του Δημήτρη Καλτσώνη, Λέκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
η εισήγηση παρουσιάστηκε στο σεμινάριο στις 2 Μαρτίου 2011
η εισήγηση παρουσιάστηκε στο σεμινάριο στις 2 Μαρτίου 2011
Σήμερα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης και για ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης. Οι απόψεις αυτές υποστηρίζουν την αναθεώρηση του Συντάγματος και την αναμόρφωση του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Είναι παραπάνω από φανερό ότι απαιτούνται δραστικές αλλαγές. Προς ποια όμως κατεύθυνση πρέπει να γίνουν αυτές;
Σε τέτοιες ιδίως περιπτώσεις δυο δρόμοι ανοίγονται ενώπιον κάθε λαού σε ό,τι αφορά τους συνταγματικούς και πολιτικούς θεσμούς: ή θα συρρικνωθεί η δημοκρατία παραπέρα προκειμένου να ληφθούν χωρίς πολλές αντιδράσεις τα σκληρά οικονομικά μέτρα που μεταφέρουν το βάρος της κρίσης στους κοινωνικά αδύναμους ή θα διευρυνθεί και ουσιαστικοποιηθεί η δημοκρατία έτσι ώστε ο λαός να γίνει πραγματικά εκείνος που αποφασίζει για το τι είδους οικονομικές πολιτικές πρέπει να ακολουθηθούν.
Πριν όμως επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας εξετάσουμε συνοπτικά τη σχετική ελληνική εμπειρία του μεσοπολέμου και τις σύγχρονες εμπειρίες χωρών που πέρασαν παρόμοια κρίση πρόσφατα.
Η εμπειρία του μεσοπολέμου
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1929, που στην Ελλάδα ξέσπασε με μικρή χρονική υστέρηση, φάνηκε ότι βασικό μέλημα των ιθυνόντων, όπως σε κάθε οικονομική κρίση, αποτελεί η μη μετατροπή της σε πολιτική κρίση. Οι λειτουργίες του κράτους, οι συνταγματικοί και πολιτικοί θεσμοί προσαρμόζονται σε αυτό το δεδομένο και σε αυτό το στόχο.
Η δυσαρέσκεια των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων οδηγεί συνήθως σε απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και σε πολιτικές ανακατατάξεις. Οι τελευταίες, γίνεται προσπάθεια, να αφομοιωθούν ακόμη και με την εμφάνιση και εδραίωση νέων πολιτικών σχηματισμών που κινούνται όμως πάντοτε στο πλαίσιο του κυρίαρχου συστήματος αλλά και με την προσαρμογή των συνταγματικών θεσμών.
Στόχος αυτής της προσαρμογής είναι η αποσόβηση της πολιτικής και, ακόμη περισσότερο, της επαναστατικής κρίσης. Ο περιορισμός της δημοκρατίας και των δημοκρατικών ελευθεριών, η σκλήρυνση της καταστολής στοχεύουν στην κάμψη του απεργιακού κινήματος, των διαδηλώσεων, της διάδοσης ιδεών που οδηγούν στην ανάπτυξη των διεκδικήσεων του λαού και, πολύ περισσότερο, των ιδεών που αμφισβητούν το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα.
Οι επώδυνες αποφάσεις και η εφαρμογή τους που κατακρημνίζουν οποιαδήποτε κοινωνική κατάκτηση, που πλήττουν βίαια το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές αδιαμαρτύρητα. Όση προσπάθεια και να καταβάλλουν οι κρατικοί και ιδιωτικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί, η αναδιανομή του πλούτου είναι τόσο απότομη και βίαιη που καθιστά ισχυρό το ενδεχόμενο να γεννήσει αντιδράσεις. Η πάλη των αντιτιθέμενων κοινωνικών τάξεων μοιραία οξύνεται, ανεξάρτητα από το εύρος, το βάθος και την προοπτική της.
Η υπέρβαση επομένως της κρίσης και η σταθεροποίηση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος απαιτούν λιγότερη δημοκρατία. Καθώς ραγίζει η κοινωνική συναίνεση, ο λαός δύσκολα αποδέχεται τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Γι’ αυτό, πρέπει να περιοριστεί ο λόγος του στη λήψη των αποφάσεων αλλά και να περιοριστούν οι δυνατότητες αντίδρασής του.
Ο Αλ. Σβώλος αναφερόμενος στις εξελίξεις του μεσοπολέμου και στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης σημείωνε ότι η αστική τάξη «υπό την πίεσιν της κρίσεως, φέρεται μοιραίως προς την ενίσχυσιν του κράτους, δια την συντήρησιν της αρχούσης τάξεως … και δια την εξουδετέρωσιν των συνεπειών του λαϊκού ελέγχου επί της ασκήσεως των τόσον εκτεταμένων, σήμερον, αρμοδιοτήτων της πολιτικής εξουσίας… Η ενίσχυσις της εκτελεστικής εξουσίας και του κράτους γενικώς εν τη συγχρόνω δημοκρατία … θα σημάνη ή ότι η πλειοψηφία θέλει να ασκή την πολιτικήν εξουσίαν, χωρίς να ενοχλήται από τα δικαιώματα της μειοψηφίας, πολιτικά ή ατομικά, ή ότι η μειοψηφία θέλει να ασκή την εξουσίαν, χωρίς να λαμβάνη υπ’ όψιν την θέλησιν ή την αντίστασιν της πλειοψηφίας»[1].
Στη λογική αυτή και με στόχευση την ανάσχεση του απεργιακού και γενικότερα του κύματος κοινωνικής διαμαρτυρίας που χαρακτήρισε την Ελλάδα του μεσοπολέμου, παρατηρήθηκαν τρία αλληλοσυμπληρούμενα φαινόμενα. Το πρώτο είναι οι πρακτικές παραβίασης του Συντάγματος του 1927 εκ μέρους των κυβερνήσεων με στόχο τη de factο ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και την αποδυνάμωση της Βουλής και του λαϊκού ελέγχου. Το δεύτερο είναι η ψήφιση σειράς αντιδημοκρατικών νόμων που αφορούσαν τον περιορισμό έως και απαγόρευση των απεργιών (ιδίως των δημοσίων υπαλλήλων), την εκτόπιση των υπόπτων «διατάραξης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας», την ποινικοποίηση της διάδοσης επαναστατικών και εν γένει ριζοσπαστικών ιδεών (το περίφημο αντικομμουνιστικό ιδιώνυμο, ν. 4229/1929).
Το τρίτο αφορά την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που διατυπώθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο το 1932, τη χρονιά ακριβώς που ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα. Η πρόταση δεν ευδοκίμησε. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στην πραγματικότητα υπερκεράστηκε από τις εξελίξεις. Οι απόπειρες πραξικοπημάτων του Πλαστήρα το 1932 και των βενιζελικών αξιωματικών το 1935 έδωσαν την ευκαιρία για την πραξικοπηματική κατάργηση του Συντάγματος του 1927 (που ήταν το πιο δημοκρατικό που γνώρισε μέχρι τότε η χώρα) και την επαναφορά του βασιλιά και του Συντάγματος του 1911. Και τούτο βέβαια για ελάχιστο χρόνο αφού λίγους μήνες μετά οι αντιδημοκρατικές εξελίξεις ολοκληρώθηκαν με την επιβολή της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας.
Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της πρότασης αναθεώρησης του 1932; Αυτή προέβλεπε την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό και την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του, δηλαδή την ενίσχυση με καισαρικού τύπου εξουσίες της εκτελεστικής λειτουργίας και μάλιστα στο πρόσωπο ενός μόνο προσώπου[2]. Εννοείται ότι αυτό σήμαινε αποδυνάμωση της Βουλής. Όπως το είχε εκφράσει ο ίδιος ο Βενιζέλος, «τα κακά του κοινοβουλευτισμού απέβησαν μεγαλύτερα και καταφανέστερα… Η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος να ανταποκριθεί προς τα καθήκοντά της, ευρισκομένη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθετικής εξουσίας»[3].
Στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας η πρόταση περιλάμβανε την παροχή σε αυτόν εξαιρετικά ευρείας ευχέρειας να κηρύσσει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και να επιβάλλει το στρατιωτικό νόμο αναστέλλοντας την ισχύ των συνταγματικών δικαιωμάτων. Επρόκειτο για αντιγραφή του άρθρου 48 του Γερμανικού Συντάγματος της Βαϊμάρης το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη Γερμανία σε βάρος των λαϊκών αγώνων και συνέβαλε στην πορεία προς την κατάλυση της δημοκρατίας και την επιβολή του ναζισμού[4].
Εύκολα διαπιστώνεται σήμερα, με τη χρονική απόσταση που υπάρχει, ότι η οικονομική κρίση ξεπεράστηκε τότε σε βάρος των στοιχειωδών λαϊκών αναγκών. Οι οδυνηρές για τους πολλούς αυτές αποφάσεις δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς τον παραμερισμό του λαού και την καταστολή των όποιων αντιδράσεων. Ανάλογη ήταν η πορεία και άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Συχνά μάλιστα, όπως γνωρίζουμε, η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε, όπως και στην Ελλάδα, με την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος.
Σύγχρονες εμπειρίες
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνική ιδιοτυπία ούτε αφορά μόνο την περίοδο του μεσοπολέμου και την οικονομική κρίση του 1929. Αντίθετα, φαίνεται ότι ανάλογες εμπειρίες είχαν και όλες οι χώρες εκείνες που, τις τελευταίες δεκαετίες, αντιμετώπισαν οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Παντού όπου η οικονομική κρίση επιλύθηκε στην κατεύθυνση της αναδιανομής πλούτου σε βάρος των ασθενέστερων και υπέρ της συγκέντρωσης πλούτου σε λιγότερους, σημειώθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο, συνταγματικές και πολιτικές αλλαγές στη λογική του περιορισμού της δημοκρατίας. Κάποιες φορές, η τάση αυτή έφτασε μέχρι την πλήρη κατάργησή της.
Ένα από τα πλέον πρόσφατα και γνωστά παραδείγματα είναι εκείνο της Αργεντινής. Η οικονομική κρίση και η προσπάθεια υπέρβασής της με βάση τις κατευθύνσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου οδήγησαν στην εξαθλίωση μια ευημερούσα χώρα και ένα λαό που απολάμβανε σημαντικές κατακτήσεις ενώ, από την άλλη, εγχώρια ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και πολυεθνικές επιχειρήσεις συγκέντρωσαν αμύθητο πλούτο. Η όξυνση αυτή των κοινωνικών αντιθέσεων επέφερε τη διόγκωση των λαϊκών αντιδράσεων οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με την αστυνομική βία και τη δολοφονία δεκάδων διαδηλωτών, τον περιορισμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών και την κήρυξη της κατάστασης πολιορκίας.
Λίγες δεκαετίες νωρίτερα στη γειτονική Χιλή, οι πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εφαρμόστηκαν όχι απλά μέσω της αιματηρής καταστολής διαδηλώσεων και της επιβολής κατάστασης πολιορκίας. Εκεί χρειάστηκε η ανατροπή της συνταγματικής κυβέρνησης του Σ. Αλλιέντε, η εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων, η κατάργηση του Συντάγματος και κάθε είδους ελευθερίας. Το στόχο επέτυχε το πραξικόπημα υπό τον Α. Πινοτσέτ που καθοδηγήθηκε από τις αντιδραστικές δυνάμεις της Χιλής σε συνεργασία με τη CIA και τις πολυεθνικές των ΗΠΑ[5].
Στην περίπτωση της Χιλής τα μέτρα ήταν πιο δραστικά γιατί εκεί η κρίση ήταν πρώτιστα πολιτική. Η εκλογική νίκη το 1970 των δυνάμεων της «λαϊκής ενότητας» είχε οδηγήσει στην εθνικοποίηση του χαλκού, του βασικού πλουτοπαραγωγικού μέσου της Χιλής. Γενικότερα η κυβέρνηση προωθούσε την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος της εργατικής τάξης, των αγροτών και των μικρομεσαίων στρωμάτων. Αυτό συνιστούσε θανάσιμο κίνδυνο για το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί δραστικά.
Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν σε όλες τις ηπείρους: στην Αφρική, στην Ασία, στην Ευρώπη[6]. Πάντοτε η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης σε όφελος μιας εγχώριας και διεθνούς ολιγαρχίας συνοδεύτηκε από ένταση της καταπίεσης, κατάλυση της συνταγματικής νομιμότητας ή, πάντως, από εκτεταμένες παραβιάσεις του Συντάγματος και των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Ποιο είναι το πρόβλημα της σημερινής δημοκρατίας;
Στις επιστημονικές αλλά και στις τρέχουσες συζητήσεις ολοένα και συχνότερα διαπιστώνεται η προβληματική κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας και αναφύεται το ερώτημα: ποιο είναι το βασικό πρόβλημα;
Η ουσία του προβλήματος συνίσταται στο γεγονός ότι η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί πλάσμα[7]. Η λαϊκή κυριαρχία που επιτάσσει το Σύνταγμα είναι στην πραγματικότητα κυριαρχία μιας οικονομικής ολιγαρχίας επί του λαού. Όπως χαρακτηριστικά εκφραζόταν ο Αλ. Σβώλος, η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί «ένα των μύθων του νεωτέρου δημοσίου βίου, απλάς προλήψεις», «πλάσματα χωρίς περιεχόμενον»[8]. Πίσω από την τυπική ισότητα και τη δημοκρατία υπάρχουν σχέσεις ανισότητας, σχέσεις εκμετάλλευσης οι οποίες φαλκιδεύουν τη δημοκρατία, την καθιστούν μορφή κυριαρχίας μιας οικονομικής ολιγαρχίας. Οι σχετικές επισημάνσεις του Αλ. Σβώλου αποκτούν επικαιρότητα: «Όχι μόνον, άλλως τε, δεν υπάρχει Λαός ως «σύνολον» ή «ενότης», αλλά τουναντίον σχηματίζονται και διακρίνονται βαθμηδόν και σαφέστερον μόνον ομάδες, τάξεις και στρώματα κοινωνικά, αντιτεταγμένα προς άλληλα, απορροφώντα εντός εαυτών τα άτομα»[9],[10].
Η ανάγκη σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει[11], η λήψη κρίσιμων αποφάσεων που επηρεάζουν δραματικά τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων επιτάσσει την ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή. Επιβάλλει πραγματική δημοκρατική συζήτηση και, μάλιστα, με όρους, όσο το δυνατό καλύτερους ώστε η συζήτηση να διεξάγεται στο έδαφος των πραγματικών δεδομένων, με ουσιαστική πληροφόρηση και κριτήριο τις ανάγκες της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού. Είναι προφανές, από την τρέχουσα εμπειρία, ότι η χώρα κινείται στον αντίποδα αυτής της λογικής. Η πληροφόρηση του λαού είναι απολύτως ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα ενώ η δημόσια συζήτηση περιορίζεται ασφυκτικά και είναι απολύτως εκβιαστική. Βάση της όποιας συζήτησης θεωρείται η αποδοχή της αφαίρεσης των λαϊκών κατακτήσεων.
Κατά συνέπεια, η οικονομική κρίση και η υπέρβασή της σε όφελος, και όχι σε βάρος των συμφερόντων, του βιοτικού επιπέδου και των κατακτήσεων της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας θέτει επί τάπητος το θεμελιώδες ερώτημα του δρόμου της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Ο λαός πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο των αποφάσεων έτσι ώστε ο ίδιος να αποφασίσει για τα μέτρα εκείνα που χρειάζεται να ληφθούν, για την κατεύθυνση της ανάπτυξης που θα επιλέξει. Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη και εμβάθυνση της δημοκρατίας και των ελευθεριών και όχι το αντίθετο.
Με την έννοια αυτή, αναφύεται η ανάγκη βαθιών πολιτικών και συνταγματικών αλλαγών. Η αναγκαιότητα της Συντακτικής Συνέλευσης προβάλλει κάθε μέρα και πιο έντονα.
Πολλές φορές η ελληνική συνταγματική ιστορία βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος: αναθεωρητική ή συντακτική Βουλή; Το ίδιο συνέβη και το 1975. Κάθε φορά επικρατούσαν οι πιο μετριοπαθείς, έως συντηρητικές, επιλογές οι οποίες απέρριπταν την ιδέα της Συντακτικής και περιόριζαν την εμβέλεια του εγχειρήματος στην αναθεώρηση του Συντάγματος με σκοπό να μην ανοίξουν «οι ασκοί του Αιόλου» σε ριζοσπαστικές εξελίξεις.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Οι όποιες προτάσεις και σκέψεις έχουν μέχρι σήμερα δημοσιοποιηθεί αφορούν την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι απόψεις αυτές είτε περιορίζουν το εύρος των αλλαγών σε μη θεμελιώδη ζητήματα είτε προτείνουν μεταβολές που θα επιδεινώσουν τα σημερινά προβλήματα, όπως για παράδειγμα την άμεση εκλογή του Πρόεδρου της Δημοκρατίας[12] και τη μετατροπή του πολιτεύματος ουσιαστικά σε προεδρικό ή την ενσωμάτωση στο Σύνταγμα διάταξης που θα ορίζει ένα νεοφιλελεύθερο δημοσιονομικό πλαίσιο κατά το γερμανικό πρότυπο[13]. Αυτό επομένως που χρειάζεται είναι ριζικές αλλαγές και μάλιστα σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που βρισκόταν μέχρι τώρα η συνταγματική πραγματικότητα.
Η σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης στη λογική που σκιαγραφήσαμε μπορεί να γίνει μόνο να συντρέξουν οι κατάλληλες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει την αφύπνιση του λαού, την ενεργητική του παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. Η παθητική αναμονή, η λογική της ανάθεσης της επίλυσης των προβλημάτων σε κόμματα και φωτισμένους ηγέτες δεν μπορεί να οδηγήσει στη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης που θα πραγματοποιήσει τομές.
Υπάρχουν κάποια σύγχρονα τέτοια παραδείγματα. Ανεξάρτητα από την κατάληξη των προσπαθειών αυτών και από το εύρος των αλλαγών που επέφεραν, οι Συντακτικές Συνελεύσεις στη Βενεζουέλα και στη Βολιβία οδήγησαν στην υιοθέτηση νέων Συνταγμάτων, στην ενίσχυση της εθνικής ανεξαρτησίας, στην εθνικοποίηση των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και σε κάποια αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των πιο αδύναμων και φτωχών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων του πληθυσμού[14].
Τι είδους άμεσες αλλαγές;
Ποιες είναι όμως οι δημοκρατικές αυτές αλλαγές που μπορούν να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό να υπερασπίσει το βιοτικό του επίπεδο και τα δικαιώματά του και να μεταβάλλει το συσχετισμό των δυνάμεων; Η συζήτηση που διεξήχθη το 1975, πολλές από τις τροπολογίες που κατατέθηκαν, προσφέρουν πολλές χρήσιμες ιδέες.
Χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, μια δέσμη αλλαγών που θα κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις: α. αναβάθμιση της Βουλής ώστε να αποδυναμωθεί η παντοδύναμη εκτελεστική εξουσία, στη λογική της κυβερνώσας Βουλής, β. μεγιστοποίηση του ελέγχου που ασκεί ο λαός στους αντιπροσώπους του και ειδικά στη Βουλή, γ. επέκταση των λαϊκών ελευθεριών ώστε να διευρυνθεί το πεδίο της αυτόνομης λαϊκής δράσης και παρέμβασης.
Ενδεικτικά τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να είναι οι παρακάτω. Ειδικότερα σε σχέση με το σημείο α:
- Με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις και, ιδίως, τον οικονομικό έλεγχο του ασκούν στη χώρα μας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχει γίνει πλέον περισσότερο από αναγκαία η επαναρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τέτοιου είδους οργανισμούς. Επείγει η διεκδίκηση της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας[15]. Το ζήτημα αυτό δεν είναι πρώτιστα συνταγματικό – νομικό, είναι όμως και τέτοιο. Βασικό συνταγματικό θεμέλιο αυτής της σχέσης αποτελούν ιδίως τα άρθρα 27, 28 και 80 του Συντάγματος. Η εκχώρηση κυριαρχίας θα πρέπει να αποκλείεται ρητά από το Σύνταγμα. Οι διεθνείς σχέσεις της χώρας μπορούν να αναπτυχθούν ολόπλευρα και πολύπλευρα σε ισότιμη βάση. Μπορεί επίσης να μην επιτρέπεται συνταγματικά η εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων και εγκαταστάσεων κατά το πρότυπο του άρθρου 13 του Συντάγματος της Βενεζουέλας[16].
- Η επαναρρύθμιση του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδότησης προς την εκτελεστική εξουσία είναι σημαντική. Η συνταγματική ιστορία, ελληνική και διεθνής, παλαιότερη και πιο πρόσφατη, καταδεικνύει ότι ο θεσμός αποτελεί μορφή υφαρπαγής της εξουσίας από την εκάστοτε κυβέρνηση σε βάρος του αντιπροσωπευτικού οργάνου, ακόμη και παραβιάσεων του Συντάγματος και καταχρήσεων[17]. Άρα, οι προϋποθέσεις των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων πρέπει να γίνουν πολύ αυστηρές ενώ μερικές ακραίες μορφές όπως οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου του άρθρου 44 παρ. 1 θα μπορούσαν ακόμη και να καταργηθούν.
- Είναι απαραίτητος ένας ουσιαστικότερος ρόλος των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών με διεύρυνση του ρόλου τους, χωρίς όμως η διεύρυνση του ρόλου αυτού να γίνει σε βάρος του νομοθετικού έργου της Ολομέλειας της Βουλής. Χρειάζεται να εξασφαλιστεί η πλήρης και ουσιαστική ενημέρωση της Βουλής από την εκάστοτε κυβέρνηση για την ασκούμενη πολιτική, ουσιαστικός και διαρκής διακομματικός κοινοβουλευτικός έλεγχος όλων των κρατικών και κυβερνητικών τομέων δραστηριότητας και υπηρεσιών. Παράλληλα, απαιτείται ο περιορισμός της ασυδοσίας της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας στον τρόπο και τις διαδικασίες συζήτησης των νομοσχεδίων (άρθρο 76 του Συντάγματος). Μπορεί, για παράδειγμα, να προβλέπεται αυξημένη πλειοψηφία για να ακολουθηθεί η διαδικασία της συζήτησης ενός νομοσχεδίου ως κατεπείγοντος ή ιδιαίτερης σημασίας ή ως επείγοντος. Η λογική που πρέπει να διέπει τις σχέσεις Βουλής και κυβέρνησης να είναι η ενίσχυση του αντιπροσωπευτικού οργάνου το οποίο πρέπει να συγκεντρώσει τις μέγιστες εξουσίες στη λογική της κυβερνώσας Βουλής.
- Χρειάζεται επίσης να ενισχυθεί η νομοθετική πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε να προβλέπεται η συζήτηση δύο φορές το μήνα των προτάσεων νόμων, καθώς και η δυνατότητα συζήτησής τους σε περισσότερες από μία συνεδριάσεις (άρθρο 74 παρ. 6 του Συντάγματος). Απαιτείται ακόμη η κατάργηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 73 παρ. 3 του Συντάγματος περιορισμών που εμποδίζουν τους βουλευτές και τα κόμματα να παίρνουν νομοθετικές πρωτοβουλίες αναφορικά με την πολιτική μισθών ή συντάξεων για το προσωπικό του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.
- Είναι περισσότερο από αναγκαία η κατάργηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση. Απαιτείται η εκλογή της να γίνεται από ευρύτερο αντιπροσωπευτικό σώμα στο οποίο να συμμετέχουν εκπρόσωποι των κομμάτων (ανάλογα με τη δύναμή τους), εκπρόσωποι των ενώσεων των δικαστών και λοιπών νομικών επαγγελμάτων αλλά και εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων των εργαζομένων[18].
Σε σχέση με το σημείο β:
- Επιβάλλεται η υιοθέτηση της απλής αναλογικής ως πάγιου και συνταγματικά κατοχυρωμένου εκλογικού συστήματος για κάθε είδους εκλογική διαδικασία[19]. Μόνο έτσι μπορεί να μην αλλοιώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος. Είναι εύγλωττη η προσήλωση όλων των κυβερνήσεων[20] (ελληνικών και άλλων) και των συστημικών κομμάτων στην άρνηση της απλής αναλογικής και στην υιοθέτηση εκλογικών συστημάτων που αλλοιώνουν τη βούληση του εκλογικού σώματος[21]. Στην ίδια λογική κινείται εξάλλου και ο νέος εκλογικός νόμος που παρουσίασε η κυβέρνηση που αποτελεί παραλλαγή του γερμανικού εκλογικού συστήματος και, εκτός των άλλων, μετατρέπει μια μειοψηφία του 40,2% σε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
- Θεσμοί όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, το δημοψήφισμα, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, με πρωτοβουλία των πολιτών[22], το δικαίωμα των μαζικών φορέων των εργαζομένων να υποβάλλουν προτάσεις νόμων[23] μπορούν επίσης να τονώσουν το ενδιαφέρον αλλά και την αποτελεσματικότητα της λαϊκής συμμετοχής.
- Χρειάζεται η τροποποίηση του άρθρου 14 του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας με τρόπο που να εξασφαλίζει, όσο είναι δυνατό, την ισότιμη μεταχείριση των πολιτικών κομμάτων και των πιο διαφορετικών απόψεων και όχι μόνο στις προεκλογικές περιόδους. Η αντίληψη της αναλογικής ισότητας στην προβολή των θέσεων των κομμάτων η οποία διέπει τη σχετική νομοθεσία είναι άδικη και αντιδημοκρατική. Συμβάλλει στη διαιώνιση της κυριαρχίας των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων. Εκείνο που χρειάζεται πάνω απ’ όλα όμως είναι να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα. Η σύνδεση αυτή καθιστά φενάκη κάθε συζήτηση για ελεύθερη διάδοση των ιδεών, πολύπλευρη ενημέρωση και όσο το δυνατό πιο ελεύθερη διαπάλη των ιδεών και των απόψεων. Απαιτείται, αντίθετα, η θέσπιση κανόνων δημοκρατικής διαχείρισης των κρατικών μέσων ενημέρωσης και η σε ισότιμη βάση κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων των εργαζομένων να ιδρύσουν και να διαχειριστούν τα δικά τους μέσα ενημέρωσης. Σαν ένα πρώτο, άμεσο βήμα απαιτείται ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης από επιτροπή που θα απαρτίζεται από εκπροσώπους των κομμάτων και, κυρίως, των συνδικαλιστικών, επιστημονικών και άλλων φορέων όπου η εκάστοτε κυβέρνηση δεν θα έχει την πλειοψηφία.
- Παράλληλα απαιτείται η ανάδειξη όλων των οργάνων τοπικής διοίκησης με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, η κατάργηση πρώτα απ’ όλα του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης».
Σε σχέση με το σημείο γ:
- Είναι αναγκαία η κατάργηση όλων εκείνων των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που περιορίζουν τις λαϊκές ελευθερίες και, ιδίως, το δικαίωμα στην απεργία, στις συναθροίσεις, στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, πρώτιστα στους εργασιακούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα απαιτείται η αναμόρφωση της εργατικής νομοθεσίας με στόχο την κατοχύρωση πλήρους συνδικαλιστικής και πολιτικής ελευθερίας για τους εργαζόμενους.
- Απαιτείται η αποδέσμευση της χώρας από όλες τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την ΕΕ που συνθέτουν ένα ευρύ πλέγμα κατασταλτικών μηχανισμών. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι συμφωνίες Σένγκεν, η Europol, οι συμφωνίες έκδοσης και δικαστικής συνδρομής, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, οι διάφορες αντιτρομοκρατικές συμφωνίες κλπ.
- Είναι αναγκαίο να υπάρξει ριζικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της δημόσιας διοίκησης. Ο εκδημοκρατισμός αυτός δεν μπορεί βέβαια να μεταβάλλει τη φύση των μηχανισμών αυτών. Πρέπει ωστόσο, να κατοχυρωθούν, και συνταγματικά, πλήρεις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες στο ανωτέρω προσωπικό με την κατάργηση κάθε νομοθετικής διάταξης που θέτει περιορισμούς αλλά και την προσαρμογή των αντίστοιχων συνταγματικών διατάξεων. Είναι ιδιαίτερα αναγκαία η κατάργηση της νομοθεσίας που παρέχει ευχέρεια στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας να στρέφονται εναντίον του λαού και των αγώνων του, να αυθαιρετούν σε βάρος των πολιτών. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, ο ν. 566/1977 που παρέχει απεριόριστες εξουσίες στις στρατιωτικές αρχές κατά την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας, ή το π.δ.141/1991 που δίνει δυνατότητες αυθαιρεσιών κατά τη διάρκεια αστυνομικών ελέγχων[24].
Εκτός των παραπάνω προτάσεων, απαιτείται ένα σύνολο δημοκρατικών αλλαγών που έχουν πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι τέτοιες μορφές λαϊκής συμμετοχής προϋποθέτουν ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο λαϊκής αυτοσυνείδησης και ενεργοποίησης.
Για το σκοπό αυτό μπορούν να αξιοποιηθούν εμπειρίες και προτάσεις που έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα και αλλού. Το σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου περιλάμβανε πληθώρα πρωτοποριακών διατάξεων που παραμένουν και σήμερα ακόμη ριζοσπαστικές, καινοτόμες και, βέβαια, ανεκπλήρωτες[25]. Υπάρχει ακόμη η πολύτιμη παρακαταθήκη του κινήματος της Αντίστασης, οι πολιτειακές και συνταγματικές του πρωτοβουλίες. Το Α’ Ψήφισμα του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες, πολλές από τις προτάσεις της αντιπολίτευσης που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975 μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και προβληματισμού[26].
Είναι αναγκαία η καθιέρωση θεσμών συνοικιακών συνελεύσεων και εργατικών συνελεύσεων στους χώρους εργασίας με ουσιαστική, αποφασιστική αρμοδιότητα τόσο για τα τοπικά ζητήματα όσο και για τα γενικού ενδιαφέροντος. Χρήσιμη θα ήταν επίσης η θεσμοθέτηση της δυνατότητας ανάκλησης των αντιπροσώπων. Το σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου, για παράδειγμα, προέβλεπε τη λειτουργία τοπικών συνελεύσεων με αρμοδιότητα συζήτησης και έκφρασης γνώμης τόσο επί των σχεδίων νόμων όσο και επί των ψηφισμένων νόμων. Αντίστοιχοι θεσμοί λειτούργησαν στην ελεύθερη Ελλάδα με πρωτοβουλία του ΕΑΜ και του Εθνικού Συμβουλίου[27].
Όλες οι ανωτέρω δημοκρατικές αλλαγές κινούνται στον αντίποδα της κυρίαρχης έως σήμερα τάσης που είναι η αποδυνάμωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δυσμενής για τις μορφές άμεσης λαϊκής δημοκρατικής συμμετοχής μια και έχει εγκαταλειφθεί κάθε μορφή άμεσης δημοκρατίας[28]. Οι δημοκρατικές αυτές αλλαγές δεν μπορούν βέβαια να μεταβάλλουν το ιστορικά διαμορφωμένο πλέγμα οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας[29]. Μπορούν, ωστόσο, να δώσουν τη δυνατότητα στο λαό να αποφασίσει ο ίδιος για το είδος της διεξόδου από την κρίση που επιθυμεί καθώς και για την οδό της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης που ανταποκρίνεται καλύτερα στα συμφέροντα και στα οράματά του. Μόνο έτσι η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να πάψει να αποτελεί πλάσμα και να αποκτήσει κυριολεκτική σημασία.
[1] Βλ. Α. Σβώλος, Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Στοχαστής, 1972, σελ. 95 επ. και του ίδιου, Νομικαί Μελέται, Αθήνα, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, σελ. 317 επ. και Α. Μάνεσης, «Ο Αλέξανδρος Σβώλος ως συνταγματολόγος», στο Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 506 επ., 518 και Κ. Παπανικολάου, «Η ένταξη και η επιρροή του έργου του Αλέξανδρου Σβώλου στη συνταγματική θεωρία», στον τόμο Γ. Κασιμάτης – Γ. Αναστασιάδης, Αλέξανδρος Σβώλος, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2009, σελ. 143 επ.
[2] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, «Εξουσίες και αντίβαρα στη συνταγματική σκέψη του Ελευθερίου Βενιζέλου», στον τόμο Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι συνταγματικές αναθεωρήσεις από το χθες στο σήμερα (πρακτικά ημερίδας), Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2008, σελ. 69 επ.
[3] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. Ι (1821-1940), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 150 επ.
[4] Βλ. Γ. Αναστασιάδης, Πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας 1821-1940, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 200 επ.
[5] Βλ. P. Kalfon, Allende, Biarritz, Atlantica, 1998, σελ. 242 επ., 261 επ.
[6] Βλ. N. Klein, Το δόγμα του σοκ, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2010.
[7] Βλ. Α. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σελ. 83-87.
[8] Βλ. Α. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σελ. 83-84.
[9] Βλ. Α. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σελ. 86.
[10] Χιλιάδες θεσμικά και, ιδίως, εξωθεσμικά νήματα συνδέουν την οικονομική ολιγαρχία με την πολιτική ελίτ που διαχειρίζεται την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων. Στη βάση αυτών βρίσκεται βέβαια η διαπλοκή οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, η σύμφυση των κορυφών του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του κράτους. Δεν αναφερόμαστε εδώ μόνο ή κυρίως στις παράνομες τέτοιες συναλλαγές που κατά καιρούς απασχολούν τη δημοσιότητα. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι όλες οι σύγχρονες, αστικές δημοκρατίες χαρακτηρίζονται από αυτή τη σύμφυση. Μια και μόνη ματιά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των τέως υπουργών στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα είναι αποκαλυπτική. Οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, την αντιμετώπιση της διαπλοκής κλπ είναι αναποτελεσματικοί αφού δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την καρδιά του φαινομένου. Η ελεύθερη οικονομία επιβάλλει τους κανόνες της πέρα και πάνω από τους όποιους νομοθετικούς περιορισμούς. Εξάλλου, οι σχέσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου με τα συστημικά πολιτικά κόμματα δεν εξαντλείται στη χρηματοδότησή τους. Αυτό δείχνουν και τα παραδείγματα της Γαλλίας ή ακόμη και της «υπεράνω πάσης υποψίας» Νορβηγίας. Από εκεί και πέρα λειτουργούν μια σειρά οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί που εξασφαλίζουν την υποταγή των όποιων δημοκρατικών κανόνων λειτουργίας στα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας. Βλ. την κραυγαλέα αλλά όχι μοναδική περίπτωση του πρώην Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ http://www.skai.gr/news/world/article/150378/o-toni-bler-trapezitis/ αλλά και την περίπτωση του Επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γκ. Φερχόιγκεν στο http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=08/09/2010&id=200691. Βλ. επίσης γενικότερα Α. Γκούλικοφ, Οι λαβύρινθοι της εξουσίας, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985, σελ. 20 επ. και Ε. Χένρι, πίσω από τις πόρτες του Λευκού Οίκου, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986 και R. Nilsen, «Νορβηγία: διαφάνεια και αφέλεια», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία/Le Monde Diplomatique, 14-15 Αυγούστου 2010 και I. Ramonet, «Η εξαχρείωση της δημοκρατίας», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22 Αυγούστου 2010 και Μ. Σεραφετινίδου, Εισαγωγή στην πολιτική κοινωνιολογία, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 2006, σελ. 109 επ. και N. Klein, Το δόγμα του σοκ, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2010, σελ. 414 επ.
[11] Βλ. Κ. Μπέης, Κ. Χρυσόγονος, Ν. Μαριάς, Α. Μανδαράκα-Σέππαρντ, Η δανειακή σύμβαση μεταξύ Ελλάδας - κρατών μελών της ευρωζώνης και η εθνική μας κυριαρχία. Συζήτηση στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, προσβάσιμο στο www.constitutionalism.gr και Γ. Κατρούγκαλος, «Memoranda sunt servanda? Η συνταγματικότητα του ν. 3845/2010 και του μνημονίου για τα μέτρα εφαρμογής των συμφωνιών με ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2/2010, σελ. 151 επ. και του ίδιου, Το οικονομικό Σύνταγμα και το «παρασύνταγμα» του Μνημονίου, προσβάσιμο στο www.greek-critical-legal.blogspot.com και Δ. Καλτσώνης, Οι λειτουργίες του κράτους και του δικαίου στην οικονομική κρίση, προσβάσιμο στο www.kratoskaidikaio.blogspot.com.
[12] Βλ. ενδεικτικά Τ. Βιδάλης, Το ζήτημα του πολιτεύματος, προσβάσιμο στο http://www.constitutionalism.gr/html/ent/788/ent.1788.asp. Βλ. επίσης Χ. Γιανναράς, Κυβέρνηση προσωπικοτήτων για Συντακτική Συνέλευση και νέο Σύνταγμα, προσβάσιμο στο http://citypress-gr.blogspot.com/2010/09/blog-post_7489.html#more και αντίστοιχες δηλώσεις του βουλευτή του ΛΑΟΣ Μ. Βορίδη στην εφημ. Η Καθημερινή, 7/11/2010.
[13] Βλ. ενδεικτικά δημοσίευμα της εφημ. Ελευθεροτυπία, 26 Ιανουαρίου 2011.
[14] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 47 επ.
[15] Αναφερόμενος στην περίοδο του ιμπεριαλισμού ο Λένιν τόνιζε ότι «ιδιαίτερα οξύνεται επίσης η εθνική καταπίεση και η τάση προς τις προσαρτήσεις, δηλαδή προς την παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας», βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 426.
[16] Βλ. αναλυτικότερα Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 60 επ.
[17] Βλ. ενδεικτικά Α. Μάνεσης, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1980, σελ. 244 επ., 277 επ.
[18] Βλ. τη σχετική εμπειρία της Βενεζουέλας στο Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), οπ.π., σελ. 117 επ.
[19] Βλ. Α. Σβώλος, Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, τ. Β’, οπ.π., σελ. 116-117 και P. Pactet, Institutions politiques – Droit constitutionnel, Paris, ed. Armand Colin, 2003, σελ. 106.
[21] Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις αστικές δημοκρατίες που προέκυψαν στην ανατολική Ευρώπη μετά τις ανατροπές του 1989, υιοθετήθηκαν εκλογικά συστήματα που πόρρω απέχουν από την απλή αναλογική βλ. για παράδειγμα L. Morlino, “Architectures constitutionnelles et politiques democratiques en Europe de l’ Est”, Revue Francaise de Science Politique, 2000, v. 50, no 4, σελ. 679 επ., 695 και D. Kanev, “La consolidation de la democratie en Bulgarie”, Transitions, 2001, σελ. 5 επ., 10.
[22] Βλ. Η. Νικολόπουλος, Ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής και συνταγματικής πρωτοβουλίας, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1997 και C. Emeri - C. Bidegaray, La Constitution en France (de 1789 a nos jours) Paris, ed. Armand Colin, 1997, σελ. 82 επ. και P. Pactet, Institutions politiques – Droit constitutionnel, οπ.π., σελ. 89 επ.
[23] Βλ. Η. Ηλιού, «Για ένα λαϊκοδημοκρατικό Σύνταγμα», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τευχ. 10/1946, σελ. 572 επ., 11/1946, σελ. 627 επ., 12/1946, σελ. 665 επ., 3/1947, σελ. 118 επ.
[24] Βλ. για παράδειγμα Ζ. Παπαϊωάννου, Περιεχόμενο και όρια της αστυνομικής εξουσίας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2004.
[25] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. Ι (1821-1940), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 11 επ.
[26] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. ΙΙ (1941-2001), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 21 επ., 72 επ. και Φ. Βεγλερής, Υπόμνημα για ένα Σύνταγμα του ελληνικού λαού, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1975 και Η. Ηλιού, Το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1975. Ακόμη και πιο μετριοπαθείς προτάσεις, όπως αυτή που κατατέθηκε από τον Α. Σβώλο και τους βουλευτές της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας το 1951, μπορούν να δώσουν πολύτιμα στοιχεία βλ. Ν. Καλτσόγια-Τουρναβίτη, Προβληματική της σύγχρονης Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας 1935-1975, διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 1981, σελ. 147.
[27] Βλ. ενδεικτικά Δ. Ζέπος, Λαϊκή Δικαιοσύνη (εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος), Αθήνα, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1986 και Θ. Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της εθνικής αντίστασης, Αθήνα, εκδ. Γλάρος, 1989 και Χ. Τυροβούζης, Αυτοδιοίκηση και «λαϊκή» δικαιοσύνη 1942-1945, Αθήνα, εκδ. Προσκήνιο, 1991.
[28] Βλ. G. Toulemonde, Institutions politiques comparees, Paris, Ellipses, 2006, σελ. 11 επ. και E.-W. Bockenforde, Le droit, l’ Etat et la constitution democratique, Bruxelles, Bruylant-LGDJ, 2000, σελ. 294 επ. και Η. Νικολόπουλος, Ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής και συνταγματικής πρωτοβουλίας, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1997, σελ. 23 επ., 33 επ.
[29] «Η δημοκρατία δεν εξαλείφει την ταξική καταπίεση, αλλά απλώς κάνει την ταξική πάλη πιο καθαρή, πιο πλατιά, πιο ανοιχτή, πιο οξεία». Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 127.