Οι εξελίξεις της νόμιμης μοίρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
μορφή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής;
Το δίκαιο της νόμιμης μοίρας έχει χαρακτηριστεί ως ένα εκ των «ολιγότερον σαφών μερών» του Αστικού Κώδικα, οι διατάξεις του «είναι και θα μείνουν βαρείς σταυροί των νομικών» ή είναι «αληθείς νομοθετικοί γρίφοι» (Βουζίκας). Πράγματι μια απλή ανάγνωση των διατάξεων 1825-1845 ΑΚ αναδεικνύει πλήθος ερμηνευτικών δυσκολιών για τον εφαρμοστή του δικαίου, ενώ τα ζητήματα του υπολογισμού της νόμιμης μοίρας, της παραίτησης από αυτήν, της προσαύξησης και της συνεισφοράς θεωρούνται από τα πιο ακανθώδη σημεία του ιδιωτικού αστικού δικαίου συνολικά. Η εξήγηση της δυσκολίας αυτής ανιχνεύεται βέβαια στην ομολογουμένη ύπαρξη κενών και ασαφειών στο γράμμα του νόμου, κατανοείται όμως πληρέστερα αν ληφθεί υπόψη η επιτελούμενη αποστολή της νόμιμης μοίρας, ως μέσο προστασίας της οικογένειας και συγκεκριμένα των στενών συγγενών του αποθανόντος, για τους οποίους όχι μόνο δεν προέβλεψε ο τελευταίος αλλά και εξέφρασε την αντίθετη βούλησή του με τη διαθήκη. Μετά από αξιολογικές σταθμίσεις των συγκρουόμενων συμφερόντων ο νομοθέτης παρεμβαίνει περιορίζοντας την ελευθερία διάθεσης, που αποτελεί βασική προστατευόμενη αρχή στην έννομη τάξη του αστικού κράτους, και θεσπίζοντας κανόνες αναγκαστικού δικαίου για να προστατεύσει τα στενά μέλη της οικογένειας του διαθέτη. Ως συγκρουόμενα συμφέροντα στο δίκαιο της νόμιμης μοίρας καταγράφονται: α) Το συμφέρον του κληρονομούμενου, που αναφέρεται στη διατήρηση άθικτης της ελευθερίας διαχείρισης της περιουσίας του (διαθέσεις με διατάξεις τελευταίας βούλησης και χαριστικές εν ζωή παροχές). «Αυτό το συμφέρον, απόλυτα λαμβανόμενο, θα έπρεπε να οδηγήσει στη γενική άρνηση της αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής.» β) Το συμφέρον των μεριδούχων, που έγκειται στη δυνατότητά τους να λάβουν μέρος της κληρονομαίας περιουσίας. «Τα συμφέροντα των προσώπων, τα οποία (μπορεί να) έχουν την ιδιότητα του νόμιμου μεριδούχου, εμφανίζονται δικαιολογημένα από καθαρά ηθική πλευρά, αφού η αναγνώριση της ιδιότητας του κληρονόμου τα καθιστά ‘συνεχιστές της προσωπικότητας του κληρονομουμένου’, καθώς και από καθαρά οικονομική πλευρά, αφού θα πρέπει να αναμένεται φροντίδα του κληρονομουμένου για τα πρόσωπα αυτά και για τον μετά το θάνατό του χρόνο.» γ) Το συμφέρον των εγκατάστατων κληρονόμων και των άλλων τιμώμενων με τη διαθήκη προσώπων, ή δ) Το συμφέρον των εν ζωή δωρεοδόχων του αποθανόντος, που εντοπίζεται στη διατήρηση του κύρους των διατάξεων της διαθήκης και των εν ζωή χαριστικών παροχών αντίστοιχα. ε) Το συμφέρον των τρίτων που συναλλάσσονται με τους παραπάνω, που αναφέρεται στη διατήρηση των δικαιωμάτων των τελευταίων ως προϋπόθεση του κύρους των συναλλαγών. στ) Το συμφέρον του κράτους ή της «εκπροσωπούμενης» από αυτό κοινωνίας, που περιλαμβάνει την προστασία των συναλλαγών, την προστασία της οικογένειας και την κατά το δυνατό μεγαλύτερη εξισορρόπηση των τυχόν αντιτιθέμενων συμφερόντων. (Σπυριδάκης)
Ο θεσμός της αναγκαστικής διαδοχής, «γέννημα της ανάγκης εξισορρόπησης μεταξύ του άκρατου ατομικισμού, που διαπνέει την ελευθερία διάθεσης, και της προαγωγής του κοινωνικού συμφέροντος, που επιτάσσει την προστασία της οικογένειας», εξελίχθηκε και προσέγγισε ως ένα βαθμό τη σημερινή του μορφή κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η ύπαρξη καθεστώτος ‘οικιακής οικονομίας’, στο πλαίσιο του οποίου οι στενοί συγγενείς είχαν συντελέσει στην κτήση της οικογενειακής περιουσίας, υπαγόρευε την περιέλευσή της μετά το θάνατο του αρχηγού της οικογένειας στα χέρια των συγγενών του, καθώς αυτοί ήταν κατά τεκμήριο οι πλέον αρμόδιοι και κατάλληλοι για τη συντήρηση και την επέκτασή της. Στην πορεία, ωστόσο, το κληρονομικό δικαίωμα των στενών συγγενών έπαψε να είναι δεδομένο και ο pater familias αποφάσιζε κατά την απόλυτη κρίση του, ποιος ήταν ο πλέον ικανός για τη διαχείριση των οικογενειακών υποθέσεων και την απόκτηση της περιουσίας μετά το θάνατό του. Παρ’ όλο που ο νέος τρόπος καθορισμού των κληρονόμων φέρεται να αποδόθηκε αρχικά στη σκοπούμενη μέσω αυτού αποτροπή του κατακερματισμού των γαιών (Βουζίκας), ο αρχηγός της οικογένειας είχε πλέον καταστεί παντοδύναμος και η μοναδική υποχρέωσή του απέναντι στους υπεξουσίους στενούς συγγενείς συνίστατο στην απλή μνημόνευσή τους στη διαθήκη με σκοπό είτε εγκατάστασης είτε αποκλήρωσης. «Ο ‘περιορισμός’ αυτός της ελευθερίας διάθεσης απέκλειε απλώς το ενδεχόμενο ακούσιας παράλειψης κάποιου στενού συγγενούς του κληρονομουμένου, χωρίς κατά τα άλλα να εξασφαλίζει το ελάχιστο προστατευτικό πλαίσιο για το θεσμό της οικογένειας.» (Παπαντωνίου) Η αναγκαστική διαδοχή διαμορφώθηκε αρχικά από τη νομολογία, ως προσπάθεια μετριασμού του άκρατου αυτού ατομικισμού: σε προσφυγές στενών συγγενών του διαθέτη με την αιτιολογία ότι αυτοί είχαν παραλειφθεί από τη διανομή της κληρονομίας ή δεν είχαν ικανοποιηθεί αρκετά, το αρμόδιο για τις κληρονομικές διαφορές δικαστήριο έκανε παγίως δεκτό ότι ο διαθέτης ήταν ‘quasi non sanae mentis’, δηλαδή οιονεί φρενοβλαβής, με αποτέλεσμα να επέρχεται ακυρότητα της διαθήκης. Σταδιακά, ως ύψος νόμιμης μοίρας καθιερώθηκε ποσοστό 1/4 της εξ αδιαθέτου μερίδας, του οποίου η απόδοση από το διαθέτη με τη μορφή κληρονομικού μεριδίου στον αιτούντα οδηγούσε σε απόρριψη της προσφυγής.
Σήμερα, το μέλλον της νόμιμης μοίρας αμφισβητείται σε θεωρητικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, με αφορμή τη συζήτηση για τη συνταγματικότητα των ρυθμίσεων του ν.δ. 472/1974 και του άρθρου 21 του ν. 1738/1987, που θεωρήθηκαν ως διάσπαση του δικαίου της αναγκαστικής διαδοχής, και κατ’ επέκταση τη συζήτηση για τη συνταγματική κατοχύρωση της νόμιμης μοίρας, υποστηρίχθηκαν ευθέως και θέσεις για την κατάργησή της: «Είναι βέβαια εύλογοι οι προβληματισμοί κοινωνικού περιεχομένου σε σχέση με την ανάγκη διατήρησης των διατάξεων περί νομίμου μοίρας οι οποίοι αποσκοπούν στη διατήρηση του θεσμού της νόμιμης οικογένειας. Παράλληλα όμως θα μπορούσε να εκτεθεί και ένας άλλου είδους προβληματισμός: γιατί τάχα χρήζει νομοθετικής κηδεμονίας η βούληση του Έλληνα κληρονομουμένου, ενώ του Βρετανού είναι ώριμη να αποφασίσει σύμφωνα με την απόλυτη ελευθερία της; Η βρετανική οικογένεια δεν χρήζει τάχα ανάλογων νομοθετικών προνομίων; Και πώς τέλος πάντων θα αντιμετωπισθούν όλα αυτά δεδομένης της βαθειάς κοινωνικής αλλαγής που αγγίζει βαθειά το θεσμό της οικογένειας υπό το παραδοσιακό της σχήμα; Πλησίασε ίσως ο χρόνο που η αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνδέονται με τις κοινωνικές μεταβολές (όπως έγινε με τα άλλοτε καλούμενα ‘εξώγαμα τέκνα’, ή τον πολιτικό γάμο δεν επαρκεί. Η αρχή της επίλυσης των θεσμικών αυτών ζητημάτων θα πρέπει, πιστεύω, να γίνει από το κληρονομικό δίκαιο, το οποίο και αποτελεί το επίκεντρο της διατήρησης της παραδοσιακής οικογένειας. Οι σύγχρονες κοινωνίες μπορούν να κατανοήσουν ότι οι δεσμοί και οι θεσμοί δεν χρήζουν ‘νομοθετικών κινήτρων’, όπως αυτό της αναγκαστικής διαδοχής, για να αναπτυχθούν. Αντίθετα, η αντιμετώπιση των πολιτών ως ‘οιονεί φρενοβλαβών’, όταν πρόκειται για την έκφραση της ελεύθερης βούλησής τους, θίγει και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την οικονομική ελευθερία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ίσως να ευαισθητοποιηθεί ο νομοθέτης και να εργασθεί για την αναγωγή της ελεύθερης βούλησης σε πηγή εδραίωσης θεσμών, δεσμών και αισθημάτων.» (Τροβά) Αλλά και μέρος της βιβλιογραφίας του Κληρονομικού Δικαίου τάσσεται ανοιχτά υπέρ της υιοθέτησης του αγλλοσαξονικού συστήματος: «Η ‘σμίκρυνση’ της σύγχρονης οικογένειας, η οικονομική χειραφέτηση σε ευρεία έκταση των μελών της, η συμμετοχή του συζύγου στα αποκτήματα, οι κοινωνικές ασφαλίσεις και η βαθιά μεταβολή στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση τη δικαιολογητική βάση της νόμιμης μοίρας, τουλάχιστο στην έκταση και τη μορφή που αναγνωρίζει ο ΑΚ. Έτσι, δεν είναι άτοπο να υποστηριχθεί ότι το μέλλον της νόμιμης μοίρας είναι αβέβαιο. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι πολλά ξένα δίκαια (λ.χ. αγγλοαμερικανικά) αναγνωρίζουν σε ορισμένα μέλη της οικογένειας, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μόνο αξίωση διατροφής σε βάρος της κληρονομίας, δηλ. αγνοούν το θεσμό της νόμιμης μοίρας!» «…απαιτείται αναθεώρηση των διατάξεων του κληρονομικού δικαίου. Η ιδέα της αναθεώρησης έχει ωριμάσει από καιρό και στον ευρωπαϊκό χώρο (πρβλ. Schlüter, Lange-Kuchinke, MünchKomm-Leipold, Staydinger-Otte), ατυχώς όμως δεν έχουν ωριμάσει οι συγκεκριμένες λύσεις. Αυτές απαιτούν εκτεταμένες κοινωνιολογικές έρευνες με αξιόλογα στατιστικά στοιχεία. Αλλά τέτοιες δε φαίνεται να έχουν πουθενά ολοκληρωθεί και γι’ αυτό η σχετική αναθεώρηση έχει οραματικό χαρακτήρα. Η αναθεώρηση πρέπει κυρίως να στραφεί προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις: … Να επανεξετασθεί η μορφή απονομής της νόμιμης μοίρας. Μήπως η τελευταία πρέπει να έχει μόνο διατροφικό χαρακτήρα σε βάρος της κληρονομίας ενόψει του ότι το κράτος έχει αναλάβει σε ευρεία έκταση την προστασία των μελών της οικογένειας;» (Φίλιος) Ας σημειωθεί, τέλος, ότι επικρίσεις του θεσμού της νόμιμης μοίρας έχουν διατυπωθεί από παλιά, όπως για παράδειγμα από την αναφερόμενη σχολή του Le Play «ως περιορίζοντος ιδία της εξουσίαν του κληρονομουμένου προς κατάλειψιν της περιουσίας του εις το υπ’ αυτού πλέον άξιον κρινόμενον τέκνον του και επαγομένου, ούτω, κατάτμησιν των ιδιοκτησιών επί βλάβη της κοινωνικής οικονομίας.» (Βουζίκας)
Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται, η μορφή και ο ρόλος της οικογένειας έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια και επιτελεί εντελώς διαφορετικές λειτουργίες σε σχέση με το παρελθόν. Η οικογένεια δεν αποτελεί στις μέρες μας οικονομική - παραγωγική μονάδα, ούτε χαρακτηρίζεται ως πολιτική οντότητα, ενώ ο θρησκευτικός της ρόλος έχει εξ ολοκλήρου εκλείψει (Κουμάντος, Δασκαρόλης, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη). Η οικογένεια, όμως, παραμένει στη σύγχρονη πραγματικότητα βασική κοινωνική μονάδα, καθώς στους κόλπους της ανατίθεται η ανατροφή των ανήλικων τέκνων, η διαπαιδαγώγησή τους, η διαμόρφωση ενός κλίματος αγάπης και στοργής όπου το άτομο ελεύθερα θα αναπτύξει την προσωπικότητά του. Η σύγχρονη συζυγική-πυρηνική οικογένεια αποτελεί κοινωνική μονάδα με συγκεκριμένη αποστολή, την οποία δεν είναι εύκολο να εκπληρώσουν άλλα όργανα της Πολιτείας. «Αλλά και αν υποτεθεί ότι η κρατική γραφειοκρατία θα ήταν δυνατό να αναλάβει τα καθήκοντα ‘διατροφής’ που σήμερα ανατίθενται στην οικογένεια ή και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η επέκταση των κοινωνικών ασφαλίσεων εξουδετερώνει τη σημασία της μέριμνας για τα ‘αδύνατα’ μέλη, που ο αστικός κώδικας αναθέτει στην οικογένεια, και πάλι δεν θα άλλαζε η επιλογή των κληρονόμων που γινόταν ως τώρα. Οι πλησιέστεροι δηλαδή συγγενείς και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου θα εξακολουθούν να είναι οι ‘αρμοδιότεροι’ κληρονόμοι του, γιατί η αποστολή της οικογένειας δεν περιορίζεται σήμερα μόνο στη διατροφή των ανίκανων για εργασία μελών της και στην επιμέλεια των ανηλίκων.» (Παπαντωνίου)
Οι παραπάνω σκέψεις μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στο ηπειρωτικό δίκαιο, που παραδοσιακά αναγνωρίζει το θεσμό της νόμιμης μοίρας, και το αγγλοσαξονικό δίκαιο, που περιλαμβάνει μόνο ρυθμίσεις διατροφικού χαρακτήρα για ορισμένα πρόσωπα που είχαν στενή σχέση με τον αποθανόντα˙ διαφορά που απαντά ως έναν βαθμό και στον προβληματισμό της παρούσας εισήγησης. Στο κρατικο – συντεχνιακό ή ηπειρωτικό πρότυπο κράτους πρόνοιας, «βασικός πυρήνας κοινωνικής φροντίδας είναι η παραδοσιακή οικογένεια», η προστασία της οποίας αναγορεύεται σε κοινωνικό δικαίωμα με την αντίστοιχη συνταγματική κατοχύρωση. Έτσι, η νόμιμη μοίρα εξασφαλίζει ως ένα βαθμό την φροντίδα των μελών της οικογένειας μετά το θάνατο του κατέχοντος την ιδιοκτησία, ώστε να μην καταστεί αναγκαία η επέμβαση του κράτους με κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες σύμφωνα με την επικρατούσα αρχή της επικουρικότητας. Αντίθετα, στο φιλελεύθερο – αγγλοσαξονικό πρότυπο κράτους πρόνοιας, που «χαρακτηρίζεται από επιλεκτική κοινωνική βοήθεια στα πιο αδύνατα μέλη της κοινωνίας μετά από έλεγχο των εισοδημάτων τους, η ιδεολογική πρωτοκαθεδρία της αγοράς και η υποταγή της κοινωνικής πολιτικής στις οικονομικές προτεραιτότητες» υπαγορεύουν την απόλυτη ιδιωτική αυτονομία και την ελευθερία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας, ως συστατικά στοιχεία της αυτονομίας και αυτορρύθμισης της αγοράς. Τα αδύνατα μέλη της οικογένειας του θανόντος, αν παραλειφθούν από τη διανομή της κληρονομίας, έχουν μόνο δικαίωμα ‘διατροφής από την περιουσία’ του και μόνο υπό τον έλεγχο του δικαστηρίου. (για όλα τα παραπάνω σχετικά με τη διάκριση των μορφών κράτους πρόνοιας και την ασκούμενη κριτική, Κατρούγκαλος με τις εκεί παραπομπές)
Το ερώτημα που τίθεται προς συζήτηση με την παρούσα εισήγηση είναι: αν η τυχόν κατάργηση της νόμιμης μοίρας υπακούει στη νεοσυντηρητική, διαπνεόμενη από τις αρχές του φιλελευθερισμού, κριτική του κοινωνικού κράτους, αν δηλαδή συνιστά μορφή «απορρύθμισης» στο όνομα νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Οι παρατηρήσεις ότι «η ‘μεγάλη κοινωνία’ του φιλελευθερισμού μπορεί να εξασφαλισθεί μόνον με την αυθόρμητη τάξη πραγμάτων που αναπαράγει η αγορά στα πλαίσια των κανόνων της ιδιοκτησίας», καθώς και ότι «ο φιλελευθερισμός είναι άρρηκτα δεμένος με τους θεσμούς της ατομικής ιδιοκτησίας, που είναι το όνομα το οποίο δίνουμε συνήθως στην υλική όψη του προστατευόμενου ιδιωτικού χώρου» (‘πολιτικο-οικονομική κριτική’ του κράτους πρόνοιας), καταδεικνύουν την αποδιδόμενη από τις τάσεις αυτές σημασία του «απεγκλωβισμού» της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης διαχείρισής της από οποιουσδήποτε περιορισμούς. Η επιδιωκόμενη κινητικότητα και ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, ως αναπόσπαστη και θεμελιώδης προϋπόθεση της ενίσχυσής του, εξασφαλίζεται μόνο από την απόλυτη προστασία της ιδιωτικής αυτονομίας και δεν μπορεί να εμποδίζεται από νομοθετικές παρεμβάσεις για χάριν της προστασίας οποιουδήποτε άλλου συμφέροντος, όπως η ενίσχυση και διατήρηση της οικογένειας. Η τελευταία δεν απεμπολεί τον κοινωνικό της ρόλο επιτελώντας «παιδαγωγικές και ψυχικές λειτουργίες» (Κουμάντος), αλλά η οικονομική στήριξη των μελών της ως ατόμων προέρχεται αποκλειστικά από τη δική τους εργασία και χειραφέτηση και μόνο σε περίπτωση ανάγκης μπορούν αυτά να διεκδικήσουν μέρος του κεφαλαίου της κληρονομίας ως διατροφή. Εξ άλλου, οι απόψεις που παραθέσαμε παραπάνω για νομοθετική κηδεμονία της βούλησης και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσω της αναγκαστικής διαδοχής, καθώς και για ανάγκη ενίσχυσης των δεσμών της οικογένειας με άξονα την ελευθερία διάθεσης, παραπέμπουν ευθέως στην ‘ηθική κριτική’ του κράτους πρόνοιας, το οποίο επικρίνεται για «τον πατερναλιστικό και δεσποτικό χαρακτήρα του, που διευρύνει την γραφειοκρατία, περιορίζει την προσωπική αυτονομία, υπονομεύει την οικογένεια και εκμαυλίζει τους δικαιούχους, αποκόπτοντας τους από την παραγωγική διαδικασία». Από την άλλη πλευρά, οι σκέψεις για την αμφισβήτηση της δικαιολογητικής βάσης της νόμιμης μοίρας λόγω της κατοχύρωσης της κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται οπωσδήποτε στη φιλοσοφία του ηπειρωτικού μοντέλου κράτους πρόνοιας, του οποίου βασικό θεσμικό χαρακτηριστικό αποτελεί ο ασφαλιστικός δεσμός με συνέπεια την κατηγορική αναγνώριση δικαιωμάτων και κυμαινόμενες παροχές ανάλογες με την εργασία και τις ασφαλιστικές παροχές, παραγνωρίζει όμως σε σημαντικό βαθμό τις τελευταίες εξελίξεις και τις επιχειρούμενες ανατροπές ασφαλιστικών δικαιωμάτων, με την επέκταση της ιδιωτικής ασφάλισης σε βάρος αυτών που μέχρι τώρα κατέβαλαν εισφορές για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών παροχών.
Τέλος, ας επισημανθεί με έμφαση ότι όλη η παραπάνω συζήτηση για την ανάγκη διατήρησης της νόμιμης μοίρας που οπωσδήποτε εκλαμβάνει ως δεδομένο την ανάγκη διατήρησης και ύπαρξης του κληρονομικού δικαίου, εντάσσεται αποκλειστικά στο πλαίσιο του συστήματος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. «Το κληρονομικό δίκαιο εκφράζει, όπως και ο αστικός κώδικας, αστικοφιλελεύθερη ιδεολογία. Αυτή βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και γίνεται ανάμεσα σε δύο πόλους: την ελευθερία διάθεσης και την προστασία της οικογένειας. Τα συγκρουόμενα συμφέροντα του κληρονομουμένου (ελευθερία διάθεσης) και της οικογένειας (περιέλευση της κληρονομίας σ’ αυτήν) συμβιβάζονται σε ένα ελάχιστο κληρονομικό δικαίωμα της οικογένειας, τη νόμιμη μοίρα (1/2 εξ αδιαθέτου μερίδας).» (Φίλιος) Αντίθετα, στο σοσιαλιστικό σύστημα η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και η επικράτηση κοινωνικής ασφάλειας (και όχι ασφάλισης), με εξάλειψη της ανεργίας και αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν παιδεία, υγεία και πρόνοια, δε συνάδουν με την ύπαρξη κληρονομικού δικαίου, όπως το γνωρίζουν τα αστικά καθεστώτα, και αίρουν την ανάγκη προστασίας της οικογένειας, όπως την αντιλαμβάνεται το αστικό κοινωνικό κράτος, μέσω και της αναγνώρισης νόμιμης μοίρας. Εξ άλλου, η επιτυχία του σοσιαλιστικού κράτους εντοπίζεται ανάμεσα στα άλλα στην εργατική καταγραφή και τον έλεγχο της παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων και όχι στην ικανότητα του ατόμου ή της οικογένειας ως καταναλωτική μονάδα ή κοινότητα των προϊόντων που παράγωνται στα ιδιωτικά εργοστάσια - επιχειρήσεις (πρβλ. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη). «… χωρίς ολόπλευρη, κρατική καταγραφή και έλεγχο της παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων, η εξουσία των εργαζομένων, η ελευθερία των εργαζομένων δεν μπορεί να διατηρηθεί και αναπόφευκτα θα ξαναπέσουμε στο ζυγό του καπιταλισμού. Ολες οι συνήθειες και οι παραδόσεις της αστικής τάξης γενικά και της μικροαστικής τάξης ειδικά αντιτάσσονται επίσης στον κρατικό έλεγχο, είναι υπέρ του απαραβίαστου της «ιερής ατομικής ιδιοκτησίας», της «ιερής» ιδιωτικής επιχείρησης. …Η πάλη για να μπάσουμε στις μάζες την ιδέα του σοβιετικού - κρατικού ελέγχου και της καταγραφής, για να εφαρμοστεί αυτή η ιδέα, για να ξεκόψουμε από το καταραμένο παρελθόν, που έμαθε στους ανθρώπους να θεωρούν την προσπάθεια να αποκτήσουν ψωμί και ρούχα «ιδιωτική» υπόθεση, αγοραπωλησία, παζάρεμα, που «αφορά μονάχα εμένα» - αυτή ακριβώς η πάλη είναι μια πολύ μεγάλη πάλη και έχει κοσμοϊστορική σημασία, είναι η πάλη της σοσιαλιστικής συνειδητότητας ενάντια στον αστικο-αναρχικό αυθορμητισμό. … Ο εργατικός έλεγχος καθιερώθηκε σε μας όχι σαν νόμος, μα στη ζωή, και μάλιστα στη συνείδηση των πλατιών μαζών του προλεταριάτου.» (Λένιν) Η απόδοση κληρονομικών δικαιωμάτων και νόμιμης μοίρας, και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό (πρβλ. διάταγμα ΕΣΣΔ 1945), αναφέρεται αποκλειστικά στην δυνατότητα ιδιοκτησίας ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, για λόγους που ανάγονται στην προσωπική και ηθική ανάγκη του ατόμου και της οικογένειας και όχι για να αποτελέσουν αυτά αντικείμενο συναλλαγής και διαχείρισης, ώστε να τίθεται θέμα κατοχύρωσης της ελευθερίας διάθεσης ως συγκρουόμενο μέγεθος με την προστασία της οικογένειας. Η παράμετρος αυτή, άλλωστε, εξηγεί με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο το αυξημένο ύψος της νόμιμης μοίρας, καθώς η αναγνώριση περιορισμένης ιδιοκτησίας σε ορισμένα μόνο αντικείμενα (και όχι προφανώς στα μέσα παραγωγής και στη γη) δικαιολογείται ως επί το πλείστον για την ηθική και συναισθηματική υπόσταση του ατόμου και της οικογένειάς του και κατά λογική ακολουθία η ιδιοκτησία σ’ αυτά τα στοιχεία εξακολουθεί να αναγνωρίζεται εφόσον αυτά παραμένουν στους κόλπους της ίδιας οικογένειας. Εξ άλλου, για τους λόγους αυτούς είναι εντελώς ασύνδετη και ανεδαφική η έρευνα για τη σκοπιμότητα της ύπαρξης του κληρονομικού δικαίου ως απάντηση στη διακηρυγμένη κατάργησή του από τη δικτατορία του προλεταριάτου. «Όταν συλλάβουμε την κοινωνική λειτουργία του κληρονομικού δικαίου … θα μπορέσουμε ακόμα να κρίνουμε και τη σκοπιμότητα να υπάρχει κληρονομικό δίκαιο. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι αναγκαία, γιατί ενώ για τα άλλα τμήματα του αστικού δικαίου διατυπώνονται αντιρρήσεις ως προς συγκεκριμένες ρυθμίσεις τους, για το κληρονομικό δίκαιο αμφισβητήθηκε και αυτή η σκοπιμότητά του να υπάρχει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που συνέταξαν το 1848 οι Μαρξ και Έγκελς, περιέχεται επιγραμματικά η ‘κατάργηση του κληρονομικού δικάιου’ ως μία από τις μεταβολές στο δίκαιο που θα έπρεπε να επιδιώξει το εργατικό προλεταριάτο.» (Παπαντωνίου)
Οι εξελίξεις του δικαίου της νόμιμης μοίρας σε ευρωπαϊκό επίπεδο
(οι προσπάθειες προς ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κληρονομικό δίκαιο)
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η συζήτηση γύρω από το θέμα της νόμιμης μοίρας είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και εντάσσεται στην επίσης περιορισμένη συζήτηση για την ενοποίηση του κληρονομικού δικαίου στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός κοινού Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα. Ωστόσο, η συζήτηση αυτή είναι ενδεικτική των διαφαινόμενων τάσεων και επιδιώξεων, εμπλουτίζεται δε διαρκώς στην πορεία προς τη δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατ’ αρχήν, το κληρονομικό και το οικογενειακό δίκαιο χαρακτηρίζονται ως δίκαια άμεσα εξαρτώμενα από τις ηθικές και πολιτιστικές αξίες κάθε έννομης τάξης, ώστε οποιαδήποτε παρέμβαση καθίσταται από πρώτη τουλάχιστον όψη δυσχερής (Alain Verbeke, Yves-Henri Lelen). Όπως ορθά παρατηρείται, οι περισσότεροι συγγραφείς προτιμούν τη σιωπή σε θέματα κληρονομικού δικαίου, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για παράδειγμα στο ενοχικό ή ποινικό δίκαιο (Dieter Martiny), ενώ καταγράφεται και η άποψη ότι τόσο το οικογενειακό όσο και το κληρονομικό δίκαιο είναι άσχετα προς τον οικονομικό σκοπό της Ένωσης (Mattias Pechstein) και ότι κατά την επιλογή των ρυθμιστικών αντικειμένων προς τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα θα έπρεπε κανείς να περιοριστεί αρχικά στο δίκαιο σχετικά με την περιουσία (Ulrich Drobnig). Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει και στο πεδίο του Αστικού Δικαίου να επιτευχθεί μεγαλύτερη σύγκλιση και τονίζεται ότι η απάλειψη εμποδίων που δημιουργούνται από διαφορές στη νομοθεσία και τις διαδικασίες επιβάλλεται να επιδιωχθεί, ανάμεσα στα άλλα, και μέσω της κατάρτισης νομικής πράξης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα διαζυγίου, σε υποθέσεις που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων και τις κληρονομικές σχέσεις (Δονάτος Ι. Παπαγιάννης). Αναζητώνται, έτσι, ως περιορισμένη έστω βάση ενός ius commune, τα κοινά στοιχεία των κληρονομικών δικαίων στα κράτη-μέλη. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τη νόμιμη μοίρα, αναγνωρίζεται ότι, σε αντίθεση με τα αγγλοαμερικανικά νομικά συστήματα, η κατοχύρωση του θεσμού υποστηρίζεται πλήρως από τις χώρες των κωδίκων (civil law countries), ενώ ανάμεσά τους εντοπίζονται ορισμένα κοινά σημεία: ο κύκλος των δικαιούχων προσώπων είναι κατά βάση ο ίδιος (καθολική προστασία των κατιόντων - συχνότατη προστασία του επιζώντος συζύγου - σταδιακή εγκατάλειψη της προστασίας των ανιόντων - καθολικός αποκλεισμός των αδελφών)˙ η ενοχική εξασφάλιση της νόμιμης μοίρας σταδιακά επικρατεί (παράδειγμα Ολλανδίας), ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να υποχωρεί η αυστηρή γαλλική réserve και η απόλυτη εμπράγματη ασφάλεια του Βελγίου χαρακτηρίζεται απαρχαιωμένη με άδικα πολλές φορές αποτελέσματα για τους κληρονόμους. (Alain Verbeke, Yves-Henri Lelen) Οι παραπάνω παρατηρήσεις, αν και δε συνοψίζουν πάντα τις ρυθμίσεις των διαφόρων εθνικών δικαίων, πάντως εκφράζουν ορισμένες τάσεις και προτεινόμενες σκέψεις νομοθετικής επιλογής (de lege ferenda) σε επίπεδο θεωρίας.
Προς επίρρωση όλων των παραπάνω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή νομικής συνεργασίας (European Committee on Legal Co-operation) του Συμβουλίου απέστειλε το Νοέμβριο του 2003 ερωτηματολόγιο προς τα κράτη – μέλη σχετικά με τις ισχύουσες από τα εθνικά δίκαια ρυθμίσεις του κληρονομικού δικαίου, με ιδιαίτερη αναφορά και στα θέματα της νόμιμης μοίρας. (Preliminary Guidelines on Succession and Matrimonial Property regimes and Questionnaire, Council of Europe- Working Party on Succession (CJ-FA-GT2), Strasbourg, 7 November 2003). Τα ερωτήματα κινούνται στην ίδια κατεύθυνση προς την αναζήτηση κοινών σημείων, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, και φαίνεται να εκφράζουν έμμεσα ορισμένες επιδιώξεις:
1) What groups of heirs are entitled to reserved shares and what are the shares (percentage)? Are there other limitations e.g. maximum amounts?
2) Does the compulsory reserved share represent a co-ownership interest in the deceased’s estate or a claim to monetary compensation?
3) Should there only be the minimum protection as afforded in the guidelines for the spouse and dependent children so that no protection should be needed for independent adult children?
4) Does your law make provision ultimately for judicial discretion to be exercised in favour of deserving family members if such members do not have a reserved share e.g. reasonable financial provision or maintenance claims against the estate?
5) In the light of the protection afforded under the other guidelines should the reserved share be maintained restricted or abolished?
Επιπλέον, στο κείμενο καταγράφεται με σαφήνεια, ως εισαγωγή των ερωτημάτων για τις ρυθμίσεις της αναγκαστικής διαδοχής, η επιταγή για τον αποκλεισμό των ανιόντων από τις προστατευτικές διατάξεις της νόμιμης μοίρας, με την πρόβλεψη ενδεχομένως κάποιας διατροφής: Ascendants should not have any compulsory succession rights in respect of the deceased’s estate – although maintenance could be available. Η επιταγή αυτή σε συνδυασμό με τα ερωτήματα για τα ενήλικα ανεξάρτητα τέκνα και για την πρόβλεψη υπέρ προσώπων έξω από τον κύκλο των αναγκαίων κληρονόμων, εμφανώς παραπέμπουν στο αγγλοαμερικανικό πρότυπο, φορτίζονται ιδεολογικά και προσδίδουν περισσότερο ένα διατροφικό χαρακτήρα στη νόμιμη μοίρα πέρα από την κοινωνικο-ηθική αποστολή της για προστασία της οικογένειας, που παραδοσιακά επικαλούνται τα ηπειρωτικά δίκαια. Το τελευταίο δε ερώτημα περί διατήρησης ή κατάργησής της σαφέστατα εκδηλώνει την επιδίωξη να τεθεί τουλάχιστον το θέμα στα κράτη, τη στιγμή που τα εθνικά δίκαια και η νομολογία ουδέποτε έχουν αφήσει να διαφανούν περιθώρια μείωσης της προστασίας, ενώ οι τελευταίες εξελίξεις στο δίκαιο της νόμιμης μοίρας καταγράφουν τη διεύρυνση του κύκλου των δικαιούμενων προσώπων με την αναγνώριση του δικαιώματος στους εξώγαμους (ομοφιλόφυλους) συντρόφους.
Συγκριτική επισκόπηση
Οι ρυθμίσεις της νόμιμης μοίρας
στα κράτη του ηπειρωτικού δικαίου
Αυστρία: Το σύγχρονο αυστριακό δίκαιο απονέμει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας με τη μορφή ενοχικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση από τους (εκ διαθήκης) κληρονόμους, στους κατιόντες, τους ανιόντες (γονείς, παππούδες, προπαππούδες) εφόσον δεν υπάρχουν κατιόντες και στον επιζώντα σύζυγο. Η θέση της συζύγου ενισχύεται με δικαιώματα, όπως αυτό της διατροφής και του μισθού της χήρας. Το ποσοστό της νόμιμης μοίρας ανέρχεται στο 1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας για τους κατιόντες και τη σύζυγο και στο 1/3 για τους ανιόντες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ρύθμιση για τη δυνατότητα περιορισμού της νόμιμης μοίρας στο μισό (Pflichtteilsminderung), εφ’ όσον ο διαθέτης ουδέποτε είχε στενή σχέση με το τέκνο ή τον γονέα του, κάτι, που όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, συνηθίζεται στην οικογένεια μεταξύ γονέων και τέκνων.
Βέλγιο: Ο βελγικός Αστικός Κώδικας αναγνωρίζει δικαίωμα νόμιμης μοίρας με τη μορφή της γαλλικής réserve, δεσμεύοντας δηλαδή τμήμα της περιουσίας προς όφελος των μεριδούχων (εμπράγματη ασφάλεια). Δεσμεύεται το 1/2 της περιουσίας όταν υπάρχει ένα παιδί, τα 2/3 όταν υπάρχουν δύο παιδιά και τα 3/4 όταν υπάρχουν τρία ή περισσότερα παιδιά. Ακολουθεί η προστασία των ανιόντων με δέσμευση του 1/4 της περιουσίας, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να ζητήσουν την κάλυψη της νόμιμης μοίρας από τον επιζώντα σύζυγο, αλλά μπορούν να απαιτήσουν διατροφή σε περίπτωση ανάλογης ανάγκης από την περιουσία ως το ποσό που χάνουν λόγω των δωρεών προς αυτόν. Το δικαίωμα νόμιμης μοίρας του επιζώντος συζύγου αναγνωρίζεται με μια ιδιότυπη μορφή επικαρπίας. Συγκεκριμένα, ο σύζυγος επιλέγει ανάμεσα στην «ποσοτική» (abstract or quantitative reserved portion) και την «ποιοτική» (concrete or qualitative reserved portion) νόμιμη μοίρα. Η μεν πρώτη περιλαμβάνει την επικαρπία στο μισό της κληρονομίας (in half of the property of the estate), ενώ η δεύτερη την επικαρπία στην ‘πραγματική’ περιουσία (of the real property), δηλ. την οικογενειακή στέγη και τον εξοπλισμό της. Αν η οικογενειακή στέγη και ο εξοπλισμός ξεπερνούν το μισό της περιουσίας, η επικαρπία σ’ αυτά παραμένει, εάν δε υπολείπεται, καλύπτεται ανάλογα μέχρι το ποσοστό αυτό με την επικαρπία και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Η επικαρπία βαρύνει την κυριότητα των κληρονομιαίων τόσο των αναγκαίων όσο και των εκ διαθήκης κληρονόμων. Προβλέπονται δε ειδικοί λόγοι αποκλήρωσης του συζύγου σε περίπτωση διάστασης (είτε μέσω της διαθήκης είτε και δικαστικά), με δικαίωμα όμως διατροφής σε περίπτωση ανάλογης ανάγκης.
Γαλλία: Ο γάλλος νομοθέτης καθιερώνει κατ’ εξοχήν την εμπράγματη ασφάλεια της νόμιμης μοίρας με τη λεγόμενη réserve, ορίζοντας τι μπορεί και τι δεν μπορεί να διαθέσει ο κληρονομούμενος και καθιστώντας τους μεριδούχους κληρονόμους στο μέρος της δεσμευμένης περιουσίας. Ως δικαιούχοι αναγνωρίζονται οι γονείς, οι κατιόντες και από το 2001 ο επιζών σύζυγος. Δεσμεύεται το 1/2 της περιουσίας όταν υπάρχει ένα παιδί, τα 2/3 όταν υπάρχουν δύο παιδιά και τα 3/4 όταν υπάρχουν τρία ή περισσότερα παιδιά. Οι ανιόντες καλούνται ως αναγκαίοι κληρονόμοι, όταν απουσιάζουν κατιόντες από την κληρονομική διαδοχή, στο 1/2 της περιουσίας, αν υπάρχουν ανιόντες και από τις δύο γραμμές συγγένειας, πατρική και μητρική, και στο 1/4, αν υπάρχουν ανιόντες μόνο από τη μία γραμμή, είτε πατρική είτε μητρική. Ο επιζών σύζυγος καλείται ως νόμιμος μεριδούχος στο 1/4 της κληρονομίας, αν και η θέση του διαμορφώνεται τελικά από ποικίλες ρυθμίσεις του οικογενειακού και του κληρονομικού δικαίου (πρβλ. αυξημένο ποσοστό ελευθεριότητας).
Γερμανία: Το γερμανικό δίκαιο κατοχυρώνει τη νόμιμη μοίρα ενοχικά με τη μορφή χρηματικής αξίωσης απέναντι στους κληρονόμους. Ως δικαιούχοι αναγνωρίζονται οι κατιόντες, οι γονείς και ο επιζών σύζυγος σε ενιαίο ποσοστό, δηλ. στο 1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας. Σημαντικές είναι οι ειδικές διατάξεις για την ‘εξισορρόπηση’ των περιουσιακών δικαιωμάτων του επιζώντος συζύγου αφ’ ενός της νόμιμης μοίρας και αφ’ ετέρου του δικαιώματος στα αποκτήματα.
Ελβετία: Ο ελβετικός Αστικός Κώδικας δεσμεύει ως άθικτο (unantastbar) τμήμα της κληρονομίας, που αποδίδεται στους μεριδούχους και αφαιρείται απ’ αυτούς μόνο για λόγους αποκλήρωσης ή στο πλαίσιο μας κληρονομικής σύμβασης παραίτησης (im Rahmen eines Erbverzichtsvertrages). Αναγκαίοι κληρονόμοι είναι οι κατιόντες, οι γονείς και ο επιζών σύζυγος˙ σε ποσοστό των 3/4 της εξ αδιαθέτου μερίδας οι πρώτοι και του 1/2 οι τελευταίοι δύο. Ας σημειωθεί ότι είναι ισχυρές γαμικές συμφωνίες που προβλέπουν τη συνολική απόδοση της περιουσίας (και των δύο συζύγων) στον επιζώντα σύζυγο μετά το θάνατο του ενός εκ των δύο (Zuwelsung der gesamten Vorschlags beider Ehegatten an den Lieberlebenden Ehegatten). Σ’ αυτή την περίπτωση, τα κοινά τέκνα ασκούν τις κληρονομικές τους απαιτήσεις επί της περιουσίας μόνο μετά και το θάνατο του επιζώντος συζύγου. Αντίθετα, η νόμιμη μοίρα των μη κοινών τέκνων δεν επηρεάζεται από μια τέτοια συμφωνία.
Ελλάδα: Το ελληνικό δίκαιο κατοχυρώνει την εμπράγματη ασφάλεια της νόμιμης μοίρας, όχι όμως με τη μορφή της γαλλικής réserve, αλλά με τη μορφή της ευρείας διανεμητικής εξουσίας του διαθέτη. Δικαιούχοι είναι οι κατιόντες, οι γονείς και ο επιζών σύζυγος με ενιαίο ποσοστό, αυτό του 1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας.
Ιταλία: Στο σύγχρονο ιταλικό δίκαιο κυριαρχεί το σύστημα της δέσμευσης τμήματος της περιουσίας προς χάρη των νόμιμων μεριδούχων (εμπράγματη φύση ν.μ.) και συγκεκριμένα προς χάρη των τέκνων, των ανιόντων (eherliche Vorfahren) και του επιζώντος συζύγου. Ως ελεύθερη διαθέσιμη περιουσία (zur freien Verfügung des Erblassers stehende Anteil) αφήνεται i) το 1/4 όταν υπάρχουν είτε σύζυγος και δύο παιδιά είτε σύζυγος και ανιόντες ii) το 1/3 όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερα παιδιά iii) το 1/2 όταν υπάρχει μόνο ο σύζυγος ή ένα μόνο παιδί iv) τα 2/3 όταν υπάρχουν μόνο ανιόντες. Την ελεύθερη διαθέσιμη περιουσία βαραίνουν, επίσης, οι απαιτήσεις του επιζώντος συζύγου για την οικογενειακή στέγη και τον εξοπλισμό.
Ισπανία: Το ισπανικό δίκαιο της νόμιμης μοίρας κατοχυρώνει την εμπράγματη ασφάλεια για την προστασία των αναγκαίων κληρονόμων, οι οποίοι είναι οι ανιόντες, οι κατιόντες και ο επιζών σύζυγος. Δεσμεύει, λοιπόν, τα 2/3 της περιουσίας προς χάρη των κατιόντων και το 1/2 για τους ανιόντες· αν, μάλιστα, ζει ο ένας μόνο από τους δύο γονείς, ο πατέρας ή η μητέρα του αποθανόντος, τότε αυτός δικαιούται ολόκληρο το μερίδιο. Για τον επιζώντα σύζυγο επιφυλάσσεται δικαίωμα επικαρπίας: στο 1/3 της ελεύθερης περιουσίας όταν συντρέχει ως κληρονόμος με τους κοινούς απογόνους, στο 1/2 όταν συντρέχει με τους ανιόντες ή τα τέκνα του διαθέτη και στα 2/3 όταν συντρέχει με λοιπούς συγγενείς.
Λουξεμβούργο: Το δίκαιο της νόμιμης μοίρας στο Λουξεμβούργο αναγνωρίζει ως αναγκαίους κληρονόμους αποκλειστικά και μόνο τους κατιόντες. Η ν.μ. εξασφαλίζεται εμπραγμάτως και ως ελεύθερη διαθέσιμη περιουσία ορίζεται: i) το 1/2 όταν υπάρχει ένα τέκνο, ii) το 1/3 όταν υπάρχουν δύο τέκνα, iii) το 1/4 όταν υπάρχουν τρία ή περισσότερα τέκνα. Πάντως, οι δωρεές προς το σύζυγο δεν επηρεάζονται κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ενώ ο διαθέτης μπορεί με τη διαθήκη να αποδώσει σ’ αυτόν την επικαρπία σε ολόκληρη την περιουσία.
Ολλανδία: Ο νέος ολλανδικός Αστικός Κώδικας απονέμει στους νόμιμους μεριδούχους δικαίωμα ενοχικής φύσης (a monetary claim against the joint heirs) απέναντι στους ‘πραγματικούς’ κληρονόμους (the New Dutch Civil Code disconnects the qualities of necessary heir and heir as such). Ως δικαιούχοι αναγνωρίζονται τα τέκνα και ο επιζών σύζυγος. Στα τέκνα αποδίδεται ποσοστό που ανέρχεται στο 1/2 της περιουσίας (Necessary heirs are the spouse and the children of the deceased), ενώ για τον επιζώντα σύζυγο η ρύθμιση αφορά την αναγνώριση διαφόρων δικαιωμάτων, όπως π.χ. επικαρπία. Στην περίπτωση που ο σύζυγος είναι ο μοναδικός κληρονόμος (turns out to be the sole and only heir), η αξίωση των τέκνων παραγράφεται όχι έξι μήνες μετά την επαγωγή της κληρονομίας ως συνήθως, αλλά έξι μήνες μετά το θάνατο του τελευταίου. Η αξίωση αυτή είναι άτοκη.
Ουγγαρία: Στην Ουγγαρία η νόμιμη μοίρα εξασφαλίζεται στους κατιόντες, τους γονείς και τον επιζώντα σύζυγο με τη μορφή χρηματικής απαίτησης. Το εν λόγω ποσοστό ανέρχεται για τους κατιόντες και τους γονείς στο 1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας. Η νόμιμη μοίρα του συζύγου εξαρτάται από το αν κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή θα κληρονομούσε επικαρπία ή πλήρη κυριότητα, κάτι που καθορίζεται από την ύπαρξη ή μη τέκνων. Αν, λοιπόν, ο σύζυγος κληρονομούσε εξ αδιαθέτου την επικαρπία, τότε κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, πάλι με τη μορφή της επικαρπίας, θα ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες του. Αν, από την άλλη πλευρά, αποκτούσε πλήρη κυριότητα, τότε ως νόμιμη μοίρα θα λάβει το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος συζύγου με τη μορφή της επικαρπίας εξαρτάται από το συνυπολογισμό των δωρεών.
Πολωνία: Το πολωνικό δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα νόμιμης μοίρας με τη μορφή χρηματικής απαίτησης, κατ’ αρχήν απέναντι στους κληρονόμους, στους κατιόντες, τους γονείς και τον επιζώντα σύζυγο σε ποσοστό που ανέρχεται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη, αν ένας μεριδούχος είναι ανήλικος ή διαρκώς ανίκανος προς εργασία, τότε λαμβάνει ως νόμιμη μοίρα τα 3/4 της εξ αδιαθέτου μερίδας του.
Σκωτία και Ιρλανδία: Τα δίκαια της Σκωτίας και της Ιρλανδίας για τη νόμιμη μοίρα εξετάζονται συνήθως μαζί, λόγω κυρίως της απομάκρυνσής τους από το αγγλικό πρότυπο, αφού κανείς θα περίμενε μάλλον το αντίθετο. Στη Σκωτία ανέκαθεν προτιμάται ο θεσμός της νόμιμης μοίρας για την προστασία της οικογένειας, ενώ στην Ιρλανδία μέχρι το 1965 ίσχυε η απόλυτη ελευθερία του διαθέτη. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, στη Σκωτία αναγνωρίζεται δικαίωμα νόμιμης μοίρας με τη μορφή εμπράγματης ασφάλειας (as jus relictae or jus relicti) στο σύζυγο και τα τέκνα και δεσμεύεται το 1/3 για το σύζυγο και το 1/3 για τα τέκνα. Αν υπάρχει μόνο σύζυγος ή μόνο τέκνα, δεσμεύεται το 1/2 της κινητής περιουσίας, γεγονός που καταγράφεται και στη Σκωτία ως βασικό μειονέκτημα και σημειώνεται ως ανάγκη η τροποποίηση του προστατευτικού συστήματος προς όλους τους τύπους της ιδιοκτησίας (to all types of property). Από την άλλη πλευρά, στην Ιρλανδία ως νόμιμος μεριδούχος προστατεύεται μόνο ο επιζών σύζυγος με τη δέσμευση του 1/2 της συνολικής περιουσίας αν δεν υπάρχουν παιδιά ή του 1/3 αν υπάρχουν. Ο σύζυγος μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σ’ αυτό το μερίδιο ή στα εκ διαθήκης καταλειπόμενα. Τα τέκνα, αντίθετα, δε λαμβάνουν νόμιμη μοίρα, αλλά έχουν δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο μέσα σε 12 μήνες από την επαγωγή με τον ισχυρισμό ότι ο διαθέτης δεν εκπλήρωσε το ηθικό του καθήκον και δεν προέβλεψε ορθά για τα τέκνα του με τη διαθήκη, μέθοδο που μας παραπέμπει στα αμερικανικά συστήματα.
Φινλανδία και Σουηδία: Τα δύο δίκαια εξετάζονται συγχρόνως λόγω της έντονης ομοιότητάς τους. Ως νόμιμοι μεριδούχοι, αναγνωρίζονται μόνο οι κατιόντες σε ποσοστό 1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνουν δε τούτο ως ένα συγκεκριμένο μερίδιο της περιουσίας (a certain share of the estate). Ο διαθέτης, όμως, μπορεί να προβλέψει τη χρηματική ικανοποίησή τους με δεσμευτικότητα προς όλους τους κληρονόμους (εμπράγματη ασφάλεια ως ενδοτικό δίκαιο). Παραδοσιακά, όπως αναφέρεται, οι σύζυγοι τόσο στη Σουηδία όσο και στη Φινλανδία βρίσκονται σε αδύναμη θέση και δεν προστατεύονται με το σύστημα της νόμιμης μοίρας, αλλά με άλλες διατάξεις όπως π.χ. ρυθμίσεις για την οικογενειακή στέγη. Πάντως, στη Σουηδία το κοινό τέκνο δεν μπορεί να απαιτήσει τη νόμιμη μοίρα από τον επιζώντα γονέα, παρά μόνο μετά το θάνατο του τελευταίου. Γενικά οι διατάξεις αυτές βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με το ισχύον σύστημα της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
Οι ρυθμίσεις του αγγλοσαξονικού δικαίου
Τα δίκαια της Αγγλίας και των Η.Π.Α. κατοχυρώνουν κατ’ εξοχήν την ελευθερία διάθεσης ως υπέρτερη αρχή, η οποία δεν περιορίζεται μέσω ενός αναγκαστικού κληρονομικού δικαίου ή ρυθμίσεων νόμιμης μοίρας. Μάλιστα, στην Αγγλία από τον 14ο αιώνα μέχρι την ψήφιση του Νόμου περί Κληρονομιών το 1938 (Inheritance Act – Family Provision), όπου περιελήφθησαν ορισμένες προβλέψεις για την οικογένεια, η ελευθερία αυτή ήταν εντελώς απόλυτη. «Οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι, αν επιθυμούσαν κάτι τέτοιο, να αδιαφορήσουν πλήρως για την οικογένειά τους» (Philip S. James). Στο σύγχρονο δίκαιο, πάντως, ισχύουν ορισμένοι περιορισμοί διατροφικού κυρίως χαρακτήρα υπέρ συγκεκριμένων προσώπων και ύστερα από τη μεσολάβηση του δικαστηρίου. Στη βιβλιογραφία καταγράφεται με έμφαση η διαφορετική δικαιική παράδοση και ιστορική εξέλιξη των χωρών αυτών. Ο Βουζίκας π.χ. σημειώνει: «η μεν υπό του αγγλικού δικαίου άγνοια του θεσμού της αναγκαστικής διαδοχής οφείλεται σε ιστορικούς λόγους, ιδίως δε εις την ένεκα αποικιακής επεκτάσεως διασποράν των καθ’ έκαστον οικογενειών. Εις δε τας Ηνωμένας Πολιτείας οι οικογενειακοί δεσμοί είναι εκ των πλέον χαλαρωτέρων, ώστε να μην αποτελούν παράδειγμα προς μίμησιν.» Από την άλλη πλευρά, τονίζεται ότι στην Αγγλία η εκ διαθήκης διαδοχή επικρατεί και της εξ αδιαθέτου διαδοχής: «in England die testamentarische Erbfolge eidendig über die gesetzliche Erbfolge dominiert. Holdworth schreibt in seiner Geschichte des englischen Rechts: At one time to die intestate other than in cases of sudden death was regarded with horror, because it was practically tantamount of dying unconfessed.» (Dieter Henrich)
Συγκεκριμένα, στην Αγγλία το ισχύον δίκαιο διαμορφώθηκε με το Νόμο του 1975 που εμπεριέχει προβλέψεις για την οικογένεια και εξαρτώμενα πρόσωπα (Provision for Family and Dependance). Έτσι, το Δικαστήριο σε περίπτωση μη επαρκούς οικονομικής πρόβλεψης (reasonable financial provision) για ορισμένα περιοριστικά αναφερόμενα στο νόμο πρόσωπα, τόσο κατά την εκ διαθήκης όσο και κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή, επιλαμβάνεται του θέματος ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η προθεσμία για την υποβολή της αίτησης είναι έξι μήνες, ή και περισσότερο ύστερα από σχετική δικαστική άδεια, από το χρόνο που το Δικαστήριο χορήγησε τα νομιμοποιητικά έγγραφα του προσωπικού αντιπροσώπου (personal representative). Ο τελευταίος μόνο μετά την πάροδο του εξαμήνου είναι απόλυτα ελεύθερος και χωρίς καμία ευθύνη για τη διανομή της περιουσίας. Δικαίωμα υποβολής αίτησης έχουν τα εξής πρόσωπα: α) ο επιζών σύζυγος, β) ο εν διαστάσει επιζών σύζυγος κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, γ) ο πρώην ανύπαντρος σύζυγος, δ) πρόσωπο που κατά τα δύο τελευταία χρόνια πριν το θάνατο του κληρονομουμένου ζούσε μαζί του υπό την ίδια οικογενειακή στέγη ως σύζυγος, ε) τέκνο του αποθανόντος, στ) πρόσωπο που ο διαθέτης είχε μεταχειριστεί κάποτε ως τέκνο της οικογένειας κατά τη διάρκεια προγενέστερου γάμου του, ζ) πρόσωπο που αμέσως πριν το θάνατο του διαθέτη συντηρείτο από αυτόν. Το Δικαστήριο μπορεί με διακριτική ευχέρεια να διατάξει τα εξής, ενδεικτικά αναφερόμενα, μέτρα: i) περιοδικές πληρωμές, ii) εφάπαξ πληρωμή, iii) μεταβίβαση στον αιτούντα περιουσίας του θανόντος, iv) περιουσιακές διευθετήσεις με τον κληρονόμο, v) κτήση περιουσίας προς περαιτέρω μεταβίβαση, vi) μεταβολές σε γαμικές περιουσιακές συμφωνίες. Ως κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης αναφέρονται η οικονομική θέση του αιτούντα σε συνδυασμό και με τη θέση άλλων αιτούντων ή των εκ διαθήκης κληρονόμων, το μέγεθος και τη φύση της περιουσίας, η συμπεριφορά του αιτούντος προς τον αποθανόντα, η ηλικία του αιτούντος ή η διάρκεια του γάμου. Ως προς τον επιζώντα σύζυγο καταγράφεται ότι σκοπός της πρόβλεψης δεν είναι μόνο η συντήρησή του, όπως στις λοιπές περιπτώσεις, αλλά η διατήρηση ενός ανάλογου με το γάμο βιοτικού επιπέδου (the surviving spouse standard), αντιστοίχως με ό,τι θα συνέβαινε και σε περίπτωση διαζυγίου. Βέβαια, ακόμη και αυτή η έννοια της συντήρησης είναι σχετική· δεν αποβλέπει ούτε στην ευημερία του αιτούντος ούτε όμως μόνο και στη διατροφή του («it will not normally mean such provision as to keep the dependant in affluence, but, on the other hand, as a learned judge has said, it cannot mean only mere sunbsistance», Philip S. James).
Από την άλλη πλευρά, αναφερόμενος κανείς στα δίκαια των Η.Π.Α. δεν μπορεί να παρουσιάσει μια σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα, καθώς στις διάφορες πολιτείες ισχύουν συχνά εντελώς διαφορετικές ρυθμίσεις. Σε ορισμένες πολιτείες, για παράδειγμα, αναγνωρίζεται δικαίωμα νόμιμης μοίρας «κατά το ρωμαϊκό πρότυπο», όπως στη Φλώριδα, το Αϊνταχο και τη Λουϊζιάνα, ενώ στην πολιτεία Μαίην ακολουθείται κατά βάση το αγγλικό πρότυπο. Γενικότερα, θεσπίζονται περιορισμοί χάριν του επιζώντος συζύγου (σε ορισμένες πολιτείες ακόμη και με τη μορφή μεριδίου από την πραγματική και προσωπική περιουσία του αποθανόντος: a share in both real and personal Forced Share of the Surviving Spouse), καθώς και περιορισμοί κατά τη διάθεση υπέρ φιλανθρωπικών σκοπών. Στον Uniform Probate Code εντοπίζονται ρυθμίσεις για την οικογενειακή στέγη και τον εξοπλισμό, σχετικά με τις γαμικές περιουσιακές συμφωνίες, για την απονομή δικαιώματος συνταξιοδότησης, για τα θέματα των trust κ.α. Τέλος, σε ό,τι αφορά την προστασία των τέκνων, παραμερίζονται συνήθως οι διαθήκες που αποκλείουν τα τέκνα και προσβάλλονται για λόγους δόλου, ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, ασθένειας κ.λπ., ενώ όλες σχεδόν οι αμερικανικές νομοθεσίες διαποτίζονται από ένα τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο ο γονέας δεν αποβλέπει συνήθως με τη διαθήκη του στην αποκλήρωση των τέκνων. Έτσι, κατά την παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο πρόσωπό τους, έχουν δικαίωμα υπό προϋποθέσεις εξ αδιαθέτου διαδοχής, αλλά ή παραμικρή μνεία στη διαθήκη εξαφανίζει το παραπάνω δικαίωμα, στοιχείο που παραπέμπει άμεσα στο ρωμαϊκό σύστημα.
Βιβλιογραφία
Βουζίκας, Κληρονομικό Δίκαιο, 1972
Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 1998
Δαγτόγλου, Γνωμοδοτήσεις, 1999
Δασκαρόλης, Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, 1992
Ιατρού, Η κληρονομική διαδοχή κατά τα ισχύοντα σε Η.Π.Α., 1979
Ιατρού, Η κληρονομική διαδοχή κατά τα ισχύοντα σε Αγγλία
Κατρούγκαλος, Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής
Κουμάντος, Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, 1977
Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, 2003
Λιτζερόπουλος, Κληρονομικό Δίκαιο, 1957
Μάνεση – Παπαντωνίου – Τσάτσου – Παπαδημητρίου – Παπαχρίστου, Γνωμοδότηση σχετικά με τη συνατγματικότητα του άρθρου 21 του ν. 17τ38/1987
Μάνεσης, Οι κύριες συνιστώσες του συστήματος θεμελιωδών δικαιωμάτων του Συντάμγατος του 1975, ΝοΒ 1986
Μανιτάκης, Η πολιτική φύση και ο πολιτικός χαρακτήρας του Συντάγματος, ΤοΣ ΙΑ, σελ. 491
Παπαγιάννης, Ο ευρωπαϊκός χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης
Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 1999
Σπυριδάκης, Κληρονομικό Δίκαιο, 2000
Σπυριδάκης, Η αναγκαστική κληρονομική διαδοχή, 1999
Σταθόπουλος, σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλος, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1825-1845
Τροβά, «Νομοθετική Κηδεμονία της ελευθερίας της βουλήσεως και Αναγκαστική διαδοχή», ΕΕΝ 1994, σελ. 223 επ.
Φίλιος, Κληρονομικό Δίκαιο, Γενικό και Ειδικό μέρος, 1998
Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002
Alain Verbeke - Yves-Henri Leleu, Towards a European Civil Code: Harmonization of the Law of Succession in Europe
Lange – Kuchinke, Lehrbuch des Erbrechts, 4. Auflage, 1995
Soergel, BGB Kommentar, 9. Band, Erbrecht 12. Auflage
Dieter Martiny - Normann Witzleb, Auf dem Wege zu einem Europäischen Zivilgesetzbuch
Philip S. James, Introduction to English Law
«Συμβάσεις συναπτόμεναι εν τη αλλοδαπή δι’ ιδιωτικού ή συμβολαιογραφικού εγγράφου μεταξύ προσώπων μελλόντων να έλθουν εις γάμον, εκ των οποίων ο εις τυγχάνει ελληνικής ιθαγενείας, ο έτερος δε αλλοδαπός, κατοίκων αμφοτέρων αλλοδαπής κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως και διά των οποίων ο αλλοδαπός παραιτείται, έναντι ή άνευ ανταλλάγματος, διά τον μετά την τέλεσιν του γάμου χρόνον από του κληρονομικού δικαιώματος αυτού επί της κληρονομίας του ελληνικής ιθαγένειας συζύγου του, εν τω συνόλω της ή από ποσοστού ταύτης ή από του δικαιώματος νομίμου μοίρας, είναι έγκυραι και ισχυραί, εφόσον επηκολούθησεν ο, εν όψει του οποίου συνήφθησαν, γάμος των συμβαλλομένων.
Αι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται υπό τας αυτάς προϋποθέσεις και επί συμβάσεων συναπτομένων μετά την τέλεσιν γάμου των αυτών προσώπων.
Τα εν παρ. 1 και 2 οριζόμενα εφαρμόζονται και επί συμβάσεων συναφθεισών μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, εφόσον ο κατά τις παραγράφους ταύτας συμβληθείς έλλην υπήκοος τελεί εν ζωή κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος.»
«Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι εξωτερικού επί εικοσιπέντε τουλάχιστον συνεχόμενα χρόνια πριν από το θάνατό τους, δεν υπόκεινται στους περιορισμούς των περί νομίμου μοίρας και μεριδούχων διατάξεων του ελληνικού νόμου, όσον αφορά την διάθεση αιτία θανάτου της περιουσίας τους που βρίσκεται στο εξωτερικό.
Εφόσον συντρέχει η παραπάνω προϋπόθεση, η μη συμμόρφωση με τις περί νομίμου μοίρας και μεριδούχων διατάξεις δεν επηρεάζει ως προς την περιουσία που βρίσκεται στο εξωτερικό εκ της αιτίας αυτής, το κύρος των διαθηκών ή άλλων αιτία θανάτου πράξεων διαθέσεως.»
«Η απορρύθμιση συνδέεται αναπόσπαστα με τη μείωση της κρατικής κυριαρχίας και την παρακμή των δημόσιων προνοιακών μηχανισμών, στηρίζεται δε σε διπλή αιτιολογική βάση: αφ’ ενός να ξαναβρεί η αγορά το φυσικό ρυθμό της και αφ’ ετέρου στο να αντιμετωπισθεί ο νομικός πληθωρισμός, εν ονόματι της οικονομικής ευελιξίας, της ελαστικότητας και της ανταγωνιστικότητας.»
Στο αγγλοσαξονικό μοντέλο κράτους πρόνοιας, βασικό κριτήριο για την απονομή των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι η ανάγκη και δεν υπάρχει συνταγματική κατοχύρωσή τους.