και τάσεις καθιέρωσης παράπλευρης Δικονομίας», περ. Ποινική Δικαιοσύνη, 1/2010, σελ. 80, επ.
[35] Βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, «Η πρόληψη της εγκληματικότητας στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες: φραγμός ή προστασία των ατομικών δικαιωμάτων;», Ποινικά Χρονικά, ΝΘ 2009, σελ. 193 επ., 198-199 όπου διαπιστώνει πως «η προσαρμογή των ατομικών δικαιωμάτων στις απαιτήσεις μιας αποτελεσματικής πρόληψης, είναι απαράδεκτη σε ένα κράτος δικαίου» και πως «είναι ψευτο-δίλημμα το ότι ή θα εφαρμόσει κανείς μέτρα πρόληψης που θα παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα ή θα υπάρξει χάος και ανασφάλεια».
[36] Βλ. Χ. Ζαραφωνίτου, «Ο φόβος του εγκλήματος: ένα ελληνικό «παράδοξο»», Ποινική Δικαιοσύνη, 1/2009, σελ. 9 επ., 17.
[37] Βλ. S. Germain et C. Poletti, “Repondre aux mobilizations sociales: le systeme policier italien en transition”, Revue Francaise de Science Politique, 2009, σελ. 1127 επ.
[38] Βλ. Κ. Βαθιώτης, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» (από την σανίδα του Καρνεάδη στο «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού»), Αθήνα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ. 193 επ.
[39] Βλ. Σ. Βιδάλη, «Εγκλήματα του Κράτους: ούτε ασφάλεια ούτε ελευθερία», στο Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, ΙΙ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2007, σελ. 1035 επ.
[40] Βλ. ενδεικτικά μεταξύ πολλών άλλων Γ.-Α. Μαγκάκης, «Σκέψεις για την διαστολή της τρομοκρατίας από το πολιτικό έγκλημα», Νομικό Βήμα, Νοέμβριος 2002, σελ. 1813-1818 και Ι. Μανωλεδάκης, «Ασφάλεια κράτους ή ελευθερία;», στον τόμο Α. Μανιτάκης – Α. Τάκης (επιμ.), Τρομοκρατία και δικαιώματα, Σαββάλας, 2003, σελ. 23 επ. και Ν. Παρασκευόπουλος, «Ασφάλεια του κράτους και ανασφάλεια δικαίου», στο ίδιο, σελ. 42 επ. και Δ. Μπελαντής, «Η τρομοκρατία ως πολιτικό έγκλημα», Νομικό Βήμα, 2003, σελ. 965-974 και P. Gilardi, “Un scenario autoritaire”, Actuel Marx, no 33, 1/2003, σελ. 41 επ. και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και οι προκλήσεις για το ποινικό δίκαιο στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα», Ποινική Δικαιοσύνη, τευχ. 5/2004, σελ. 567-581 και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, Σάκκουλα, 2005, ιδίως σελ. 36 επ., 116 επ., 152 επ. και Ι. Μανωλεδάκης, Η απονομή δικαιοσύνης σε περίοδο κρίσης, Σάκκουλα, 2006, σελ. 23 επ. και Στ. Παύλου, «Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΣΔΑ», Ποινικά Χρονικά, ΝΗ/2008, σελ. 97-111 και M. Delmas-Marty, “Libertes et surete: les mutations de l’ etat de droit”, Revue de synthese, no 3, 2009, σελ. 465 επ. και P. Asp, S. Bogdan, L. Foffani, κά, «Κείμενο αρχών για μια ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική», Ποινική Δικαιοσύνη, 1/2010, σελ. 69 επ.
[41] Βλ. Φ. Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ, Αθήνα, εκδ. Αναγνωστίδης, σελ. 163, 164, 165, 166, 169.
[42] Βλ. J.-C. Sergeant, «Η βρετανική ΜΙ5 σε 1.684 σελίδες», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde Diplomatique, 9 Μαϊου 2010, σελ. 34 επ. και J.-M. Berliere, Le monde des polices en France, Bruxelles, ed. Complexe, 1996, σελ. 136-137.
[43] Για παράδειγμα, στις εκθέσεις της ΑΔΑΕ διαπιστώνεται ότι το 2004 οι άρσεις του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας (προφανώς αόριστη νομική έννοια) ήταν 4 φορές περισσότερες από εκείνες που έγιναν για τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων. Το 2009 οι άρσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας εξαπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2004 βλ. www.adae.gr.
[44] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, οπ.π., σελ. 340 επ., 459 επ.
[45] Βλ. Δ. Καλτσώνης, «Πολιτικοί και κοινωνικοί περιορισμοί του δικαιώματος του συνέρχεσθαι», Ουτοπία, 75, 2007, σελ. 53 επ.
[46] Βλ. Γ. Ρήγος, «Η δικαστική μεταχείριση της απεργίας», Δίκη, τευχ. 37, σελ. 165 επ. και Κ. Μπέης, «Η σύγχρονη διαλεκτική της απεργίας – ένα αναιμικό θεμελιακό δικαίωμα», Ελευθεροτυπία, 15 Ιουνίου 2006.
[47] Χαρακτηριστική είναι, από την άποψη αυτή η εξέλιξη της νομοθεσίας για τα συστήματα κατόπτευσης δημόσιων χώρων ή η νομοθεσία για τους λεγόμενους «κουκουλοφόρους». Βλ. Κ. Βαθιώτης, «Πολίτες-εχθροί-κουκουλοφόροι», Ποινική Δικαιοσύνη, 5/2009, σελ. 615 επ. αλλά και Α. Χαραλαμπάκης, «Η αλλοίωση των χαρακτηριστικών του δράστη και η αντιμετώπισή της στην ελληνική και αλλοδαπή νομοθεσία», Ποινική Δικαιοσύνη, 5/2009, σελ. 611 επ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Τα μέτρα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης», Ποινική Δικαιοσύνη, 5/2009, σελ. 608 επ. και Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, «Ο νομικός χειρισμός του προβλήματος των «κουκουλοφόρων»», Ποινική Δικαιοσύνη και Εγκληματολογία, 5/2009, σελ. 4 επ.
[48] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, οπ.π., σελ. 349.
[49] Βλ. Ρ. Κούνδουρος, Η ασφάλεια του καθεστώτος (πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα 1924-1975), Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1978, σελ. 74 επ.
[50] Βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Η πρόληψη της τρομοκρατίας και το ποινικό δίκαιο της προ-προληπτικής καταστολής: νέες αξιόποινες πράξεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην ΕΕ», Ποινικά Χρονικά, ΝΘ/2009, σελ. 385 επ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Η «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση» στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Ποινικά Χρονικά, ΝΘ/2009, σελ. 583 επ.
[51] Βλ. Δ. Καλτσώνης, «Η ποινικοποίηση της σκέψης στη σύγχρονη αστική δημοκρατία», Ουτοπία, τευχ. 81, 2008, σελ. 49 επ.
[52] Βλ. Θ. Τζώνος, Τα Συντάγματα της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, σελ. 434.
[53] Βλ. B. Drweski, “La “transition” polonaise: Mythes et enjeux de la transformation systemique”, Politiques et Societes, vol. 24, n0 2-3, 2005, σελ. 11 επ., 27 επ.
[54] Βλ. Α. Ζοξ, Ατλαντισμός και κρίση του ευρωπαϊκού κράτους: η στρατιωτική κρίση, στον τόμο Ν. Πουλαντζάς (επιμ..), Η κρίση του κράτους, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, χ.χ., σελ. 197 επ. και Κ. Τσουκαλάς, «Με τη σκέψη στο έργο του Πουλαντζά. Για την ανάγκη ανασυγκρότησης μιας θεωρίας του καπιταλιστικού κράτους», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τευχ. 32, Δεκ 2008, σελ. 19.
[55] Βλ. Ε. Στεργιούλης, «Οι βασικές αλλαγές του νέου πλαισίου εσωτερικής ασφάλειας της Συνθήκης της Λισαβόνας», Ποινική δικαιοσύνη και Εγκληματολογία, 1/2010, σελ. 24 επ. και Δ. Αρβανίτης, «Τα δικαιώματα του εκζητούμενου προσώπου βάσει της Συνθήκης έκδοσης μεταξύ Ελλάδας-ΗΠΑ ως ισχύει μετά το ν. 3770/2009, Εισήγηση στο Σεμινάριο «Κράτος και δίκαιο στον 21ο αιώνα», Πάντειο Πανεπιστήμιο, άνοιξη 2010, υπό δημοσίευση, Ποινική Δικαιοσύνη.
[56] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 311, 405.
[57] Βλ. για παράδειγμα Ε. Γιαρένης, «Το νομικό καθεστώς των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα–ζητήματα ποινικής δικαιοδοσίας», Ποινική Δικαιοσύνη, 3/2009, σελ. 337 επ.