Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Οι κατευθυντήριες του Ποινικού Δικαίου υπό το πρίσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, Αγάπιος Παπανεοφύτου, Επικουρος Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οι κατευθυντήριες του Ποινικού Δικαίου
υπό το πρίσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης


Αγάπιος Παπανεοφύτου
Επικ. Καθηγητής στο
Πάντειο Παν/μιο


Οι κανόνες του Ποινικού Δικαίου, όπως και το σύνολο των κανό- νων που συγκροτούν τους επιμέρους κλάδους του δικαίου, αντικατοπτρί- ζουν στο περιεχόμενό τους τις θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας του κυρί- αρχου πολιτικοοικονομικού συστήματος. Και δεν θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό αφού και το ποινικό δίκαιο λειτουργεί και εξελίσσεται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αποτελεί, δηλαδή, αναπόσπαστο οργανικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας και μεταβάλλεται αντίστοιχα και ανάλογα προς τη διαδικασία της ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Συνεπώς, στους κανόνες του ποινικού δικαίου, όπως συμβαίνει με τους υπόλοιπους νομικούς κανόνες, αντανακλάται ο συσχετισμός των οικονομικών και πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων στον συγκεκριμένο χώρο και κοινωνικό σχηματισμό, όπως αυτός διαμορφώνεται ως αποτέ- λεσμα της αντιπαράθεσης των ομάδων των συγκρουόμενων συμφερόντων που τις εκπροσωπούν.
Αντίστοιχα και το περιεχόμενο της ρυθμιστικής παρέμβασης του συστήματος των ποινικών κανόνων αποσκοπεί, πρωτίστως, στην κατοχύ- ρωση και προώθηση των συμφερόντων της επικρατούσας στο δεδομένο χρόνο και κοινωνικό-κρατικό σχηματισμό δύναμης-τάξης. Η τάξη αυτή επιβάλλεται και ως πολιτικά κυρίαρχη είτε με την άσκηση είτε με τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, η οποία της εξασφαλίζει την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου - μέσω των καταναγκαστικών μηχανισμών που αυτή μόνο διαθέτει - και συνακόλουθα τη διατήρηση των κατεστημένων δομών και οικονομικών σχέσεων.
Η θέση αυτή δεν αποτελεί απλά ένα δογματικό αποκύημα των κλασσικών της μαρξιστικής θεωρίας και των εκπροσώπων της, αλλά είναι, όπως σημειώνεται, μεταξύ άλλων και από το Μάνεση, «μια ρεαλι- στική διαπίστωση, προϊόν κριτικών παρατηρήσεων της κοινωνικής πραγ- ματικότητας επαληθευμένη από την ιστορία και αποτελεί σήμερα κοινό τόπο της πολιτικής κοινωνιολογίας και της κοινωνιολογίας του δικαίου». Και βέβαια δεν αποτελεί γνωστικό εύρημα της σύγχρονης σκέψης. Ήδη στην Πλάτωνος Πολιτεία, περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ο σοφιστής Θρασύμαχος είχε επισημάνει ότι «εν απάσαις ταις πόλεσι ταυ- τόν είναι δίκαιον το της καθεστηκυίας αρχής συμφέρον».
Αλλά και από τους σύγχρονους εκπροσώπους της ποινικής επιστή- μης αναγνωρίζεται η ευθεία σύνδεση των κανόνων του ποινικού δικαίου με τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Όπως χαρακτηριστικά επιση- μαίνει ο Μαγκάκης «η αποστολή ενός σύγχρονου Ποινικού Δικαίου συνίσταται στην προστασία των κοινωνικών αξιών. … με βάση τη δια- πίστωση αυτή επιβάλλεται, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «η αποδοχή της βασικής θέσης της μαρξιστικής ανάλυσης ότι σε μια ταξική κοινωνία οι αξίες αυτές προκύπτουν μέσα από τη διαλεκτική της κοινωνικής διαδι- κασίας και ότι εκφράζουν επομένως το ισχύον κοινωνικοπολιτικό σύστη- μα και τις κρατούσες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις». Και ο Μανωλεδά- κης σημειώνει ότι «οι κοινωνικές σχέσεις ρυθμίζονται με κανόνες που θέτει η υπερέχουσα βούληση μέσα στην κοινωνία, η οποία και καθορίζει τα υλικά εκείνα αγαθά που επιθυμεί αυτή να προστατεύσει ιδιαίτερα». Και ο συγγραφέας συνεχίζει: « Όπως γίνεται φανερό στην επιλογή των υλικών αγαθών και στην προαγωγή τους σε έννομα αγαθά, κύριο ρόλο παίζει το συμφέρον των κρατούντων σε μια δεδομένη κοινωνία, που εκφράζεται με τη διατύπωση της υπερέχουσας βουλήσεώς τους». Εξίσου σαφής είναι και ο Χαραλαμπάκης: « Το δίκαιο γενικότερα και το ποινικό δίκαιο ειδικότερα εμφανίζεται ως μέσο επιβολής των απόψεων της κρα- τούσας τάξεως στο κοινωνικό σύνολο».
Συνεπώς, με δεδομένο ότι η ιδεολογία του αστικού φιλελευθερι- σμού, μετά την ανατροπή του σοβιετικού πολιτικοοικονομικού συστήμα- τος, εκφράζει την κυρίαρχη πολιτική σκέψη σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο, το σύνολο των κανόνων που παράγονται από τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες στις επιμέρους κρατικές οντότητες υπηρετούν τους μηχανισμούς των πολιτικών και οικονομικών δομών του αστικού κράτους και συνακόλουθα τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξε- ων στο πολιτειακό μόρφωμα του αστικού κράτους. Συνεκτικό στοιχείο των επιμέρους εκφάνσεων της δομής του τελευταίου είναι ο σαφής προσ- ανατολισμός της πολιτικής που προωθεί στη στήριξη των θεμελιωδών αρχών λειτουργίας του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης.
Η σύνδεση άλλωστε του αστικού κράτους με τη στήριξη και εξέ- λιξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είναι ιστορικά, από την κατάκτηση δηλαδή της πολιτικής εξουσίας από την αστική τάξη, άρρηκτη και αδιαμφισβήτητη. Για το θέμα αυτό δεν χρειάζεται να επεκταθώ μια και αποτελεί κοινό, ελάχιστο έστω, τόπο παραδοχής τόσο των εκπροσώπων της αστικής όσο και αυτών της μαρξιστικής σκέψης.
Συνακόλουθα και οι αρχές που προσδιορίζουν τα βασικά χαρακτη- ριστικά του συνόλου των νομικών κανόνων που παράγει το Αστικό Κρά- τος Δικαίου δεν μπορεί παρά να συμπορεύονται με τις αξιώσεις διασφά- λισης και ενίσχυσης των οικονομικών σχέσεων, στοιχείων και δεδομένων που συγκροτούν τους συνεκτικούς αρμούς της καπιταλιστικής οικονο- μίας. Παράλληλα βέβαια το παραγόμενο νομικό προϊόν υπηρετεί τα συμ- φέροντα και ανταποκρίνεται στις επιλογές των οικονομικά ισχυρών τάξε- ων που αποτελούν και τις κυρίαρχες δυνάμεις του καπιταλιστικού συστή- ματος.
Στο σημείο αυτό είναι όμως απαραίτητη, για να αποφύγουμε παρ- ερμηνείες, μια βασική επισήμανση. Η επιδίωξη των ταξικά κυρίαρχων δυνάμεων να ικανοποιήσουν απόλυτα τα συμφέροντά τους, εις βάρος των αντιθέτων, κατά κανόνα, συμφερόντων των υποτελών τάξεων, τις οδηγεί μοιραία και αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τις καταπιεζόμενες και σαφώς πολυπληθέστερες κοινωνικές ομάδες. Στο βαθμό και στην έκταση που συμβαίνει αυτό θέτει σε κίνδυνο την κυριαρχία τους και ακόμη περισ- σότερο μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή τους.
Η ιστορικά αποδεδειγμένη αυτή εμπειρία, που φτάνει μέχρι τη σχετικά πρόσφατη περίοδο της μεταμεσαιωνικής απολυταρχίας αλλά και τη μεταγενέστερη εποχή της αποικιοκρατίας, επέδρασε εκ των πραγ- μάτων καταλυτικά στη διαμόρφωση τάσεων αυτοσυγκράτησης στους κόλπους των κυρίαρχων τάξεων, οι οποίες, αντί να διακυβεύουν την κυριαρχία τους, προτιμούν να παραχωρούν κάποια δικαιώματα που εξυπηρετούν συμφέροντα των κατώτερων τάξεων.
Παράλληλα όμως και η δυναμική της αντίδρασης των κυριαρ- χούμενων κοινωνικών δυνάμεων, στην ιστορική πορεία της εξέλιξης της ταξικής πάλης, συνέβαλε αποφασιστικά στην καθιέρωση πλέον ως στρα- τηγικής των επικρατουσών οικονομικοκοινωνικά τάξεων της εφαρμογής συχνά της τακτικής της υποχώρησης, η έκταση της οποίας καθορίζεται ποιοτικά και ποσοτικά, σε πρώτο βαθμό, από την ένταση και την έκταση των διεκδικητικών αγώνων των εξουσιαζόμενων τάξεων.
Εφόσον οι αντικειμενικές συνθήκες, οι οποίες κατά κανόνα συν- τρέχουν στις σύγχρονες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, δεν επιτρέπουν στην άρχουσα κοινωνική τάξη, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να ασκεί άμεσα και την πολιτική εξουσία, τη διαδικασία εφαρμογής αυτής της στρατηγικής αναλαμβάνει η πολιτική εξουσία, δηλαδή ο μηχανισμός του κράτους. Κύριο μέσο υλοποίησής της είναι η νομοθεσία.
Έτσι, κατ΄ αποτέλεσμα, το μεν δίκαιο παρουσιάζει τα χαρακτη- ριστικά του εξισορροπητικού των ταξικών αντιπαραθέσεων παράγοντα, με τη μορφή της, εν μέρει τουλάχιστον, ανταπόκρισης των ρυθμίσεών του στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, η δε κρατική εξουσία εμφανίζει στοιχεία σχετικής αυτονομίας και λειτουργεί συνθετικά. Παράλληλα, δηλαδή, με τη διαχείριση των συμφερόντων της κοινωνικοοικονομικά επικρατούσας τάξης επιδιώκει και τη διαμόρφωση των όρων, ώστε να εμφανίζεται και ως εγγυήτρια της κοινωνικής συνύπαρξης και ειρήνης.
Αυτή η σχετική αυτονομία του κράτους ενισχύεται σημαντικά από τη δημοκρατική νομιμοποίησή του, η οποία θεμελιώνεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κορυφαία κατάκτηση των λαών στα σύγχρονα αστικά πολιτεύματα. Έτσι, και κυρίως με τη διαδικασία της δι΄ εκλογής ανά- δειξης των οργάνων της, η κρατική εξουσία αποκτά την «έξωθεν καλή μαρτυρία», δηλαδή το τεκμήριο της νομιμοποίησης της δράσης της - αφού στηρίζεται στη συναίνεση του λαού - γεγονός που ενισχύει την αυτονομία της και επιπλέον δημιουργεί υπόβαθρο λαϊκής αποδοχής και υιοθέτησης των πολιτικοκοινωνικών της στόχων.
Συνακόλουθα, εκμαιεύει τη συγκατάθεση των υποτελών τάξεων και ως προς τις νομοθετικές της επιλογές, μέσω των οποίων ελέγχει απο- τελεσματικά τη λειτουργία του κοινωνικού βίου, παράλληλα δε εξασφα- λίζει την ησυχία και την τάξη με την ηθελημένη προσχώρηση των λαϊκών στρωμάτων στην κρατούσα έννομη τάξη. Το δίκαιο, λοιπόν, εξοπλισμένο με την consensus ή τουλάχιστον την ανοχή των κοινωνών του, επιτελεί τον πρωταρχικό του σκοπό, την εξασφάλιση δηλαδή της ειρηνικής συμβίωσης των ανθρώπων στους δεδομένους κοινωνικούς σχηματισμούς και ταυτόχρονα εξυπηρετεί τη διατήρηση της κατεστημένης δομής τους.
Όπως όμως τονίστηκε, η απεξάρτηση της κρατικής εξουσίας από τη βούληση της άρχουσας τάξης είναι σχετική. Παρά δηλαδή τη μερική αυτονομία που διαθέτει το κράτος εξακολουθεί να εξυπηρετεί τους βασι- κούς στόχους και να ανταποκρίνεται στα πάγια συμφέροντα των κυρί- αρχων τάξεων. Με άλλα λόγια, στο καπιταλιστικό σύστημα αυτός καθ- αυτός ο ρόλος του κράτους ως παράγοντα συνοχής και διατήρησης των δομών ενός οργανωμένου κοινωνικού σχηματισμού επιβάλλει τη σχε- τική αυτονομία της πολιτικής του εξουσίας και οριοθετεί το περιεχόμενό της. Έχει βεβαιωτικό της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων χαρακτήρα. Η σχετική του αυτονομία είναι σε τελευταία ανάλυση η αναγκαία αυτονομία για την ηγεμονική οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων, είναι η απαραίτητη σχετική αυτονομία στη βεβαιωτική εξουσία αυτών των τάξεων.
Ταυτόχρονα όμως ενεργοποιείται, υπό την πίεση της πάλης των κυριαρχούμενων τάξεων, προς την κατεύθυνση της εκτόνωσης της αντί- δρασής τους. Η σχετική αυτονομία που διαθέτει το κράτος του επιτρέπει να παρεμβαίνει και προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης και συμφε- ρόντων των κατώτερων τάξεων και να πραγματοποιεί συμβιβασμούς ακόμη και ενάντια στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, αναγκαίους όμως για την προστασία πάλι, έστω και μακροπρόθεσμα, των πολιτικών, ταξικών και οικονομικών συμφερόντων της. Με τον τρόπο αυτό αμβλύνει και διευθετεί η κρατική εξουσία τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις και διαφορές διευκολύνοντας την λειτουργία του πολιτικού συστήματος και διατηρώντας τη συνοχή του, που σε τελική ανάλυση εξυπηρετεί αυτή καθεαυτή την επιβίωση της πολιτικής εξουσίας και τη συντήρηση της κυριαρχίας των κοινωνικοοικονομικών τάξεων που άρχουν στους αστι- κούς κρατικούς σχηματισμούς.
Το δίκαιο, κατά συνέπεια, του οποίου οι γενικότεροι προσανατο- λισμοί, οι επιμέρους στόχοι, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και το ειδι- κότερο περιεχόμενο καθορίζονται από την ασκούσα τη νομοθετική λει- τουργία πολιτική εξουσία, υλοποιεί, με την καταναγκαστική ισχύ που διαθέτουν οι κανόνες του, την αποφασιστική παρέμβαση του κράτους στη διαμόρφωση των πρόσφορων, ως προς τα ανταγωνιστικά συμφέροντα ισορροπιών, ενσωματώνοντας στις ρυθμίσεις του τις συναρτήσεις και τις παραμέτρους που υπαγορεύει η δυναμική του συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων.
Συμπερασματικά, η γενικότερη πολιτική του δικαίου, όπως αυτή εξειδικεύεται στο περιεχόμενο, στους στόχους και στην αποστολή των κανόνων που συνθέτουν τους επιμέρους δικαιικούς κλάδους:
α) Ανταποκρίνεται μεν κατά βάση στα συμφέροντα των οικονομι- κοκοινωνικά κυρίαρχων τάξεων, χωρίς όμως να ταυτίζεται πλήρως με την εφαρμογή των όρων εξυπηρέτησής τους. Η λειτουργική αποστολή του δικαίου, ως νευραλγικού παράγοντα συνοχής και συντήρησης της δομής μιας σε κράτος οργανωμένης κοινωνίας, επιβάλλει τη ρυθμιστική παρέμβασή του για τη συμβιβαστική διευθέτηση των ταξικών αντα- γωνισμών, διαφορών και αντιθέσεων.
β) Εκφράζει τον εκάστοτε συσχετισμό των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων και εκμαιεύει τη συναίνεση ή έστω την ανοχή εξουσιαζόντων και εξουσιαζομένων που διευκολύνει τη συμμόρφωση στις επιταγές του και με τον τρόπο αυτό
γ) Προωθεί την ειρηνική συνύπαρξη των ανταγωνιζόμενων τάξεων στη δεδομένη κοινωνία.
Στο σημείο αυτό και προτού εξειδικευθεί ο ειδικότερος ρόλος του ποινικού δικαίου ως παράγοντα άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής του αστικού κράτους είναι αναγκαία η σύντομη αναφορά στα δεδομένα που διαμορφώνουν οι σαρωτικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν το φαινό- μενο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας αλλά και η εμφάνιση κινδύνων δραματικού μεγέθους που δημιουργούν οι εφαρμογές της τεχνολογικής επανάστασης.
Τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της τεχνικοοικονομικής ανάπτυξης διαμορφώνονται από τις δομικές ανακατατάξεις στο σύστημα της παγκό- σμιας οικονομίας που δημιουργούν οι βαθιές τομές στις παραγωγικές διαδικασίες, η εντυπωσιακή διόγκωση του παγκοσμίου εμπορίου και των συναλλαγών και η κορύφωση του διεθνούς ανταγωνισμού σε συνδυασμό με την αύξηση των κινδύνων που παράγονται από την ανέλεγκτη αξιο- ποίηση των επιτευγμάτων της τεχνογνωσίας, κατηγορίες των οποίων έχουν ήδη εξελιχθεί σε μεγέθη πλανητικής απειλής. Αναφέρομαι κυρίως σε φαινόμενα όπως αυτό του θερμοκηπίου, της μείωσης της στιβάδας του όζοντος, της μόλυνσης - ρύπανσης τεράστιων χερσαίων και θαλασσίων εκτάσεων και τέλος του βαθμιαίου αφανισμού της χλωρίδας και της πανί- δας του πλανήτη.
Στις συνθήκες αυτές το σύγχρονο κράτος είναι αναγκασμένο να αναλάβει την ευθύνη και το βάρος άσκησης πολιτικής ικανής να ανταπε- ξέλθει στα προβλήματα και να περιορίσει τις εστίες κοινωνικών κρίσεων που γεννά ο επελαύνων εκσυγχρονισμός. Στα πρωταρχικά καθήκοντα της κρατικής πολιτικής υπάγεται η επαναφορά των κοινωνικών ισορροπιών, οι οποίες κλονίζονται από τις πολύπλοκες εξελίξεις και ανακατατάξεις στην ιεραρχία των οικουμενικών αξιών και την ανατροπή των πολιτικο- κοινωνικών σταθερών που δημιουργούν τα νέα δεδομένα και πρότυπα του τεχνικού πολιτισμού. Η υποβάθμιση των «σκοτεινών» πλευρών της τεχνολογίας και των αρνητικών παραμέτρων της και η αποκατάσταση της έντονα αμφισβητούμενης εκτίμησης τόσο στα επιτεύγματά της όσο και στη δυναμική της αναπτυξιακής ιδεολογίας και στρατηγικής γίνεται ζήτημα άμεσης πολιτικής προτεραιότητας.
Η διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς κραδασμούς στο πεδίο της κοινωνικής συνοχής, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την έντονη ενεργοποίηση των παρεμβατικών μηχανισμών του κράτους προκειμένου να επιβεβαιωθεί ο ρυθμιστικός και εγγυητικός του ρόλος και να διατηρηθεί το καθεστώς της σχετικής του αυτονομίας στο ισχύον πολιτειακό σύστημα.
Στο μέτρο, συνεπώς, που η τεχνολογική απειλή πλήττει καίρια την αξιοπιστία του ισχύοντος συστήματος οικονομικής ανάπτυξης στους κόλπους της πλειοψηφίας των πολιτών και διογκώνεται η κοινωνική αντίδραση, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της κατεστημένης οικονομικοπολιτικής δομής, η διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου και μηχανισμών προσαρμοσμένων στις σύγχρονες απαιτήσεις ασφάλειας αποκτούν χαρακτήρα θεμελιωδών συνιστωσών της κρατικής πολιτικής.
Ενόψει αυτών, η παρατηρούμενη, ιδίως από τη δεκαετία του 1970, προσπάθεια, κυρίως στα αναπτυγμένα βιομηχανικά κράτη του λεγόμενου «δυτικού κόσμου», διορθωτικής παρέμβασης στα πεδία της βιομηχανικής και τεχνολογικής δραστηριότητας εξυπηρετεί δύο αλληλένδετους σκο- πούς: την άμβλυνση του διογκούμενου αισθήματος ανησυχίας και ανα- σφάλειας μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων που τροφοδοτεί η συνειδη- τοποίηση της μαζικότητας και της έντασης των σύγχρονων τεχνολογικών κινδύνων και - μέσω αυτής - τη συναινετική προώθηση της στρατηγικής και των προτεραιοτήτων της αναπτυξιακής πολιτικής της «ύστερης» καπιταλιστικής οικονομίας, τα στάδια της οποίας διανύουμε στη σημερινή εποχή.
Η χρησιμοποίηση του δικαίου ως βασικού εργαλείου επίτευξης των παραπάνω στόχων έχει σημαντική βαρύτητα. Η προσαρμογή των κανόνων του στη σύγχρονη κοινωνική, πολιτική και οικονομική μορφολογία αντιστοιχεί στις αλλαγές που παρατηρούνται στη λειτουργία του φιλελεύθερου αστικού κράτους. Έτσι το παραδοσιακό φιλελεύθερο μοντέλο, που δέσποζε στους κοινωνικούς σχηματισμούς από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να υποχωρεί, παραχωρώντας το προβάδισμα στο μοντέλο του κρατικού οικονομικού παρεμβατισμού. Τη θέση των πολιτικοοικονο- μικών δομών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κατάκτηση της αστικής τάξης έναντι των μοναρχικών εξουσιών και μετέπειτα θεσμικό πλαίσιο νομιμοποίησής της ως οικονομικά άρχουσας τάξης και του άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού που διασφάλιζαν δικαιικοί μηχανισμοί πλήρως υποστηρικτικοί της ελευθερίας της αγοράς, παίρνει η έντονα παρεμβατική μορφή της κρατικής λειτουργίας, με εργαλείο τους δικαιικούς κανόνες. Το θεσμικό πλαίσιο δράσης του κράτους, με τη χρήση του νομικού συστήματος καταναγκασμού, χαρακτηρίζεται ήδη με την είσοδο στη μεταπολεμική περίοδο από την πολιτική του ελέγχου της αγοράς, της οριοθέτησης της οικονομικής ελευθερίας, της εποπτείας της επαγγελματικής δραστηριότητας, της ρύθμισης των προϋποθέσεων ανάληψης οικονομικής δράσης από το ίδιο το κράτος και της ουσιαστικής παρουσίας του σε όλο το πλέγμα των οικονομικών, τεχνικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.
Η μετάβαση σε αυτό το διαφορετικό κρατικό μόρφωμα δεν ση- μαίνει βέβαια ότι θίγονται τα θεμέλια, οι αρχές και τα συνεκτικά στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος. Απλά οριοθετείται και εξωραΐζεται η δράση του για να θωρακιστεί η λειτουργία του. Και τούτο γιατί οι αγώνες και οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος την ίδια εποχή στις χώρες του δυτικού κόσμου σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση του ρόλου και της παρουσίας της Σοβιετικής Ένωσης, ως κύριου παράγοντα της αντιφα- σιστικής νίκης των λαών, άρχισαν να δημιουργούν ρωγμές στις αρχές της φιλελεύθερης ιδεολογίας και συνακόλουθα στα θεμέλια της καπιταλιστι- κής δομής του οικονομικού συστήματος. Πίσω, λοιπόν, από την παρεμ- βατική λειτουργία του κράτους κρύβεται η κύρια αποστολή του, η διασ- φάλιση του οικονομικού συστήματος που υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων με τη ανάπτυξη θεσμικών εξισορροπητικών μηχανι- σμών ικανών να εκμαιεύσουν τη λαϊκή ανοχή και να επιβεβαιώσουν την εγγυητική λειτουργία του κράτους ως διευθετούσας εξουσίας στο στίβο των ταξικών αντιπαραθέσεων.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα φαίνεται όμως ότι το παρεμβατικό θεσμικό μοντέλο υφίσταται πανταχόθεν πιέσεις. Η διάλυση της Σοβιε- τικής Ένωσης που ενίσχυσε την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και η προ- σωρινή, έστω, αποδυνάμωση της δράσης του διεκδικητικού εργατικού κινήματος διαμόρφωσαν τους πολιτικούς όρους σταδιακής συρρίκνωσης του κρατικού παρεμβατισμού. Παράλληλα όμως τα νέα δεδομένα που χαρακτηρίζουν το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, δρομολογούν τη νέα φάση στη οποία εισέρχεται η καπιταλιστική ανάπτυξη και συμπράττουν αποφασιστικά στην περαιτέρω περιθωριοποίηση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους στις οικονομικές διαδικασίες.
Η συγκέντρωση κολοσσιαίων κεφαλαίων στα διεθνή μονοπώλια, στις υπερεθνικές επιχειρήσεις και στους φορείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι τεράστιες προοπτικές που διανοίγονται στους κεφαλαιουχικούς μηχανισμούς που ασκούν την οικονομική εξουσία από την εκμετάλλευση των επιτευγμάτων της τεχνολογικής προόδου στις παραγωγικές διαδικασίες ωθούν και επιβάλλουν στην πολιτική εξουσία τη σταδιακή απόσυρσή της από το οικονομικό γίγνεσθαι. Γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση συνθηκών επιστροφής στον ακραίο οικονομικό φιλελευθερισμό.
Ήδη από τη δεκαετία του 1990 και μέχρι σήμερα, το ακμάζον παρεμβατικό κράτος της μεταπολεμικής περιόδου υφίσταται πανταχόθεν πιέσεις σε εθνικό και, πρωτίστως, σε υπερεθνικό επίπεδο. Οι υποχρε- ώσεις που επιβάλλουν οι παγκόσμιοι και διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, οι διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες, όπως αυτή της Ευρω- παϊκής Ένωσης και οι πολεμικές επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κατά κρατών γαιοστρατηγικής και ενεργειακής σημασίας και τέλος οι παγκόσμιες ανακατατάξεις που προωθούνται από την πολιτική της λεγόμενης «νέας τάξης πραγμάτων» καταλήγουν αφενός στη συρρί- κνωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, όπως επιβάλλουν οι ανάγκες της ύστερης καπιταλιστικής εξέλιξης που προωθεί τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας στη βάση του μοντέλου της «αυτορρυθμιζόμενης λειτουργίας της αγοράς» και αφετέρου στην απομείωση και αυτής καθεαυτής της θεσμικής διάστασης της κρατικής κυριαρχίας.
Ειδικότερα στο πεδίο της νομοθεσίας, το «έλλείμμα» κρατικής κυ- ριαρχίας στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα εμφανές. Και μόνο αν αναλογι- στούμε ότι το κύριο βάρος της εθνικής δικαιικής παραγωγής έχει παραχωρηθεί στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία - μέσω Οδηγιών, Αποφάσεων, Προτάσεων κ.λπ. - καθορίζουν την εθνική νομοθετική πολιτική στα κρισιμότερα κοινωνικά πεδία (οικονομία, δημοσιονομικές ρυθμίσεις, χρηματοπιστωτικό σύστημα, υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων και εργασιακές σχέσεις, περιβαλλοντική προστασία, προστασία της δημόσιας υγείας, ασφαλιστικό σύστημα, παιδεία, διακρατικές δεσμεύσεις κ.λπ.), γίνεται αντιληπτό ότι το σύνολο σχεδόν των νευραλγικών πεδίων άσκησης κρατικής πολιτικής υπαγορεύ- εται από τις επιλογές και τις κατευθυντήριες των εκτός της Ελλάδος ευρωπαϊκών κέντρων απόφασης. Τα κέντρα αυτά, με τη σειρά τους, υπόκεινται στις πιέσεις των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών (βλ. συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις των αμερικανονατοϊκών στρατιωτικών δυνάμεων) αλλά και σε δεσμεύσεις και συμφωνίες με τα οικονομικά κέντρα της καπιταλιστικής διαχείρισης (π.χ. Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Τέλος και σειρά δεσμεύσεων από διακρατικές συμβάσεις μεταξύ Ελλάδος και άλλων κρατών (βλ. λ.χ. σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας) περιορίζουν ακόμη περισσότερο το ήδη άκρως ελλειμματικό πεδίο άσκησης εθνικής νομοθετικής πολιτικής. Και βέβαια δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για κρατική-εθνική πολιτική και συνακόλουθα για κυριαρχία όταν θεμελιώδες στοιχείο της άσκησης εθνικά κυρίαρχης πολιτικής, αυτό της νομοθετικής δράσης, ουσιαστικά ελλείπει.
Στις συνθήκες αυτές οι κανόνες του ποινικού δικαίου, όσο και αν φαίνεται περίεργο, είναι από το σύνολο των δικαιικών κανόνων οι περισ- σότερο θωρακισμένοι από υπερεθνικές παρεμβάσεις. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο θεσμικός χώρος δράσης των οργάνων της Ε.Ε. δεν έχει ακόμη επεκταθεί και στην άσκηση ποινικής νομοθετικής εξουσίας. Οι ποινικοί κανόνες αποτελούν ακόμα νομοπαραγωγικό δικαίωμα των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Έτσι το σύστημα των ποινικών διατάξεων στη χώρα μας έχει μια αυτόνομη σε γενικές γραμμές ανάπτυξη. Γιαυτό, με άξονα αναφοράς τον Ποινικό Κώδικα, παραμένει στις βασικές δομικές βάσεις αναλλοίωτο πε- ρισσότερο από μισό αιώνα. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι η διαδικασία αναθεώρησης του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα του 1834 ξεκίνησε ήδη από το 1911, μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ το 1951 ο σημερινός κώδικας, το περιεχόμενό του απηχεί θεωρητικές θέσεις και αντιλήψεις που κυριαρχούσαν σχεδόν εκατό χρόνια πριν. Πέραν αυτού η δογματική δομή του ποινικού μας δικαίου, όπως και των περισσοτέρων κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, στηρίζεται σε αρχές που διαμορφώθηκαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδίως από τη γερμανική ποινική σκέψη, οι οποίες και θεωρούνται μέχρι και σήμερα ως απαρα- βίαστα θεμέλια για τη λειτουργία του ποινικού συστήματος. Σε αυτήν ακριβώς τη διαχρονική τους ισχύ και αξία στηρίζεται και η ανάδειξή τους σε επίπεδο δόγματος. Έτσι από όλους τους κλάδους του δικαίου μόνο ένας, αυτός του ποινικού, διαπερνάται από αρχές που έχουν αναγορευθεί σε δόγμα. Και από το σύνολο των επιστημονικών κλάδων δύο μόνο δια- θέτουν τα χαρακτηριστικά δόγματος: η θεολογία και το ποινικό δίκαιο.
Και βέβαια ως προς το θεολογικό δόγμα αυτό είναι αναμενόμενο μια και η πίστη ως προς το θείο, οφείλει να στηρίζεται σε ισχυρές και αναντίλεκτες αρχές, αφού αυτές, κατά τη θεολογική σκέψη, πηγάζουν από το θείο λόγο.
Το ερώτημα ασφαλώς τίθεται για το ποινικό δίκαιο. Πόθεν πηγάζει το απαραβίαστο των αρχών του αφού είναι καθαρά ανθρώπινες κατα- σκευές; Η απάντηση είναι ιστορικά θεμελιωμένη στις λεγόμενες αρχές του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Αρχές που δομήθηκαν για να προστατεύσουν τη νέα άρχουσα τάξη των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, την αστική τάξη, που ως τάξη ιδιοκτητών που είχαν κατακτήσει ή ήλεγχαν την πολιτική εξουσία, μετά την ανατροπή της απολυταρχίας, θέσπι- σαν τους κανόνες εκείνους που αντιστοιχούσαν στα συμφέροντά τους.
Έτσι στο νέο φιλελεύθερο δικαιικό καθεστώς, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία εντάσσεται στα θεμελιώδη και απαράγραπτα ατομικά δικαι- ώματα και αποτελεί το πυρήνα οργάνωσης της οικονομικής ζωής και των οικονομικών σχέσεων ενώ παράλληλα αποκτά και πολύπλευρη συνταγ- ματική κατοχύρωση. Η απόλυτη οικονομική, επιχειρησιακή και ιδιοκτη- σιακή ελευθερία που στην ουσία προστατεύει τους κατέχοντες και ανα- παράγει ως κοινωνικά θεμελιωμένη κατάσταση την οικονομική ανισό- τητα κατηγοριοποιείται ως αυτονόητη συνιστώσα του συστήματος των ατομικών ελευθεριών και ουσιαστικά διαμορφώνει ως δεδομένη τη μορφή ενός «οριστικά» μοιρασμένου και ιδιοκτητικοποιημένου κόσμου πραγμάτων.
Αυτό το ιδιοκτησιακό μόρφωμα βρίσκεται εκτός πολιτικής δικαι- οδοσίας, ως καταστατική βάση της νέας αστικής κοινωνίας. Αυτό που οφείλει να επιτελεί η πολιτική εξουσία είναι να το σέβεται και να το προ- στατεύει. Με άλλα λόγια, με την κατασκευή του φιλελεύθερου κράτους έγινε δυνατή η ανάδειξη της ιδιοκτησίας σε εξωτερική θεσμική προϋ- πόθεση για τη δόμηση και λειτουργία της Πολιτείας. Και αντίστοιχα το ιδιοκτησιακό σύστημα στην καπιταλιστική κοινωνία εμφανίζεται ως «φυ- σικοδικαιικά» αυτονόητο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι φιλελεύθερες επαναστάσεις ήταν ίσως οι μόνες μορφές ιστορικής ανατροπής που ούτε επεδίωξαν, ούτε προκάλεσαν την αναθεώρηση του ιδιoκτησιακού status quo. Στόχο είχαν να εξασφαλίσουν θεσμικά, ιδεολογικά και πολιτικά ένα ήδη δομημένο καθεστώς πραγματικών ιδιοκτησιών. Έτσι, η πολιτική κυ- ριαρχία της αστικής τάξης υπήρξε το επιστέγασμα και η κατάληξη μιας ήδη συντελεσμένης πραγματικής οικονομικής κυριαρχίας.
Στην ουσία συνεπώς η αμετάκλητη αστική κατοχύρωση μιας συγ- κεκριμένης ιδιοκτησιακής τάξης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να οριστι- κοποιεί τις ιστορικές προϋποθέσεις διασφάλισης και ενίσχυσης του καπι- ταλιστικού συστήματος παραγωγής.
Το ποινικό δίκαιο από την πλευρά του, γνήσιο παιδί της φιλελεύ- θερης αστικής σκέψης, συγκροτεί την ίδια περίοδο (τέλη του 19ου αιώνα-αρχές του 20ου) τη δογματική δομή του και τις βασικές του κατευθυν- τήριες, συμπορευόμενο με τις επιδιώξεις της κυρίαρχης αστικής τάξης, θωρακίζοντας παράλληλα τις κατακτήσεις της. Στους ποινικούς κανόνες, με ελάχιστες παραλλαγές από τότε έως σήμερα, δεσπόζει η πολύπλευρη προστασία της ιδιοκτησίας και της περιουσίας με το ισχυρότερο μέσο κρατικής καταστολής, το σύστημα των ποινικών κυρώσεων. Έτσι, για παράδειγμα, περισσότερα από πενήντα (50) άρθρα του ποινικού μας κώ- δικα συγκροτούν το ποινικό οπλοστάσιο διασφάλισης με διάφορους τρό- πους της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων.
Παράλληλα, η αρχή του καταλογισμού, δογματικό προπύργιο της φιλελεύθερης δογματικής ποινικής σκέψης, διαμορφώνει τις προϋποθέ- σεις ποινικής ασυλίας εγκληματικών πράξεων που διαπράττονται στα πλαίσια επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η απόλυτη ανάγκη πλήρους απελευθέρωσης της δυναμικής της βιομηχανοποίησης, ώστε να δοθεί πλήρης ώθηση στην εξέλιξη της τότε πρώιμης καπιταλιστικής παρα- γωγικής διαδικασίας, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο και στο βαθμό που θα ήταν δυνατή η θέση στο απυρόβλητο, από πλευράς ποινικής ευθύνης, της βιομηχανικής και γενικότερα της επιχειρηματικής δράσης. Έτσι η δομή της αρχής του καταλογισμού, ως προσωπικής μομφής και αποδοκι- μασίας, προσέφερε τις προϋποθέσεις ποινικής ασυλίας του εργοστασι- άρχη και του βιομήχανου-εργοδότη, αφού η σύνδεση, για παράδειγμα της προσωπικής ποινικής του ευθύνης με την πρόκληση ενός εργατικού ατυ- χήματος ήταν, και παραμένει άλλωστε έως σήμερα, σχεδόν αδύνατη. Και για τις περιπτώσεις εκείνες που ήταν οφθαλμοφανής η παραβατική του συμπεριφορά, σειρά άλλη δογματικών περιορισμών, όπως αυτών της δια- πίστωσης της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης και του βλα- πτικού αποτελέσματος, δημιουργούσαν επιπλέον εμπόδια στην κατάγνω- ση της ενοχής του. Τέλος, η ελαχιστοποίηση της ποινικής κύρωσης για την εξ αμελείας ευθύνη, ακόμη και στις περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, μηδένιζε ουσιαστικά την απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης για τα απει- ράριθμα θύματα των εργατικών ατυχημάτων που προσέφεραν τη ζωή και το αίμα τους στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στη νομολογία της εποχής - από τα τέλη του 19ου μέχρι την περίοδο της έναρξης του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου - ποινικές καταδίκες εις βάρος εκπροσώπων του βιομηχανικού και επιχειρηματικού κατεστημένου της περιόδου αυτής για αξιόποινες προσβολές της ζωής και της υγείας των εργαζομένων, σε παγκόσμιο επί- πεδο, είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Έτσι το φιλελεύθερο ποινικό δόγμα προσέφερε τεράστιες υπηρε- σίες στην κατεύθυνση της πλήρους απελευθέρωσης της δράσης των καπι- ταλιστικών μηχανισμών ενισχύοντας τον στόχο της συσσώρευσης κερδών στην άρχουσα οικονομική τάξη και της περαιτέρω επένδυσή τους στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής που σταδιακά οδήγησε στο σύγχρονο γιγαντιαίο κεφαλαιοκρατικό οικονομικό μοντέλο που χαρακτη- ρίζεται ως ύστερη καπιταλιστική οικονομία.
Ασφαλώς δεν σημαίνουν οι παραπάνω αναφορές, ότι στο ποινικό δίκαιο χρεώνεται αποκλειστικά η ευθύνη της καπιταλιστικής συσσώρευ- σης και εκμετάλλευσης. Αναμφισβήτητα το σύνολο των δικαιικών ρυθμί- σεων που παράγει το αστικό κράτος συμπράττει, θα μπορούσα να πω ισομερώς, στη στήριξη και περαιτέρω ενίσχυση των δομών της καπιτα- λιστικής ανάπτυξης. Θα μπορούσε κανείς να μη συμφωνήσει στη θέση ότι και το παραγόμενο από τους άλλους κλάδους του δικαίου κανονιστικό πλαίσιο, λ.χ. του αστικού, του εμπορικού ή του εργατικού δικαίου είναι κομμένο και ραμμένο σύμφωνα με τις αξιώσεις και τα συμφέροντα της άρχουσας οικονομικής τάξης; Αυτό άλλωστε επισημάνθηκε ήδη στο εισαγωγικό μέρος της μελέτης.
Απλά η ως τώρα δράση και σύμπραξη του ποινικού δικαίου ως υποστηρικτικού δικαιικού μηχανισμού των συμφερόντων των κυρίαρχων οικονομικών δυνάμεων δεν έχει ιδιαίτερα προβληθεί.
Θα τελειώσω με κάποιες σκέψεις που επιβεβαιώνουν την συγκεκα- λυμένη αλλά ιδιαίτερα σημαντική στήριξη που προσφέρει, περισσότερο παρά ποτέ, το ποινικό δίκαιο στην απρόσκοπτη ανάπτυξη και δράση των καπιταλιστικών παραγωγικών διαδικασιών.
Αναφέρθηκα ήδη ποιο πάνω στη συμπόρευση των αρχών του ποινικού δόγματος με τις αξιώσεις των δυνάμεων που ελέγχουν και κατευθύνουν την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Οι ίδιες αρχές που κατεύθυναν το ποινικό δίκαιο της περιόδου πρό του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου εξακολουθούν και σήμερα να ισχύ- ουν. Και μάλιστα τώρα οι συνέπειες της εφαρμογής τους είναι περισσό- τερο αποκαλυπτικές για το ρόλο του ποινικού δόγματος και τους στόχους που υπηρετεί η προσήλωση στο απαραβίαστο της ισχύος τους.
Θα ενθυμήστε ενδεχομένως το μεγαλύτερο βιομηχανικό ατύχημα στην ιστορία της ανθρωπότητας που συνέβη το 1984 στο Μποπάλ της Ινδίας. Λόγω της πλημμελούς κατασκευής των εγκαταστάσεων μονάδας της πολυεθνικής χημικής βιομηχανικής εταιρίας Union Carbide διέφυγε μεγάλη ποσότητα τοξικού αερίου (ισοκυανιούχο μεθύλιο) που προκάλεσε το θάνατο 5.000 Ινδών και βαριές σωματικές βλάβες (τύφλωση, παράλυση, σοβαρή δηλητηρίαση πνευμόνων κ.α.) σε περισσότερα από 150.000 άτομα. Για την τραγωδία αυτή που συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο δεν έχει πάει κανένας από τους υπεύθυνους της εταιρίας ούτε μια μέρα στη φυλακή. Γιατί αυτό; Γιατί η αρχή της ενοχής, που αναφέραμε πιο πάνω, λειτουργεί αποτρεπτικά για τον εντοπισμό των υπόλογων φυσικών προσώπων, λόγω της δαιδαλώδους ιεραρχίας και δομής των σύγχρονων επιχειρήσεων. Η διασπορά αρμοδιοτήτων, ο καταμερισμός εργασιών, η διαρκής κινητικότητα και εναλλαγή του προσωπικού καθώς και η αλληλεξάρτηση σε κάθετη και οριζόντια γραμμή των παραγωγικών διαδικασιών μπλοκάρει κυριολεκτικά τον εντοπισμό συγκεκριμένων φυσικών προσώ- πων που θα μπορούσαν να χρεωθούν το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Έτσι το έγκλημα εμφανίζεται ως παραγόμενο από πλήθος μερικό- τερες πράξεις και ως αποτέλεσμα της συγκλίνουσας δράσης πολλών, πα- ράλληλα ή διαδοχικά ενεργούντων, προσώπων, τα οποία πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση, χωρίς όμως να διαπιστώνεται, κατά κανόνα, ο απαραίτητος δόλος σύμπραξης ή παροχής συνδρομής ώστε να θεμε- λιωθεί συμμετοχική, έστω, ευθύνη.
Σήμερα γνωρίζουμε όλοι ότι ο κίνδυνος ανατροπής της περιβαλ- λοντικής ισορροπίας, που διαμόρφωσε της προϋποθέσεις γέννησης και εξέλιξης της ζωής ανθρώπων και ζώων στον πλανήτη αλλά και το σύστη- μα λειτουργίας της παγκόσμιας βιοκοινότητας, είναι άμεσος με τραγικές συνέπειες για την επιβίωση της ζωής κάθε μορφής συνολικά. Γνωρίζουμε επίσης ότι η τεράστια περιβαλλοντική ρύπανση και μόλυνση είναι απο- τέλεσμα κυρίως της ασύδοτης αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πό- ρων του πλανήτη και της ανεξέλεγκτης αξιοποίησης των επιτευγμάτων της τεχνογνωσίας στο σύστημα των παραγωγικών διαδικασιών για τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Πως αντιμετωπίζονται όμως τα εγκλήματα κατά του περιβάλλο- ντος, ενός εννόμου αγαθού οικουμενικής αξίας και υπαρξιακής βαρύτη- τας για τη ζωή στον πλανήτη; Θα αρκεστώ στην εθνική μας νομοθεσία, στις διατάξεις της οποίας αντιστοιχούν λίγο-πολύ και τα ισχύοντα στη διεθνή περιβαλλοντική νομοθεσία.
Στο ν. 743/1977 «για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλο- ντος», η εκ προθέσεως σοβαρή ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος τιμωρείται με την μάλλον αστεία ποινή της φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ οι περιπτώσεις μικρότερης έκτασης της σοβαρής ρύπανσης παραμένουν ατιμώρητες. Αν σε αυτά συμπληρώσουμε ότι ποινές φυλάκισης ακόμη και έως πέντε ετών μπορούν να ανασταλούν ή να μετατραπούν σε χρηματικές γίνεται κατανοητό ότι και η σοβαρότερη μορφή ρύπανσης των θαλασσών αντιμετωπίζεται στην πράξη ως πταίσμα.
Στο σημαντικότερο νομοθέτημα για την προστασία του περιβάλ- λοντος, το νόμο-πλαίσιο 1650/1986, η πρόκληση ρύπανσης ή υποβά- θμισης του περιβάλλοντος τιμωρείται ακόμη ηπιότερα, δηλαδή με ποινή φυλάκισης από τρις μήνες έως δύο χρόνια. Κατά συνέπεια, με βάση τα ισχύοντα περί αναστολής ή μετατροπής της ποινής, αυτές οι ποινικές κυρώσεις δεν εκτίονται.
Αν λάβουμε τώρα υπόψιν ότι το σύνολο σχεδόν της ρυπογόνου και βλαπτικής για το περιβάλλον δραστηριότητας, παγκοσμίως, είναι κυρίως παράγωγο της λειτουργίας των βιομηχανικών μονάδων, δηλαδή επιχει- ρήσεων-νομικών προσώπων και συνδέοντας την επιχειρηματική δράση με την αρχή του καταλογισμού που θέτει, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, ανυπέρβλητα εμπόδια στον εντοπισμό των φυσικών προσώπων και έτσι υπό το μανδύα της συλλογικής δράσης των πολυπρόσωπων οργανισμών αποκρύπτεται η ατομική ευθύνη των υπόλογων για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα φυσικών προσώπων, γίνεται προφανές ότι ούτε ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί για την περιβαλλοντική εγκληματικότητα, όταν αυτή είναι παράγωγο, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, επιχειρηματικής δραστη- ριότητας.
Το παράδειγμα των συνεπειών της λειτουργίας των δύο μεγαλύ- τερων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ με τη χρήση λιγνίτη στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας και στην Πτολεμαϊδα είναι χαρα- κτηριστικό. Η τεράστια ρύπανση της ατμόσφαιρας στις περιοχές αυτές έχει καταλήξει στην αύξηση της θνησιμότητας των κατοίκων της περιο- χής σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο μέσος όρος ζωής τους σε σχέση με τους κατοίκους των άλλων περιοχών της χώρας να υπολείπεται κατά 10 έτη (63-65 χρόνια έναντι του μέσου όρου των 73-75). Παράλληλα έχει αυξη- θεί δραματικά ο αριθμός των καρκινοπαθών και πνευμονικών παθήσεων σε αυτές τις περιοχές (διπλάσιος του μέσου όρου στην υπόλοιπη Ελλά- δα). Και ενώ επιδημιολόγοι και ιατροί άλλων ειδικοτήτων επιβεβαιώνουν τη σχέση θανάτων και νόσων στις παραπάνω περιοχές με τη λειτουργία των μονάδων της ΔΕΗ, μέχρι στιγμής δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κανένα υπεύθυνο. Και αυτό οφείλεται στο γνωστό πρόβλημα θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης: δηλαδή, αδυναμία εντοπισμού των υπόλογων φυσικών προσώπων, λόγω της σύμπραξης πολλών και ανισότιμα δρώ- ντων στην συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία, καθώς και στην αδυναμία θεμελίωσης της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αφενός των θανάτων και των νοσογόνων καταστάσεων και της λειτουργίας των ανωτέρω μονάδων. Έτσι η εκατόμβη των θυμάτων της εγκληματικά ρυπογόνου δράσης των μονάδων της ΔΕΗ καλά κρατεί, προς όφελος της κερδοφορίας της.
Ενόψει αυτών είναι πασιφανές ότι ποινικό δόγμα και νομοθετική πολιτική υπηρετούν πλήρως τις ανάγκες και τις αξιώσεις της καπιταλι- στικής οικονομίας και των τάξεων που αποτελούν τους μοχλούς των επιλογών και των κατευθυντηρίων της.
Τελειώνοντας θα βάλω απλά το κερασάκι στην τούρτα. Η απλή κλοπή, δηλαδή η αφαίρεση μιας τηλεόρασης ή χιλίων ευρώ τιμωρείται με την ίδια ποινή που προβλέπεται για τη βαριά ρύπανση του περιβάλλοντος. Και ακόμη χειρότερα, με κάθειρξη έως δέκα ετών αν έγινε από επαγγελματία κλέφτη, ή ήταν πράγμα αφιερωμένο στη θρησκευτική λατρεία ή πρόκειται για αφαίρεση μιας βαλίτσας, έστω και άδειας, τοποθετημένης σε χώρο προς μεταφορά. (διακεκριμένη κλοπή 374 Π.Κ.). Αυτά για να επιβεβαιωθεί απλά ότι η ιδιοκτησία αδιάλειπτα μέχρι σήμερα διατηρεί το χαρακτήρα ενός υπεραγαθού σε ένα ποινικό σύστημα προσαρμοσμένο πλήρως στην καπιταλιστική συγκρότηση της κοινωνίας.
Ασφαλώς με αυτή τη δομή του ποινικού δικαίου και αυτήν την πολιτική του ποινικού νομοθέτη, η άρχουσα τάξη είναι απολύτως ικανο- ποιημένη. Γιαυτό κάθε άλλο παρά αναγκαία είναι η παρέμβαση των οργάνων της Ε.Ε. στο χώρο του Ποινικού Δικαίου. Το υπάρχον καθεστώς διασφαλίζει πλήρως την ποινική ασυλία των κυρίαρχων οικονομικών τά- ξεων στην πορεία προς την καπιταλιστική ολοκλήρωση.