Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Τα δικαιώματα του εκζητούμενου προσώπου βάσει της συνθήκης έκδοσης Ελλάδας-ΗΠΑ


ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΗΠΑ ΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟ Ν. 3770/2009*



Του ΔΟΜΙΝΙΚΟΥ Δ. ΑΡΒΑΝΙΤΗ
 Δικηγόρου, ΜΔΕ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με το ν. 3770/2009 [:Φ.Ε.Κ. Α’110/09.07.2009] τροποποιήθηκε(-«συμπληρώθηκε») ενμέρει το νομικό πλαίσιο της έκδοσης εγκληματιών μεταξύ Ελλάδας-ΗΠΑ, όπως αυτό είχε με τη σχετική από 06.05.1931 Συνθήκη [εφεξής: Συνθήκη ή Συνθ.] (που κυρώθηκε με το ν.5554/1932) και το ερμηνευτικό Πρωτόκολλό της (:α.ν.1115/1938), με την κύρωση νέου Πρωτοκόλλου μεταξύ Ελλάδας-ΗΠΑ που ενσωμάτωσε κατ’ουσία τις ρυθμίσεις της Συμφωνίας μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ σχετικά με την έκδοση [ΕΕ L 181 της 19.07.2003, σ. 27επ.· εφεξής: Συμφωνία ή Συμφ.]. Οι αλλαγές που επήλθαν στο έως πρόσφατα ισχύον νομικό πλαίσιο είναι σημαντικές[1], εύλογες δε ως εκ του γεγονότος ότι η ανωτέρω Συνθήκη ίσχυσε ουσιαστικά (χωρίς τροποποιήσεις) ως είχε επί ογδόντα περίπου χρόνια, ενώ το έγκλημα και οι ενγένει κοινωνικές και διεθνείς συνθήκες «εξελίχθηκαν» εντωμεταξύ σε μεγάλο βαθμό. Οι διαφορές του νυν ισχύοντος νομικού πλαισίου με το προϊσχύον είναι πολλές και ουσιώδεις, διαφοροποιείται δε μ’αυτές σε πολλά σημεία η θέση του εκζητουμένου προσώπου[2],[3].

Β. ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΩΝ Ν 5554/1932 ΚΑΙ 3770/2009
1. Ο Ν 5554/1932
Σύμφωνα με το άρθρο 12§1ν.3770/2009, «οι διατάξεις της Συνθήκης εκδόσεως που δεν αναφέρονται στο παρόν Πρωτόκολλο, συμπεριλαμβανομένων των λόγων αρνήσεως της έκδοσης, δεν θίγονται από το παρόν Πρωτόκολλο και παραμένουν σε ισχύ». Συνεπώς, πολλές από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης (πλην των άρθρων II, VII, XI§2 που καταργήθηκαν ρητά) ισχύουν ακόμη ως είχαν εξαρχής είτε «συμπληρωμένες» (π.χ., ρητά το άρθρο XI –ενγένει διαδικασία έκδοσης–, ή κατ’ερμηνεία το άρθρο IV –αρχή της ειδικότητας–). Εν ολίγοις, υπό το ν.5554/32 (προτού τροποποιηθεί ως προς το σημείο αυτό), έκδοση χωρούσε για συγκεκριμένα κακουργήματα ή πλημμελήματα [και δη για οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στις (26+1)περιπτώσεις του άρθρου ΙΙ, μεταξύ των οποίων η –αποεγκληματοποιημένη πλέον– άμβλωση, η «κλοπή διά ρήξεως», οι μικροκλοπές άνω των 25 δολλαρίων], τα οποία τελέστηκαν στην Ελλάδα ή στις ΗΠΑ και για τα οποία το εκζητούμενο πρόσωπο κατηγορείτο ή καταδικάστηκε στο κράτος που ζητούσε την έκδοσή του (άρθρο Ι εδ.α’ Συνθήκης), εφόσον υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις[ορθότερα: ενδείξεις] ενοχής με βάση τη νομοθεσία του εκζητουμένου κράτους (άρθρ. Ι εδ.β’Συνθ.). Το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση δεν πρέπει να έχει πολιτικό χαρακτήρα (άρθρ. ΙΙΙ Συνθ.)[4]. Ο εκζητούμενος δεν μπορεί κατ’αρχήν να δικαστεί στο εκζητούν κράτος για έγκλημα που τέλεσε πριν από την έκδοσή του, άλλο από εκείνο για το οποίο αυτή ζητήθηκε (άρθρ. ΙV Συνθ.). Επίσης δεν μπορεί να εκδοθεί, εάν έχει παραγραφεί (βάσει της ελληνικής νομοθεσίας ή/και εκείνης των ΗΠΑ) το έγκλημα για το οποίο αυτός εκζητείται (άρθρ. V Συνθ.)[5]. Σύμφωνα δε με τα άρθρα VI και VIII Συνθ., αντίστοιχα, τα οποία προφανώς τέθηκαν για την «θεραπεία» της αρχής της εθνικής κυριαρχίας, αφενός μεν υπάρχει η δυνατότητα αναβολής της έκδοσης (όταν ο εκζητούμενος διώκεται στο εκζητούμενο κράτος ή είναι φυλακισμένος σ’αυτό ή έχει αποφυλακιστεί με εγγύηση ή καταδικάστηκε ήδη για την ίδια αιτία[6], έως ότου περατωθεί η δίκη ή αποφυλακιστεί)· αφετέρου δε το εκζητούμενο κράτος δεν υποχρεούται να εκδίδει υπηκόους του. Τέλος, κάθε πειστήριο ή προϊόν του εγκλήματος, που βρίσκεται στην κατοχή του εκζητουμένου όταν συλλαμβάνεται, παραδίδεται στο εκζητούν κράτος (άρθρ. X Συνθ.), το οποίο και φέρει το βάρος των ενγένει εξόδων έκδοσης (άρθρ. IX Συνθ.).

2. Ο Ν 3770/2009
Με το ν.3770/09 επήλθαν κυρίως οι εξής τροποποιήσεις: Α) Τέθηκαν όρια, ώστε να χωρεί γενικά έκδοση για εγκλήματα τα οποία τιμωρούνται από αμφότερα τα συμβαλλόμενα κράτη με στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτατης διάρκειας ανώτερης του ενός έτους ή με αυστηρότερη ποινή, είτε για απόπειρα ή συμμετοχή ή «συνομωσία»[7] σε τέτοιο έγκλημα, είτε όταν το εκζητούμενο πρόσωπο έχει ήδη καταδικαστεί για την τέλεση τέτοιου εγκλήματος με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τεσσάρων μηνών (άρθρ.1§1)[8]. Σημαντική εξαίρεση εισάγει το άρθρο 1Α§4εδ.β’, σύμφωνα με το οποίο το εκζητούμενο κράτος δύναται, κατά διακριτική ευχέρεια, να εγκρίνει την έκδοση και όταν ακόμη δεν προβλέπεται στη νομοθεσία του το αξιόποινο μιάς πράξης[9] (η οποία τελείται εκτός της επικράτειάς του και θεωρείται στο εκζητούν κράτος ως «έγκλημα» ή, κατ’άλλη –παράλογη αλλά και απαράδεκτη– ερμηνεία τής ανωτέρω διάταξης σε συνδυασμό με αυτή του εδαφίου α’, και αν ακόμη δεν θεωρείται ως «έγκλημα» τόσο στο εκζητούμενο όσο και στο εκζητούν κράτος!). Εν προκειμένω, σύμφωνα με το γράμμα τού νόμου, «η εκτελεστική αρχή[:the executive authority] του προς ό η αίτηση κράτους έχει τη διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει την έκδοση»: θεωρώ ότι, ως έχει το –κατ’ άρθρο 436§2– συμπληρωματικά εφαρμοζόμενο σύστημα έκδοσης του ΚΠΔ (:που είναι δυαδικό, προϋποθέτον αμετάκλητο βούλευμα που επιτρέπει την έκδοση και σχετική απόφαση του υπουργού δικαιοσύνης, κατ’άρθρο 452§1), πρέπει να γίνει στην πράξη δεκτή ως αυτονόητη η (κατά διορθωτική-αναλογική ερμηνεία, για την ισότιμη δικονομική μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων) έκληψη του όρου «εκτελεστική αρχή» είτε ως της δικαστικής αρχής που «εκτελεί» το αίτημα του εκζητούντος κράτους [συναφώς προς την «εκτέλεση» του ΕΕΣ] είτε ως του υπουργού δικαιοσύνης μετά την έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο[10]. Μόνον έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας της όλης διαδικασίας, στην οποία αποφασιστικό ρόλο πρέπει να έχει το δικαστικό συμβούλιο, ως το κατ’εξοχήν αρμόδιο κρατικό όργανο (που πληροί τα εχέγγυα προς τούτο –δυνάμει και του άρθρου 87§§1,2Σ– σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από το οποιοδήποτε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας). Β) Επαναρρυθμίστηκε η συρροή αιτήσεων έκδοσης (άρθρ.7). Γ) Ρυθμίστηκε κατ’αρχήν η περίπτωση καθ’ήν οι ΗΠΑ ζητούν την έκδοση προσώπου για τελεσθέν έγκλημα το οποίο τιμωρείται με θανατική ποινή (άρθρ.10). Δ) Συμπληρώθηκε το νομικό πλαίσιο του ν.5554/32 με τη μεταρρύθμιση της όλης διαδικασίας (άρθρ. 2, 3, 4), με την πρόβλεψη της δυνατότητας απαίτησης συμπληρωματικών πληροφοριών όταν αυτό απαιτείται (άρθρ.5), με την προσωρινή παράδοση του εκζητουμένου (άρθρ.6) [δυνατότητα που πρότερα εφαρμοζόταν δυνάμει του άρθρου 442ΚΠΔ], με την πρόβλεψη της δυνατότητας συγκατάθεσης του εκζητουμένου στην παράδοσή του ή παραίτησής του από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας (άρθρ. 8), με τη ρύθμιση της διαμεταγωγής εκζητουμένων (άρθρ.9), με τη λήψη υπόψη τού ενδεχομένου να διαβιβαστούν από το εκζητούν κράτος πληροφορίες ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα (άρθρ.11). Ε) Και όλα τούτα, για «αδικήματα»[11] που διαπράχθηκαν «πριν και μετά» την έναρξη της ισχύος του (άρθρ.16§1 Συμφ.)[12].

Γ. ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΠΑ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
            Το εκζητούμενο πρόσωπο έχει διάφορα δικαιώματα αλλά και τυγχάνει της εφαρμογής διαφόρων εγγυήσεων[13] που λειτουργούν υπέρ του. Τούτα προβλέπονται κυρίως στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ (όπως πολύ πλούσια διαμορφώνεται νομολογιακά από το ΕυρΔΔΑ) και το ΔΣΑΠΔ, στο ν.5554/32 (και τον α.ν.1115/38) και στον ΚΠΔ.

1. Στο Ν 5554/1932
Στο βασικό σχετικό με την έκδοση μεταξύ Ελλάδας-ΗΠΑ νόμο(:5554/32) προβλέπονται διάφοροι λόγοι άρνησης της έκδοσης. Η εφαρμογή τους δεν επηρεάζεται από τη Συμφωνία και το ν.3770/09(κατ’άρθρο 12§1) και (πρέπει να) προβάλλονται όταν δεν πληρούνται διάφορες προϋποθέσεις της έκδοσης. Αυτοί είναι: Α) Η μη έκδοση του εκζητουμένου, εφόσον δεν «υφίστανται αρκεταί αποδείξεις ενοχής δικαιολογούσαι την σύλληψιν και την εις δίκην παραπομπήν αυτού εις την περίπτωσιν καθ’ ήν το έγκλημα[:κακούργημα] ή πλημμέλημα διεπράττετο εντός των ορίων της χώρας» (άρθρο Ι). Με τη ρύθμιση αυτή, που ισχύει ακόμη, παρέχεται εγγυητικός ρόλος στο αρμόδιο δικαστικό όργανο [βλ. και άρθρ. XI§5εδ.β’], το οποίο θα κρίνει –δεσμευόμενο, μ.ά., από την αρχή της δίκαιης δίκης (6§1ΕΣΔΑ[14])– με βάση την επάρκεια των αποδείξεων κατηγορίας και το κατά πόσον αυτές συνεπάγονται πιθανότητες ενοχής, χωρίς όμως να δύναται να προβεί σε ουσιαστική κρίση (και δη επί της ενοχής ή της αθωότητας του εκζητουμένου, σύμφωνα με τον α.ν.1115/38)[15]. Β) Η μη έκδοση δράστη εγκλήματος με πολιτικό χαρακτήρα[16] (άρθρ. III) [με την εξαιρετική ρύθμιση εγκλήματος στρεφόμενου κατά Αρχηγού Κράτους και της οικογένειάς του[17]]. Η εγγύηση αυτή απαντά και στον ΚΠΔ(438περ.γ’), σχετίζεται δε άρρηκτα με την απαγόρευση έκδοσης για δράση υπέρ της ελευθερίας (5§2εδ.γ’Σ). Γ) Η τήρηση της αρχής της ειδικότητας, δηλαδή της έκδοσης για συγκεκριμένο έγκλημα, αποκλειόμενης κατ’αρχήν της εισαγωγής σε δίκη (και) για άλλο έγκλημα διαφορετικό εκείνου για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση και προγενέστερο αυτής (άρθρ. IV, όπως και 440εδ.α’ΚΠΔ)[18]. Δ) Η παραγραφή των εγκλημάτων για τα οποία διώκεται ο εκζητούμενος αλλά και η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης νόμιμης αιτίας (όπως, π.χ., εάν συντρέχει λόγος άρσεως του αδίκου, του καταλογισμού ή του αξιοποίνου· υπό άλλες συνθήκες, η εφαρμογή της αρχής τού ne bis in idem σε διακρατικό επίπεδο[19]), σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους ή/και βάσει της σχετικής νομοθεσίας των ΗΠΑ (!). Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο «εγκληματίας φυγάς δεν δύναται να εκδοθή» (άρθρ. V). Η ενλόγω διάταξη είναι ιδιαίτερα σημαντική και εξασφαλιστική (πρβλ. άρθρ.438ΚΠΔ). Ε) Η (δυνητική) τήρηση της εγγύησης της μη έκδοσης ελλήνων πολιτών (άρθρ. VIII)[20]. ΣΤ) Η σύλληψη και κρίση επί της αίτησης έκδοσης σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους (άρθρ. XI§3) –δηλαδή υπό τους όρους του Συντ.(π.χ., άρθρ. 6§1εδ.α’, 7-9), της ΕΣΔΑ(άρθρ. 5, 6), του ΚΠΔ(άρθρ. 445 κ.ά.) κ.λπ.–. Ζ) Η απόλυση του προσωρινώς συλληφθέντος εκζητουμένου[21], εφόσον εντός δυο μηνών από τη σύλληψή του δεν προωθηθεί όπως ορίζει ο νόμος η επίσημη αίτηση έκδοσής του από αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο των ΗΠΑ (άρθρ. XI§4).


2. Στη Συμφωνία μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ και το Ν 3770/09
            Με το ν.3770/09 ενσωματώθηκε, όπως προλέχθηκε, το περιεχόμενο της ανωτέρω Συμφωνίας[22] στο ελληνικό δίκαιο. Ο ενλόγω νόμος συνιστά πιστή –και μόνο– αντιγραφή της Συμφωνίας. Στο Προοίμιο αυτής αναφέρεται πανηγυρικά το δέον: «ο προσήκων σεβασμός των δικαιωμάτων του ατόμου και του κράτους δικαίου»· καθώς και ότι λήφθηκε υπόψη «το δικαίωμα του εκδιδόμενου προσώπου σε δίκαιη δίκη συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να δικάζεται από αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο έχει συγκροτηθεί βάσει του Νόμου».
            Παρά ταύτα, όμως, η Συμφωνία (και συνακόλουθα ο ν.3770/09) –βάσει της οποίας επεκτείνεται κατά πολύ η δυνατότητα έκδοσης προσώπου στις ΗΠΑ– περιορίζεται: i) στη δυνητική(!) αφαίρεση του χρόνου κράτησης του προσωρινά παραδοθέντος εκζητουμένου από το χρόνο που του απομένει προς έκτιση στο εκζητούμενο κράτος (9§2εδ.β’Συμφ., 6§2εδ.β’ν.3770)[23]· ii) στη δυνητική(!) απόρριψη της αίτησης έκδοσης, εάν υπάρχει δυνατότητα να εκτελεστεί θανατική ποινή για το έγκλημα για το οποίο αυτή ζητείται (13Συμφ., 10ν.3770)[24]· iii) στη δυνητική(!) διαβίβαση ευαίσθητων πληροφοριών σε αίτηση έκδοσης, παρ’όλον ότι λαμβάνεται ως δεδομένο ότι στο εκζητούμενο κράτος δεν μπορούν αυτές να προστατευθούν (14Συμφ., 11ν.3770), χάριν τής με κάθε τίμημα –καθώς προκύπτει– υποστήριξης της αίτησης· iv) στη θέση ως όρου την (σε κάθε περίπτωση!) πραγματοποίηση διαβουλεύσεων μεταξύ των ΗΠΑ και του κράτους-μέλους, «όταν οι συνταγματικές αρχές ή αμετάκλητες δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις του προς ό η αίτηση κράτους ενδέχεται να θέτουν εμπόδιο στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του έκδοσης (…)» (17§2Συμφ. και άρθρο δεύτερο ν.3770, ήτοι οι σχετικές ρηματικές διακοινώσεις Ελλάδας-ΗΠΑ), ώστε εάν υφίστανται τέτοιοι περιορισμοί να υπάρχει δυνατότητα να αγνοηθούν σε συγκεκριμένη περίπτωση (θεσμοθετούμενης έτσι της εν προκειμένω κατίσχυσης του ενλόγω νόμου έναντι και του Συντάγματος ακόμη!)[25]· και v) στη δυνατότητα να εγκριθεί η έκδοση κι όταν ακόμη το έγκλημα στο οποίο αφορά η σχετική αίτηση έχει τελεσθεί εκτός της επικράτειας του εκζητούντος κράτους και το ενλόγω έγκλημα δεν τιμωρείται σ' αυτό (4§4Συμφ., 1Α§4ν.3770) [βλ. υπό Β.2Α)].
            Δηλαδή, ουσιαστικά χωρεί έκδοση σε κάθε περίπτωση και για οποιοδήποτε έγκλημα για το οποίο πληρούνται οι όροι του άρθρου 1Αν.3770. Και τούτο, βέβαια, κατά «διακριτική ευχέρεια» του εκζητουμένου κράτους, το οποίο όμως ως εκ της Συμφωνίας δεν φαίνεται να εμποδίζεται ούτε κατ’ ελάχιστο να προβαίνει στην έκδοση εγκληματιών όταν δεν πληρούνται τα ελάχιστα, έστω, εχέγγυα δικαιότητας, γεγονός που καθιστά αν μη τί άλλο τελείως προσχηματική (και ασυνεπή προς τις υποχρεώσεις των κρατών-μελών βάσει της ΕΣΔΑ αλλά και των Συνταγμάτων τους κ.λπ.) την ανωτέρω (γενική και πανηγυρική) επίκληση θεμελιακών δικαιοκρατικών αρχών στο Προοίμιο. Πρακτικά, η ενλόγω Συμφωνία δεν κατοχυρώνει κανένα δικαίωμα του εκζητουμένου προσώπου[26], τομέως που επαφίεται ολοκληρωτικά (αλλά και «διατρητά», λόγω των ανωτέρω περιορισμών στην εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου υπέρ του εκζητουμένου, π.χ. μέσω διαβουλεύσεων κ.λπ.) στο κάθε κράτος-μέλος και στις ΗΠΑ ξεχωριστά.
Η παντελής έλλειψη αναφοράς του ν.3770 σε δικαιώματα του εκζητουμένου εκπλήσσει. Ως «σχετικές» ρυθμίσεις πρέπει, πέραν των ανωτέρω, να θεωρηθούν οι εξής:
Α) Η δυνατότητα υποβολής (από το εκζητούν κράτος) αίτησης προσωρινής σύλληψης του εκζητουμένου προσώπου (κατ’άρθρο 3), με ταχεία έπειτα κατά το δυνατόν διαβίβαση της αίτησης έκδοσης και των δικαιολογητικών εγγράφων θεωρουμένης ως ημερομηνίας παραλαβής αυτών της ημέρας που θα τα παραλάβει η πρεσβεία [του εκζητούντος κράτους στο εκζητούμενο κράτος], ώστε «να καταστεί δυνατή η συνεχής κράτηση του προσώπου» (άρθρ.4§1). Δηλαδή, πέραν των δυο μηνών maximum κρατήσεως του προσωρινώς συλληφθέντος που ορίζει ο ν.5554/32, ο ν.3770/09 επεκτείνει περαιτέρω αυτό το χρονικό διάστημα, ουσιαστικά ανέλεγκτα και έως ότου τα ανωτέρω έγγραφα διαβιβαστούν από την πρεσβεία «δια της διπλωματικής οδού» ή κατ’ευθείαν στον υπουργό δικαιοσύνης [δηλαδή, δεν προσδιορίζεται εν προκειμένω ρητά και ο αποδέκτης τους]. Η προφανής ratio του νόμου «να καταστεί δυνατή η συνεχής κράτηση του προσώπου» είναι απροκάλυπτα κατασταλτική, αφού η ήδη μεγάλη διμηνιαία προθεσμία του ν.5554/32 ουσιαστικά επεκτείνεται, όταν ακόμη και μια ημέρα περαιτέρω κράτησης(προσωρινής ή μη) είναι απαράδεκτη[27]. Ούτω, «το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση» τίθεται σε δεύτερη μοίρα.
Β) Η ρύθμιση του άρθρου 6§1 για «προσωρινή παράδοση» του εκζητουμένου, με την οποία αυτός αντιμετωπίζεται τελείως εργαλειακά χάριν της διώξεώς του και δη ως «αντικείμενο» της διαδικασίας (και όχι ως «υποκείμενό» της σύμφωνα με το άρθρο 2§1Σ) και διότι δεν προκύπτει κάν εάν δικαιούται προηγούμενης δικαστικής ακρόασής του (κατ’άρθρο 20§1Σ). Περαιτέρω, όπως ορθά επισημαίνει η Καϊάφα-Γκμπάντι[28], «οι όροι προσωρινής παράδοσης θα έπρεπε να προβλέπονται θεσμικά και όχι να γίνονται αντικείμενο ad hoc συμφωνιών, αν μη τι άλλο προς εξασφάλιση ίσης μεταχείρισης των παραδιδόμενων προσώπων». Ο δε χρόνος της προσωρινής παράδοσης «είναι δυνατόν να αφαιρείται από τον χρόνο που απομένει προς έκτιση στο προς ό η αίτηση κράτος»(:άρθρ.6§2εδ.β’). Δηλαδή, αυτό που θα έπρεπε να ισχύει αυτονόητα[29] συνιστά εν προκειμένω δυνατότητα(!), χωρίς μάλιστα να καθορίζεται στο νόμο μέγιστο χρονικό διάστημα προσωρινής παράδοσης, αφού τούτο επαφίεται κατ’άρθρο 6§2εδ.α’ στα δυο κράτη και τη μεταξύ τους αμοιβαία συμφωνία.
Γ) Η στο άρθρο 8 πρόβλεψη –στο πλαίσιο των «απλουστευμένων διαδικασιών έκδοσης»– της δυνατότητας του εκζητουμένου να συγκατατεθεί στην παράδοσή του στο εκζητούν κράτος[30]. Ο ίδιος μπορεί παράλληλα να παραιτηθεί από το «ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας»[31]. Οι δυνατότητες αυτές δεν συνιστούν, βέβαια, δικαιώματα. Έχουν τεθεί στο πνεύμα της αυτοδιάθεσης του ατόμου και χάριν της ταχύτερης έκδοσής του, λειτουργώντας σε τελική ανάλυση μάλλον σε βάρος του[32]. Η δυνατότητα αυτή υποδηλώνει ότι το εκζητούμενο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα ακρόασής του (ώστε να διαπιστωθεί αν πράγματι συγκατατίθεται και μάλιστα σε τί ακριβώς) από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, αναγνωρίζοντας έμμεσα την ισχύ και άλλων διατάξεων και δη του ΚΠΔ[33], οι οποίες εν προκειμένω λειτουργούν σαφώς υπέρ του. Πλην όμως ότι, κατά το αυτό άρθρο, εάν το ενλόγω πρόσωπο συγκατατίθεται στην παράδοσή του «το προς ό η αίτηση κράτος μπορεί, σύμφωνα με τις αρχές και διαδικασίες που προβλέπονται δυνάμει του δικανικού του συστήματος, να παραδώσει το πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, χωρίς περαιτέρω διαδικασία». Ούτως, ο νομοθέτης αντιφάσκει· διότι προβλέπεται (και πάλι) «δυνατότητα» έκδοσης, σύμφωνα μεν με τις αρχές του δικανικού συστήματός του [ρύθμιση πανηγυρικής κυρίως φύσεως], αλλά το συντομότερο δυνατόν [αφού αυτός είναι ο αντικειμενικός στόχος], «χωρίς περαιτέρω διαδικασία», κατά παράκαμψη δηλαδή μιάς (εξόχως προστατευτικής για το συγκατατιθέμενο πρόσωπο) διαδικασίας και δη της κατ’άρθρα ΚΠΔ 437περ.γ(:ρητή συναίνεση παράδοσης) σε συνδυασμό με 448(:παράσταση ενώπιον του ΣυμβΕφ με συνήγορο ή/και διερμηνέα) κ.λπ., με την εφαρμογή διαδικασίας(;) η οποία δεν διασαφηνίζεται ποια ακριβώς είναι και τί ρυθμίσεις περιέχει! Το άτοπο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως φαινομενική απεμπόληση δικαιωμάτων του εκζητουμένου, η οποία οφείλεται στην ακριβή αντιγραφή του κειμένου της Συμφωνίας (το οποίο απευθυνόταν σε όλα τα κράτη-μέλη ΕΕ, που όπως είναι λογικό έχουν διαφορετικά νομικά συστήματα και ούτω δεν μπορούσε να είναι απόλυτα εξειδικευμένο). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η εφαρμογή των κατά πολύ πιο αναλυτικών και εξασφαλιστικών για τον εκζητούμενο διατάξεων του ΚΠΔ. Περαιτέρω, στο ν.3770 δεν ορίζεται η με σαφήνεια πληροφόρηση του εκζητουμένου για όλες τις συνέπειες της τυχόν συγκατάθεσής του, όπως θα έπρεπε· ούτε δε και προβλέπεται αν σε μεταγενέστερο –αλλά προ της έκδοσής του– χρόνο μπορεί η δήλωση συγκατάθεσης στην έκδοση ή παραίτησης από τον κανόνα της ειδικότητας ν’ ανακληθεί, περίπτωση που λόγω της μη ρύθμισής της από τη Συμφωνία, τη Συνθήκη και το νόμο πρέπει –«εν αμφιβολία»– να αντιμετωπιστεί με γνώμονα το συμφέρον τού κατά τεκμήριο ασθενέστερου παράγοντα, του εκζητουμένου.
Δ) Το άρθρο 11, σύμφωνα με το οποίο «όταν το αιτούν κράτος αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να διαβιβάσει πληροφορίες ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα προς υποστήριξη της αίτησής του για έκδοση, μπορεί να έλθει σε επαφή με το προς ό η αίτηση κράτος για να διαπιστώσει κατά πόσον το προς ό η αίτηση κράτος μπορεί να τις προστατεύσει. Αν το προς ό η αίτηση κράτος δεν μπορεί να προστατεύσει τις πληροφορίες κατά τον τρόπο που ζητεί το αιτούν κράτος, το αιτούν κράτος αποφασίζει αν παρόλα αυτά θα τις διαβιβάσει». Δηλαδή, δεν αποκλείεται α) να διαβιβαστούν πληροφορίες από το εκζητούν κράτος, παρ’όλον ότι το εκζητούμενο κράτος δεν πληροί τα απαιτούμενα προς τούτο εχέγγυα· ή β) να μη διαβιβαστούν προς το εκζητούμενο κράτος πληροφορίες αναγκαίες για την υποστήριξη της αίτησης έκδοσης, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο είτε της –ορθής– απόρριψης του αιτήματος, καθ’ότι δεν προσκομίσθηκαν οι πληροφορίες αυτές με το ανωτέρω πρόσχημα, είτε της –απαράδεκτης– ικανοποίησής του. Περαιτέρω, δεν εξασφαλίζεται η προστασία των προσωπικών δεδομένων, η πρόσβαση του εκζητουμένου (ή τρίτου, που το δικαιούται) σε αυτά και η εν πάση περιπτώσει υποχρέωση του εκζητούντος κράτους προς έλεγχο των συνθηκών προστασίας των πληροφοριών στο εκζητούμενο κράτος[34].
Ε) Η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 12§1(=17§1Συμφ. ως προς την ειδικότερη πτυχή των λόγων άρνησης έκδοσης), που ορίζει ότι οι μη θιγόμενες διατάξεις παραμένουν σε ισχύ, όσο ευτράπελο και αν φαντάζει είναι ουσιαστικά η μοναδική που, έμμεσα βέβαια, εξασφαλίζει τον εκζητούμενο. Και τούτο, καθ’ότι παραπέμπει ευθέως στο ν.5554/32, του οποίου οι προστατευτικές ρυθμίσεις [βλ. υπό Γ.1.] ισχύουν. Βέβαια, η αμέσως επόμενη διάταξη(:12§2) ορίζει ότι «το παρόν Πρωτόκολλο ερμηνεύεται κατά τρόπο που συνάδει με τη Συμφωνία έκδοσης ΕΕ-ΗΠΑ», υπονοώντας –κατά τη γνώμη μου– ότι το αρμόδιο δικαστήριο δεν πρέπει να αφισταθεί («υπέρ το δέον») από τις καινούργιες ρυθμίσεις, αναιρώντας-τες κατ’ουσία βάσει των παλαιότερων που ισχύουν. Πρόκειται για διάταξη που ερμηνεύει την ιστορική βούληση του νομοθέτη κατά το χρόνο θέσης του νόμου σε ισχύ[35], και η οποία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αφού κατ’ αποτέλεσμα παραπέμπει σε κείμενο(:Συμφωνία) ακριβώς ιδίου περιεχομένου με το Πρωτόκολλο.
Διαπιστώνεται λοιπόν ασφαλώς, ότι δεν ήταν στην πρόθεση των συμβληθέντων μερών(:ΕΕ και ΗΠΑ, καθώς και Ελλάδας-ΗΠΑ στη συνέχεια) η έστω και στοιχειώδης εξασφάλιση του εκζητουμένου με (σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής μας) θεμελιώδη δικαιώματα. Και τούτο, σε αντίθεση ακόμη και με τον πεπαλαιωμένο ν.5554/1932, που τέθηκε σε ισχύ σε μια εποχή που τα σχετικά δικαιώματα δεν νοούνταν κάν.

3. Στον ΚΠΔ
Κατόπιν των ανωτέρω και προς διασφάλιση του εκζητουμένου προσώπου, εφαρμογής πρέπει να τυγχάνουν και οι σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ (κατ’άρθρο 436§2), ήτοι –επιγραμματικά– και τα εξής άρθρα: 438(απαγόρευση έκδοσης για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται ως στρατιωτικό ή φορολογικό ή του Τύπου ή κατ’έγκληση διωκόμενο, ή έκδοσης που προκύπτει ότι ζητείται για πολιτικούς λόγους, ή για έγκλημα για το οποίο ήδη πριν την αίτηση νόμιμα εμποδίζεται η δίωξη ή η εκτέλεση της ποινής ή αποκλείεται ή έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο, είτε εάν πιθανολογείται ότι ο εκζητούμενος θα διωχθεί για διαφορετική πράξη κατά παράβαση του κανόνα της ειδικότητας), 443(απαίτηση ειδικών εγγράφων όπως λ.χ. αντιγράφου του νόμου που τιμωρεί την πράξη, χαρακτηριστικών του τελεσθέντος εγκλήματος και του κατηγορουμένου ή ήδη καταδικασθέντος εκζητουμένου κ.λπ. σε συνδυασμό με άρθρο 11§5ν.5554/32, και έλεγχος της νομιμότητας της αίτησης από τον υπουργό δικαιοσύνης), 444(έκδοση μόνον όταν αυτό σαφώς επιτρέπεται, άλλως υποβολή αίτησης για επεξηγήσεις και απόρριψη της αίτησης έκδοσης αν δεν πληρούνται οι όροι που τάσσει ο νόμος), 445(§§1,2 σύλληψη κατά κανόνα με αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα [σύμφωνα και με άρθρ.6§1Σ], §5 προσφυγή του εκζητουμένου στο συμβούλιο εφετών για την αμφισβήτηση της ταυτότητας που του αποδίδεται), 447(δικαίωμα πληροφόρησης του εκζητουμένου και δη ανακοίνωσης των εγγράφων που αφορούν στο πρόσωπό του και λήψης αντιγράφων τους[36]), 448(παράσταση με συνήγορο[37] ή και με διερμηνέα κατά τη συζήτηση για την έκδοση, καθώς και δημόσια κατ’αρχήν συνεδρίαση του συμβουλίου εφετών), 449(δυνατότητα οκταήμερης –το maximum– αναβολής της συζήτησης και προσωρινής απόλυσης του συλληφθέντος), 450(περιεχόμενο του –μ.ά. δεόντως αιτιολογημένου– βουλεύματος, και δικαίωμα ακρόασης του εκζητουμένου), 451(δυνατότητα άσκησης έφεσης ενώπιον του ΣυμβΑΠ), 452§§1,2(απόλυση του εκζητουμένου αν απορριφθεί η αίτηση, ή μετά δίμηνο από την κοινοποίηση της υπουργικής απόφασης που τη διατάσσει εάν δεν έλαβε χώρα η παραλαβή του, ή 2½ το μέγιστο χρόνια μετά τη σύλληψή του[38]), 452§3(προσφυγή κατά της κράτησης του εκζητουμένου ενώπιον του ΣυμβΕφ και αίτηση αναίρεσης –έφεσης κατ’ουσία– κατά του σχετικού βουλεύματος ενώπιον του ΣυμβΑΠ), 453(απόδοση κατασχεθέντων), 454(υποβολή νέας αίτησης έκδοσης εκ μέρους των ΗΠΑ για το ίδιο πρόσωπο για το οποίο προηγούμενη αίτηση απορρίφθηκε, με νέα στοιχεία).


Δ. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Από τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι –σε κοινό νομοθετικό πλαίσιο– η προστασία του εκζητουμένου επιτυγχάνεται μέσω των ρυθμίσεων του ΚΠΔ και του ν.5554/32. Και όχι βάσει του ν.3770/09, ο οποίος συνεπάγεται εξόφθαλμα μεγάλη οπισθοδρόμηση σε αυτό τον τομέα: όχι μόνο δεν προστέθηκε οποιαδήποτε εγγυητική των δικαιωμάτων του εκζητουμένου διάταξη· αλλά και δεν τηρήθηκε το minimum minimorum, αφού αμφισβητούνται καίρια αδιαμφισβήτητες μέχρι πρότινος ρυθμίσεις υπέρ του με τη δυνητική παράκαμψή τους με τις προαναφερθείσες «κερκόπορτες»[39]. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι ευρίσκει –άρρητα βέβαια– εφαρμογή η –ακραία– θέση του Jakobs σύμφωνα με την οποία «όποιος δεν θέλει να στερήσει το Ποινικό Δίκαιο του πολίτη από εκείνες τις ιδιότητές του που απορρέουν από την αρχή του Κράτους Δικαίου –τιθάσευση των ψυχικών παθών, αντίδραση μόνο σε εξωτερικευμένες και όχι σε απλές προπαρασκευαστικές πράξεις, σεβασμός του εγκληματία ως προσώπου στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κ.λπ.– οφείλει, εάν δεν θέλει να καταρρεύσει, να ονομάσει αλλιώς αυτό που πρέπει να πράξει κατά των τρομοκρατών, δηλαδή Ποινικό Δίκαιο του εχθρού, οριοθετημένο πόλεμο»[40]. Και τούτο γίνεται ενόσω βρισκόμαστε εκτός του χώρου του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αλλά και στο βαθμό που εγγίζεται τούτο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται ακόμη και με τη λογική αυτή για «πρόσωπα» και όχι «τρομοκράτες ή εχθρούς-κινδύνους» (ούτε δε και θα δικαιολογείτο τέτοια διακριτική μεταχείριση των τελευταίων, contra σε ένα δικαιοκρατικό σύστημα ποινικού δικαίου). Διαπιστώνεται ότι «αν σε κάτι διαφοροποιείται η Ευρώπη από την Αμερική και αισθάνεται σχετικά ανώτερή της είναι το σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων που έχει εγκαταστήσει και γίνεται σεβαστό στην πράξη»[41]. Εν προκειμένω όμως, αμβλύνονται οι περιορισμοί υπό τους οποίους τελεί κάθε αίτηση έκδοσης, εις βάρος κάθε εκζητουμένου στις ΗΠΑ προσώπου[42]. Η λύση βρίσκεται στην εφαρμογή του Συντάγματο, της ΕΣΔΑ κ.λπ., που συνιστούν την (ευρωπαϊκή και εθνική) δημόσια τάξη, η οποία απαγορεύει την έκδοση, αναλόγως βέβαια των in concreto περιστάσεων. Ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα στην τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας (σε κατ’ουσία δίκαιη δίκη, αποτελεσματική προσφυγή κ.λπ.), το δε εκάστοτε νομικό πλαίσιο που διέπει πρόσωπα με αυτή την –καθ’όλα επιβαρυντική– ιδιότητα [:ως καταζητουμένων στις ΗΠΑ] πρέπει να τα διασφαλίζει (ως conditio sine qua non) ως προς αυτά, άλλως θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί (τουλάχιστον μερικά) είτε να μην εφαρμόζεται, του ΚΠΔ κατισχύοντος τούτου ως σαφώς επιεικέστερου και δικαιοπολιτικά ορθότερου.–



* Εισήγηση στο πλαίσιο του σεμιναρίου «Κράτος και Δίκαιο στον 21ο αιώνα», που έλαβε χώρα την άνοιξη του 2010 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο υπό τη διεύθυνση των Δ.Καλτσώνη, Λέκτορα, και Α.Παπανεοφύτου, επίκ. Καθηγητή. Ευχαριστώ την Ό.Τσολκα, Λέκτορα, για τις εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις της. Η μελέτη τελεί υπό δημοσίευση στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη, στο οποίο και θα βρίσκεται υπό την οριστική-τελική μορφή της.
[1] Και ασκήθηκε επ’αυτών σκληρή κριτική. Από πρόσφατα δημοσιογραφικά κείμενα, βλ. ενδεικτ. «Η Αυγή» και «Ριζοσπάστης» της 19.06.2009.
[2] Ή «προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση», κατά την κυρίαρχη (πλην του άρθρ.10) ορολογία του ν. 3770/2009. Το δε εκζητούμενο κράτος αποδίδεται ως «το προς ό η έκδοση κράτος», και το εκζητούν κράτος ως «αιτούν κράτος». Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιείται κυρίως η παλαιότερη ορολογία, καθ’ότι το περιεχόμενό τους είναι ταυτόσημο και ο νομοθέτης χρησιμοποιεί αμφότερες. Σημειωτέον, πάντως, ότι είναι μάλλον άστοχη (ως αναίτια, αλλά και καθιστούσα πιο δυσνόητο το νομικό πλαίσιο) η εν προκειμένω διαφοροποίηση της ορολογίας.
[3] Κατά τον X.Μυλωνόπουλο, Η αμφισβήτηση των ατομικών δικαιωμάτων στο νέο διεθνές περιβάλλον, ΝοΒ 2004.769, ιδίως μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11.09.2001 στις ΗΠΑ, «η αμφισβήτηση των ατομικών δικαιωμάτων και η παραβίαση των αρχών που τα προστατεύουν παύει να είναι αποκλειστικώς πραγματική αλλά αρχίζει να προσλαμβάνει θεσμικά χαρακτηριστικά, που διεισδύουν, εν είδει οσμώσεως, στο επίπεδο των ποινικών διατάξεων». H ανωτέρω Συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ πρόδηλα εντάσσεται στις ρυθμίσεις που έλαβαν χώρα με αφορμή την ανωτέρω τρομοκρατική πράξη στο πλαίσιο ενός νέου ρεύματος «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας. Βλ. σχετ. και απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ της 13.06.2002 (=και ν.3251/2004 - ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης[:ΕΕΣ]) και τον πρόσφατο ν.3800/2009(συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τρομοκρατικές πράξεις κ.λπ.). Η Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, [Το ποινικό δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα-Θεσ/νίκη 2003, σ. 242επ.], εστιάζει ιδιαίτερα στο ότι οι διαπραγματεύσεις για την ενλόγω Συμφωνία ήσαν μυστικές, το σχετικό σχέδιο εγκρίθηκε συντομότατα αφότου δημοσιοποιήθηκε, ενώ η όλη διαδικασία πάσχει από πολύ σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα (βλ. σχετ. και σύσταση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρ5_ΤΑ-ΡROV(2003)239,98(στοιχ.7)).
[4] Xωρίς πάντως να θεωρείται ως –αμιγώς– πολιτικό το έγκλημα από μόνο το γεγονός ότι στρέφεται κατά του «Αρχηγού Κράτους» ή της οικογένειάς του. Η ενλόγω διάταξη ισχύει ακόμη.
[5] Προς τούτο και πρέπει να προκύπτει ο ακριβής χρόνος τέλεσης των εγκλημάτων για τα οποία ζητείται η έκδοση του εκζητουμένου, άλλως η κρίση του αιτήματος πρέπει να αναβληθεί έως ότου προσκομιστούν επαρκή στοιχεία κατ’άρθρο 444ΚΠΔ· βλ. ενδεικτ. ΣυμβΑΠ 852/1976, ΕπΔικΠρΑλλ 2001.388επ. Η διάταξη ισχύει ακόμη.
[6] Contra στην αρχή ne bis in idem, η οποία βέβαια τότε(:1931) δεν νοείτο στο πλαίσιο διακρατικών σχέσεων.
[7] Η απόπειρα, η ηθική αυτουργία και η συνέργεια χαρακτηρίζονται ως «λόγοι επεκτάσεως του ποινικού κολασμού» και αν δεν υπήρχε αυτή η γενική επέκταση του αξιοποίνου στις μορφές αυτές –προκαλώντας πάντως «σοβαρή ρωγμή στα θεμέλια του θεωρητικού οικοδομήματος των ποινικών συστημάτων που διαπνέονται από φιλελεύθερη ιδεολογία»–, θα παρέμεναν ατιμώρητες· βλ. Ι.Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο - επιτομή γενικού μέρους, Αθήνα-Θεσ/νίκη 20016, σ. 322. Η έννοια της «συνομωσίας» δεν απαντά γενικά στο ποινικό μας δίκαιο· παρά μόνο στο άρθρο 135§§2,4ΠΚ (Ειδικό Μέρος) όπου αφορά στη συναπόφαση τέλεσης πράξης εσχάτης προδοσίας. Συνεπώς, είναι εσφαλμένη –για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα– η επέκταση της δυνατότητας έκδοσης (η οποία δεν προβλεπόταν και στο ν.5554/32) σε εγκλήματα στο «στάδιο» της συνωμοσίας, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα να διωχθεί κάποιος εδώ αυτοτελώς για συνωμοσία στην τέλεση οποιουδήποτε εγκλήματος· πρβλ. ΣυμβΑΠ 1574/1998, ΠοινΧρ 1999.91, με το οποίο κρίθηκε ότι η συνωμοσία δεν συνιστά μη τιμωρητή προτέρα πράξη (άλλων αξιόποινων) στη συγκεκριμένη υπόθεση· βλ. και ΣυμβΑΠ 63/2003, ΠΛογ 2003.97επ., για την περίπτωση «συνομωσίας σε διακίνηση κοκαΐνης» (η οποία τιμωρείται από τη νομοθεσία των ΗΠΑ), βούλευμα με το οποίο θεωρήθηκε ως «κακούργημα συμμετοχής σε ομάδα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών», για το οποίο βέβαια χωρεί έκδοση. 
[8] Η αντίστοιχη ρύθμιση του ΚΠΔ(437περ.α,β), κατ’αντιπαραβολή, είναι σαφώς ηπιότερη, προϋποθέτοντας για την έκδοση αλλοδαπού επαπειλούμενη στερητική της ελευθερίας ποινή κατ’ ανώτατο όριο τουλάχιστον δυο ετών, είτε προηγούμενη καταδίκη του σε ποινή τουλάχιστον έξι μηνών για πλημμέλημα ή κακούργημα.
[9] Πρόκειται για σαφή κάμψη της αρχής του διττού αξιοποίνου (η οποία θεωρείται ότι απορρέει από τη θεμελιώδη αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege»), σύμφωνα με την οποία το εκζητούμενο πρόσωπο προστατεύεται και δεν εκδίδεται όταν η αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται ή καταδικάστηκε στο εκζητούν κράτος δεν συνιστά έγκλημα και στο κράτος όπου ευρίσκεται· βλ. σχετ. Δ.Χρυσικό, Η έκδοση ως θεσμός του ποινικού δικαίου, Αθήνα 2003, σ. 36επ., 271-272, 373επ. Η αρχή του διττού αξιοποίνου (που προβλέπεται στο άρθρ.437περ.α,βΚΠΔ και έχει κατ’αρχήν –κατ’άρθρο 436ΚΠΔ– γενική ισχύ) προστατεύει –εύλογα– τον εκζητούμενο από την άτεγκτη εφαρμογή του τεκμηρίου «nemo censetur legem ignorare». Για πρώτη φορά κάμφθηκε με το άρθρο 10§2ν.3251/04(ΕΕΣ), για 32 κατηγορίες εγκλημάτων (που κρίθηκαν αρκούντως προς τούτο σοβαρά), στο πλαίσιο της ενοποιητικής πολιτικής που προωθείται στην ΕΕ και αρμόζει σε κράτη που ευρίσκονται στον ίδιο χώρο, έχουν –σχετικά, έστω– κοινό νομικό πολιτισμό και ευρείες συναλλακτικές σχέσεις. Πλην όμως, εάν η κάμψη αυτή [που νομιμοποιήθηκε με την απόφαση του ΔΕΚ επί της υπόθεσης C303/05] μπορεί να δικαιολογηθεί κάπως με το ανωτέρω σκεπτικό στο ενωσιακό πλαίσιο, όπου αποφασιστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα αρμόδια δικαστικά όργανα, τίποτε δεν μπορεί να τη νομιμοποιήσει κατόπιν αιτήσεως έκδοσης των ΗΠΑ και δη για οποιοδήποτε έγκλημα(!), χωρίς να τίθενται –έστω– κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων, αλλά κατ’απόλυτη διακριτική ευχέρεια(!) των αρμοδίων δικαστών και του υπουργού δικαιοσύνης [η απόφαση του οποίου λαμβάνεται βάσει λόγων σκοπιμότητας και συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, υποβαλλόμενη στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ· βλ. ΣτΕ 2190/2001, ΕλλΔνη 2002.1163]. Μπορούμε –και μάλιστα ανεπιφύλακτα– να πούμε ότι εν προκειμένω ο ενωσιακός και βέβαια ο εθνικός νομοθέτης υπερέβησαν καταφανώς τα εσκαμμένα, δημιουργώντας αρνητικό (για τη θέση του οποιουδήποτε εκζητουμένου) προηγούμενο.        
[10] Μόνον έτσι το ορθό πλην φρικώδες παράδειγμα του Χ.Μυλωνόπουλου, Η σύμβαση έκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, ΠΛογ 2003.1342, σύμφωνα με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση δύναται σε τέτοιες περιπτώσεις να εκδώσει χωρίς δικαστική κρίση αλλοδαπό πρόσωπο κατά σφετερισμό της ποινικής εξουσίας του –τρίτου– κράτους στο οποίο τελέστηκε η πράξη, θα συνιστά απλώς θεωρητικό σενάριο (και δυνατότητα de lege ferenda απαράδεκτη).
[11] Στη Συμφωνία και το Πρωτόκολλο χρησιμοποιούνται οι όροι «crime or offence», και στο ν. 3770/09 οι αντίστοιχοι όροι «έγκλημα ή αδίκημα». Η επιλογή αυτή του έλληνα νομοθέτη είναι εσφαλμένη, στο μέτρο που η έκδοση –ως θεσμός τόσο του διεθνούς όσο και του ποινικού δικαίου– νοείται μόνο σε σχέση με την τέλεση «εγκλημάτων» (ενώ το «αδίκημα» είναι πρωτίστως όρος του αστικού δικαίου)· θα έπρεπε, ορθότερα, να είχε αποδοθεί μόνον ως «έγκλημα» ή «ποινικό αδίκημα».
[12] Πρβλ. την έποψη Ε.Φυτράκη, Η απαγόρευση της αναδρομικότητας στην ποινική δικονομία, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, passim, ιδίως 284επ. σύμφωνα με την οποία ο συγγραφέας εισηγείται βάσιμα την εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας προκειμένου και για νέους (κατασταλτικούς) ποινικοδικονομικούς νόμους [όπως ο ν.3770/09], ώστε η αναδρομική εφαρμογή τους να αποκλείεται.
[13] Με τον όρο «εγγυήσεις» εννοώ τις (ποινικοδικονομικές)ρυθμίσεις εκείνες, των οποίων η θέσπιση –καίτοι δεν συνιστούν δικαιώματα με τη συνήθη του όρου έννοια (αλλά λειτουργούν ως «οιονεί» δικαιώματα)– αποβαίνει εν τέλει σαφώς υπέρ του εκζητουμένου προσώπου.
[14] Η εφαρμογή της οποίας γίνεται δεκτή και στα εκζητούμενα πρόσωπα˙ βλ. τη θεμελιακή απόφαση του ΕυρΔΔΑ της 07.07.1989 επί της υπόθεσης Soering, σκ. 113.
[15]  Βλ. ενδεικτ. ΣυμβΑΠ 1574/1998, ΕπΔικΠρΑλλ 2001.310επ.
[16] Και τούτο καθ’ότι ο πολιτικός εγκληματίας (ως κοινωνικός επαναστάτης, το πιθανότερο) εμφορείται από ανώτερα ιδανικά, όντας πεπεισμένος για τον άδικο και απάνθρωπο χαρακτήρα των θεμελιωδών επιταγών τού εκάστοτε ισχύοντος δικαίου κατά των οποίων στρέφεται· βλ. Μ.Λαμπρίδη, Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής, Αθήνα 20032, σ. 29.
[17] Πολιτικά είναι τα εγκλήματα που «αντικειμενικά» στρέφονται κατά της κρατικής υπόστασης και σκοπούν στην ανατροπή ή μεταβολή του πολιτεύματος. Αφ’ής στιγμής κάποιο πολιτικό έγκλημα είναι αμιγές(:στρεφόμενο αποκλειστικά κατά της κρατικής υπόστασης), έστω, και όχι σύνθετο(:στρεφόμενο και κατ’άλλων ατομικών ή κοινωνικών εννόμων αγαθών), αυτή η –ευνόητη πάντως για την εποχή εκείνη– εξαίρεση δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι τέθηκε ορθά και συνιστά ρωγμή ενός συστήματος αδίκου που πρέπει να είναι αντικειμενικό και ν’ αντιμετωπίζει με ισότητα τα πρόσωπα(αλλοδαπά εν προκειμένω). Σημειωτέον ότι για την κατάφαση ενός εγκλήματος ως πολιτικού τα δικαστήριά μας [κακώς] δεν αρκούνται μόνο στην ύπαρξη πολιτικών κινήτρων· βλ. ενδεικτ. ΣυμβΑΠ 890/1976 ΠοινΧρ 1977.317επ.· ΣυμβΑΠ 1137/1998 ΠοινΧρ 1999.655.
[18] Και, βέβαια, η απαγόρευση της έκδοσης αν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο εκζητούμενος θα δικαστεί για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο για το οποίο ζητείται η έκδοση· ΣυμβΑΠ 269/1999, ΝοΒ 1999.1006επ.
[19] Δυστυχώς, οι συνθήκες δεν έχουν ακόμη ωριμάσει αρκούντως προς τούτο, στερώντας βέβαια από τον κατηγορούμενο ένα θεμελιώδες δικαίωμα. Για την αρχή βλ. ενδεικτ. J.Vervaele, The transnational ne bis in idem principle in the EU – Mutual recognition and equivalent protection of human rights, Utrecht Law Review 2005.100επ. Πρβλ. άρθρ.50 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ (:2007/C303/01∙ ισχύουσας βάσει νυν άρθρ.6§1ΣΕΕ). 
[20] Με βάση το προαναφερθέν άρθρο 12§1ν.3770/09, η εγγύηση αυτή (πρβλ. άρθρο 438περ.α’ΚΠΔ), καθ’ότι δεν θίγεται η εφαρμογή της, συνεχίζει να ισχύει. Βέβαια, όπως ορθά τονίζει στο σημείο αυτό ο Α.Βγόντζας, [Δικαστική συνεργασία ΕΕ και ΗΠΑ - μια νέα προοπτική στην καταπολέμηση του εγκλήματος ή μια ήττα του κράτους δικαίου;, ΠοινΔικ 2003.746], «πουθενά ο συνταγματικός νομοθέτης δεν κατέγραψε σε οποιαδήποτε διάταξή του την απαγόρευση έκδοσης Ελλήνων πολιτών σε τρίτη χώρα» [contra, ενδεικτ., ο Π.Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο - Ατομικά δικαιώματα, τ. Α’, Αθήνα-Κομοτηνή 20052,  σ. 377]. Η ενλόγω ρύθμιση –που υποδηλώνει δυσπιστία προς την ξένη δικαιοσύνη και διαπνέεται από κρατικό πατερναλισμό– συνεχίζει μεν να ισχύει, πλην όμως τούτο δεν δικαιολογείται, στο μέτρο που σε ένα κράτος δικαίου πρέπει –για να είναι αυτό συνεπές– να διασφαλίζονται εξίσου τόσο οι πολίτες του όσο και οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος και δη οι διαμένοντες στην επικράτειά του· ενώ οι εγκληματούντες πρέπει να τιμωρούνται οπουδήποτε και αν έχουν τελέσει αξιόποινη πράξη (που κατά τεκμήριο έθιξε την αλλοδαπή έννομη τάξη), αφ’ής στιγμής νόμιμα (και σε καμμία περίπτωση κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών) τούς έχει επιβληθεί ποινή, και όχι να βρίσκονται στο απυρόβλητο(-ατιμώρητο) χάρις στην ελληνική ιθαγένειά τους και στο γεγονός ότι κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Συνεπώς, η ενλόγω ρύθμιση είναι σε γενικές γραμμές αν μη άλλο τί παρωχημένη και μεροληπτική, θα ήταν δε ορθότερο να θεσπιστεί ρύθμιση προς την κατεύθυνση των άρθρων 11περ.η),στ) και 13§3ν.3251/04, με τα οποία επιτρέπεται μεν η έκδοση ελλήνων πολιτών για τις ανάγκες διώξεώς τους, αλλ’ ανατίθεται η υποχρέωση εκτέλεσης των ποινών τους στο ελληνικό κράτος, όσο δε αφορά στους διαμένοντες (μη έλληνες πολίτες) στην επικράτεια ορίζεται η –δυνητική, κατά δικαστική διακριτική ευχέρεια– διαμετακόμισή τους στην Ελλάδα για την εκτέλεση των ποινών τους. Η μη έκδοση ελλήνων πολιτών, «επειδή είναι έλληνες πολίτες» και μόνο, μας βρίσκει αντίθετους. Δεδομένων όμως των εν προκειμένω συνθηκών, κατ’αποτέλεσμα μια τέτοια πρακτική πράγματι ωφελεί τον έλληνα εκζητούμενο (και τον προστατεύει από το όποιο αμερικανικό Γκουαντάναμο…). Ορθές οι παρατηρήσεις της Α.Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου [Η συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ για την έκδοση, ΠοινΔικ 2003.1254], ότι πλέον πράγματι κινούμαστε στην έκδοση και ημεδαπού, με κύριο πρόβλημα το ότι το εκζητούν κράτος είναι οι ΗΠΑ και όχι, λ.χ., κάποιο ευρωπαϊκό, που πληροί κατά τεκμήριο πολύ περισσότερα εχέγγυα… Μάλιστα, εν προκειμένω προκαλείται το άτοπο να μην αποκλείεται η έκδοση έλληνα πολίτη στις ΗΠΑ, όταν η έκδοση του ίδιου σε χώρα της ΕΕ εξαρτάται από την εν πάση περιπτώσει δέσμευση του εκζητούντος κράτους ότι θα διαμετακομιστεί εν τέλει στην Ελλάδα για την εκτέλεση της τυχόν επιβληθείσας σ’ αυτόν ποινής.      
[21] Πρόσωπο το οποίο, εάν δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα, τεκμαίρεται αθώο σύμφωνα με το άρθρο 6§2ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, το ελληνικό κράτος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα «φειδωλό» κατά την εφαρμογή του κατασταλτικού και επαχθούς μέσου της προσωρινής σύλληψης, ως ultimum remedium.
[22] Δυνάμει του άρθρου 24ΣΕΕ[ως είχε κατά τον χρόνο σύναψης της Συμφωνίας και προ της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας(ν.3671/2008) την 01.12.2009, με την οποία αντικαταστάθηκε η ενλόγω διάταξη], το Συμβούλιο ηδύνατο αποφασίζοντας ομόφωνα να κινήσει τη διαδικασία, ώστε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με άλλο κράτος(μη μέλος) όταν ήταν αναγκαίο να συναφθεί συμφωνία. Η συμφωνία αυτή μπορούσε να καλύπτει και θέματα σχετικά με την Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις(Τίτλος VI), κατ’άρθρα 24 και 38ΣΕΕ. Με αυτή τη νομική βάση μετά «διαπραγματεύσεις» με τις ΗΠΑ διαμορφώθηκε το τελικό κείμενο της ενλόγω Συμφωνίας, και μάλιστα επί ελληνικής προεδρίας. Πρόκειται δε για την πρώτη φορά που η ΕΕ προέβη σε συμφωνία με τρίτη χώρα(:ΗΠΑ), κάνοντας χρήση της δυνατότητας που της παρείχαν τα ανωτέρω άρθρα, και δη για το ενλόγω θέμα που ενέπιπτε στον Γ’ πυλώνα. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24§5εδ.α’ΣΕΕ, κάθε κράτος-μέλος είχε τη δυνατότητα να επιφυλαχθεί σε σχέση με την εφαρμογή ζητημάτων τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με το Σύνταγμά του. Το ελληνικό κράτος δεν αξιοποίησε αυτή τη δυνατότητα, ως όφειλε· και τούτο, καθ’ότι ουσιαστικά υιοθέτησε αντισυνταγματικές (αλλά και αντιβαίνουσες στην ΕΣΔΑ, που έχει υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28§1Σ) διατάξεις [όπως π.χ. του άρθρου 10ν.3770/09(:έκδοση προσώπου για το οποίο επαπειλείται θανατική ποινή)].
[23] Στον ΚΠΔ κακώς δεν υπάρχει σχετική, ειδική για τον εκζητούμενο, υποχρεωτική ρύθμιση. Τα άρθρα 371§4ΚΠΔ και 87§1ΠΚ εξασφαλίζουν αυτό το δικαίωμα στον καταδικασθέντα. Οι διατάξεις αυτές μπορούν, νομίζω, να εφαρμοστούν αναλογικά και στην περίπτωση που ερευνάται, εάν συντρέξει περίπτωση που να προσιδιάζει κατ’αντικείμενο, στο μέτρο που ρυθμίζουν πιο ειδικά το όλο ζήτημα απ’ ότι το άρθρο 6§2εδ.β’ν.3770. Με την ίδια λογική, θα πρέπει νομίζω να παρέχεται η δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης στην περίπτωση αθωωτικής κρίσης για το χρόνο που «άδικα» τελικά κρατήθηκε ο εκζητούμενος [:σε βάρος του εκζητούντος κράτος ή/και σε βάρος του εκζητουμένου κράτους, καθ’ότι αυτό έκρινε ότι πρέπει να κρατηθεί ο εκζητούμενος]. Βλ. Σύσταση Νο R(86)13 Επιτροπής Υπουργών(Δικαιοσύνης) Συμβουλίου της Ευρώπης, σε Σ.Αλεξιάδη, Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, Αθήνα-Θεσ/νίκη 20054, σ. 198. Τέτοια δυνατότητα αποζημίωσης θα υπάρξει, εάν το ΕυρΔΔΑ εκδώσει σχετική απόφαση· όπως π.χ. η από 29.05.1997 επί της υπόθεσης Tsirlis and Kouloumpas v. Greece, σκ. 52επ., 64επ., για την τότε πρακτική αυτεπάγγελτου αποκλεισμού τού δικαιώματος αποζημίωσης του προσωρινά κρατηθέντος κατηγορουμένου.
[24] Με την ενλόγω διάταξη μπορεί ερμηνευτικά να συναχθεί η μη έκδοση προσώπου, εάν στις ΗΠΑ έχει επιβληθεί ή υπάρχει η δυνατότητα να του επιβληθεί θανατική ποινή [:οι ΗΠΑ είναι μια από τις 59 χώρες που διατηρούν τη θανατική καταδίκη· για περαιτέρω στοιχεία βλ. http://amnesty.org.gr/library/reports/2009/deathpenalty.htm (έκθεση Διεθνούς Αμνηστίας «θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις το 2008»)]. Πλην όμως, το άρθρο 10 ορίζει ότι «μπορεί» να εγκριθεί η έκδοση «υπό τον όρο ότι δεν θα επιβληθεί θανατική ποινή στον εκζητούμενο, ή […] ότι και αν επιβληθεί θανατική ποινή, δεν θα εκτελεστεί». Δηλαδή, αυτό που θα έπρεπε να είναι «ο κανόνας» διατυπώνεται ως εξαίρεση ή, έστω, ως δυνατότητα! Και τούτο, ενόσω στην Ελλάδα (αλλά και σε όλα τα κράτη-μέλη ΕΕ) η θανατική ποινή έχει καταργηθεί. Το άρθρο 10 ορίζει ότι, «αν το αιτούν κράτος δεν δεχτεί τους όρους [εφόσον βέβαια τεθούν τέτοιοι], η αίτηση έκδοσης μπορεί να απορριφθεί». Καθίσταται ούτω προφανές ότι αντικειμενικός (και με κάθε κόστος) στόχος είναι η εν πάση περιπτώσει διασφάλιση της μη απόρριψης των οποιωνδήποτε τυχόν αιτήσεων έκδοσης(!). Η παροχή, όμως, αυτής της δυνατότητας από τον ενωσιακό αλλά και τον (κοινό, μη συνταγματικό) έλληνα νομοθέτη ακόμη και σε τόσο κρίσιμες περιπτώσεις, στις οποίες δεν αποκλείεται ρητά αλλ’ αντίθετα «μπορεί» να αφαιρεθεί η ζωή του εκζητουμένου προσώπου (ή έστω να καταδικασθεί μόνο, ακόμη κι αν δεν εκτελεστεί η θανατική ποινή) κατά παράβαση μάλιστα θεμελιωδών διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος (:7§3εδ.β’Σ, 6ου[:ν.2610/98] και πρωτίστως 13ου[:ν.3289/04] Πρωτοκόλλων ΕΣΔΑ, 2ου Πρωτοκόλλου ΔΣΑΠΔ[:ν.2462/97], άρθρ. 2 και 19§2ΧάρταςΕΕ) είναι –τουλάχιστον νομικά– απαράδεκτη (αλλά και ανομιμοποίητη, αφού δεν έχουν βέβαια αρμοδιότητα προς τούτο· βλ. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, ό.π., σ. 249επ.). Τυχόν δε προσβολή της ενώπιον του ΕυρΔΔΑ θεωρώ ότι θα έχει ως αποτέλεσμα τη δικαίωση του εκζητουμένου που εμπίπτει σε τέτοια περίπτωση. Πρβλ. Ε.Σπηλιωτόπουλο/Σ.Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, Συμφωνίες έκδοσης και δικαστικής συνδρομής μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, ΠοινΔικ 2003.1251(και υποσημ. 6). Επί του επιχειρήματος του Α.Παπαϊωάννου, Οι συμφωνίες έκδοσης και αμοιβαίας δικαστικής συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, ΤοΣ 2003.513, ότι «σε καμμία διμερή σύμβαση των χωρών της ΕΕ με τις ΗΠΑ δεν χρησιμοποιείται ο επιτακτικός όρος “shall” αλλά ο όρος “may» και ότι «σε καμμία από τις σχετικές συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν χρησιμοποιείται ο όρος“shall» πρέπει να παρατηρηθεί ότι σε τέτοιας φύσεως ζητήματα δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (και δη εις βάρος τού –ευάλωτου άμεσου αποδέκτη δυο κρατικών εξουσιών– εκζητουμένου) ο μέσος όρος ή η καλή είτε κακή πρακτική, παρά πρέπει ως conditio sine qua non να διασφαλίζονται απόλυτα τα ανθρώπινα δικαιώματα, με πρώτιστο μέλημα την αδιαπραγμάτευτη διασφάλιση του δικαιώματος στη ζωή. Ο Α.Βγόντζας, ό.π., σ. 749(-750), [ο οποίος διετέλεσε επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας· αλλά και το μέλος αυτής Α.Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 517], θεωρεί ότι –ελλείψει προηγούμενης ρύθμισης για την κατ’αρχήν απόρριψη της αίτησης έκδοσης λόγω κινδύνου επιβολής θανατικής ποινής– η πρόοδος που έγινε μ’αυτή τη ρύθμιση και η (sic) «προστιθέμενη αξία» της είναι μεγάλη. Όμως, το επιχείρημα τούτο δεν πείθει: το προϊσχύον νομικό πλαίσιο είναι παρωχημένο –ανάγεται σε εποχή που τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είχαν την έννοια και τη σημασία που κατ’ανάγκη τούς αναγνωρίζεται σήμερα–, ενώ τώρα θα έπρεπε η προστασία τους να διασφαλίζεται εν πάση περιπτώσει. Η προβληματική εξαιρετική ρύθμιση εγείρει αμφισβητήσεις ως προς ένα ζήτημα που με βάση το Σύνταγμα(κ.λπ.) αναμφισβήτητα επιλύεται υπέρ του εκζητουμένου. Βλ. και εύστοχη κριτική Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (εισήγ. Ν.Σιταρόπουλου), Έκθεση 2003, Αθήνα 2004, σ. 77-78 [=ΠοινΔικ 2003.1135επ.]. Συνεπώς, απόλυτα ορθά θεμελιώνεται από την Λ.Παπαδοπούλου [Οι δίδυμες συμφωνίες έκδοσης και αμοιβαίας συνεργασίας ΕΕ-ΗΠΑ: νομική βάση, εύρος της ενωσιακής αρμοδιότητας και διαδικασία συνομολόγησης, ΤοΣ 2003.491(υποσημ. 157)], ότι «η έκφραση “μπορεί να αρνηθεί” […] πρέπει να αναγνωσθεί ως “πρέπει να αρνηθεί”» – ρόλο με τον οποίο είναι επιφορτισμένος ο δικαστής για λόγους δημοσίας τάξεως.
[25] Η ενλόγω ρύθμιση είναι απαράδεκτη. Ορθά έχουν διατυπωθεί πολλά επικριτικά σχόλια αναφορικά με αυτή τη δυνατότητα· βλ. ενδεικτ. Δ.Χρυσικό, Η Συμφωνία Εκδόσεως μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, ΠοινΔικ 2003.757· Ιω.Μανωλεδάκη, Η σύμβαση της ΕΕ με τις ΗΠΑ για την έκδοση και την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικά θέματα, ΝομΧρον 20/2003, κατά τον οποίο προκαλούνται εύλογες ανησυχίες, αφού «παρέχεται η δυνατότητα πολιτικής διαπραγμάτευσης […] για την παράκαμψη των νομικών προϋποθέσεων έκδοσης πολιτών, που προβλέπουν τα Συντάγματα και οι νομοθεσίες των ευρωπαϊκών χωρών». Και τούτο τελείως αδικαιολόγητα, αφού ο νόμος διασφαλίζει δικαιώματα, τα οποία όλως ασυνεπώς δυνατό να παραβιασθούν ευθέως, αφ’ής στιγμής παραμερίζεται ακόμη και το Σύνταγμα, προκαλώντας ασύλληπτη α-δικία και ανασφάλεια δικαίου. Το (μεγάλο) βήμα που έγινε με την ανωτέρω απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ, δηλαδή η ανάθεση της αποκλειστικής αρμοδιότητας για την έκδοση εκζητουμένου προσώπου στο αρμόδιο δικαστικό όργανο, εν προκειμένω δεν επαναλήφθηκε: οι «διαβουλεύσεις» προϋποθέτουν σαφή και αποκλειστική πια αρμοδιότητα των αρμοδίων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι εκπληκτική εν προκειμένω η –τουλάχιστον αφελής– πεποίθηση του Α.Παπαϊωάννου (ό.π., σ. 522, 525 και 531), ότι η διάταξη αυτή, ως δήθεν καλύπτουσα οποιαδήποτε μελλοντική εξέλιξη της νομολογίας, είναι η «πιο θετική ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα στη σύμβαση αυτή». Και τούτο, διότι τυποποιείται μια «κερκόπορτα» για τον δυνητικό παραμερισμό των συνταγματικών αρχών και της νομολογίας, και όχι βέβαια η αναγνώριση της δεσμευτικότητάς τους που ήταν –έως τώρα!– αδιαμφισβήτητη.    
[26] Σε αντίθεση με την ανωτέρω απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ, η οποία, καίτοι προγενέστερη και τεθείσα για συναφείς(«αντιτρομοκρατικούς» ιδίως) λόγους, εξασφαλίζει ρητά στον εκζητούμενο κατά πολύ ανώτερο επίπεδο προστασίας· συγκεκριμένα: το δικαίωμα ακρόασης, το δικαίωμα σε νομικό παραστάτη ή/και σε διερμηνέα, το δικαίωμα πληροφόρησης και το δικαίωμα αφαίρεσης από τον χρόνο της επιβληθείσας ποινής του χρόνου κράτησης στο εκζητούμενο κράτος· στον δε ν.3251/04, που την ενσωμάτωσε, ο έλληνας νομοθέτης εξασφάλισε περαιτέρω το δικαίωμα προσφυγής για την αμφισβήτηση της φερόμενης ταυτότητας του εκζητουμένου, το δικαίωμα προσφυγής κατά της κράτησης ή επιβληθέντων σ’ αυτόν περιοριστικών όρων, καθώς και το δικαίωμα της άσκησης ενδίκου μέσου.
[27] Ως αντιβαίνουσα, μ.ά., στα άρθρα 2§1, 5§1Σ, αλλά βέβαια και 6§2ΕΣΔΑ. Αναλόγως της ερμηνείας του άρθρου 5§1περ.στ)ΕΣΔΑ (:δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια - επιτρεπτοί περιορισμοί) μπορεί πάντως να γίνει και δεκτή η υπαγωγή σ’ αυτό το άρθρο τέτοιου κατασταλτικού αποτελέσματος.
[28] Ό.π., σ. 262.
[29] Πρόκειται πάντως για δυνατότητα που δεν απαντά στην έκδοση του ΚΠΔ: προβλέφθηκε για πρώτη φορά (έχουσα μάλιστα υποχρεωτικό χαρακτήρα) με το άρθρο 26§1 της ως άνω απόφασης-πλαίσιο για το ΕΕΣ (άρθρ.33ν.3251/2004), και είναι τελείως καινούργια· βλ. Μ.Jimeno-Bulnes, European Judicial Cooperation in Criminal Matters, European Law Journal 2003.627. Είναι δε τουλάχιστον συμβατή με την ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕυρΔΔΑ.
[30] Η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν είναι καινούργια στην εθνική μας έννομη τάξη: βλ. άρθρα 5επ. ν.2787/2000(ΣΑΔΕΕΕ), 15§1,17ν.3251/04· πρβλ. το άρθρ.437περ.γ)ΚΠΔ[:«η έκδοση αλλοδαπού επιτρέπεται (…) και όταν αυτός συναινεί ρητά να παραδοθεί στο κράτος που ζητεί την έκδοσή του»], το οποίο όμως είναι ιδιαίτερα λακωνικό και δεν ορίζει καμμία εγγύηση υπέρ του εκζητουμένου, όπως άλλωστε και η σχετική διάταξη του ν.3770/09.
[31] Σύμφωνα με τον οποίο ο εκζητούμενος δεν διώκεται, ούτε καταδικάζεται, ούτε στερείται με άλλον τρόπο της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη, η οποία τελέστηκε πριν από την προσαγωγή του και είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία το εκζητούν κράτος υπέβαλε στο εκζητούμενο κράτος την αίτηση έκδοσης. 
[32] Κατά τον Ε.Βασιλακάκη, ΕΣΔΑ και έκδοση, ΠοινΔικ 2004.204, η πρόβλεψη παραίτησης από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας «εντάσσεται στην κατεύθυνση του περιορισμού της προστασίας, οποιεσδήποτε και αν είναι οι παρεχόμενες εγγυήσεις». Πράγματι, μόνον υπέρ του εκζητουμένου δεν φαίνεται να λειτουργεί η ενλόγω ρύθμιση. Πρβλ. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: Οι ρυθμίσεις του Ν 3251/2004 και η μετάβαση από την έκδοση στην «παράδοση», ΠοινΔικ 2004.1306, σύμφωνα με την οποία «η αρχή της ειδικότητας […] ορθά γίνεται αντιληπτή ως ασφαλιστική δικλείδα και για την προστασία των δικαιωμάτων του εκζητουμένου προσώπου». 
[33] Ελλειπόντων άλλων ειδικότερων ρυθμίσεων στο ν.3770/09, πρέπει να εφαρμοστούν τα άρθρα 438περ.ε), 440, 456ΚΠΔ, καθώς και 4ν.5554/32, στα οποία όμως δεν γίνεται λόγος για παραίτηση του εκζητουμένου από τον κανόνα της ειδικότητας, δηλαδή δεν υπάρχει κάν αυτή η δυνατότητα [μόνο εκ των υστέρων, 30 ημέρες αφότου έχει αφεθεί ελεύθερος στο εκζητούν κράτος μπορεί de facto να παραιτηθεί, με την παραμονή του (ηθελημένα και ενδεχομένως γνωρίζοντας τις συνέπειες της επιλογής του αυτής) στην επικράτεια τούτου].
[34] Βλ. Ν.Σιταρόπουλο, ό.π., σ. 78· Ε.Σπηλιωτόπουλο/Σ.Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, ό.π., σ. 1250. Ο δε Α.Βγόντζας, ό.π., σ. 753, όπως αντιλαμβάνομαι τουλάχιστον, θεωρεί σημαντική εν προκειμένω την κατ’αρχήν-λεκτική προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, ώστε η σχετική διάταξη της Συμφωνίας(άρθρ.14) έχει «προστιθέμενη αξία»· πλην όμως ούτω δεν διασφαλίζονται τούτα εν πάση περιπτώσει, ώστε να είναι τουλάχιστον συμβατή η ρύθμιση με το Σύντ.(άρθρ.9Α), την ΕΣΔΑ(άρθρ.8) και την ΧάρταΕΕ(άρθρ.8). Η ενλόγω ρύθμιση δεν φαίνεται συμβατή και με την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27.11.2008, ΕΕ L 350/60επ. (30.12.2008), η οποία πρέπει να ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία έως την 27.11.2010, και συγκεκριμένα με το άρθρο 13§§1περ.δ),3περ.β),4 αυτής [πλην των περιπτώσεων §§2,3περ.α)ii), οι οποίες σε συνδυασμό με την υπό κρίση ρύθμιση μπορούν (ιδίως για –τους κλασικούς νεφελώδεις– λόγους δημοσίου συμφέροντος ή ασφάλειας) να οδηγήσουν σε περιορισμό των –πηγαζόντων από ιεραρχικά υπέρτερες πηγές δικαίου– σχετικών δικαιωμάτων του εκζητουμένου].
[35] Σημειωτέον ότι το άρθρο 18Συμφ. προβλέπει ότι τα επί μέρους κράτη-μέλη δύνανται να συνάψουν μεταγενέστερες διμερείς συμφωνίες με τις ΗΠΑ, οι οποίες όμως θα πρέπει να συνάδουν μ’ αυτή, η οποία έτσι αποκτά (πλην όμως πανηγυρικά) δεσμευτική ισχύ επ’ αόριστον!
[36] Το δικαίωμα πληροφόρησης του συλληφθέντος συνιστά ουσιωδέστατο στοιχείο της ευρωπαϊκής δημοκρατικής δημόσιας τάξης˙ βλ. R.deGouttes, Article 5§2, σε (επιμ.)L.-E.Pettiti/E.Decaux/P.-H.Imbert, Convention Européenne des Droits de l’Homme, Παρίσι 19992, σ. 203. Η εν προκειμένω λήψη των αντιγράφων της δικογραφίας γίνεται, σύμφωνα με το νόμο, «με δική του δαπάνη», γεγονός που θεωρώ ότι θέτει –χωρίς να υφίσταται επαρκής λόγος προς τούτο– περιορισμό στο δικαίωμα πληροφόρησης του εκζητουμένου [που πηγάζει, μ.ά., απ’τό δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια του άρθρου 5§2ΕΣΔΑ αλλά και από την ειδικότερη πτυχή τού κατ’άρθρ.6§3περ.α)ΕΣΔΑ δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (το οποίο φρονώ ότι πρέπει εν προκειμένω να εφαρμόζεται τουλάχιστον επικουρικά· βλ. ενδεικτ. και από 12.04.2005 απόφαση ΕυρΔΔΑ επί της υπόθεσης Shamayev and others v. Georgia and Russia, σκ. 429)].
[37] Η προσφυγή στις υπηρεσίες δικηγόρου είναι «αναγκαία για να καταστεί πραγματική και αποτελεσματική η άσκηση του δικαιώματος του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ» (Κ.Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα 20063, σ. 436). Ο συνήγορος (ή οι συνήγοροι, κατ’άρθρο 96ΚΠΔ) πρέπει να είναι της αρεσκείας τού καθ’ού, σε περίπτωση δε που αυτός δεν έχει τη σχετική δυνατότητα πρέπει να του παρασχεθεί δωρεάν τέτοιος, κατ’αναλογία και ουσιαστικά σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των άρθρων 6§3περ.γ)ΕΣΔΑ, 14§3ΔΣΑΠΔ, 47§§2,3ΧάρταςΕΕ, και συμπληρωματική-διασταλτική εφαρμογή τού άρθρου 340ΚΠΔ.
[38] Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με την αρχή τής αναλογικότητας, οι περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να εξυπηρετούν ένα συνταγματικά επιβεβλημένο ή έστω θεμιτό σκοπό, να συνάπτονται προς τον σκοπό αυτό και να είναι κατάλληλοι, πρόσφοροι και αναγκαίοι. Στην περίπτωση που εξετάζεται, τα όρια που τάσσει ο νόμος υπερβαίνουν κατάφωρα, νομίζω, αυτά που θα έπρεπε να είναι παραδεκτά. Το ίδιο το Σύνταγμα(6§4) ορίζει ότι η προφυλάκιση[ήδη: προσωρινή κράτηση] του κατηγορουμένου έχει ανώτατο όριο, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί, ακόμη και σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, το 1½ έτος στα κακουργήματα και τους εννέα μήνες στα πλημμελήματα. Σημειωτέον ότι ήδη ο ΚΠΔ [μετά το ν. 2408/96 (όπως και  το ν. 3811/09)] προβλέπει (282§3) τη δυνατότητα προσωρινής κράτησης μόνο για κατηγορούμενους για κακούργημα, και με ανώτατο όριο το 1½ έτος (287§2). Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον άτοπο και κατακριτέο το γεγονός να υπάρχει δυνατότητα ο –επίσης τεκμαιρόμενος αθώος– εκζητούμενος να κρατείται ακόμη και πέραν αυτών των προθεσμιών, και μάλιστα τόσο για πλημμέλημα όσο και για κακούργημα. 
[39] Ορθά η Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Η πρώτη…, ό.π., σ. 269, επισημαίνει ότι στην ενλόγω Συμφωνία εντοπίζεται μια νέα φιλοσοφία ως προς τη διαχείριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφού η προστασία τους «είναι εφικτό πλέον να γίνεται αντικείμενο διαβούλευσης των μερών».
[40] G.Jakobs, Το Ποινικό Δίκαιο του πολίτη και το Ποινικό Δίκαιο του εχθρού, ΠοινΔικ 2005.873 (μετάφρ. Κ.Βαθιώτη).
[41] Α.Μανιτάκης, Οι «δίδυμες» συμφωνίες ΕΕ και ΗΠΑ, ΤοΣ 2003.400(-401).
[42] Μάλιστα, με την Απόφαση 2009/820/ΚΕΠΠΑ(:L291/40-41 της 07.11.2009), το Συμβούλιο εγκρίνει εξ ονόματος της ΕΕ [η οποία έχει πλέον νομική προσωπικότητα, βάσει του άρθρου 46Α της (μετά τη Συνθ. Λισσαβώνας) ΣΕΕ] τη Συμφωνία με τις ΗΠΑ, ενέργεια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο (αφ’ής στιγμής υπεγράφη από την ΕΕ και ενσωματώθηκε από όλα τα κράτη-μέλη) αλλά σίγουρα με συμβολικό: έτσι νομιμοποιείται και εκ των υστέρων η Συμφωνία, χωρίς να διαφαίνεται η οποιαδήποτε πρόθεση κριτικής επεξεργασίας της για κάποια μελλοντική (επί το «δικαιότερο») τροποποίησή της.