Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Αθλητική βία και ηλεκτρονική εποπτεία των αθλητικών εγκαταστάσεων

Μαριέττα Κοτσιφάκη, 
δικηγόρος
ΜΔΕ Δημόσιας Διοίκησης Παντείου Πανεπιστημίου


Το άρθρο 41 Ε’ του Ν. 2725/1999, όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3057/2002 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 3262/2004[1], με το άρθρο. 1 του ν. 3372/2005 και με το άρθρο 8 του ν. 3708/2008 ορίζει στην παρ. 1 ότι θεσπίζεται το μέτρο της ηλεκτρονικής εποπτείας των αθλητικών εγκαταστάσεων που προορίζονται για τη διεξαγωγή αγώνων ποδοσφαίρου καλαθοσφαίρισης ή πετοσφαίρισης της ανώτατης κατηγορίας εθνικού πρωταθλήματος. Με το άρθρο 8 του ν. 3708/2008 επεκτάθηκε το πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 41Ε΄  του ν. 2725/1999 και σε εγκαταστάσεις που προορίζονται για την διεξαγωγή διεθνών αγώνων ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης και πετοσφαίρισης.
Με την § 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αποκλειστικός σκοπός  της λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων είναι η αντιμετώπιση της βίας και αξιόποινων εν γένει πράξεων με αφορμή αθλητικές συναντήσεις και ότι απαγορεύεται η χρήση των συστημάτων και των δεδομένων που παράγουν για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Η παρ. 3 ορίζει ότι υπεύθυνος επεξεργασίας και φύλαξης των δεδομένων που παράγουν τα ανωτέρω συστήματα ηλεκτρονικής εποπτείας είναι η Ελληνική Αστυνομία. Τα δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων εποπτείας, όπως ορίζεται στην παρ. 4, γνωστοποιούνται από την Ελληνική Αστυνομία στη Δ.Ε.Α.Β., το οικείο πειθαρχικό όργανο και κατά περίπτωση στις αρμόδιες ανακριτικές και δικαστικές αρχές. Οι ιδιοκτήτες των αθλητικών εγκαταστάσεων βαρύνονται με την ευθύνη και τις δαπάνες για την τοποθέτηση και συντήρηση των ηλεκτρονικών συστημάτων.  Είναι δυνατόν η παραπάνω τοποθέτηση να γίνει με μέριμνα της Γ. Γρ. Αθλητισμού και εις χρέωσιν των υπόχρεων (§5). Η παρ. 6 παρέχει νομοθετική εξουσιοδότηση από κοινού στους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Πολιτισμού και Δημόσιας Τάξης να καθορίσουν:
α) τις αναγκαίες λεπτομέρειες που αφορούν κυρίως την κατά προορισμό λειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων εποπτείας, τα σχετικά με τις τεχνικές τους προδιαγραφές, τον τρόπο χρήσης τους, το χρόνο και τον τρόπο καταστροφής των δεδομένων που αυτά παράγουν, καθώς και τα πρόσωπα και τους φορείς που έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα.
β) Την ημερομηνία μετά την πάροδο της οποίας απαγορεύεται η διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης σε αθλητική εγκατάσταση που δεν διαθέτει ηλεκτρονικό σύστημα εποπτείας.
γ) Την επέκταση της υποχρέωσης διεξαγωγής αγώνων σε αθλητικές εγκαταστάσεις που εποπτεύονται ηλεκτρονικά και σε άλλες κατηγορίες πρωταθλημάτων ή άλλων διοργανώσεων ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης ή πετοσφαίρισης, ή σε πρωταθλήματα ή άλλες διοργανώσεις άλλων ομαδικών αθλημάτων.
Γενεσιουργός αιτία θέσπισης της ηλεκτρονικής εποπτείας των αθλητικών εγκαταστάσεων ήταν το φαινόμενο της αθλητικής βίας που και αυτό με τη σειρά του έχει ως κύρια αιτία την προϊούσα εμπέδωση του επαγγελματικού εις βάρος του ερασιτεχνικού μη κερδοσκοπικού αθλητισμού ανεξαρτήτως της νομικής μορφής που κατά καιρούς έχει λάβει[2]. Η επαγγελματοποίηση κυρίως του ποδοσφαίρου μετέτρεψε τους απλούς φιλάθλους – οπαδούς της ομάδας από συμμετόχους στο αθλητικό γίγνεσθαι σε απλούς θεατές-τρίτους, με συνέπεια οι πιο ευαίσθητοι κοινωνικά και ψυχολογικά, θεωρώντας ότι εκτοπίζονται από το «ζωτικό» τους χώρο, να αντιδρούν με βίαιο τρόπο τόσο έναντι του αθλητικού κόσμου όσο και έναντι της κοινωνίας. Ως πρόσωπο που προέβη στην αντικοινωνική συμπεριφορά θεωρείται η ομάδα στην οποία συμμετέχει το άτομο. Τούτο δε διότι στο έγκλημα της βίας στους αθλητικούς χώρους δεν υπάρχει δυαδική αλλά τριαδική σχέση και συγκεκριμένα η σχέση του ατόμου, του ατόμου – ομάδας και της κοινωνίας όπου εκδηλώνεται η αντικοινωνική συμπεριφορά η οποία φθάνει και σε ακραίες εκδηλώσεις[3].
Το μέτρο της ηλεκτρονικής εποπτείας των αθλητικών εγκαταστάσεων εντάσσεται στις γενικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται με σκοπό να αντιμετωπισθεί το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία:
Εν συντομία το πνεύμα που διακατέχει τις νομοθετικές αυτές διατάξεις, είναι καταρχήν η επιβολή του καθεστώτος του υπόπτου. Η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3708/2008 διαπνέεται από αυτή τη λογική, δεδομένου ότι θεωρεί ότι ο θεατής μιας αθλητικής οργάνωσης είναι εκ προοιμίου ύποπτος τέλεσης αδικημάτων και ως εκ τούτου τον υποβάλλει σε έλεγχο πριν την είσοδό του στον αθλητικό χώρο, καθιερώνοντας το γενικό προληπτικό έλεγχο και προσβάλλοντας την προσωπικότητά του. Την ίδια στιγμή οι πραγματικοί ένοχοι μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα εκτός του αθλητικού χώρου.
Το καθεστώς του υπόπτου συνεπάγεται την καταγραφή των υπόπτων. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το άρθρο 7 του ν. 3708/2008 στο οποίο προβλέπεται η δημιουργία Μητρώου καταγραφής των στοιχείων προσώπων στα οποία επιβάλλονται πειθαρχικές ή ποινικές κυρώσεις για αντιαθλητική συμπεριφορά με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις. Φορέας μάλιστα του δικαιώματος τήρησης αρχείου είναι η διοργανώτρια αρχή και όχι κρατική αρχή.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωση, το άρθρο 14 της Σύμβασης του Proum ορίζει ότι «1. Για να προλαμβάνονται οι ποινικές παραβάσεις και να διατηρείται η δημόσια τάξη, και η ασφάλεια κατά τη διάρκεια μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεων, με διασυνοριακή διάσταση, κυρίως στον αθλητικό τομέα… τα Συμβαλλόμενα μέρη μεταβιβάζουν μεταξύ τους δεδομένα σχετικά με πρόσωπα τόσο μετά από αίτηση καθώς και με δική τους πρωτοβουλία, όταν υπάρχουν οριστικές καταδίκες ή άλλες πράξεις που δικαιολογούν την υποψία ότι αυτά τα πρόσωπα πρόκειται να διαπράξουν ποινικές παραβάσεις στα πλαίσια αυτών των γεγονότων ή ότι παρουσιάζουν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, στο μέτρο που η μεταβίβαση αυτών των δεδομένων επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο του συμβαλλόμενου Μέρους που μεταβιβάζει τα δεδομένα. 2. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορούν να τύχουν επεξεργασίας, παρά μόνο για τους λόγους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και για το γεγονός που περιγράφεται ακριβώς και για το οποίο ανακοινώθηκαν»[4].
Ρητά προβλέπεται δηλαδή ότι μόνο και μόνο η απλή υποψία διάπραξης ποινικών παραβάσεων η αόριστα η υποψία θέσεως σε κίνδυνο της δημόσιας τάξης και ασφάλειας επιτρέπει τη μεταβίβαση δεδομένων. Βέβαια θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι η μεταβίβαση των προσωπικών δεδομένων δεν αφορά πρόσωπα με «καθαρό και άμεπτο παρελθόν», ωστόσο, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα άτομα αυτά δεν θα πρέπει να απαγγιστρωθούν κάποτε από το «στίγμα» τους και ότι θα πρέπει ες αεί να θεωρούνται εν δυνάμει ύποπτοι τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Εξ άλλου η διάταξη δεν αρκείται στις «οριστικές καταδίκες» αλλά επεκτείνει την εφαρμογή της και «σε άλλες πράξεις που δικαιολογούν την υποψία κινδύνου της δημόσιας τάξεως και ασφάλειας». Αναμφισβήτητα η διάταξη αυτή επιδεχόμενη ποικίλες ερμηνείες οπλίζει με υπέρμετρη εξουσία δράσης τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
Τέλος, στα πλαίσια πρόληψης τέλεσης αξιόποινων πράξεων στις αθλητικές εγκαταστάσεις, εξουσίες που ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του Κράτους όπως οι αστυνομικές εξουσίες, παρέχονται σε ιδιωτικούς φορείς. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 του ν. 3708/08 για την καταπολέμηση της βίας στα γήπεδα προβλέπει ότι επιτρέπεται σωματική έρευνα από το προσωπικό ασφάλειας του γηπέδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση σημειωτέον όχι το γεγονός ότι ο σωματικός έλεγχος του φιλάθλου από το προσωπικό ασφαλείας πραγματοποιείται μετά από τη συναίνεσή του, αλλά το γεγονός ότι καθήκοντα και εξουσίες που αφορούν στην ασφάλεια, και παρέχονται κατ’ εξοχήν από το κράτος, παραχωρούνται σε προσωπικό ασφαλείας που έχει μάλιστα δικαίωμα οπλοφορίας βάσει του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται.
Μετά τη σύντομη αλλά κατά τη γνώμη μας απαραίτητη αναφορά της λογικής που διαπνέει τις νομοθετικές διατάξεις αναφορικά με τα μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου της αθλητικής βίας, εξεταστέο αν το μέτρο της ηλεκτρονικής εποπτείας των αθλητικών εγκαταστάσεων βρίσκεται σε αρμό με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Η ηλεκτρονική εποπτεία των φιλάθλων προσκρούει καταρχήν στο δικαίωμα πληροφοριακού αυτοκαθαρισμού που προβλέπεται από το άρθρο 9Α του Συντάγματος, άλλως στην προστασία των προσωπικών δεδομένων[5]. Η επεξεργασία δεδομένων ήχου και εικόνας, εφόσον αυτά αναφέρονται σε πρόσωπα, συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με την οδηγία 1122/2000 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τη γνωμοδότηση 4/2004 της Ομάδας Προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 29 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ. Προσκρούει, δηλαδή η ηλεκτρονική παρακολούθηση των φιλάθλων στην ευχέρεια του καθενός «να μην καθίσταται πληροφοριακό αντικείμενο» αλλά να επιλέγει ποιες πληροφορίες που τον αφορούν θα τύχουν επεξεργασίας ή θα γνωστοποιηθούν περαιτέρω. Το δικαίωμα αυτό δεν πρέπει να εκπίπτει επειδή οι συμπεριφορές που καταγράφονται εκδηλώνονται σε δημόσιο χώρο[6].
Ο εν λόγω νόμος, βέβαια στο άρθρο 41 Ε΄ προβλέπει την προηγούμενη ενημέρωση του φιλάθλου για την εγκατάσταση και λειτουργία των καμερών. Εντούτοις πέραν της ηλεκτρονικής εποπτείας καθεαυτής, ελλοχεύουν κίνδυνοι, διότι, αφενός οι τεχνικές δυνατότητες του κλειστού συστήματος παρακολούθησης παραμένουν άγνωστες για τους φιλάθλους και αφετέρου είναι δυνατή η χρήση των προσωπικών δεδομένων που συλλέγει το σύστημα για δευτερεύοντες σκοπούς παρακολούθησης ανεξάρτητους από τον αρχικό σκοπό[7], παρά τη ρητή απαγόρευση του νόμου, η οποία δεν εξωραΐζει την αντισυνταγματική ρύθμιση.
Εξάλλου η γνώση των φιλάθλων ότι τα προσωπικά τους δεδομένα και οι κινήσεις τους καταγράφονται από μια διοικητική αρχή τους προξενεί ανησυχία για ενδεχόμενες συνέπειες και είναι πιθανόν να τους εξαναγκάσει να παραιτηθούν από την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων που τους προστατεύουν[8], τιτρώσκοντας, έτσι, την ποιότητα της δημοκρατίας μας. (Τα ανάλογα διελάμβανε και η απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για τους συμμετέχοντες σε μια συνάθροιση, διαδήλωση διαμαρτυρία η ομάδα πρωτοβουλίας πολιτών (BVerfGe 65,1/1983)).
Άλλες διατάξεις, στις οποίες προσκρούει το αρ. 41Ε΄ είναι η Σύμβαση 108/1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, το άρθρο 8 (προστασία προσωπικών δεδομένων) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Οδηγία 95/46/ΕΚ της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της Επεξεργασίας Δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και ο σχετικός εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος 2472/1997[9].
Επίσης το άρθρο 41Ε΄ προσβάλλει την προσωπικότητα των φιλάθλων (Α 57ΑΚ), το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, (άρθρο 9§1 εδ. β΄ Σ), την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2Σ) και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας[10] (άρθρο 5 § 1ε), αντίθετα στις υπαγορεύσεις μιας δημοκρατικής έννομης τάξης. Τούτο, διότι, ακόμα και όταν κινούμαστε στον αθλητικό χώρο που είμαστε ορατοί από τρίτους, μπορεί να μην επιθυμούμε δημόσιες ενέργειές μας, όπως το τι πράττουμε ή το με ποιον συνομιλούμε, ή το τι λέμε, ή το από ποιόν συνοδευόμαστε να γίνεται περαιτέρω γνωστό χωρίς τη θέλησή μας. Τέτοιες πληροφορίες συνδέονται με την κοινωνική μας παρουσία και τη δημόσια εικόνα μας[11], είναι κρίσιμες για τη διαφύλαξη της προσωπικής μας αυτονομίας και πρέπει εμείς να καθορίζουμε ποιες από αυτές θα γίνουν γνωστές, χωρίς την απειλή της «καταγραφής».
Ακόμα και στην απλή λήψη, κατά την ορθότερη, κατά τη γνώμη μας άποψη, πολλώ δε μάλλον στην αποθήκευση, επεξεργασία και αναπαραγωγή εικόνας και ήχου, ελλοχεύουν κίνδυνοι για την ιδιωτική ζωή των φιλάθλων, αφού τα δεδομένα τους είναι δυνατόν κατά τη μεταφορά τους να καταστούν προσβάσιμα σε τρίτους και να υποστούν επεξεργασία για άσχετους με τη λήψη σκοπούς, όπως προαναφέρθηκε. Έτσι η άρνηση του φιλάθλου να καταγράφονται οι κινήσεις του, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως μια ύποπτη πρόθεσή του να παρανομήσει αλλά με γνώμονα το σεβασμό της προσωπικότητας και της ιδιωτικότητάς του[12].
Επιμέρους έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας αποτελεί το δικαίωμα ελεύθερης κίνησης των ατόμων, το οποίο κατοχυρώνεται και αυτοτελώς στο άρθρο 2 του τέταρτου Προσθέτου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ. Ο φίλαθλος υποβάλλεται σε ψυχολογική πίεση όταν γνωρίζει ότι η παραμικρή του συμπεριφορά παρακολουθείται λεπτομερώς, με αποτέλεσμα να περιορίζεται και στην κίνησή του.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις στην αυτονομία του φιλάθλου και στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η «δομική» λειτουργία της ηλεκτρονικής επιτήρησης, κατά την οποία από τον κατασταλτικό έλεγχο που διενεργείται σε περίπτωση πράξεων βίας, μεταβαίνουμε στο στάδιο του προληπτικού ελέγχου που στόχο έχει την πρόληψη παραβατικών συμπεριφορών μέσω του έλεγχου των πηγών κινδύνου[13]. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία επιχειρείται να αποτραπεί ο παραβάτης-φίλαθλος ομογενοποιώντας τη συμπεριφορά  των ηλεκτρονικά εποπτευομένων, ως αποτέλεσμα της καταγραφής.
Τέλος οι διατάξεις του άρθρου 41 Ε΄ περιορίζουν το απαραβίαστο του απορρήτου της επικοινωνίας (Άρθρο 19 § 1 του Συντάγματος), στην οποία εμπίπτει και η προφορική συνομιλία μεταξύ των φιλάθλων, δεδομένου ότι τον περιορισμό επιβάλλει η αστυνομία και όχι η δικαστική αρχή και ότι ο περιορισμός επιβάλλεται για την αντιμετώπιση πράξεων βίας και αξιόποινων εν γένει πράξεων με αφορμή αθλητικές συναντήσεις και όχι για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, ή λόγω εθνικής ασφάλειας, όπως υπαγορεύουν οι συνταγματικοί σκοποί[14].
Βεβαίως τα ανωτέρω Συνταγματικά δικαιώματα δεν κατοχυρώνονται ανεπιφύλακτα αλλά είναι δεκτικά περιορισμών. Οι περιορισμοί αυτοί, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, πρέπει να ορίζονται γενικά και αντικειμενικά, να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, να τελούν σε πρόδηλη λογική συνάφεια με το σκοπό αυτό, να είναι πρόσφοροι, κατάλληλοι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού[15], να μη θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος και να μην απονέμουν στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια[16].
Με βάση τα κριτήρια αυτά και από το συνδυασμένο ρυθμιστικό πεδίο των αναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων σαφώς προκύπτει η παρανομία καθολικής προληπτικής εποπτείας των αθλητικών εγκαταστάσεων. Και τούτο διότι η συνεχής και ολική επιτήρηση των χώρων αυτών συνιστά στέρηση της ελευθερίας ιδιωτικού βίου και της προσωπικής ελευθερίας, εφόσον υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής παρακολούθησης μόνιμης και συστηματικής κάθε κίνησης ακόμα και φιλάθλων που δεν επιδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά, αλλά απλώς παρακολουθούν τον αγώνα. Συνιστά συνεπώς αντισυνταγματική προσβολή του πυρήνα των σχετικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος.
Ως προς το κριτήριο δε της αναλογικότητας, το μέτρο της ηλεκτρονικής εποπτείας δεν είναι πρόσφορο κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου για τον οποίο θεσπίστηκε, δηλαδή για την αντιμετώπιση της βίας και των αξιόποινων εν γένει πράξεων στις αθλητικές εγκαταστάσεις.
Είναι αμφίβολο αν αυτό το μέτρο μπορεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της αθλητικής βίας ή αν αντίθετα προκαλεί τους φιλάθλους και τους εξαγριώνει, ή, αν μετατοπίζει τη βία για παράδειγμα στους δρόμους. Στην Αγγλία, πάντως, με το πιο εκτεταμένο παρόμοιο σύστημα παρακολούθησης δεν μειώθηκε η εγκληματικότητα, όπως προκύπτει από έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών της συγκεκριμένης χώρας, αλλά και στις περιοχές που μειώθηκε δεν είναι βέβαιο ότι αυτό οφειλόταν στο σύστημα αυτό.
Η αρχή της αναλογικότητας συμπληρώνεται και από την αρχή της φειδούς[17] σύμφωνα με την οποία ο επιδιωκόμενος σκοπός πρέπει να επιτυγχάνεται με τα απολύτως αναγκαία μέσα. Όμως ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με μια σειρά άλλων μέτρων, όπως για παράδειγμα είναι η ποινική εκδίκαση των πράξεων βίας κατά την αυτόφωρη διαδικασία, και η απαγόρευση μετατροπής των ποινών φυλακίσεως σε χρηματικές (άρθρο 6 Ν. 3262/2004), η ενίσχυση του αυστηρού χαρακτήρα των πειθαρχικών ποινών στους παραβάτες (άρθρο 7 ιδίου νόμου), κ.λ.π.
Ως προς το κριτήριο τέλος του δημοσίου συμφέροντος, με άλλα λόγια της ασφαλείας, ενώ κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα ενίσχυσή της, δεν μπορούμε να ανάγουμε την ασφάλεια σε ένα «υπερθεμελιώδες» δικαίωμα[18] μπροστά στο οποίο τα υπόλοιπα Συνταγματικά δικαιώματα συρρικνώνονται ή ουσιαστικά εκμηδενίζονται, διότι τότε θα ανατρέπονταν εκ θεμελίων η ισοτιμία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ο κανόνας της πρακτικής εναρμόνισής τους σε περίπτωση σύγκρουσης.
Από πλευράς διαδικασίας η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση προς ρύθμιση των σχετικών με την κατά προορισμό λειτουργία των συστημάτων εποπτείας, των σχετικών με τις τεχνικές προδιαγραφές τους, τον τρόπο χρήσης τους, τον χρόνο και τον τρόπο καταστροφής των δεδομένων κ.λπ., αντιβαίνει στο άρθρο 72 του Συντάγματος, αφού τα θέματα αυτά αφορούν στην άσκηση και τον περιορισμό των συνταγματαρχικών δικαιωμάτων και συνεπώς έπρεπε να προβλέπονται από τυπικό νόμο.
Ο νόμος με τον οποίο περιορίζονται Συνταγματικά δικαιώματα θα πρέπει να είναι σύμφωνος όχι μόνο με το Σύνταγμα αλλά και με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, βάσει του άρθρου 28§1Σ, όπως η ΕΣΔΑ. Για να κριθεί επομένως εάν η εν λόγω διάταξη είναι σύμφωνη με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ θα πρέπει να εξετασθεί πρώτον εάν η λειτουργία συστημάτων καταγραφής εικόνα και ήχου συνιστούν επέμβαση στην ιδιωτική ζωή προσώπων και σε περίπτωση που η απάντηση είναι θετική, εάν η εν λόγω διάταξη διαπνέεται από τα χαρακτηριστικά που η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχεται ότι νομιμοποιούν την επέμβαση στην ιδιωτική ζωή ενός προσώπου[19]. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ο όρος ιδιωτική ζωή περιλαμβάνει (ενδεικτικά) τη σεξουαλική ζωή του ατόμου, το όνομά του, το δικαίωμα στην ταυτότητα, και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, όπως επίσης και το δικαίωμα του να συνάπτει και να αναπτύσσει σχέσεις με άλλους ανθρώπους κ.τ.λ. Η διασύνδεση δηλαδή του ατόμου με τις ζωές των άλλων εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής, ακόμα και όταν εκδηλώνεται σε δημόσιο χώρο. Όσον αφορά στην ηλεκτρονική επιτήρηση σε δημόσιο χώρο το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η ηλεκτρονική παρακολούθηση χωρίς «καταγραφή» δεν περιορίζει την ιδιωτική ζωή διότι έχει τα χαρακτηριστικά της οπτικής, απλώς, παρακολούθησης που γίνεται χωρίς τη χρήση τεχνικών μέσων, ενώ στη μόνιμη και συστηματική καταγραφή αναφύονται ζητήματα προσβολής της ιδιωτικής ζωής. Συνεπώς η καταγραφή εικόνας και ήχου στις αθλητικές εγκαταστάσεις συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική ζωή των φιλάθλων και η διάταξη του 41  Ε΄ του Ν. 2725/99 που την προβλέπει θα πρέπει να έχει τα ειδικά εκείνα χαρακτηριστικά που παγίως δέχεται η νομολογία του ΕΔΔΑ προκειμένου να μην παραβιάζεται στο άρθρο 8§2 της ΕΣΔΑ. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η προσβασιμότητα του νόμου (accessibility) και προβλεψιμότητα των συνεπειών των (foreseeability). Εν προκειμένω η πρώτη προϋπόθεση συντρέχει, εφόσον ο νόμος έχει νόμιμα δημοσιευθεί στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης όπως επίσης και η δεύτερη αφού ο κάθε φίλαθλος μπορεί να προβλέψει, στην ανάγκη και με την κατάλληλη συμβουλή, τις συνέπειες του σχετικού κανόνα και να προσαρμόσει ανάλογα τη συμπεριφορά του.
Περαιτέρω οι εγγυήσεις που προβλέπονται κατά των καταχρήσεων, δηλαδή η προηγούμενη ενημέρωση των φιλάθλων για το σύστημα ηλεκτρονικής εποπτείας και η απαγόρευση χρήσης των μέσων εποπτείας και των δεδομένων που αυτά παράγουν για οποιοδήποτε άλλο λόγο, πέραν αυτού που προβλέπεται στην δεύτερη παράγραφο δεν είναι αρκετές σύμφωνα και με όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν να εκμηδενίσουν ή έστω να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες που έχουν τα μέσα παρακολούθησης στα ατομικά δικαιώματα.
Σε ένα τρίτο στάδιο το ΕΔΔΑ εξετάζει εάν τα μέτρα παρακολούθησης είναι αυθαίρετα, ώστε να μην αντιτίθενται στο κράτος Δικαίου και να είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία»[20], αν δηλαδή είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Προκειμένου το ΕΔΔΑ να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα προβαίνει σε μια στάθμιση της σοβαρότητας του σκοπού της ρύθμισης με το ποσοστό της επέμβασης στα ατομικά δικαιώματα που περιορίζονται με τα λαμβανόμενα μέτρα ενόψει της επίτευξης ενός συγκεκριμένου σκοπού. Ως κριτήρια το δικαστήριο χρησιμοποιεί τη σοβαρότητα των πράξεων, που επιδιώκεται να προληφθούν με τα μέτρα παρακολούθησης και την πιθανότητα διάπραξης τέτοιων πράξεων σε συνδυασμό βέβαια με την πρόβλεψη κατάλληλων ρυθμίσεων ώστε να αποφευχθεί η κατάχρηση των συγκεκριμένων μέτρων.
Από την απλή και μόνο παράθεση των κριτηρίων αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι το μέτρο της ηλεκτρονικής εποπτείας των φιλάθλων δεν εναρμονίζεται με το νομολογιακό αυτό κεκτημένο.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το μέτρο της ηλεκτρονικής εποπτείας των αθλητικών εγκαταστάσεων, που, προληπτικά και συστηματικά, παρακολουθεί τους  αθλητικούς χώρους αντίκειται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ. Δεν αποδεικνύεται ότι το μέτρο αυτού είναι το απολύτως πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση αξιόποινων πράξεων με αφορμή αθλητικές συναντήσεις και δεν έχει τεκμηριωθεί κατά πόσο ο συγκεκριμένος στόχος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέτρα εξίσου αποτελεσματικά. Δεν έχει δοθεί, επίσης, απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο απαιτείται να υπονομεύεται η ελευθερία και επικοινωνία που οι άνθρωποι αναζητούν στους αθλητικούς χώρους και να περιστέλλονται συνταγματικά δικαιώματα φιλάθλων που δεν εμπλέκονται σε επεισόδια, χάριν ενός γενικού σκοπού αντιμετώπισης αξιόποινων πράξεων στους χώρους αυτούς.
Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Στ. Ματθίας, Επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, με την αντίθετη συλλογιστική η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν θα είχε κανένα πεδίο εφαρμογής διότι σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα είναι δυνατόν να εμφιλοχωρήσουν αξιόποινες πράξεις.
Πρέπει οι αρμόδιοι φορείς να επιδιώξουν την αντιμετώπιση της βίας στους αθλητικούς χώρους με άλλα μέτρα που θα αναβαθμίζουν την ασφάλεια χωρίς δυσανάλογη προσβολή των Συνταγματικών δικαιωμάτων των οποίων η προστατευτική εμβέλεια δεν πρέπει να μειώνεται αλλά αντίθετα να βελτιώνεται. Μια θετική πολιτική απέναντι στους φιλάθλους μέσω κοινωνικών προγραμμάτων και κοινωνικής πρόνοιας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τρόπο αντιμετώπισης της βίας. Κάθε προσπάθεια πάταξης της βίας με μέτρα όπως η συστηματική ηλεκτρονική παρακολούθηση μπορεί να καταπιέσει την επιθετικότητα των φιλάθλων και να μετατοπίσει τη βία σε άλλους χώρους[21]. Ο κ. Κουράκης υποστηρίζει ότι το πρόβλημα της βίας στα αθλητικά γήπεδα ίσως έχει μια καλύτερη εξέλιξη, εάν οι διοικήσεις των Ποδοσφαιρικών Εταιρειών δεν ασκούσαν επιχειρηματική δραστηριότητα, αποσυνδέονταν από την πολιτική και τη διοίκησή τους αναλάμβαναν άτομα με μια γνήσια αγάπη και εκτίμηση για τον αθλητισμό. Θα μπορούσε, τέλος, να καθιερωθεί το μάθημα της «Αθλητικής Παιδείας» στα σχολεία, να εκτονωθεί η ενέργεια των οπαδών σε προγράμματα μαζικής άθλησης και να καταπολεμηθούν από την πολιτεία οι αιτίες που παράγουν τη βία όπως η οικονομική ανέχεια και η εκμετάλλευση.



[1] Παναγιωτοπούλου Δ., Αθλητικός Κώδικας Ι., εκδόσεις Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 139-140.
[2] Εισηγητική έκθεση Ν. 3708/2008, Γενικό μέρος, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α.
[3] Παναγιωτοπούλου Δ., Τι προκαλεί την αθλητική βία, www.skai.gr.
[4] Καλτσώνη Δ., «Βία στα γήπεδα, οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία», Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 2008/Έτος 9ο σελ. 786 επ.
[5] Αντίθετη άποψη εκφράζει η κ. Ζ. Παπαϊωάννου σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη αξία είναι το μεγαλύτερο αγαθό και επιβάλλει στην Πολιτεία την υποχρέωση να την προστατεύει πρωταρχικώς έναντι κάθε άλλου αγαθού. Στην έννοια της αξίας του ανθρώπου πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει το θέμα της ύπαρξης, της ζωής του ανθρώπου, χωρίς την οποία δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής και για τις άλλες συνταγματικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατοχυρώνουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Κοινώς γνωστός τόπος άλλωστε είναι ότι μια κάμερα σε ετοιμότητα να καταγράψει σοβαρές αξιόποινες πράξεις σε έναν δημόσιο χώρο είναι δυνατόν να αποτρέψει ενδεχομένως και έγκλημα κατά ζωής, οπότε υπό αυτήν την έννοια είναι προδήλως συνταγματικώς ανεκτό – αν όχι επιβεβλημένο – για τη σωτηρία ενός και μόνο ανθρώπου να είναι τοποθετημένη όχι μία αλλά περισσότερες κάμερες (βλ. «ηλεκτρονική επιτήρηση των δημοσίων συναθροίσεων και συγκεντρώσεων από τις αστυνομικές αρχές», Εφημ. Δ.Δ. – 6/2007, σελ. 730).
[6] Μήτρου Λ., Η ρύθμιση του ν. 3625/2007 – εκτός ελέγχου της ανεξάρτητης αρχής η παρακολούθηση στους υπαίθριους χώρους; στα πρακτικά διήμερης επιστημονικής συνάντησης με θέμα ηλεκτρονική παρακολούθηση σε υπαίθριους χώρους, του Ομίλου «Αρ. Μάνεσης», εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 115.
[7] Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, γνωμοδότηση 2/2010, www.dpa.gr.
[8] Ανθόπουλου Χ., «Το δικαίωμα στη δημόσια ανωνυμία. Προστασία προσωπικών δεδομένων, ελευθερία του συνέρχεσθαι και ηλεκτρονικός έλεγχος των δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων», Εφημ. Δ.Δ. – 6/2007, σελ. 725. Πρβλ. και την πρωτοποριακή απόφαση ασφαλιστικών μέτρων 2765/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών σύμφωνα με την οποία «Η αίσθηση του πολίτη ότι είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται υπό παρακολούθηση σίγουρα επηρεάζει τη συμπεριφορά του κατά τρόπο αντιτιθέμενο σε βασικές αξιολογήσεις μιας δημοκρατικής εννόμου τάξεως».
[9] Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της «Δημοκρατικής συσπείρωσης για τις λαϊκές ελευθερίες και την αλληλεγγύη» κ.λ.π. ενώπιον του Μον.Πρ.Αθ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
[10] Βλ. Χρυσογόνου Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Α. Σάκκουλα, 2002.
[11] Μαντζούφα Π., Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και δημόσια ασφάλεια. Οι σταθμίσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στις αποφάσεις για τη χρήση καμερών κλειστού κυκλώματος σε υπαίθριους χώρους, στα πρακτικά, ό.π., σελ. 44.
[12] Μάλλιου Ε., παρατηρήσεις στην Μ.Πρ.Πατρ. 2765/2005, ΔιΜΜΕ 4/2005 – Έτος 2ο, σελ. 588.
[13] Μήτρου Λ., παρατηρήσεις στην Μ.Πρ.Πατρ. 2765/2005, Το Σύνταγμα (ΤοΣ), 1/2006 σελ. 261.
[14] Παπαδόπουλου Ν., «Η ηλεκτρονική εποπτεία των φιλάθλων», Αρμενόπουλος 2005, 8, σελ. 1336.
[15] Βλ. και απόφαση αρ. 56/2008 της ΑΠΔΠΧ.
[16] Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Γνωμοδότηση 1/2009.
[17] Κατρούγκαλου Γ., «οι κάμερες παρακολούθησης, το λυκόφως των ανεξάρτητων αρχών και η δοκιμασία του Κράτους Δικαίου», Εφημ. Δ.Δ. 6/2007, σελ. 757.
[18] Ανθόπουλου Χ., Κράτος πρόληψης και δικαίωμα στην ασφάλεια, από Ασφάλεια και Δικαιώματα στην Κοινωνία της Διακινδύνευσης, επιμέλεια Χ. Ανθόπουλος / Ξ. Κοντιάδης / Θ. Παπαθεοδώρου, Εκδόσεις Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2005, σελ. 120.
[19] Για περισσότερα βλ. Σταθάκη Α., «Η στάθμιση του αγαθού της ασφάλειας και του δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής στη νομολογία του ΕΔΔΑ» στα πρακτικά, ό.π., σελ. 11 επ., Μαντακιοζίδη Σ., «Η νέα ρύθμιση του ν. 3625/2007. Ερμηνεία και εφαρμογή από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου», στα πρακτικά, ό.π., σελ. 89 επ.
[20] Α.Π.Δ.Π.Χ., Γνωμοδότηση 1/2009, ό.π.
[21] Παναγιωτοπούλου Δ., Αθλητική έννομη τάξη, αρνητικά φαινόμενα στον αθλητισμό και αθλητική δεοντολογία, εκδόσεις Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σελ. 392.