Έφη Κάννερ, επ. καθηγήτρια
Τμήμα Τουρκικών και Ασιατικών Σπουδών, ΕΚΠΑ
Τμήμα Τουρκικών και Ασιατικών Σπουδών, ΕΚΠΑ
Στις
κρίσιμες στιγμές της οθωμανικής και
της τουρκικής ιστορίας, όταν δηλαδή
επανεξετάζονται οι σχέσεις ατόμου-κράτους
και η ίδια η έννοια του πολιτικού
υποκειμένου, οι έμφυλες ιεραρχικές
σχέσεις τίθενται επίσης υπό
αναδιαπραγμάτευση. Η κεντρικότητα του
γυναικείου ζητήματος στο οθωμανικό και
στο τουρκικό εκσυγχρονιστικό εγχείρημα
καθίσταται σαφής από το αίτημα που
διατύπωσαν πολλοί οθωμανοί διανοούμενοι
για τη βελτίωση της κοινωνικής θέσης
των γυναικών, όσο και από τις αντίστοιχες
γυναικείες συλλογικές παρεμβάσεις στην
ύστερη οθωμανική περίοδο, αλλά και στα
πλαίσια του τουρκικού εθνικισμού. Οι
διεκδικήσεις τους αφορούσαν τα δικαιώματα
των γυναικών στην εκπαίδευση, την
οικογένεια και την εργασία. Ενήμερο για
τους αγώνες των σουφραζετών στη Δύση
το οθωμανικό/ τουρκικό φεμινιστικό
κίνημα διατύπωσε το 1921 το αίτημα του
δικαιώματος του εκλέγειν και του
εκλέγεσθαι για τις γυναίκες.i
Η χρονική στιγμή δεν ήταν τυχαία. Η
διατύπωση του αιτήματος αυτού εν μέσω
του Πολέμου της Ανεξαρτησίας (1919-1922)
δείχνει ότι τα πολιτικά δικαιώματα των
γυναικών θεωρήθηκαν επίσης στοιχείο
εθνικής απελευθέρωσης και αντιμετωπίστηκαν
έτσι από τους υποστηρικτές τους, άνδρες
και γυναίκες.
Στην
πρώιμη τουρκική Δημοκρατία οι γυναίκες
ενθαρρύνονταν να αποκτούν επαγγελματική
δραστηριότητα, να γίνονται δασκάλες,
γιατροί, δικηγόροι κ.λπ. Ενθαρρύνονταν
κυρίως να εργάζονται στο πλαίσιο της
κρατικής ανδροκρατούμενης γραφειοκρατίας,
παρόλο που στα πλαίσια της τελευταίας
τα ανώτερα στελέχη εξακολουθούσαν να
είναι κατά πλειονότητα άνδρες. Θεωρούνταν
επίσης στυλοβάτες της εθνικής οικονομίας
– εργάζονταν στη βιομηχανία, τόσο σε
κατώτερες όσο και σε ανώτερες επιστημονικές
θέσεις, κάτι εύλογο, δεδομένης της
λειψανδρίας που είχαν προκαλέσει οι
πόλεμοι. Έτσι η δημόσια δράση των γυναικών
θεωρούνταν εθνική στράτευση για την
οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Η
διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων από
το φεμινιστικό κίνημα της εποχής
νομιμοποιήθηκε στη βάση της ενεργής
συμμετοχής των γυναικών στον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και της
προσφοράς τους στην οικονομική ανόρθωση.
Όσον αφορά τον Ατατούρκ και το επιτελείο
του, αντιμετώπισαν καθαρά εργαλειακά
τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών. Η
Σιρίν Τεκελί, από τους κορυφαίους
μελετητές της ιστορίας του τουρκικού
γυναικείου κινήματος, συσχετίζει τη
συμπερίληψη των γυναικών στο εκλογικό
σώμα το 1930 και το 1934 με τη μέριμνα του
κεμαλικού ρεπουμπλικανικού κόμματος
να αποσοβήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια
που πυροδότησε το αυταρχικό μονοκομματικό
καθεστώς.
ii
Πράγματι, η θεσμοθέτηση του δικαιώματος
συμμετοχής των γυναικών στις δημοτικές
εκλογές, τον Απρίλιο του 1930, λαμβάνει
χώρα σε μια συγκυρία, όπου ο Ατατούρκ
βρίσκεται αντιμέτωπος με τη λαϊκή
δυσαρέσκεια και αναγκάζεται να ιδρύσει
το ελεγχόμενα αντιπολιτευτικό Serbest
Cumhuriyet
Fırkası
[Ελεύθερο
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα]
τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Πιστεύω
ότι αξίζει να σταθεί κανείς ιδιαίτερα
στο ζήτημα αυτό της κοινωνικής
νομιμοποίησης. Αρχικά ο Ατατούρκ και η
πλειοψηφία των βουλευτών της τουρκικής
Εθνοσυνέλευσης ήταν ιδιαίτερα διστακτικοί
ως προς την ενσωμάτωση στη νομοθεσία
των αιτημάτων περί αστικών και πολιτικών
δικαιωμάτων των γυναικών, αιτημάτων
που διατύπωσαν οι
φεμινιστικοί
φορείς της εποχής,
για
να μην διαρρήξουν στη συμμαχία του
κόμματός τους με τα συντηρητικά τμήματα
της κοινωνίας. Μερίδα μάλιστα των
βουλευτών και του τύπου τα αντιμετώπισε
πλήρως απαξιωτικά, ενώ οι φεμινιστικές
οργανώσεις αντιμετώπισαν τη μήνιν του
καθεστώτος.iii
Στη συνέχεια, ωστόσο, τα αιτήματά τους
ικανοποιήθηκαν πάλι για λόγους κοινωνικών
συμμαχιών. Η αναγνώριση των πολιτικών
δικαιωμάτων των γυναικών σχετίστηκε,
κατά τη γνώμη μου, με τη μέριμνα του
κεμαλικού επιτελείου να εδραιώσει τη
συμμαχία του με ένα τμήμα των εγγράμματων
μεσοστρωμάτων, κοσμικού προσανατολισμού,
ιδιαίτερα δεκτικό στα αιτήματα αυτά. Η
κοινωνική αυτή μερίδα, παρ’ ότι
ολιγάριθμη, είχε μια κοινωνική βαρύτητα
δυσανάλογη προς το αριθμητικό της
μέγεθος, ως κύριος στυλοβάτης του
εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Έτσι η
συμμαχία μαζί του θεωρήθηκε παράγοντας
κοινωνικής συναίνεσης, απαραίτητης για
την πάταξη της κοινωνικής ισχύος των
θρησκευτικών λειτουργών που αντιμετωπίζονταν
από την εξουσία ως φυγόκεντρη δύναμη.
Η δυνατότητα πρόσβασης των γυναικών
στα πολιτικά αξιώματα θεωρήθηκε ένας
επιπλέον παράγοντας περιστολής της
δύναμης του Ισλάμ. Έτσι θα ήταν δύσκολο
να αποσυνδεθεί η αναγνώριση του
δικαιώματος του εκλέγειν και του
εκλέγεσθαι για αυτές το 1934 από τα γεγονότα
της Μαινεμένης (Δεκέμβριος 1930), την
αιματηρή σύγκρουση δηλαδή ομάδας οπαδών
της Σαρία με το στρατό στην πόλη αυτή,
γεγονός που έκρουσε τον κώδωνα του
κινδύνου για το καθεστώς. Ομοίως, θεωρώ
ότι η κουρδική εξέγερση του 1925, στην
οποία το ισλαμικό τάγμα των Νακσιμπεντί
είχε σημαντικό ρόλο, δεν είναι άσχετη
από την παραχώρηση αστικών δικαιωμάτων
στις γυναίκες με τον αστικό κώδικα του
1926 που κατάργησε την πολυγαμία και
θέσπισε τα δικαιώματά τους στον τομέα
του οικογενειακού και κληρονομικού
δικαίου, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις
της κυβέρνησης. Με
αυτά τα δεδομένα, ο κεμαλισμός εντάσσεται
στο πλαίσιο των αντι-ιμπεριαλιστικών
εθνικισμών που συνδέουν την οικοδόμηση
του ανεξάρτητου και σύγχρονου κράτους
με την ένταξη των γυναικών στον εθνικό
κορμό και με τον περιορισμό έτσι της
δύναμης των φορέων της θρησκείας και
της παράδοσης. Επεδίωξε δε να αποκτήσει
την έξωθεν καλή μαρτυρία στο πεδίο του
εκσυγχρονισμού σε αυτή τη βάση. Αυτό
όμως αποτελεί στοιχείο ρήξης και από
μια ακόμη άποψη: ενώ μέχρι τότε, όπως
προαναφέρθηκε, η γυναικεία χειραφέτηση,
με τα ποικίλα νοήματά της, αντιμετωπιζόταν
σε μεγάλο βαθμό από τους οπαδούς της ως
συμβατή με τις ισλαμικές αξίες, η κεμαλική
διαχείρισή της την τοποθέτησε στον
αντίποδα των θρησκευτικών επιταγών και
οδήγησε στην ταύτισή της από ευρείες
κοινωνικές ομάδες με τον αυταρχισμό
του μονοκομματικού κράτους.
Δεκαεπτά
γυναίκες βουλευτές εκλέχτηκαν στο
τουρκικό κοινοβούλιο το 1935. Στις δε
συμπληρωματικές εκλογές του 1936 εκλέχτηκε
άλλη μια βουλευτής, ανεβάζοντας το
συνολικό αριθμό τους σε 18 και το ποσοστό
τους στο 4,6% του συνόλου των βουλευτών.iv
Ο αριθμός αυτός βεβαίως δεν ήταν μεγάλος,
αλλά σίγουρα αποτελούσε πραγματική
επανάσταση για τα τουρκικά δεδομένα. Η
συμμετοχή στις εκλογές αυτές ήταν
ιδιαίτερα αυξημένη και έφτασε τα επίπεδα
του 80% στα μεγάλα αστικά κέντρα
(Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Άγκυρα). Το
48% του συνόλου των εκλογέων ήταν γυναίκες.v
To
ενδιαφέρον είναι ότι γυναίκες δεν
εκλέχτηκαν μόνο στα μεγάλα αστικά
κέντρα, αλλά και στη συντηρητική Ανατολία,
σε πόλεις όπως το Ικόνιο, η Μαλάτια, η
Αττάλεια κλπ. Πολλές από αυτές είχαν
πανεπιστημιακή μόρφωση και ήταν
γλωσσομαθείς. Όλες δε είχαν επαγγελματική
δραστηριότητα. Ενσάρκωναν το ρεπουμπλικανικό
μοντέλο της «νέας γυναίκας». Άλλωστε,
όπως έδειξε η έρευνα της Σιρίν Τεκελί,
πολλές από αυτές αποτέλεσαν προσωπική
επιλογή του Ατατούρκ. Η εκλογή τους,
δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε
αποτέλεσμα της επιλογής του τελευταίου
παρά της προσωπικής τους βούλησης και
ήρθε ως έκπληξη για αυτές.vi
Κάτι τέτοιο υπήρξε φυσικό επακόλουθο
της πολύ περιορισμένης κοινοβουλευτικής
εμπειρίας στο τουρκικό κράτος, ιδιαίτερα
στις γυναίκες, και ενδεικτικό περισσότερο
του κεμαλικού αυταρχισμού, παρά της
απουσίας του αιτήματος της εκλογιμότητας
των γυναικών από τα κάτω. Το ότι η παρουσία
των γυναικών στο κοινοβούλιο δεν
οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη
βούληση του Ατατούρκ φαίνεται από τη
διατήρησή της στα ίδια περίπου ποσοστά
και μετά το θάνατό του (1935: 4,6%, 1943: 3,7%).vii
Tα
ποσοστά αυτά διατηρήθηκαν μέχρι το
τέλος της μονοκομματικής περιόδου
(1946).
Από
τη λήξη του μονοκομματισμού ως το
πραξικόπημα του 1980
Στις
εκλογές του 1946 ο αριθμός των γυναικών
βουλευτών έπεσε στις εννέα (ποσοστό
1,9%) και σε αυτές του 1950, που σηματοδοτούν
το τέλος της κυριαρχίας του κεμαλικού
ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP),
κατήλθε ακόμη περισσότερο πέφτοντας
στις τρεις και το ποσοστό τους στο 0,6%.viii
Πώς εξηγείται αυτό; Ο κεμαλικός αυταρχισμός
απέκοψε την επικοινωνία ανάμεσα στον
θρησκευόμενο αγροτικό χώρο και σε μια
μερίδα εκσυγχρονιστών, ριζοσπαστών
διανοουμένων, μια επικοινωνία που
χρονολογούνταν από την εποχή των
οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων. Αποτέλεσμα
υπήρξε η αντίδραση του αγροτικού χώρου
απέναντι στα ριζοσπαστικά μηνύματα της
ομάδας αυτής και η περιχαράκωσή τους
σε μια οπισθοδρομική εκδοχή της θρησκείας.
Κάτι τέτοιο εκφράστηκε έντονα, όπως
γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις,
με έμφυλους όρους. Έτσι, μετά τη λήξη
του μονοκομματισμού, ο ανταγωνισμός
των κομμάτων για τον προσεταιρισμό των
ισλαμικών ψήφων του αγροτικού χώρου,
στα πλαίσια του πολυκομματικού συστήματος,
είχε ως αποτέλεσμα τον εξοβελισμό
ουσιαστικά των γυναικών από το κοινοβούλιο.
Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και η αλλαγή
του εκλογικού συστήματος –η αντικατάσταση,
δηλαδή του συστήματος της έμμεσης
ψηφοφορίας δι’ εκλεκτόρων με την άμεση
το 1946. Δηλαδή, παλαιότερα, στη μονοκομματική
περίοδο, οι βουλευτές αναδεικνύονταν
από τους εκλέκτορες, ανθρώπους κατά
τεκμήριο εγγράμματους, σχετικά υψηλού
μορφωτικού επιπέδου και, ως εκ τούτου,
περισσότερο εξοικειωμένου με τα δυτικά
πρότυπα από το μέσο Τούρκο αγρότη. Από
το 1946, οπότε το σύστημα αυτό καταργείται,
ο μέσος πολίτης, αγροτικής κατά κανόνα
προέλευσης και χαμηλού μορφωτικού
επιπέδου, εκλέγει απ’ ευθείας τους
βουλευτές. Δύσκολα λοιπόν θα προέκρινε
γυναίκες. Έτσι ουσιαστικά μέχρι τις
αρχές της δεκαετίας του 1980 το ποσοστό
των γυναικών βουλευτών κυμαινόταν από
0,6% (1950) ως 3% (1983).ix
Ο αριθμός τους δηλαδή για πολύ μεγάλο
χρονικό διάστημα είναι μονοψήφιος.
Ταυτόχρονα
την ίδια περίοδο, μετά τη λήξη του
μονοκομματισμού, δημιουργούνται
γυναικείες οργανώσεις όπως οι: Kadın
Haklarını
Koruma
Derneği,
Türk
Kadınlar
Kültür
Derneği,
Türk
Üniversiteli
Kadınlar,
Türk
Anneler
Derneği.
Οι οργανώσεις αυτές συσπειρώνουν τις
μορφωμένες γυναίκες των μεσαίων και
ανώτερων στρωμάτων, οι οποίες θεωρώντας
τον εαυτό τους απελευθερωμένο δυνάμει
των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων, έθεταν
ως καθήκον να απελευθερώσουν και τις
υπόλοιπες. Σημείο αναφοράς των οργανώσεων
αυτών υπήρξε ο κεμαλισμός και η
κοσμικότητα. (Sayan
Cengiz
2010: 121-122).
Τις
δεκαετίες του 1960 και του 1970, ο αριθμός
των γυναικών βουλευτών υπήρξε ιδιαίτερα
χαμηλός. Τρεις γυναίκες βουλευτές
εμφανίζονται στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση
το 1961, οκτώ στην αντίστοιχη του 1965 και
πέντε στο κοινοβούλιο του 1969. Το 1973 ο
αριθμός τους θα ανέλθει στις έξι, ενώ
το 1977 στο κοινοβούλιο υπήρχαν μόνο
τέσσερις γυναίκες βουλευτές. x
Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο
για μια περίοδο αθρόας πολιτικοποίησης
της κοινωνίας και έξαρσης του αριστερού
κινήματος, μέσα από τις γραμμές του
οποίου εισάγεται στην πολιτική μεγάλος
αριθμός γυναικών. Η φαινομενική αυτή
όμως αντίφαση ερμηνεύεται αν αναλογιστεί
κανείς τη θέση της τουρκικής Αριστεράς
απέναντι στο γυναικείο ζήτημα. Γυναικείο
ζήτημα δεν υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του
1980 για την τουρκική Αριστερά, η οποία
ενώ έκανε λόγο για τη διπλή εκμετάλλευση
των γυναικών, παρέπεμπε την επίλυση των
προβλημάτων τους στην οικοδόμηση της
σοσιαλιστικής κοινωνίας, δεν τα θεωρούσε
δηλαδή ζητήματα πολιτικής προτεραιότητας.
Ο φεμινισμός θεωρούνταν από αυτή, όπως
και από μέρος της ελληνικής Αριστεράς
της εποχής, στοιχείο αστικής παρακμής,
δεδομένης μάλιστα και της προσκόλλησης
της τουρκικής Αριστεράς της περιόδου
στις «αξίες του λαού», μεταξύ των οποίων
οι θρησκευτικές παραδόσεις κατείχαν
σημαίνουσα θέση.xi
Εδώ
θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ήδη από το
1934, οπότε οι γυναίκες απέκτησαν το
δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι
στην Τουρκία, ενώ ενθαρρύνονταν να
εξασκούν το πρώτο (με κατευθυνόμενο και
ελεγχόμενο τρόπο έστω), η εξάσκηση του
δικαιώματος του εκλέγεσθαι με τα
προαπαιτούμενά της, παρεμποδιζόταν
σταθερά, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία
του 1980.xii
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι όροι
λειτουργίας της θεσμοθετημένης πολιτικής
ήταν απαγορευτικοί για τη συμμετοχή
των γυναικών, δεδομένων των οικογενειακών
υποχρεώσεων που αποτελούσαν το μείζον
κοινωνικό προσδοκώμενο για τις τελευταίες.
Έτσι, ακόμη και στην περίπτωση που
εκείνες, παρά τα εμπόδια, συμμετείχαν
ενεργά σε πολιτικά κόμματα, παρέμεναν
κατά κανόνα αποκλεισμένες από τα επίσημα
κέντρα λήψης αποφάσεων. Κάτι τέτοιο
όμως δεν σήμαινε ότι η πολιτικοποίηση
των γυναικών δεν επιδιώχθηκε –υπό
όρους. Το αντίθετο. Μετά τη λήξη του
μονοκομματισμού, όλα τα πολιτικά κόμματα
επιθυμούν να προσεγγίσουν τις γυναίκες,
εφόσον αυτές αποτελούν το 50% του εκλογικού
σώματος. Για το σκοπό αυτό επιδιώχθηκε
η συμμετοχή τους σε εκείνα, ώστε να
φέρνουν ψήφους προσεγγίζοντας τις
ομόφυλές τους μέσα από ένα «γυναικείο»
λεξιλόγιο. Από εκεί εκπορεύεται η μέριμνα
για τη δημιουργία των γυναικείων τμημάτων
των κομμάτων. Το πρώτο κόμμα που υιοθέτησε
μια τέτοια πρακτική είναι το CHP το 1954
για την Κωνσταντινούπολη. Από τη δεκαετία
του 1960 όμως η πρακτική αυτή γενικεύτηκε
στα κόμματα της Δεξιάς. Ενώ αρχικά η
δημιουργία γυναικείων τμημάτων συνάντησε
κάθετες αντιδράσεις, κυρίως στην επαρχία,
στη συνέχεια επιδιώχθηκε συστηματικά,
δεδομένης της δυνατότητας των γυναικών
να κερδίζουν ψήφους για κάθε κόμμα από
τις ομόφυλές τους, πράγμα αδύνατο για
τους άνδρες, και να συγκεντρώνουν χρήματα
για τα ταμεία των κομμάτων μέσω της
διοργάνωσης κοινωνικών εκδηλώσεων
(χοροεσπερίδων κλπ). Το πιο σημαντικό
όμως είναι ότι οι σύζυγοι των τοπικών
κομματαρχών και στελεχών της τοπικής
αυτοδιοίκησης, που κατά κανόνα απάρτιζαν
τα τμήματα αυτά, μέσω της επιρροής τους
στα οικογενειακά τους περιβάλλοντα
αποκτούσαν τη δυνατότητα να κινητοποιήσουν
για λογαριασμό των κομμάτων μεγαλύτερο
αριθμό οπαδών, από ό,τι οι άνδρες. Τα
γυναικεία τμήματα με αυτόν τον τρόπο
καθίσταντο εστίες ισχύος. Αυτό βέβαια
σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι η
αυτόνομη πολιτική παρουσία των γυναικών
γινόταν αποδεκτή. Αντίθετα εξακολουθούσε
να αποθαρρύνεται με κάθε τρόπο.xiii
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι
τα αριστερά κόμματα απέρριπταν την
πρακτική της ίδρυσης διακριτών γυναικείων
τμημάτων, εφόσον πρέσβευαν την από
κοινού συμμετοχή ανδρών και γυναικών
στις διαδικασίες τους. xiv
Από
το πραξικόπημα του 1980 μέχρι την άνοδο
του ΑΚΡ
Μετά
το πραξικόπημα της 12ης
Σεπτεμβρίου 1980 όλα τα προϋπάρχοντα
κόμματα, και μαζί τους τα γυναικεία
τμήματα και οι νεολαίες τους, τέθηκαν
εκτός νόμου. Η δεκαετία του 1980 στην
Τουρκία σηματοδοτήθηκε από μια προϊούσα
αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας που
προωθούσε το στρατιωτικό καθεστώς, από
την αυξανόμενη επιρροή του ριζοσπαστικού
Ισλάμ, αλλά και την άμβλυνση της πολιτικής
πόλωσης. Όλα αυτά συμβάδιζαν με την
κοινωνική δυσαρέσκεια για την παρουσία
του στρατού στην πολιτική ζωή, τη
διεύρυνση του αιτήματος για εκδημοκρατισμό
και τη συγκρότηση κάποιων θεσμών της
κοινωνίας των πολιτών αυτόνομων από το
κράτος.xv
Τα δεδομένα τούτα οδηγούσαν σε νέους
όρους διεξαγωγής της πολιτικής. Κάτι
τέτοιο δεν ήταν άσχετο από το μετασχηματισμό
των κοινωνικών ταυτοτήτων. Την περίοδο
αυτή οι σφυγμομετρήσεις κατέγραφαν μια
αυξημένη επιθυμία του μέσου Τούρκου
πολίτη για μια καλύτερη καθημερινή ζωή
–κάτι που εκφραζόταν με την αναγωγή
του πλουτισμού και της κατανάλωσης σε
κοινωνικές αξίες και την προβολή τους
μάλιστα ως τέτοιων από την τότε κυβέρνηση
του Τουργκούτ Οζάλ. Ταυτόχρονα άρχιζαν
να αλλάζουν σταδιακά οι κοινωνικές
αντιλήψεις σχετικά με τους έμφυλους
ρόλους –σχετικά με την ανδρική
πρωτοκαθεδρία στην οικογένεια, σχετικά
με τα καθήκοντα των ανδρών σε αυτήν,
σχετικά με το ρόλο των γυναικών στην
πολιτική (μειωνόταν το ποσοστό όσων
θεωρούσαν ότι οι γυναίκες δεν έχουν
θέση εκεί), σχετικά με τη γυναικεία
σεξουαλικότητα κλπ.xvi
Δεν
είναι, λοιπόν, παράξενο το ότι στο πλαίσιο
αυτό εμφανίζεται στην Τουρκία ένα νέο
φεμινιστικό κίνημα, αυτόνομο από τους
θεσμοθετημένους πολιτικούς φορείς,
δεξιούς και αριστερούς, το οποίο εστιάζει
στα ιδιαίτερα προβλήματα που οι γυναίκες
αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά
τους –την ενδοοικογενειακή βία, τις
σεξουαλικές παρενοχλήσεις, την ανισότητα
ευκαιριών. Επρόκειτο για οργανωτικά
σχήματα διαφορετικά από εκείνα της
προηγούμενης περιόδου. Οι φεμινίστριες
της δεκαετίες του 1980 ήταν οργανωμένες
σε μικρές αυτόνομες ομάδες που
αντιπροσώπευαν η καθεμιά διαφορετικές
εκδοχές του φεμινισμού και επιρροές
από φεμινιστικά κινήματα του εξωτερικού.
Ωστόσο, οι προσωπικές εμπειρίες των
γυναικών αυτών είχαν το δικό τους ειδικό
βάρος στη φεμινιστική τους συγκρότηση.
Σχετίζονταν τόσο με την καθημερινή τους
εμπειρία από την ανισότητα στην οικογένεια
και την κοινωνία, όσο και την απογοήτευσή
τους από το κεμαλικό κράτος και από την
Αριστερά και τις μεθόδους της τελευταίας
στο ζήτημα της προώθησης της ισότητας
(Sirman 1989). Οι συγκεκριμένες οργανώσεις
θέτουν στο επίκεντρο της δραστηριότητάς
τους την ανισότητα που βιώνουν οι
γυναίκες στην καθημερινότητά τους –
ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλικές
παρενοχλήσεις, εξετάσεις παρθενίας,
ανισότητα ευκαιριών. Η ενδοοικογενειακή
βία είχε προτεραιότητα στην ατζέντα
τους. Επιστημονικές έρευνες έδειξαν
την κοινωνική νομιμοποίησή της σε όλο
το κοινωνικό φάσμα, τόσο στον αγροτικό
, όσο και στον αστικό χώρο. Η καμπάνια
των νέων φεμινιστικών κύκλων ενάντια
στην ενδοοικογενειακή βία ξεκινά το
Φεβρουάριο του 1987, με στόχο της κοινωνική
απο-νομιμοποίησή της (Yüksel
1990: 309-310). Στις 17 Μαΐου της ίδιας χρονιάς
διοργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη
πορεία με αυτό το αίτημα, όπου συμμετείχαν
περίπου 3.000 γυναίκες. Τον Οκτώβριο (4-10)
του 1987 ένα ημερήσιο φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε
με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για
την έκδοση βιβλίου που να περιέχει τις
προσωπικές αφηγήσεις γυναικών οι οποίες
είχαν εκτεθεί στην ενδοοικογενειακή
βία. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1988 με
τίτλο Bağır
Herkes
Duysun
(εκδ. Kadın
Çevresi
Yayını)
(Y.
Arat
2000: 301).
Οι
οργανώσεις αυτές έφεραν επίσης στο φως
τις τεράστιες ανισότητες στο θέμα της
εκπαίδευσης και της ιδιοκτησίας, ενώ
κατέδειξαν την «προνομιακή» συμμετοχή
των γυναικών στο σύνολο των μη αμειβόμενων
εργαζόμενων σε οικογενειακές επιχειρήσεις
(Y.
Arat
2006: 210). Από την άλλη πλευρά, επισήμαναν
τα τεράστια νομοθετικά και πρακτικά
προβλήματα για τις γυναίκες που
επιθυμούσαν να καταγγείλουν τη βία που
υφίσταντο μέσα στην οικογένεια. Η ποινική
δίωξη δεν ήταν αυτεπάγγελτη, αλλά
μπορούσε να ασκηθεί μόνο αν το θύμα
κατέθετε αγωγή, πράγμα πρακτικά αδύνατο
για πολλούς λόγους: σήμαινε ότι η
κακοποιημένη γυναίκα έπρεπε να καταφύγει
στην αστυνομία, της οποίας τα όργανα
συνήθως παρακινούσαν τις κακοποιημένες
γυναίκες να γυρίσουν στους συζύγους
τους. Έπρεπε ακόμη να προσκομίσουν
μάρτυρες, πράγμα επίσης δύσκολο εφόσον
η κακοποίηση διαδραματίζεται στον
ιδιωτικό χώρο, και να αντιμετωπίσουν
την εξουθενωτική γραφειοκρατία. Τέλος,
ακόμη και στην περίπτωση, όπου οι
υποθέσεις αυτές κατέληγαν στο δικαστήριο,
οι ποινές ήταν αμελητέες – φυλάκιση 30
μηνών, οι οποίες συνήθως μετατρεπόταν
σε επταήμερη κράτηση. Στις δε περιπτώσεις
βιασμού, οι ποινές ήταν διαφορετικές
ανάλογα με το αν το θύμα ήταν ή όχι
παρθένα, ενώ η ποινή μειωνόταν εάν ο
δράστης φαινόταν διατεθειμένος να
παντρευτεί το θύμα, ανεξάρτητα από τη
γνώμη του τελευταίου (Y.
Arat
2006: 299-300). Με λίγα λόγια το φεμινιστικό
κίνημα που συγκροτείται από τη δεκαετία
του 1980 και εξής, σε αντίθεση με τα
προγενέστερα, θέτει στο στόχαστρό του
την πατριαρχία, με την έννοια του
πλέγματος κοινωνικών αντιλήψεων που
διαπερνούσε όλο το πολιτικό φάσμα και
νομιμοποιούσε την υποτέλεια των γυναικών.
Στα
πλαίσια αυτά άρχισαν να πληθαίνουν τα
ερωτηματικά σχετικά με την αποτελεσματικότητα
των άτυπων ανεξάρτητων οργανώσεων. Οι
συζητήσεις και οι έντονες διαφωνίες
επ’ αυτής, είχαν ως κεντρικό σημείο την
κάθετη απόρριψη οποιασδήποτε ιεραρχίας
ως ασυμβίβαστης με την αποστολή των
φεμινιστριών να εισάγουν ένα νέο ήθος
στον δημόσιο και μάλιστα στον πολιτικό
βίο. Τελικά συγκροτήθηκε ο λεγόμενος
Κύκλος Γυναικών (Kadınlar
Çevresi)
το 1987, ως εκδοτική και συμβουλευτική
εταιρεία με αποστολή την προώθηση της
γυναικείας εργασίας και των προϊόντων
της, την αναβάθμιση της γυναικείας
εκπαίδευσης και την παροχή συμβουλών
σε γυναίκες για νομικά και ιατρικά
θέματα. Κορυφαίο επίτευγμα όλης αυτής
της κίνησης υπήρξε η ίδρυση του Mor
Çatı Kadın Sığınağı Vakfı
τον Απρίλιο του 1990 στην Κωνσταντινούπολη
(http://www.morcati.org.tr/tr/tanisalim/oykumuz
πρόσβαση: 13.3.2014). Επρόκειτο για ένα
καταφύγιο για κακοποιημένες γυναίκες,
οι οποίες θα έβρισκαν εκεί ψυχολογική
υποστήριξη και ιατρικές ή νομικές
συμβουλές. Μέσω της επαγγελματικής
κατάρτισης και των κατάλληλων δικτύων,
οι κακοποιημένες γυναίκες θα μπορούσαν
να βρουν εργασία και να οργανώσουν μία
ανεξάρτητη ζωή. Αντίστοιχα
κέντρα ιδρύθηκαν στη Σμύρνη το 1991, στην
Καισάρεια το 1992, στην Άγκυρα το 1993, καθώς
και σε συνοικίες της ίδιας της Πόλης,
όπως το Μπακίρκιοϊ και το Σισλί. Τα
κέντρα αυτά συστήθηκαν με την υποστήριξη
των δημοτικών αρχών. Η προώθηση πάντως
τέτοιου είδους ιδρυμάτων εντάσσεται
στο πλαίσιο της προσπάθειας της Τουρκίας
να εναρμονιστεί με τις απαιτήσεις που
απορρέουν από την υπογραφή της Πράξης
του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Διακρίσεων
σε βάρος των Γυναικών. Στα ίδια αυτά
πλαίσια ιδρύεται το 1990 το Υπουργείο
Γυναικείων Υποθέσεων και Κοινωνικής
Πολιτικής.
Μέσα
στο όλο κλίμα, προγράμματα γυναικείων
σπουδών εισάγονται και σε κάποια
πανεπιστημιακά τμήματα του Πανεπιστημίου
της Κωνσταντινούπολης, του Πανεπιστημίου
του Μαρμαρά, ή του Orta
Doğu Teknik Üniversitesi
της Άγκυρας. Ταυτόχρονα το 1990 ιδρύεται
το Kadın
Eserleri
Kütüphanesi
ve
Bilgi
Merkezi.
Ο φορέας αυτός συγκεντρώνει έργα
δημοσιευμένα από γυναίκες, καθώς και
δημοσιεύσεις που τις αφορούν και
διοργανώνει συνέδρια, σεμινάρια και
εκθέσεις με σχετικές θεματικές.
Επιπλέον,
τα γυναικεία ζητήματα προωθούνται στο
πολιτικό
προσκήνιο.
Έτσι το 1998 ψηφίζεται ο νόμος για την
προστασία της οικογένειας που, μεταξύ
άλλων, στοχεύει στην προστασία των
γυναικών από την ενδοοικογενειακή βία.
Ακόμη, το 2002 εφαρμόζεται ο νέος αστικός
κώδικας που μεταξύ άλλων καταργεί το
άρθρο 159, το οποίο προέβλεπε την άδεια
του συζύγου προκειμένου να εργαστεί η
γυναίκα εκτός σπιτιού και αναθεωρεί το
άρθρο 153 που υποχρέωνε τις γυναίκες να
υιοθετούν το επίθετο του συζύγου μετά
το γάμο (οι γυναίκες μπορούν τώρα να
προσθέτουν και το πατρικό τους επώνυμο
δίπλα σε εκείνο του συζύγου).
Καταργείται
ακόμη το άρθρο 438 του Ποινικού Κώδικα
που μείωνε την ποινή του βιαστή εάν το
θύμα ήταν πόρνη. Καταργήθηκαν επίσης
τα άρθρα 440 και 441 του Ποινικού Κώδικα
που υιοθετούσαν διαφορετική αντιμετώπιση
για άνδρες και γυναίκες όσον αφορά τη
μοιχεία (Υ.Arat
2006: 206-207).
Επηρεάζουν
τα νέα αυτά δεδομένα την πολιτική
συμμετοχή και αντιπροσώπευση των
γυναικών; Μάλλον όχι άμεσα και
βραχυπρόθεσμα. Βέβαια, η αλήθεια είναι
ότι στις εκλογές του 1983, τις πρώτες μετά
το πραξικόπημα, ο αριθμός των γυναικών
βουλευτών ανέρχεται στις 12 ανεβάζοντας
το ποσοστό τους στο 3%.xvii
Οι συγκεκριμένες εκλογές έγιναν υπό
τον ασφυκτικό έλεγχο του καθεστώτος
και σε αυτές έλαβαν μέρος μόνο τα τρία
κόμματα που πήραν τη σχετική άδεια από
αυτό: το Κόμμα Εθνικιστικής Δημοκρατίας
(Milliyetçi
Demokrasi
Partisi),
το Λαϊκιστικό Κόμμα (Halkçı
Partisi)
που έχαιραν της υποστήριξης των
στρατιωτικών και το κεντροδεξιό Κόμμα
της Μητέρας Πατρίδας (Ana
Vatan
Partisi)
με επικεφαλής τον Τουργκούτ Οζάλ που
ήταν και ο νικητής των εκλογών. Από τις
12 δε γυναίκες βουλευτές, οι πέντε
εκλέχτηκαν με το Ana
Vatan
Partisi,
οι τρεις με το Milliyetçi
Demokrasi
Partisi
και οι τέσσερις με το Halkçı
Partisi.xviii
Είναι δύσκολο να αποσυνδέσουμε την
πρόκριση ενός μεγάλου, σχετικά με τα
μέχρι τότε δεδομένα, αριθμού γυναικών
από την ανάγκη του τουρκικού πολιτικού
συστήματος για νομιμοποίηση στη διεθνή
σκηνή, δεδομένης της επαπειλούμενης
απομόνωσης του καθεστώτος μετά τις
απανωτές καταγγελίες από διεθνείς
ανθρωπιστικές οργανώσεις για παραβιάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για μια φορά
ακόμη, η γυναικεία κοινοβουλευτική
αντιπροσώπευση θεωρήθηκε παράγοντας
εξασφάλισης της νομιμοποίησης του
καθεστώτος στη διεθνή κοινότητα. Από
αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο το ότι
το 1985 η Τουρκία επικύρωσε τη διεθνή
σύμβαση του ΟΗΕ για την εξάλειψη των
διακρίσεων κατά των γυναικών.xix
Προϊούσης όμως της δεκαετίας του 1980,
οπότε το φεμινιστικό κίνημα αναπτύσσεται,
ο αριθμός των γυναικών βουλευτών πέφτει:
ο αριθμός τους πέφτει στις έξι το 1987 και
το 1991 η τουρκική Εθνοσυνέλευση αριθμεί
οκτώ γυναίκες βουλευτές.xx
Έτσι, θεωρώ ότι είναι μάλλον προβληματικό
να κάνουμε λόγο για αντίκτυπο του
φεμινιστικού κινήματος στη γυναικεία
εκλογική εκπροσώπηση την περίοδο αυτή.
Ωστόσο
διαπιστώνει κανείς ότι τη δεκαετία του
1980 εκφράζονται από όλο σχεδόν το φάσμα
του πολιτικού κόσμου ανησυχίες για το
χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών
στην πολιτική. Επίσης, ενώ η εικόνα της
γυναίκας πολιτικού ήταν πλέον γενικά
αποδεκτή στην τουρκική κοινωνία, όταν
κάτι τέτοιο αντιμετωπιζόταν ως απτή
ατομική επιλογή, εξακολουθούσε να
προσκρούει σε κάθετες αντιδράσεις από
το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον
των γυναικών που την ακολουθούσαν και
ανέπτυσσαν αυτόνομη πολιτική
δραστηριότητα.xxi
Ως προς αυτό το σημείο, θα πρέπει να
υπογραμμίσουμε ότι ειδικά ο συντηρητικός
πολιτικός χώρος, ενώ προωθούσε τη
γυναικεία πολιτική δραστηριότητα σε
μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι παλαιότερα
στο κυνήγι των γυναικείων ψήφων, εδραίωνε
την εικόνα της γυναίκας που συμμετέχει
στην πολιτική στο όνομα της οικογένειας
ή ως βοηθός των αρσενικών μελών της
τελευταίας. Έτσι η πολιτική δραστηριότητα
των γυναικών αντιμετωπιζόταν, στο
πλαίσιο αυτό, ως επέκταση των οικιακών
και οικογενειακών τους υποχρεώσεων.
xxii
Μάλιστα, σε αυτή τη βάση, ήδη πριν από
το 1980 είχε αυξηθεί ο αριθμός των γυναικών
που συμμετείχαν στην τοπική αυτοδιοίκηση.xxiii
Όσον αφορά την Αριστερά, η θέση της για
το γυναικείο ζήτημα αλλάζει από τη
δεκαετία του 1980 και μετά: το αναγνωρίζει
ως τέτοιο και τίθεται ως ζήτημα η έμφυλη
ιεραρχία στο εσωτερικό των αριστερών
οργανώσεων. Ωστόσο ο φεμινισμός
εξακολουθεί να δέχεται τα πυρά της, αν
και σε διαφορετικές πλέον βάσεις.xxiv
Όπως
προαναφέρθηκε, από τη δεκαετία του 1980
το πολιτικό Ισλάμ ως κοινωνικό κίνημα
κάνει την εμφάνισή του και ενδυναμώνεται
την επόμενη δεκαετία. Ο ισλαμιστικός
ριζοσπαστισμός των δύο τελευταίων
δεκαετιών του 20ού
αιώνα διαφέρει από την θρησκευτικά
προσανατολισμένη αντιπολίτευση των
προηγούμενων περιόδων. Δεν αντιδρά
απλώς στο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα,
δηλαδή στην κεμαλική εκδοχή του, αλλά
προωθεί μια νέα συνεκτική ταυτότητα,
κοινωνική και πολιτισμική και κατά
συνέπεια πολιτική. Το φύλο αποτελεί
κεντρική παράμετρο της συγκρότησης της
νέας αυτής ταυτότητας. Όπως και ο
κεμαλισμός προσδιορίστηκε από τον
εκδυτικισμό της καθημερινής ζωής, έτσι
και η εμφάνιση του πολιτικού Ισλάμ
εκφράστηκε με μια αντίστοιχη «ισλαμοποίηση»
της καθημερινότητας. Η πολιτικοποίηση
δηλαδή του Ισλάμ επέτρεψε στους
θρησκευόμενους μουσουλμάνους να
επιστρέψουν στο επίκεντρο της ιστορικής
σκηνής επιφέροντας νέες αισθητικές
προτιμήσεις και συνεπώς νέα ήθη. Στο
πλαίσιο αυτό οι πολιτικές του σώματος
προβάλλουν μία ιδιαίτερη αίσθηση του
εαυτού αλλά και του κοινωνικού. Στα
συγκεκριμένα συμφραζόμενα, η κάλυψη
των γυναικών ανάγεται σε «σήμα κατατεθέν»
της νέας ισλαμιστικής ταυτότητας. Η
κάλυψη προβάλλεται ως συνειδητή επιλογή
των γυναικών, όχι απλά ενδυματολογική
αλλά πολιτική: ως διαμαρτυρία για τον
κεμαλικό αυταρχισμό και ως απόρριψη
πρακτικών που προωθεί το καπιταλιστικό
σύστημα, όπως η πορνογραφία ή η διαφήμιση,
οι οποίες αντικειμενοποιούν τις γυναίκες.
Οι πολιτικές διαστάσεις της πράξης
αυτής συνδέονται, με την απόρριψη
συστατικών στοιχείων του δυτικού
συστήματος αξιών και με τη στράτευση
για τη βελτίωση της κοινωνίας. Η στράτευση
αυτή καθιστά τις ισλαμίστριες γυναίκες
πολιτικά υποκείμενα και τους προσφέρει
ένα νέο αναβαθμισμένο πολιτικό και
κοινωνικό status.
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή μαντήλα
(baş
örtüsü),
η νέα (türban)
υιοθετείται από νέες μορφωμένες γυναίκες
που διαθέτουν πανεπιστημιακά πτυχία
και ακολουθούν επαγγελματική σταδιοδρομία
αυξημένων αξιώσεων. Επιπλέον, η μόρφωση
και η επαγγελματική αποκατάσταση
αποτελούν αιτήματα των γυναικών αυτών.
Η κοσμοθεωρία των συγκεκριμένων γυναικών
γίνεται εμφανής στις αφηγήσεις ζωής
κάποιων από αυτές που ριζοσπαστικοποιήθηκαν
πολιτικά στα πλαίσια του πολιτικού
Ισλάμ των δεκαετιών 1980 και 1990. Στις
αφηγήσεις τους οι γυναίκες αυτές δίνουν
έμφαση στην αναζήτηση της μόρφωσης και
της επαγγελματικής ενασχόλησης. Ειδικά
η επαγγελματική ενασχόληση αντιμετωπίζεται
από αυτές ως μέσον κοινωνικής προσφοράς
και βελτίωση της κοινωνίας. Ώθηση στη
ριζοσπαστικοποίηση αυτή έδωσε η
απαγόρευση της μαντίλας, κυρίως τη
δεκαετία του 1990 στις δημόσιες υπηρεσίες
και στα Πανεπιστήμια. Εκείνο που επίσης
υπογραμμίζεται είναι οι αντινομίες,
τις οποίες βιώνουν οι γυναίκες που
ριζοσπαστικοποιήθηκαν πολιτικά στο
ισλαμιστικό κίνημα, για να έλθουν
ταυτόχρονα αντιμέτωπες με τις κυρίαρχες
πατριαρχικές νόρμες, τόσο στην οικογένεια
και στην κοινωνία, όσο και στην ίδια
στην ισλαμιστική κοινότητα. Η πίστη
επομένως καθίσταται για τις γυναίκες
αυτές το εργαλείο για η διεκδίκηση ενός
αυτόνομου πολιτικού ρόλου.
Τις
νέες τάσεις στην άσκηση της πολιτικής
αξιοποίησε το ισλαμιστικό κόμμα της
Ευημερίας (Refah
Partisi),
η ανερχόμενη δύναμη στα πρώτα χρόνια
της δεκαετίας του 1990. Το κόμμα αυτό
οφείλει την επιτυχία του στις δημοτικές
εκλογές του 1994 και στις βουλευτικές
εκλογές του 1995 σε ένα άρτια οργανωμένο
δίκτυο συνοικιακών επιτροπών που
εξασφάλιζαν μια πρόσωπο με πρόσωπο
επαφή με τους ψηφοφόρους, πράγμα που
αποδείχθηκε και το συγκριτικό του
πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του.xxv
Το καθήκον αυτό είχαν σε μεγάλο βαθμό
αναλάβει οι γυναικείες επιτροπές του
κόμματος, που είχαν κάνει ιδιαίτερα
επιτυχή καμπάνια στις γυναίκες των
λαϊκών συνοικιών και στις οποίες το
Refah
Partisi
όφειλε μεγάλο μέρος της εκλογικής του
επιτυχίας, καθ’ ομολογία των ηγετικών
στελεχών του.xxvi
Στις
εκλογές του 1995 ο αριθμός των γυναικών
βουλευτών στην τουρκική Εθνοσυνέλευση
ανήλθε από οκτώ σε δεκατρείς. Ωστόσο
το Κόμμα της Ευημερίας δεν περιελάμβανε
μεταξύ των βουλευτών του ούτε μια
γυναίκα. Επιπλέον, παρά την προσφορά
τους στο κόμμα, οι γυναίκες που στελέχωναν
το γυναικείο τμήμα του δεν είχαν καμία
θεσμική θέση μέσα σε αυτό.xxvii
Το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών βουλευτών
στο κοινοβούλιο του 1995 εντοπίζεται στο
κεντροδεξιό Κόμμα του Ορθού Δρόμου
(Doğru
Yol
Partisi)
με επτά γυναίκες βουλευτές σε σύνολο
135 βουλευτών (ποσοστό 5,18%), ενώ ακολουθεί
το CHP
με δύο γυναίκες βουλευτές σε σύνολο 49
βουλευτών (ποσοστό 4%), το κεντροαριστερό
Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς
(Demokratik
Sol
Partisi)
με δύο πάλι γυναίκες βουλευτές σε σύνολο
76 (ποσοστό 2,63%) και τέλος το Κόμμα της
Μητέρας Πατρίδας (Ana
Vatan
Partisi)
με επίσης δύο γυναίκες βουλευτές σε
σύνολο 132 βουλευτών (ποσοστό 1,5%)xxviii.
Η
κεντροδεξιά καταγράφει λοιπόν για μια
φορά ακόμη στο ενεργητικό της την αύξηση
του ποσοστού κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης
των γυναικών. Για ποιο λόγο; Η αύξηση
της συμμετοχής των γυναικών στα κομματικά
ψηφοδέλτια θεωρήθηκε προφανώς μέσο
προσέλκυσης γυναικείων ψήφων, ως
απαραίτητου μέσου για την αντιμετώπιση
του ισλαμιστικού Κόμματος της Ευημερίας
που ήδη από τις δημοτικές εκλογές του
1994 είχε επικρατήσει στους μεγάλους
δήμους της χώρας –συμπεριλαμβανομένων
αυτών της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης-
και στο οποίο οι δημοσκοπήσεις έδιναν
αυξημένα ποσοστά. Άλλωστε, η προσέκλυση
γυναικείων ψήφων αποτελούσε, σύμφωνα
με το συνολικότερο πνεύμα της εποχής,
πάγιο μέλημα του Κόμματος του Ορθού
Δρόμου. Για το λόγο αυτό είχε ιδρύσει
γυναικεία εθελοντική οργάνωση (Doğru Yol
Gönüllüleri), όπως είχε κάνει και το επίσης
κεντροδεξιό Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας.
xxix
Ως
προς την άνοδο της Τανσού Τσιλλέρ στο
πρωθυπουργικό αξίωμα το 1993, εκτός από
την αδιάλλακτη στάση της στο κουρδικό
ζήτημα και τις σχέσεις της με το «βαθύ
κράτος», εξυπηρετούσε, στο συμβολικό
επίπεδο τη δημιουργία ενός σύγχρονου,
δυτικού προφίλ για την Τουρκία. Κάτι
τέτοιο αναμενόταν να λειτουργήσει ως
αντίβαρο στις κατηγορίες που η χώρα
αντιμετώπιζε σε διεθνές επίπεδο για
σωρεία εγκλημάτων στο κουρδικό ιδίως
μέτωπο, σε μια εποχή μάλιστα όπου
εκκολαπτόταν η υποψηφιότητά της για
ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όλα
αυτά, παρά την ιδιαίτερα επιφυλακτική
στάση της Τσιλλέρ απέναντι στις
φεμινιστικές διεκδικήσεις. xxx
Η
ανοδική αυτή τάση ως προς τη γυναικεία
κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, συνεχίστηκε
σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1990. Η επίδραση
λοιπόν της ανόδου του φεμινιστικού
κινήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί
περισσότερο εμφανής στα αυξανόμενα
ποσοστά της γυναικείας κοινοβουλευτικής
εκπροσώπησης τη δεκαετία του 1990. Τα
αιτήματα που αυτό προέβαλλε, μεταξύ των
οποίων και εκείνο της ίσης συμμετοχής
για τα δύο φύλα στην πολιτική ζωή,
δημιουργούσαν στα εγγράμματα κυρίως
στρώματα των πόλεων νέα έμφυλα πρότυπα
και συνεπώς νέες κοινωνικές προσδοκίες,
που τα πολιτικά κόμματα όφειλαν να
λάβουν υπόψη προκειμένου να επικρατήσουν
εκλογικά.
Στο
σημείο αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να
αναφέρουμε την ίδρυση της KA.DER
το 1997. Η KA.DER
(Kadın Adayları Destekleme ve
Eğitme
Derneği/
Σύλλογος Υποστήριξης και Κατάρτισης
Γυναικών Υποψηφίων), μη κυβερνητική
οργάνωση, ιδρύεται το 1997 από ακτιβίστριες
που συμμετείχαν ενεργά στο φεμινιστικό
κίνημα της περιόδου μετά το 1980 και
προέρχονται από ποικίλους επαγγελματικούς
χώρους: κυρίως από τον ακαδημαϊκό, αλλά
και το νομικό, τον επιχειρηματικό ή το
δημοσιογραφικό. Στόχος
της KA.DER
υπήρξε, και είναι ακόμη, η προώθηση της
συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική
με διάφορα μέσα: άρση των νομικών,
οικονομικών και κοινωνικών εμποδίων
για κάτι τέτοιο, προώθηση της ισόποσης
συμμετοχής των δύο φύλων στα κέντρα
λήψης αποφάσεων και των γυναικείων
υποψηφιοτήτων στους πολιτικούς φορείς,
συνεργασία μεταξύ των φεμινιστριών
και των γυναικών πολιτικών για την
προβολή των γυναικείων προβλημάτων και
την ενίσχυση της παρουσίας των γυναικών
στην πολιτική ζωή. xxxi
Αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες εκφάνσεις
του ανεξάρτητου τουρκικού φεμινιστικού
κινήματος.
ΑΚΡ
και γυναικεία δικαιώματα
Η
πραγματική όμως επανάσταση στα ζητήματα
αυτά ήρθε με την άνοδο στην εξουσία του
κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης
(Αdalet
ve
Κalkınma
Ρartisi/AKP).
Έχει υποστηριχθεί ότι ήδη από τα χρόνια
της θητείας του στο Κόμμα της Ευημερίας,
ως επικεφαλής του κομματικού μηχανισμού
της Κωνσταντινούπολης, ο Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν ήταν ο εμπνευστής της ενεργού
πολιτικής συμμετοχής των γυναικών σε
αυτό .xxxii
Αντιλαμβανόμενος τη δυναμική που
περιέκλειε ο ενεργός ρόλος των γυναικών
στο ισλαμιστικό κίνημαxxxiii
και αξιοποιώντας ασφαλώς την εμπειρία
των γυναικείων τμημάτων των άλλων
κομμάτων, ο Ερντογάν επέμενε στην ίδρυση
και θεσμοθέτηση αντίστοιχων τμημάτων
στο Refah
Partisi
ερχόμενος σε αντίθεση με τον Ερμπακάν
και άλλα στελέχη του κόμματος που
θεωρούσαν ότι οι γυναίκες δεν έχουν
θέση στην πολιτική.
Η
εκλογική άνοδος του Κόμματος της
Ευημερίας τον δικαίωσε. Αυτό όμως είχε
ως παράπλευρο αποτέλεσμα την αύξηση
των απαιτήσεων των ίδιων των ακτιβιστριών
που ζητούσαν, ως αντάλλαγμα για την
πολιτική τους δράση, θεσμική θέση και
κυρίως εκλογιμότητα.xxxiv
Μετά
τη συγκρότηση του ΑΚΡ από τους
εκσυγχρονιστές του ισλαμιστικού χώρου,
η ανάγκη συσπείρωσης όλων των διαθέσιμων
δυνάμεων για την αντιμετώπιση του
στρατιωτικού/ γραφειοκρατικού κατεστημένου
ώθησε τον Ερντογάν να λάβει δραστικά
μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Το
γυναικείο τμήμα του κόμματος θεσμοθετήθηκε
και στις εκλογές του 2002 δεκατρείς
γυναίκες εκλέχτηκαν στην Εθνοσυνέλευση
με το ΑΚΡ. Επιπλέον στην ίδια εκλογική
αναμέτρηση 11 γυναίκες βουλευτές
εκλέχτηκαν με το CHP.
Από τα δύο αυτά κόμματα προήλθαν
αποκλειστικά οι γυναίκες βουλευτές της
τουρκικής εθνοσυνέλευσης του 2002 που
ανήλθαν σε 24. Η πραγματική εκτίναξη όμως
ήρθε το 2007. Για πρώτη φορά στην τουρκική
ιστορία ο αριθμός των γυναικών στην
Εθνοσυνέλευση έφτασε στις 50, πράγμα που
ανέβασε το ποσοστό τους στο 9,1%. Από αυτές
οι 30 ήταν βουλευτές του ΑΚΡ. Στο δε
κοινοβούλιο που προέκυψε από τις
τελευταίες εκλογές (2011), οι γυναίκες
βουλευτές που αναδείχτηκαν με το ΑΚΡ
ανέρχονται στις 46, γεγονός που ανέβασε
τον συνολικό αριθμό των γυναικών στο
κοινοβούλιο στις 79 και το ποσοστό τους
στο 14,41%.
Όλα
αυτά συμβαδίζουν με την προώθηση των
γυναικών στον πολιτικό στίβο από το
ΑΚΡ. Στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης
ενθαρρύνθηκε η υποψηφιότητά τους ως
δημάρχων και μελών των επαρχιακών
συμβουλίων. Στελέχη του κόμματος, αλλά
και ο ίδιος ο Ερντογάν έχουν κατ’
επανάληψη δηλώσει ότι «πρέπει να
ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να συμμετέχουν
στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Οι
γυναίκες πρέπει να είναι ενεργές πολιτικά
όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, αλλά και
στις 81 επαρχίες μας».xxxv
Έχει μάλιστα ενίοτε τονιστεί ότι κάτι
τέτοιο επιβάλλεται από την ιδιότητά
τους όχι ως γυναικών, αλλά ως πολιτών
μιας συμμετοχικής δημοκρατίαςxxxvi.
Οι δηλώσεις αυτές είναι σίγουρα
επαναστατικές για τα τουρκικά δεδομένα
για τον επιπλέον λόγο ότι προέρχονται
από τα χείλη εκπροσώπων ενός κόμματος
με ισλαμιστικές ρίζες. Η ανατροπή αυτή
που επέφερε το ΑΚΡ στο συγκεκριμένο
θέμα σχετίζεται με τη γενικότερη ανατροπή
που το κόμμα αυτό έφερε στο τουρκικό
πολιτικό σκηνικό. Ανατροπή στα πλαίσια
του πολιτικού Ισλάμ –προβολή ενός
μετριοπαθούς Ισλάμ που συμβαδίζει με
δυτικές πολιτικές αξίες, προσανατολισμός
στην ευρωπαϊκή ένταξη και επαγγελία
του εκδημοκρατισμού. Σχετίζεται με την
ανάγκη, τόσο της διεθνούς νομιμοποίησης,
όσο και της ανάγκης συγκρότησης ευρύτερων
κοινωνικών συμμαχιών για την αντιμετώπιση
των πολιτικών του αντιπάλων. Κάτι τέτοιο
δείχνει επίσης την ευαισθητοποίηση που
έχει επέλθει στην τουρκική κοινή γνώμη
σε θέματα ισότητας των δύο φύλων. Σε
αυτά τα πλαίσια εγγράφεται η ένταξη στο
ΑΚΡ γυναικών καθ’ όλα κοσμικού
προσανατολισμού που αποκτούν μια
αυτόνομη και δυναμική πολιτική παρουσία
(όπως, μεταξύ άλλων, η Νιμέτ Τσουμπουκτσού,
η Σελμά Αλιγέ Καβάφ και η Φατμά Σαχίν),
οι νομοθετικές βελτιώσεις προς όφελος
των γυναικών, κυρίως ως προς το ποινικό
δίκαιο και η αρχικά θετική ανταπόκριση
του κόμματος στο αίτημα των ποσοστώσεων.xxxvii
Η
προώθηση της πολιτικής συμμετοχής των
γυναικών από το ΑΚΡ μοιάζει εκ πρώτης
όψεως αντιφατική σε σχέση με μια ολόκληρη
σειρά ενεργειών του και του κόμματος
την τελευταία περίοδο: απόπειρα
ποινικοποίησης των αμβλώσεων, δηλώσεις
του πρωθυπουργού για την υποχρέωση των
γυναικών να γεννούν από τρία παιδιά και
πάνω, σταδιακός εξοβελισμός τελευταία
των γυναικών από τις επιτελικές κομματικές
και κυβερνητικές θέσεις κλπ. Πώς εξηγείται
αυτή η αντίφαση; Μια εξήγηση θα ήταν ότι
μετά τους εκλογικούς θριάμβους του ΑΚΡ
και την επικράτησή του επί της κεμαλικής
πτέρυγας, ο Ερντογάν θεώρησε τον εαυτό
του και το κόμμα του αρκετά ισχυρό ώστε
να γυρίσει την πλάτη στις δυνάμεις
εκείνες, τη συμμαχία των οποίων είχε
παλαιότερα επιδιώξει. Δυναμώνοντας
τελικά το ΑΚΡ πέταξε λοιπόν τη φιλοκοσμική
του μάσκα; Ή μήπως η όλη πορεία του
κόμματος σε ό,τι αφορά τις γυναίκες και
φυσικά την πολιτική τους εκπροσώπηση
συναρμόζεται απόλυτα με την πολιτική
του ταυτότητα;
Σε
ένα εξαιρετικά διεισδυτικό τους άρθρο
οι Σιμτέν
Τζοσάρ
και Μετίν Γεγένογλου διακρίνουν
τρεις βασικές συνιστώσες στην ταυτότητα
του ΑΚΡ: το νεοφιλελευθερισμό και τη
συνακόλουθη πίστη στη νεωτερικότητα,
τον εθνικισμό και αυτό που ονομάζουν
«αναβαθμισμένο θρησκευτικό συντηρητισμό».
Τα στοιχεία αυτά ασφαλώς δεν αποτελούν
ιδιαιτερότητα του ΑΚΡ, αλλά χαρακτηρίζουν
όλα τα ανά τον κόσμο νεοφιλελεύθερα
κόμματα. Ο θρησκευτικός συντηρητισμός
–που οι ιθύνοντες του ΑΚΡ ταυτίζουν με
την «τουρκική κουλτούρα»- θέτει στο
στόχαστρο τις νομοθετικές και κοινωνικές
κατακτήσεις των γυναικών στη δημόσια
και ιδιωτική σφαίρα προβάλλοντας την
οικογένεια ως κύριο πεδίο δράσης τους.
Αυτό ασφαλώς δεν είναι ασυμβίβαστο με
την «ευέλικτη» θέση των γυναικών στην
αγορά εργασίας, μια θέση που τους στερεί
τα εργασιακά δικαιώματα, τα οποία μέχρι
πρότινος τους προσέφερε το κράτος
πρόνοιας –ισχνό ούτως ή άλλως στην
περίπτωση της Τουρκίας. Κάτι τέτοιο
συμβαδίζει απόλυτα με τα επιχειρηματικά
συμφέροντα, με τα οποία όλα τα νεοφιλελεύθερα
κόμματα –συμπεριλαμβανομένου του ΑΚΡ-
ταυτίζονται. Εξ ου και η μείωση της
καταγεγραμμένης γυναικείας εργασίας
στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια που
συμπορεύεται με την αύξηση της μαύρης
εργασίας, όπου οι γυναίκες
υπεραντιπροσωπεύονται. Υπ’ αυτούς τους
όρους προωθείται η γυναικεία εργασία
στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι συγγραφείς λοιπόν πολύ εύστοχα
διατυπώνουν τον όρο «νεοφιλελεύθερη
πατριαρχία», ως βασική συνθήκη ένταξης
των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία
και γενικότερα στο δημόσιο χώρο.xxxviii
Η
αναδιαπραγμάτευση με το κοινωνικό σώμα
και με τη νεότευκτη για την Τουρκία
κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου
βέβαια και του φεμινιστικού κινήματος
ήταν απαραίτητη προκειμένου να
νομιμοποιήσει το ΑΚΡ σε εκείνους την
πολιτική του παρουσία ως εχέγγυο
δημοκρατίας και ευρωπαϊκότητας. Εξ ου
και οι πρωτοβουλίες που προαναφέρθηκαν
για την αναβάθμιση της θέσης των γυναικών.
Ταυτόχρονα όμως, και αυτό είναι ιδιαίτερα
σημαντικό, το ΑΚΡ επεδίωξε με αυτόν τον
τρόπο να νομιμοποιήσει την εξαρτημένη
θέση των γυναικών στη δημόσια σφαίρα
και στην οικογένεια. Έτσι οι παραπάνω
πρωτοβουλίες συμβαδίζουν με πλήθος
συντηρητικών δηλώσεων και κινήσεων,
καθώς και με το επαναλαμβανόμενο μοτίβο
ότι οι γυναίκες επιθυμούν να απέχουν
από την πολιτική και ότι πρέπει να
εισαχθούν σε αυτή υπό την πατρική
καθοδήγηση του κόμματος, με τους όρους
που αυτό θέτει. Από αυτή την άποψη δεν
είναι τυχαίο το ότι οι γυναίκες, παρά
την αυξημένη κοινοβουλευτική τους
εκπροσώπηση, εξακολουθούν να παραμένουν
μακριά από τα κέντρα λήψης αποφάσεων
του κόμματος. Το τωρινό μάλιστα υπουργικό
συμβούλιο δεν περιλαμβάνει παρά δυο
μόνο γυναίκες, τη Σεμά Ραμαζάνογλου,
υπουργό Θεμάτων Οικογενείας και
Κοινωνικής Πολιτικής και τη Φατμά
Γκιουλντεμέτ Σαρί, υπουργό Περιβάλλοντος
και Πολεοδομικού Σχεδιασμού.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι το ζήτημα της βίας
κατά των γυναικών στην Τουρκία που έχει
λάβει ιδιαίτερα σοβαρές διαστάσεις: οι
δολοφονίες γυναικών από μέλη του
οικογενειακού τους περιβάλλοντος, ως
επί το πλείστον –συνήθως συζύγους ή
πρώην συζύγους- εμφανίζεται σε καθημερινή
σχεδόν βάση στα αστυνομικό δελτίο των
εφημερίδων. Τελευταία έχει καταστεί
μείζον πολιτικό ζήτημα: κυβέρνηση και
αντιπολίτευση διαρρηγνύουν τα ιμάτιά
τους απέναντι στο φαινόμενο, αποσιωπώντας
βεβαίως τις ευθύνες τους για αυτό, ενώ
πλειοδοτούν σε προτάσεις για την
αντιμετώπισή του. Σε αυτές, ενώ
υπογραμμίζεται η μηδενική ανοχή που
πρέπει να επιδειχθεί, εκείνη δεν
παρουσιάζεται ως απόρροια των ατομικών
δικαιωμάτων των γυναικών, όσο της
χρησιμότητάς τους για το κράτος ως
μητέρων και ως εργαζομένων. Η βία δηλαδή
κατά των γυναικών παρουσιάζεται από
επίσημους φορείς, όχι τόσο ως παραβίαση
ατομικών δικαιωμάτων, όσο ως αντεθνική
ενέργεια. Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερα
έντονο στο λόγο στελεχών του ΑΚΡ. Ωστόσο,
η θέση που το ζήτημα αυτό έχει αποκτήσει
στο δημόσιο λόγο είναι αποτέλεσμα του
αγώνα που το φεμινιστικό κίνημα δίνει
από τη δεκαετία του 1980 για να αναδείξει
τη βία κατά των γυναικών στο δημόσιο
και στον ιδιωτικό χώρο σε κοινωνικό
πρόβλημα. Ταυτόχρονα ΜΚΟ ποικίλων
προσανατολισμών –αριστερές, ισλαμιστικές
κλπ.- δραστηριοποιούνται σε αυτή την
κατεύθυνση, εκφέροντας μια ποικιλία
λόγων και κινούμενες συχνά σε ριζοσπαστική
κατεύθυνση και συσπειρώνοντας απρόσμενα
πλατιές κοινωνικές ομάδες ευρύτερες
από κάποιους φεμινιστικούς κύκλους.
Όλα αυτά, το ότι δηλαδή το θέμα έχει
τεθεί στο δημόσιο λόγο, αποτελεί σαφώς
νίκη του φεμινιστικού κινήματος και
είναι ένα από τα λίγα ελπιδοφόρα πολιτικά
μηνύματα στην εποχή μας.
Εν
είδει συμπεράσματος, θεωρώ ότι η
κληρονομιά του οθωμανικού και του
τουρκικού εκσυγχρονισμού, όπως και η
εξέλιξη της πολιτικής κουλτούρας στην
Τουρκία, έχουν δημιουργήσει μια ευαισθησία
σε σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης
στη χώρα απέναντι στα δικαιώματα των
γυναικών, οδηγώντας, σε διάφορες ιστορικές
συγκυρίες, σε κινητοποιήσεις από τα
κάτω για αυτά, τόσο στο φιλοκοσμικό, όσο
και στο ισλαμιστικό στρατόπεδο. Έτσι
όμως, αφ’ ενός μεν τα ούτως ή άλλως
ρευστά όρια μεταξύ των δύο αυτών χώρων
σχετικοποιούνται ακόμη περισσότερο
και αφ’ ετέρου τα δικαιώματα των γυναικών
γίνονται προνομιακό πεδίο για την εκφορά
ενός εκσυγχρονιστικού πολιτικού λόγου
και τη συγκρότηση ενός αντίστοιχου
πολιτικού προφίλ ως στοιχείου εσωτερικής
και διεθνούς νομιμοποίησης. Η συνέχεια
μεταξύ της κεμαλικής πολιτικής και
εκείνης του ΑΚΡ είναι εντυπωσιακή, τόσο
από αυτή την άποψη όσο και από εκείνη
του πατερναλιστικού ελέγχου της δημόσιας
δράσης των γυναικών, ώστε αυτή να μην
ξεπερνά κάποια «επιτρεπτά» όρια.
Από
την άλλη πλευρά, οι κινητοποιήσεις από
τα κάτω για το θέμα αυτό που παρατηρούνται
σε ολόκληρη την Τουρκία μας βοηθούν να
μετατοπίσουμε το βλέμμα μας από τη
«μεγάλη πολιτική» στις «δυνάμεις που
δημιουργούνται μέσα από καθημερινές
μάχες».
xxxix
Διεύρυναν και εξακολουθούν να διευρύνουν
την έννοια της πολιτικής συμμετοχής
Κάτι τέτοιο δημιουργεί την ελπίδα ότι
οι νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής
που αναδύονται θα ανοίξουν το δρόμο για
την υπέρβαση των αποκλεισμών σε βάρος
των γυναικών που δημιούργησε ή άφησε
ανέγγιχτους η «μεγάλη πολιτική».
i
Serpil
Çakır, Osmanlı
Kadın Hareketi [Οθωμανικό
γυναικείο
κίνημα],
Metis Yayınları, Κωνσταντινούπολη
1996, σ.
311.
ii
Şirin
Tekeli, Kadınlar
ve Siyasal Toplumsal Hayat
[Γυναίκες
και
πολιτική/κοινωνική
ζωή],
Birikim Yayınları, Κωνσταντινούπολη
1982, σ.
213, 215–216. Οι
διατάξεις
του 1930 και του 1934 προβλέπουν για τις
γυναίκες το δικαίωμα του εκλέγειν και
του εκλέγεσθαι στις δημοτικές και στις
βουλευτικές εκλογές αντίστοιχα.
iii
Yaprak
Zihnioğlu,
Kadınsız
Inkilap.
Nezihe
Muhiddin,
Kadınlar
Halk
Firkası,
Kadın
Birliği
[Επανάσταση χωρίς γυναίκες. Η Νεζιχέ
Μουχιντίν, το Λαϊκό Κόμμα Γυναικών και
η Ένωση Γυναικών], Metis
Yayınları,
Κωνσταντινούπολη 1993, σ.
158-165,
234-257.
iv
Mustafa
Çadır,
Kadının
Siyasal
Yaşama
Katılımında
Siyasi
Parti
Kadın
Kollarının
Rolü
(TBMM’de
Grubu
Bulunan
Siyasi
Partiler
Bağlamında
Ankara
İli
Örneği),
[Ο
ρόλος των γυναικείων τμημάτων των
πολιτικών κομμάτων στη συμμετοχή των
γυναικών στην πολιτική ζωή]
Uzmanlık
Tezi,
T.C.
Başbakanlık,
Kadının
Statüsü
Genel
Müdürlüğü,
Άγκυρα 2011, σ. 36.
v
Ayten
Sezer,
«Türkiye’deki
İlk
Kadın
Milletvekilleri
ve
Meclisteki
Çalışmaları»
[Οι πρώτες γυναίκες βουλευτές στην
Τουρκία και το κοινοβουλευτικό τους
έργο], στο http://www.ait.hacettepe.edu.tr/arsiv/kadin.htm,
2005 (πρόσβαση: 14.8.2013), σ. 3-4.
vi
Tekeli,
Kadınlar
ve
Siyasal,
ό.π., σ. 215-216.
vii
Ayşe
Güneş
Ayata
- Özlem
Gölgelioğlu,
«Fırsat
Eşitliği
mi
Sonuçta
Eşitlik
mi?
2000’li
Yıllarda
Kadın
Kotası
Tartısmaları»
[Ισότητα στις ευκαιρίες ή στο αποτέλεσμα;
Συζητήσεις για τις ποσοστώσεις υπέρ
των γυναικών τη δεκαετία του 2000], στο
Hülya
Durudoğan,
Fatos
Gökşen
κ.ά. (επιμ.), Türkiye’de
Toplumsal
Cinsiyet
Calışmaları.
Eşitsizlikler
Mücadeleler,
Kazanımlar
[Μελέτες για το κοινωνικό φύλο στην
Τουρκία. Ανισότητες, αγώνες, κατακτήσεις],
Koç
Üniversitesi
Yayınları,
Κωνσταντινούπολη 2010, σ. 147.
viii
Στις εκλογές του 1954 εκλέγονται τέσσερις
γυναίκες βουλευτές (ποσοστό 0,7%) και σε
εκείνες του 1957 οκτώ (ποσοστό 1,3%), Gürsel
Yaktıl
Oğuz,
(επιμ.), Toplumsal
Yaşamda
Kadın
[Η γυναίκα στην κοινωνική ζωή], Anadolu
Üniversitesi,
Εσκίσεχιρ 2009, σ. 120· Güneş
Ayata
- Gölgelioğlu,
«Fırsat
Eşitliği»,
ό.π.
ix
Güneş
Ayata
- Gölgelioğlu,
ό.π.· Çadır,
Kadının
Siyasal
Yaşama,
ό.π., σ. 39.
x
Önceki Milletvekillerimiz [Οι παλαιότεροι
βουλευτές μας], στο
http://chpkadin.chp.org.tr/chp-kadin-kollari-tarihi/onceki-milletvekillerimiz/
( πρόσβαση:17.9.2013). Επίσης έξι γυναίκες
(σε σύνολο 150 γερουσιαστών) εκλέχτηκαν
στη Γερουσία το 1961 και τέσσερις (σε
σύνολο 15 γερουσιαστών) τοποθετήθηκαν
στο σώμα αυτό από ην Πρωθυπουργία.
xi
Fatmagül
Berktay,
«Türkiye
Solu’
nun
Kadına
Bakışı:
Degişen
Bir
Şey
Var
mı?»
[Η ματιά της τουρκικής Αριστεράς απέναντι
στη γυναίκα: υπάρχει κάτι που αλλάζει;],
στο Şirin
Tekeli,
(επιμ.), Kadın
Bakış
Açısından
1980’ler
Türkiye’sinde
Kadınlar
[Οι γυναίκες στην Τουρκία της δεκαετίας
του 1980 από τη δική τους σκοπιά], Iletişim
Yayınları,
Κωνσταντινούπολη 1993, σ. 282.
xiii
Αυτ., σ. 269.
xiv
Çadır,
Kadının
Siyasal
Yaşama,
ό.π., σ. 54.
xv
Şirin
Tekeli,
«1980’ler
Türkiye’sinde
Kadınlar»
[Οι
γυναίκες στην Τουρκία τη δεκαετία του
1980],
στο Tekeli,
(επιμ.), Kadın
Bakış
Açısından
, ό.π.,
σ.
21-24.
xvi
Αυτ., σ. 26-27.
xvii
Önceki Milletvekillerimiz,
ό.π.· Çadır,
Kadının
Siyasal
Yaşama,
ό.π., σ. 39.
xviii
Önceki
Milletvekillerimiz,
ό.π.
xix
Güneş
Ayata
- Gölgelioğlu,
«Fırsat
Eşitliği»,
ό.π.,
σ. 147. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να
εντάξουμε κάποιες θεσμικές εξελίξεις
όπως η ίδρυση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου
για την πολιτική στα Γυναικεία Θέματα
(Kadına
Yönelik Politikalar Danışma Kurulu)
το 1987 και της Γενικής Διεύθυνσης Ερευνών
για Οικογενειακά και Κοινωνικά θέματα
(Aile
ve
Sosyal
Araştırmalar
Genel
Müdürlüğü)
το 1989.
xx
Önceki Milletvekillerimiz, ό.π.
xxi
Güneş
Ayata,
«Türkiye’de
Kadının»,
ό.π., σ. 264-267, 277.
xxii
Είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστικό
ότι ήδη από το 1930 η Λατιφέ Μπεκίρ, από
τα πρώτα γυναικεία μέλη του δημοτικού
συμβουλίου της Κωνσταντινούπολης τη
χρονιά αυτή και από τις πρώτες γυναίκες
βουλευτές της Τουρκίας μετέπειτα,
χαρακτήρισε την τοπική αυτοδιοίκηση
«διευρυμένο νοικοκυριό», Huriye
Yıldırım,
«Yerel
Yönetimlerde Kadının Siyasi Temsil Yetersizliği»
[Η
ανεπάρκεια της πολιτικής εκπροσώπησης
των γυναικών στην τοπική αυτοδιοίκηση],
Akademik
Perspektif
,
http://akademikperspektif.com/2013/03/08/kadinin-siyasi-temsil-yetersizligi/
(πρόσβαση: 17/9/2013) · Ayşegül
Yaraman,
Türkiye’de
Kadınların
Siyasal
Temsili
[Η
πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών στην
Τουρκία], Bağlam
Yayınları,
Άγκυρα 1999, σ. 44.
xxiv
Berktay,
«Türkiye
Solu’
nun»,
ό.π., σ. 284.
xxvi
Sibel
Eraslan, «Refahlı Kadın Tecrübesi» [Το
πείραμα
των
γυναικών
του
Κόμματος
της
Ευημερίας]
στο
Yıldız Ramazanoğlu (επιμ.),
Osmanlı’dan
Cumhuriyet’e Kadının Tarihi Dönüşümü
[Ιστορικός
μετασχηματισμός
της
θέσης
των
γυναικών
από
την
Οθωμανική
περίοδο
στη
Δημοκρατία],
Pınar, Κωνσταντινούπολη
2000, σ.
214.
xxvii
Jenny
B.White, «The Islamist Paradox», στο
Deniz Kandiyoti - Ayşe Saktanber, (επιμ.),
Fragments
of Culture. The Everyday of Modern Turkey,
I.B. Tauris, Λονδίνο-Νέα
Υόρκη
2002, σ.
211.
xxviii
Για το αποτέλεσμα
των εκλογών του 1995 βλ.
http://tr.wikipedia.org/wiki/1995_T%C3%BCrkiye_genel_se%C3%A7imleri
(πρόσβαση:18/9/2013). Για τον αριθμό των
γυναικών βουλευτών ανά κόμμα βλ. Önceki
Milletvekillerimiz,
ό.π.
xxix
Çadır,
Kadının
Siyasal
Yaşama
, ό.π., σ.
38. Το
Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας είχε ιδρύσει
την εθελοντική οργάνωση Türk Kadınını
Destekleme ve Tanıtma Vakfı [Ίδρυμα υποστήριξης
και προβολής της Τούρκισας γυναίκας].
xxx
Hayat Kabasakal, «A Profile of Top Women Managers in Turkey» στο
Arat, (επιμ.),
Deconstructing
Images,
ό.π.,
σ.
230.
Από την άλλη πλευρά έχει υποστηριχθεί
ότι η θέση της Τσιλλέρ ως πρωθυπουργού
δημιούργησε νέα γυναικεία πρότυπα, τα
οποία τα πολιτικά κόμματα όφειλαν να
λάβουν υπόψη, Çadır,
Kadının
Siyasal
Yaşama
, ό.π., σ.
38.
xxxii
Yeşim Arat, Political
Islam in Turkey and Women’s Organizations, TESEV,
Κωνσταντινούπολη
1999, σ.
15· Zeyneb Çağliyan İmişiker, The
Changing Nature of Islamism in Turkey: A Comparison of Erbakan and
Erdoğan,
M.A. Thesis, Department of Political Science and Public
Administration, Bilkent University, Άγκυρα
2002, σ.
30, 50-51.
xxxiii
Για το ρόλο αυτό βλ. ενδεικτικά, Nilüfer
Göle,
Modern
Mahrem.
Medeniyet
ve
Örtünme
[Το σύγχρονο απόκρυφο. Πολιτισμός και
γυναικεία κάλυψη],
Metis
Yayınları,
Κωνσταντινούπολη 1991· Ayşe
Saktanber,
Living
Islam:
Women,
Religion
and
Politicisation
of
Culture
in
Turkey,
I.B.
Tauris
London
2007.
xxxiv
Çağliyan
İmişiker, The
Changing Nature, ό.π.,
σ.
51· Eraslan, “Refahlı Kadın Tecrübesi”, ό.π.,
σ.
233.
xxxv
Ayşe Güneş Ayata -
Fatma Tütüncü, «Party Politics of the AKP (2002–2007) and
the Predicaments of Women at the Intersection of the Westernist,
Islamist and Feminist Discourses in Turkey», British
Journal of Middle Eastern Studies,
Volume
35/3 (2008), σ.
373-374.
xxxvi
Πρόκειται για δήλωση
της βουλευτή Σμύρνης και εκ των
αντιπροέδρων του κόμματος Νιουκχέτ
Χοτάρ Γκιοκσέλ σε εκτός ημερήσιας
διάταξης ομιλία της στο κοινοβούλιο
στις 4 Δεκεμβρίου 2003. Βλ. Sosyal İşler Başkanı
Prof. Dr. Nükhet Hotar Göksel:Kadınlar siyasette daha çok yer
almalı [Καθ. Δρ. Nükhet
Hotar
Göksel,
Επικεφαλής Τμήματος Κοινωνικών
Υποθέσεων: Οι γυναίκες πρέπει να
συμμετέχουν περισσότερο στην πολιτική],
στο
http://www.akparti.org.tr/mobil/haberler/sosyal-isler-baskani-prof-dr-nukhet-hotar-gokselkadinlar-siyasette-daha-cok/1630
(πρόσβαση: 28/9/2013).
xxxvii
Güneş Ayata-
Tütüncü, , «Party Politics of the AKP», ό.π.,
σ.
375.
xxxix
Νικόλας Κοσματόπουλος, «Κυβερνησιμότητα
της κρίσης και των κοινών στη νέα
Μεσόγειο», Η
Αυγή,
22/9/2013.