Βασίλειος Σιοκορέλης
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Αντί προλόγου – Η Ελλάδα με το βλέμμα στα Βαλκάνια
Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά τις οικονομικοπολιτικές ανατροπές που σημειώθηκαν στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στις εν λόγω αγορές είναι ιδιαιτέρως έντονη.
Η διαδικασία μετασχηματισμού από την κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία στη «λειτουργούσα οικονομία της αγοράς» (κριτήριο της Κοπεγχάγης[1]) με τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, την αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας συνοδεύτηκε από την προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να ενισχύσουν την παρουσία των Ελλήνων επιχειρηματιών σε αυτές τις χώρες, αναβαθμίζοντας το ρόλο της Ελλάδας ως «δεύτερης γενεάς» καπιταλιστική χώρα στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης[2] (άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαία η φράση ότι η Ελλάδα έπαψε πια να ανήκει στα Βαλκάνια).
Χωρίς καμία αμφιβολία, η έντονη παρουσία των Ελλήνων επιχειρηματιών στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης δε θα είχε επιτευχθεί εάν το ίδιο το ελληνικό κράτος δεν έθετε ως κύριο στόχο τη λεγόμενη «διείσδυση στα Βαλκάνια», η οποία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η εξασφάλιση διαρκώς αυξανόμενων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης μέσω της εξαγωγικής – επενδυτικής εξωστρέφειας, η οποία ευνοήθηκε σημαντικά – εκτός από τον παράγοντα της γειτνίασης – και από τη νευραλγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας ως ανερχόμενη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης[3].
Αυτό άρχισε να διαφαίνεται ήδη από πολύ νωρίς (πριν το 1989-1990), με την Ελλάδα να ενισχύει σταθερά την προσπάθεια εκ-δυτικοποίησης και διαρθρωτικού πολιτικοοικονομικού μετασχηματισμού των συγκεκριμένων χωρών με όχημα τόσο τη συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς[4] (κυρίως την ΕΕ), όσο και την εμβάθυνση των παραδοσιακά ισχυρών διμερών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με αυτές τις χώρες.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η διαδικασία μετασχηματισμού εξασφαλίστηκε με τις μεταρρυθμίσεις που σημειώθηκαν στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των διαπραγματεύσεων για την πλήρη ένταξη των χωρών στην ΕΕ. Συγκεκριμένα για τη Βουλγαρία, κύριοι σταθμοί αποτέλεσαν η υπογραφή της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας (8 Μάρτη 1993, η οποία ετέθη σε ισχύ την 1 Φεβρουαρίου 1995), η Αίτηση Προσχώρησης (14 Δεκέμβρη 1995, Ευρ. Συμβούλιο Βρυξελλών), η ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων (15 Ιουνίου 2004), η Υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης (25 Απριλίου 2005) και βεβαίως η πλήρης ένταξη την 1η Ιανουαρίου 2007.
Σε διμερές επίπεδο, με τη σύναψη οικονομικών συμφωνιών, αλλά και με την προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας (Σύμφωνο Σταθερότητας της ΝΑ Ευρώπης, Πρωτοβουλία Συνεργασίας ΝΑ Ευρώπης, Διαδικασία Συνεργασίας Χωρών ΝΑ Ευρώπης κ.λ.π.), όπου επετεύχθη ουσιαστικά η περαιτέρω συνεργασία σε κρίσιμους οικονομικούς τομείς. Σε αυτό το πλαίσιο λειτούργησε και το Ελληνικό Σχέδιο για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (ανήλθε στα 586,10 εκ.δολ., με τη Βουλγαρία να λαμβάνει το 10,27% (60,24 εκ.δολ)), το οποίο λειτούργησε συμπληρωματικά με τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά πακέτα που δόθηκαν στις χώρες της μετάβασης[5] (Phare, ISPA, SAPARD κ.λ.π.).
Οι ελληνικές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στη Βουλγαρία
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση ως χώρα άμεσων ξένων επενδύσεων στη Βουλγαρία με ποσοστό 9,6%[6] (στις πρώτες θέσεις βρίσκεται η Αυστρία και η Ολλανδία). Συγκεκριμένα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Ετήσια Έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας στη Σόφια[7] (2007), «οι ελληνικές επενδύσεις στη Βουλγαρία έχουν ακολουθήσει μια πορεία που μπορεί να διακριθεί σε τμήματα. Εκείνη μέχρι το 1999 οπότε οι επενδύσεις στη χώρα ήσαν μικρές, διστακτικές και παράλληλα περιορισμένες τομεακά, με μέγιστο μέγεθος τα 23 περίπου εκ. ευρώ (το 1998). Στο διάστημα 2000 έως 2004, οι ελληνικές επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και βοηθούσης της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων στη Βουλγαρία ανήλθαν μέχρι και στα 262 εκ. ευρώ ετησίως (το 2002 που ήταν το μέγιστο της περιόδου). Η τρίτη τέλος περίοδος ξεκίνησε το 2005 και συνεχίζεται μέχρι και το 2007 χαρακτηριζόμενη από μια συνεχή ανοδική πορεία αυξήσεως των ελληνικών κεφαλαίων που επενδύονται στη Βουλγαρία.
Το μικρότερο ετήσιο μέγεθος των επενδύσεων της περιόδου αυτής (180 εκ. ευρώ το 2005) είναι πολύ υψηλότερο από το μέγιστο της προηγούμενης περιόδου, ενώ τόσο το 2006 – τελευταίο προενταξιακό έτος της Βουλγαρίας – όσο και το 2007, πρώτο έτος ως χώρα – μέλος της ΕΕ χαρακτηρίστηκε από τις μεγαλύτερες ελληνικές επενδύσεις σε ετήσια βάση. Και στα δύο έτη καταγράφονται επενδύσεις υψηλότερες του μισού δις ευρώ (το 2007 ανήλθαν στα 549 εκ. ευρώ)». Την περίοδο δε μετά το ξέσπασμα της κρίσης (2008), οι ελληνικές ΑΞΕ μειώνονται δραστικά (η πτώση φτάνει το 90%).
Όσον αφορά στους τομείς οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους αναλαμβάνονται άμεσες ξένες επενδύσεις, κυριαρχεί η διαχείριση ακινήτων με ποσοστό 21,3%, ενώ ακολουθούν η βιομηχανία (18,99%), οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (18,57%) και το χονδρικό – λιανικό εμπόριο (16,75%). Τη μικρότερη συμμετοχή έχει ο τομέας των υπηρεσιών (υγεία, εκπαίδευση κ.λ.π.), ο οποίος καταλαμβάνει συνολικά το 0,06%, η αλιεία (0,01%) και η εξόρυξη μεταλλευμάτων (0,52%).
Αξίζει να σημειωθεί πως σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα – όπως ήταν αναμενόμενο – κυμαίνονται και οι ξένες επενδύσεις που άπτονται της αγροτικής οικονομίας, οι οποίες φθάνουν μόλις το 0,42% (οφείλεται στη σταδιακή προσαρμογή – μείωση του αγροτικού τομέα στις χώρες ΚΑΕ).
Το αυξημένο ελληνικό ενδιαφέρον για τους τομείς των μεταφορών – επικοινωνιών και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών φαίνεται ξεκάθαρα κι από τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η Υπηρεσία Επενδύσεων της Βουλγαρίας. Σύμφωνα με αυτά, στη λίστα των είκοσι μεγαλύτερων επενδυτών που δραστηριοποιούνται στη βουλγαρική αγορά διακρίνουμε μεταξύ άλλων τον ΟΤΕ και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (στην πέμπτη και έκτη θέση αντίστοιχα).
Το Νομικό καθεστώς παράγοντας προσέλκυσης ΑΞΕ
Αποτελεί κοινή παραδοχή πως η προσέλκυση ελληνικών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στη Βουλγαρία υποβοηθάται σημαντικά από το ισχύον νομικό καθεστώς[8]. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση διαδραματίζει καταρχήν η εργατική νομοθεσία, με τις διευκολύνσεις που αυτή παρέχει για την όλο και μεγαλύτερη ευελιξία του παραγωγικού συντελεστή εργασία.
Για παράδειγμα, ο Νόμος για την Απασχόληση (Εφ. Κυβ.112/2001 – τροποποιήθηκε στις 12/6/2007) προβλέπει ομαδικές απολύσεις. Μέχρι 10 απασχολούμενους για επιχειρήσεις που απασχολούν από 20 έως 100 εργαζομένους, έως 10% για επιχειρήσεις με 100-300 απασχολούμενους, ανώτατο όριο 30 εργαζομένων για επιχειρήσεις με περισσότερους από 300 απασχολούμενους, ενώ τέλος προβλέπονται απολύσεις τουλάχιστον 20 εργαζομένων σε επιχειρήσεις ανεξαρτήτως αριθμού απασχολουμένων, με την προϋπόθεση ότι αυτές πραγματοποιούνται εντός 90 ημερών.
Προς αυτή την κατεύθυνση λειτούργησαν οι επενδυτικοί νόμοι και οι διμερείς συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των δύο χωρών[9]:
Α) Επενδυτικός Νόμος 8/28.1.1992 («Επιχειρηματική Δραστηριότητα αλλοδαπών προσώπων και προστασία των Ξένων Επενδύσεων»). Ως φυσικά ή νομικά πρόσωπα ορίζονται α) νομικά πρόσωπα που είναι καταχωρημένα στο εξωτερικό, β) κάθε εταιρία που στερείται νομικής προσωπικότητας και είναι καταχωρημένη στο εξωτερικό και γ) κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει αλλοδαπή ιθαγένεια και η μόνιμη διαμονή του είναι στο εξωτερικό. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 9, ως ξένη επένδυση θεωρείται η επένδυση είτε ενός αλλοδαπού προσώπου, είτε μιας εταιρίας στην οποία συμμετέχει το αλλοδαπό πρόσωπο με ποσοστό άνω του 50% σε α) μετοχές και ποσοστά συμμετοχής σε εμπορικές εταιρείες, β) δικαιώματα ιδιοκτησίας και περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα, γ) ιδιοκτησία μιας επιχείρησης, δ) τραπεζικές καταθέσεις, ε) ομολογίες, χρηματικά ομόλογα και λοιπούς τίτλους που εκδίδονται από το κράτος ή από τα βουλγαρικά νομικά πρόσωπα και στ) πιστώσεις που χορηγούνται για περιόδους που υπερβαίνουν την πενταετία. Περιορισμοί στην επενδυτική δραστηριότητα επιβάλλονται – σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.γ’ του Νόμου – στις παρακάτω περιπτώσεις (απαιτείται άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου):
α) Παραγωγή και εμπορία όπλων, πυρομαχικών και στρατιωτικού εξοπλισμού.
β) Άσκηση τραπεζικής και ασφαλιστικής δραστηριότητας ή συμμετοχή σε τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες (ειδικά για τις επενδύσεις στον τραπεζικό τομέα, υπεύθυνη για χορήγηση άδειας είναι η Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας).
γ) Απόκτηση ακίνητης περιουσίας σε «ευαίσθητες» γεωγραφικές περιοχές (αφορούν κυρίως σε περιοχές της Νοτιοανατολικής Βουλγαρίας, όπου διαμένει η τουρκική μειονότητα).
δ) Έρευνα, ανάπτυξη και εξαγωγή φυσικού πλούτου στα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και την αποκλειστική οικονομική ζώνη.
ε) Απόκτηση συμμετοχής που εξασφαλίζει την πλειοψηφία στη λήψη αποφάσεων σε εταιρεία που αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα.
Εξάλλου, ιδιαίτερες ρυθμίσεις εισήχθησαν στον επενδυτικό νόμο για την κατοχύρωση της αρχής της εθνικής μεταχείρισης για τα αλλοδαπά φυσικά και νομικά πρόσωπα (άρθρο 3 παρ.α’), τη θέσπιση της ρήτρας σταθεροποίησης των πλεονεκτημάτων και των ευνοϊκών ρυθμίσεων του νόμου (άρθρο 8), τη δυνατότητα επαναπατρισμού των κερδών[10] (άρθρο 13), την αυστηρότητα των όρων υπό τους οποίους λαμβάνουν χώρα οι απαλλοτριώσεις[11] (άρθρο 10), αλλά και για την παροχή εγγυήσεων υπέρ των αλλοδαπών επενδυτών για απαιτήσεις έναντι τρίτων (άρθρο 12).
Β) Σύμβαση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία περί Αποφυγής της Διπλής Φορολογίας (υπογράφτηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1991, κυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο με το Ν.2255/1994[12]). Σύμφωνα με τη Σύμβαση (η οποία αφορά στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και συγκεκριμένα στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, εταιρειών, αλλά και στο φόρο ακίνητης περιουσίας):
- Το αποκτηθέν εισόδημα από ακίνητη περιουσία Έλληνα πολίτη στη Βουλγαρία μπορεί να φορολογείται στη Βουλγαρία (άρθρο 6).
- Τα κέρδη της επιχείρησης που δραστηριοποιείται στο συμβαλλόμενο κράτος φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το κράτος, εκτός και αν η επιχείρηση είναι εγκατεστημένη και σε άλλο κράτος, οπότε η φορολόγηση γίνεται από το κράτος της μόνιμης εγκατάστασης (άρθρο 7 παρ.1).
- Τα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση πλοίων ή αεροσκαφών που μετέχουν σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο συμβαλλόμενο κράτος στο οποίο είναι νηολογημένα τα πλοία ή στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής αεροπορικής επιχείρησης (άρθρο 8, παρ.1 και 2).
- Κεφάλαιο (κινητή ή ακίνητη περιουσία) που αποτελεί τμήμα της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό κράτος (άρθρο 22).
- Έλληνας πολίτης που φορολογείται στη Βουλγαρία δικαιούται έκπτωσης από το φόρο εισοδήματος και το φόρο κεφαλαίου, ισόποσης προς το φόρο εισοδήματος που καταβλήθηκε στη Βουλγαρία (άρθρο 23, παρ.1α). Μάλιστα, εάν το εισόδημα που αποκτάται στη Βουλγαρία είναι μέρισμα που πληρώνει μια εταιρεία με έδρα τη Βουλγαρία σε μια εταιρία με έδρα την Ελλάδα, η πίστωση φόρου λαμβάνει υπόψη το φόρο στα κέρδη που καταβλήθηκαν στη Βουλγαρία από την εταιρία που πληρώνει τα μερίσματα γι’ αυτό το εισόδημα (άρθρο 23, παρ.1γ).
- Εξασφαλίζεται η αποφυγή διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης σε σχέση με τους υπηκόους του κράτους και ορίζεται διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού στην περίπτωση που ένα πρόσωπο θεωρεί πως του επιβάλλεται φορολογία που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης (άρθρα 24, 25).
Γ) Διμερής Επενδυτική Συμφωνία Ελλάδας – Βουλγαρίας (ΦΕΚ Α’ 11/8.2.1994, Νόμος 2182/8.12.1994, «Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Βουλγαρίας για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων»). Διευρύνει τις δυνατότητες που παρείχε ο επενδυτικός νόμος 8/1992 για την ανάληψη ΑΞΕ συμπεριλαμβάνοντας κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο (άρθρο 1), ενώ προβλέπεται ο επαναπατρισμός των κερδών σε ελεύθερο μετατρέψιμο νόμισμα, χωρίς τραπεζικούς περιορισμούς (άρθρο 6).
Δ) Επενδυτικός Νόμος 97/24.10.1997[13] («Περί της Ξένης Επενδυτικής Δραστηριότητας»). Σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου, ως ΑΞΕ λαμβάνονται πλέον και οι εξής: α) μετοχές και μερίδια σε εμπορικές εταιρίες, β) τίτλοι ιδιοκτησίας σε κτίρια και περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, γ) δικαιώματα ιδιοκτησίας σε επιχειρήσεις ή αυτόνομα τμήματα αυτών, σύμφωνα με το νόμο για την «Ανασυγκρότηση και Ιδιωτικοποίηση των κρατικών και δημοτικών επιχειρήσεων», δ) αξιόγραφα, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ομολόγων και παράγωγα αυτών, τα οποία εκδίδει το κράτος, οι δήμοι ή άλλα βουλγαρικά νομικά πρόσωπα με υπόλοιπο περιόδου λήξεως όχι μικρότερο των έξι μηνών, ε) τίτλοι και δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (πατέντες, εμπορικά σήματα κ.λ.π.) και στ) δικαιώματα που προκύπτουν από συμβόλαια παραχώρησης της εκμετάλλευσης κρατικής ιδιοκτησίας σε ιδιώτες ή από συμβόλαια ανάθεσης της διοίκησης κρατικών επιχειρήσεων σε ιδιώτες. Άλλες ρυθμίσεις του νόμου είναι η παροχή φορολογικών κινήτρων (άρθρα 18 – 22), η ένταξη της Υπηρεσίας Ξένων Επενδύσεων στο Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρα 10, 11), η υπερίσχυση των Διεθνών Συμβάσεων που περιέχουν ευνοϊκότερες διατάξεις έναντι της εσωτερικής έννομης τάξης (άρθρο 3).
Σύμφωνα με μελέτη του Invest in Greece[14] (2010), «με τον πλέον πρόσφατο επενδυτικό νόμο της Βουλγαρίας (Investment Promotion Act/Οκτώβριος 2010), τα επενδυτικά σχέδια ανάλογα με το ποσό της επένδυσης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, την Α και τη Β. Ως γενική αρχή, στην κατηγορία Α εντάσσονται επενδυτικά σχέδια με ποσό επένδυσης άνω των 20 εκατομμυρίων BGN, ενώ στην κατηγορία Β επενδυτικά σχέδια άνω των 10 εκατομμυρίων BGN. Ωστόσο αυτά τα ποσά μειώνονται σε 7 και 4 εκατομμύρια BGN αντίστοιχα, όταν η επένδυση πραγματοποιείται σε περιφέρειες με μεγάλο ποσοστό ανεργίας (ίσο ή ανώτερο του εθνικού μέσου όρου) ή όταν η επένδυση πραγματοποιείται στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας στη βιομηχανία. Για επένδυση στην υψηλή τεχνολογία στις υπηρεσίες το όριο είναι ακόμα χαμηλότερο (4 και 2 εκατομμύρια BGN αντίστοιχα). Με βάση αυτό το πλαίσιο παρέχεται στους επενδυτές κατά περίπτωση τεχνική υποστήριξη, οικονομικές ενισχύσεις για κατασκευή υποδομών απαραίτητων για την υλοποίηση της επένδυσης, ενισχύσεις για εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού κλπ.
Στον επενδυτικό νόμο της Βουλγαρίας προστέθηκε το 2009 νομοθετική ρύθμιση για τις μεγάλες επενδύσεις (Priority Investment Projects), η οποία τροποποιήθηκε το 2010. Σύμφωνα με αυτή τη ρύθμιση, για σημαντικές επενδύσεις ύστερα από πρόταση του Υπουργείου Οικονομίας, το Υπουργικό Συμβούλιο της χώρας δημιουργεί μία διυπουργική ομάδα εργασίας, η οποία διασφαλίζει τη θεσμική στήριξη για τις επενδύσεις αυτές.
Ως σημαντικές επενδύσεις νοούνται εκείνες, τα κεφάλαια των οποίων[15] θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 100 εκατομμύρια BGN (=51 εκατ. Ευρώ) και να δημιουργούν πάνω από 200 νέες θέσεις εργασίας.
Ειδικά για επενδύσεις που αποβλέπουν στην ανάπτυξη βιομηχανικών ζωνών ή/ και τεχνολογικών πάρκων, οι προϋποθέσεις ένταξης στο ευνοϊκό πλαίσιο στήριξης διαμορφώνονται σε χαμηλότερα επίπεδα, της τάξεως των 70 εκατομμυρίων BGN και στη δημιουργία πάνω από 100 νέων θέσεων εργασίας.
Επίσης, για τις επενδύσεις που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία στο βιομηχανικό τομέα και για περιοχές με υψηλή ανεργία, τα αντίστοιχα ποσά για ένταξη στο ευνοϊκό ειδικό επενδυτικό πλαίσιο διαμορφώνονται σε 50 εκατομμύρια BNG και στη δημιουργία άνω των 100 νέων θέσεων εργασίας.
Για τη δημιουργία πάρκων υψηλής τεχνολογίας οι προϋποθέσεις για ένταξη στο ειδικό επενδυτικό πλαίσιο διαμορφώνονται σε 30 εκατομμύρια BNG και στη δημιουργία άνω των 50 νέων θέσεων εργασίας, ενώ για την περίπτωση επενδύσεων στην υψηλή τεχνολογία και σε υπηρεσίες που εστιάζουν σε επιστημονική γνώση (εκπαίδευση, R&D, υγεία κλπ.) τα αντίστοιχα ποσά διαμορφώνονται σε 20 εκατομμύρια BNG και στη δημιουργία άνω των 50 νέων θέσεων εργασίας».
Σημαντικές είναι επίσης και οι ρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος[16]. Σύμφωνα πάντα με την Ετήσια Έκθεση για την Πορεία της Βουλγαρικής Οικονομίας και τις Οικονομικές & Εμπορικές Σχέσεις Ελλάδας – Βουλγαρίας (2007), «ο Φορολογικός Νόμος που τέθηκε σε ισχύ το Δεκέμβριο του 2007 ελαφραίνει τις προϋποθέσεις σχετικά με την απαλλαγή φόρου για ορισμένες επιχειρηματικές δαπάνες, επιτρέπει στους εμπόρους λιανικής να αφαιρούν ελλείμματα απογραφής μέχρι ένα ορισμένο ποσοστό των καθαρών πωλήσεών τους, εισάγει ορισμένες εξαιρέσεις αναφορικά με την υποχρέωση προκαταβολής εταιρικών φόρων και ταυτόχρονα γεφυρώνει τη διαφορά στη φορολογική βάση για τις μηνιαίες προκαταβολές εταιρικού φόρου για το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου με εκείνη για τους υπόλοιπους μήνες του έτους. Επίσης, ο ορισμός των έμμεσων διανομών κερδών διευρύνεται με σκοπό να περιλάβει και τους τόκους σε ορισμένα soft δάνεια, ενώ διευκρινίζεται ότι οι κεφαλαιοποιημένες δαπάνες τόκων μέσω απόσβεσης των παγίων δεν περιλαμβάνονται στην ελλιπή κεφαλαιοποίηση (thin capitalization). Οι παραπάνω ρυθμίσεις ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2008.
Σε ότι αφορά στη διεθνή φορολογία, από 1ης Ιανουαρίου 2008 η κύρια εξέλιξη έγκειται στην παρακράτηση φορολογίας μερισμάτων που εξάγονται, η οποία μειώθηκε από 7% σε 5%. Η τροποποίηση του Φορολογικού Νόμου που ψηφίστηκε το Δεκέμβρη του 2007 εισάγει την κατάργηση της προοδευτικής κλίμακας φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και την αντικαθιστά με ενιαίο (flat tax) συντελεστή 10%, εξισώνοντάς την με εκείνη που ισχύει από το προηγούμενο έτος για τη φορολόγηση των εταιρειών. Σε σχέση με τα ισχύοντα του 2007, η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται σοβαρή ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης των φυσικών προσώπων έως και 14% (καταργήθηκαν τα κλιμάκια φόρου 20% και 24%). Παράλληλα όμως μειώθηκαν ή και καταργήθηκαν φορολογικές ελαφρύνσεις. Οι τροποποιήσεις αυτές ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2008».
Όσον αφορά στις φορολογικές απαλλαγές, αυτές μπορούν να φθάσουν μέχρι και το 100% για εκείνες τις βιομηχανίες που εγκαθίστανται σε περιοχές με ανεργία μεγαλύτερη από το 35% του μέσου όρου. Η ισχύς της απαλλαγής είναι για πέντε χρόνια, ανεξάρτητα αν στο μεταξύ έχει μειωθεί η ανεργία. Επίσης, μπορεί να δοθεί απαλλαγή φόρου μέχρι 10% της αξίας επενδύσεων σε κτίρια, υποδομές, μεταφορικά μέσα κ.λ.π. (με εξαίρεση τα επιβατηγά αυτοκίνητα), εάν η επένδυση γίνει σε περιοχές με ανεργία μεγαλύτερη από το 50% του μέσου όρου. Προβλέπεται δε αφαίρεση από τα κέρδη των αμοιβών μέχρι και 12 μηνών, εφόσον αφορούν σε προσληφθέντες ανέργους εγγεγραμμένους στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης. Επίσης, τα νομικά πρόσωπα – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούν αλλοδαπούς από άλλες χώρες – μέλη της ΕΕ και εκτελούν προγράμματα τεχνικής συνεργασίας που χρηματοδοτούνται από τα κοινοτικά προγράμματα Phare και ISPA – απαλλάσσονται από τη φορολογία εταιρειών στη Βουλγαρία.
Παρακράτηση φόρου 5% επιβάλλεται στις πληρωμές μερισμάτων ή μεριδίων ρευστοποίησης σε πρόσωπα – μη κατοίκους της Βουλγαρίας, αλλά και σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα – κατοίκους της χώρας που δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα (πρόσωπα με «παθητικά» εισοδήματα). Μερίσματα προς τη μητρική εταιρεία (με έδρα σε κράτος μέλος της ΕΕ) δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου, εφόσον η μητρική εταιρεία κατέχει τουλάχιστον το 15% του κεφαλαίου της βουλγαρικής θυγατρικής για τουλάχιστον 10 συνεχόμενα έτη.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί πως η βουλγαρική οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έντονα αντικίνητρα στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Συγκεκριμένα, η γραφειοκρατία του δημοσίου τομέα θεωρείται ως ένα από τα κυριότερα εμπόδια ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, βασικός παράγοντας αποθάρρυνσης των υποψηφίων επενδυτών και, επομένως, της ανάσχεσης της εισροής Α.Ξ.Ε. στη χώρα.
Από τον πίνακα που ακολουθεί, συνάγεται ότι η εισροή ΑΞΕ στη Βουλγαρία από επενδυτικά σχέδια που εντάχθηκαν στον αναπτυξιακό νόμο παρουσιάζουν σημαντική άνοδο έως το 2007 και σημαντική πτώση στα έτη 2008 & 2009.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΥ ΕΝΤΑΧΘΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΝΟΜΟ
ΕΤΟΣ | ΣΥΝΟΛΟ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ ΣΕ ΕΚΑΤ. BGN* | ΣΥΝΟΛΟ ΝΕΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ |
2004/2005 | 3.110,6 | 4.255 |
2006 | 3.162,9 | 10.938 |
2007 | 9.662,5 | 24.567 |
2008 | 1.433,1 | 2.247 |
2009 | 1.783,2 | 1.790 |
* Βουλγαρικό Λέβα
Πηγή: Invest in Bulgaria, επεξεργασμένα στοιχεία
Επίλογος: Η εισροή κεφαλαίων φορέας εξωτερικής ευπάθειας – Τα διδάγματα από την παρούσα κρίση
Ολοκληρώνοντας την εργασία, θεωρώ πως είναι χρήσιμο να απαντήσουμε στο επιχείρημα, το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον στις μέρες μας για να υποστηρίξει την άποψη πως η προσέλκυση κεφαλαίων αποτελεί ένα σίγουρο δρόμο για την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Οι συνέπειες της κρίσης τόσο στη Βουλγαρία όσο και στη γεωγραφική ενότητα της ΝΑ Ευρώπης γενικότερα αποδεικνύουν πως αυτή η θέση δεν ευσταθεί[17].
Είναι γεγονός πως τα υψηλά επίπεδα οικονομικής μεγέθυνσης στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης προήλθαν από την αθρόα εισροή κεφαλαίων, τα οποία όμως έπρεπε να χρηματοδοτήσουν τα υψηλά ελλείμματα και το υψηλό δημόσιο χρέος[18]. Η εισροή κεφαλαίων οδήγησε και σε σημαντική αύξηση των τραπεζικών πιστώσεων. Το γεγονός όμως ότι σημαντικό μέρος των πιστώσεων είναι σε ξένο συνάλλαγμα, συνεπάγεται πως αναπόφευκτα προκαλείται σημαντικός συναλλαγματικός κίνδυνος.
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί πως η μεγάλη εισροή κεφαλαίων όχι μόνο υπερθέρμανε τις οικονομίες των εν λόγω χωρών, αλλά συνετέλεσε στη διόγκωση του εξωτερικού χρέους, καθώς μεγάλο μέρος των εισροών για ΑΞΕ αποτελούν πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα (τράπεζες, επιχειρήσεις κ.λ.π.). Εξάλλου θα πρέπει να σημειωθεί πως μεγάλο μέρος των εισροών κεφαλαίων αντιπροσωπεύουν δάνεια μεταξύ εταιρειών, με αποτέλεσμα να αυξάνουν το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος.
Με βάση τις προηγούμενες επισημάνσεις είναι φανερό ότι οι ΑΞΕ ενίσχυσαν τους προπομπούς της κρίσης που δεν ήταν άλλοι από[19]: α) τα υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία αποδείχθηκαν μη διατηρήσιμα κατά την εμφάνιση της κρίσης, λόγω του δραστικού περιορισμού των εισροών κεφαλαίων, β) το υψηλό εξωτερικό χρέος, με τις συναλλαγματικές πιέσεις που προκαλεί, αλλά και την ανάγκη για εξεύρεση πηγών χρηματοδότησης του βραχυπρόθεσμου χρέους, γ) οι υψηλοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης που οδηγούν στην αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, δ) οι μεγάλες εισροές κεφαλαίων που συχνά οδηγούν σε ανατιμήσεις στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση των ελλειμμάτων του εξωτερικού τομέα, δημιουργώντας παράλληλα συνθήκες υπερτίμησης της ισοτιμίας και κερδοσκοπικών επιθέσεων, ε) οι άμεσες ξένες επενδύσεις κατευθύνονταν κυρίως σε μη εμπορεύσιμα προϊόντα, με αποτέλεσμα να μη βελτιώνεται η εξαγωγική επίδοση και κατά συνέπεια το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των συγκεκριμένων χωρών και στ) οι υποχρεώσεις εξωτερικού (foreign liabilities) διαρκώς επεκτείνονταν, ενώ ο λόγος δανείων προς καταθέσεις υπήρξε αρκετά υψηλότερος από το 100 σε ορισμένες χώρες (130 σε Βουλγαρία και Ρουμανία, 118,7 στην Τουρκία), την ώρα που ο λόγος απαιτήσεων εξωτερικού προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις (foreign assets / foreign liabilities) υπήρξε αρκετά χαμηλός (ένδειξη εμφάνισης προβλημάτων κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε περίπτωση διακοπής της χρηματοδότησης από το εξωτερικό).
Από τα παραπάνω λοιπόν γίνεται σαφές πως οι αναπτυσσόμενες χώρες με τη μεγαλύτερη προσέλκυση ΑΞΕ (όπως είναι αυτές της ΝΑ Ευρώπης) όχι μόνο δε μπορούν να αποφύγουν τον κύκλο της ύφεσης – κρίσης, αλλά επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό απ’αυτήν (π.χ. η Βουλγαρία υπέστη καθίζηση του ΑΕΠ κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2007-2009). Η υποκατάσταση της ενδογενούς ανάπτυξης από την εισροή ξένων κεφαλαίων δε μπορεί παρά να αποδειχθεί αργά ή γρήγορα αναποτελεσματική, διότι καταστρέφει εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις, συγκεντρώνει τον παραγόμενο πλούτο σε λίγα χέρια καθιστώντας την οικονομία ακόμα πιο ευάλωτη και εξαρτημένη.
Με αυτή την έννοια, η διάρθρωση της οικονομίας σε πιο στέρεες βάσεις με την ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, η προώθηση του ενιαίου παραγωγικού μοντέλου με κεντρικό σχεδιασμό και η ενίσχυση των διμερών οικονομικών-εμπορικών σχέσεων με βάση το αμοιβαίο όφελος θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μακροπρόθεσμα επωφελώς για τις ευπαθείς οικονομίες των χωρών της ΝΑ Ευρώπης, αλλά και για τη χώρα μας.
[2] Θεοδωράκης Ι.(2007) “Μετεγκατάσταση ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια – Προσδιοριστικοί παράγοντες”, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα, Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης, ΟΠΑ.
[3] Βάσκου Μ.(2006) “Ο στρατηγικός σχεδιασμός επέκτασης και οι άμεσες ξένες επενδύσεις των ελληνικών επιχειρήσεων στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης”, Τμήμα Διεθνούς Εμπορίου, ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας.
[4] Βλ. Friis L., Murphy A.(1999) “The European Union and Central and Eastern Europe: Governance and Boundaries”, Journal of Common Market Studies, vol.37., No.2, p.p.211-32.
Hildebrandt P.V.(2002) “Central and Eastern Europe in Transition: Economic and Institutional Aspects”, dissertation, University of Berlin.
[5] Βλ.. European Commission (2004) “A financial package for the accession negotiations with Bulgaria and Romania”, Communication from the Commission.
[6] Hunya G.(2007) “Database on Foreign Direct Investments in Central, East and Southeast Europe: Shift to the East”, The Vienna Institute for International Economic Studies, Vienna.
[7] Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, Σόφια (2008) “Έκθεση για την πορεία της βουλγαρικής οικονομίας και τις οικονομικές & εμπορικές σχέσεις Ελλάδος-Βουλγαρίας για το 2007”, Πρεσβεία της Ελλάδος στη Σόφια.
[8] Κιτωνάκης Ν. (2007) “Προσδιοριστικοί παράγοντες εγκατάστασης ελληνικών Άμεσων Επενδύσεων σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης”, Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ.
[9] Χαζάκης Κ. (1999) “Τα κίνητρα των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στις υπό μετάβαση χώρες – Οι περιπτώσεις της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας”, Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[10] Μπορεί να επαναπατριστεί α) εισόδημα που προκύπτει από επενδυτική δράση, β) αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης της περιουσίας για τους λόγους που προβλέπονται στο Νόμο, γ) ρευστοποίηση προκύπτουσα από τον τερματισμό της επένδυσης (απόσυρση κεφαλαίων), δ) είσπραξη προκύπτουσα από την πώληση του προϊόντος της επένδυσης και ε) ποσό προκύπτον μετά από αναγκαστική εκτέλεση.
[11] Η απαλλοτρίωση μπορεί να γίνει μόνο για «κατ’ εξαίρεση σημαντικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δε δύνανται να αντιμετωπισθούν με άλλον τρόπο».
[12] ΦΕΚ 195, τεύχ. Α’, 18.11.1994.
[13] Invest in Bulgaria Agency (2008) “Invest Bulgaria 2008”, Legal Guide: Starting Business and Investment, Sofia.
[14] Invest in Greece Agency (2010) “Ύπαρξη και Επιδράσεις Ειδικού Νομικού Πλαισίου για Μεγάλες Επενδύσεις σε άλλες χώρες: Οι περιπτώσεις Βουλγαρίας και Ουγγαρίας”, Μονάδα Επιχειρησιακού Σχεδιασμού και Πολιτικής.
[15]Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του 2010, Legal Guide 2010, Πηγή: Invest in Bulgaria Agency. Σημειώνεται ότι με την έκδοση αυτή το ποσό της επένδυσης για ένταξη στο ειδικό καθεστώς αυξάνεται από 48 εκατ. Ευρώ (2009) σε 51 εκατ. Ευρώ.
[16] Η φορολογία στη Βουλγαρία δέχτηκε πολλές μεταβολές. Από 40% για τις επιχειρήσεις με φορολογικά έσοδα άνω του 1 εκ. λέβα ετησίως και 30% για επιχειρήσεις με έσοδα λιγότερα από 1 εκ. λέβα (διάταγμα 56/1989), ο φορολογικός συντελεστής μειώθηκε στο 30% και 20% για ποσό μεγαλύτερο (και αντίστοιχα μικρότερο) των 50 εκ. λέβα (1998), ενώ μειώθηκε για όλες τις περιπτώσεις το 2002 στο 23,5%.
[17] Rossi V. (2009). Lessons from the Impact of the Economic and Financial Crisis on the EU and the European Neighborhood, International Economics, Chatham House.
Nanto K.D. (2009). The Global Financial Crisis: Analysis and Policy Implications, Congressional Research Service.
[18] Παπάζογλου Χ.(2005) “Οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης: Προβλήματα και Προοπτικές”, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.
[19] Siokorelis Vasileios (2011) “Global Economic Crisis and South-Eastern Europe: The Day After”, 2nd Conference in Applied Economics, University of Thessalia.